Ημερολόγιο καταστρώματος ημέρα 43η: Σε αντιδιαστολή με το προηγούμενο Underground Scans που είχε αρκετά ακραία… συμπεριφορά, το παρών κινείται σε πολύ πιο παραδοσιακά μοτίβα. «Αρώματα» από NWOBHM, US metal, επικό heavy doom και καθαρό folklore, «χρωματίζουν» την ενότητα και επειδή εγώ, έτσι κι αλλιώς, καλός στην ποίηση δεν είμαι, ας τα αφήσουμε αυτά και ας πάμε γρήγορά γρήγορα στους πρώτους της παρέας μας.
Οι Βρετανοί AIRFORCE, είναι μία από τις περιπτώσεις εκείνες που επέστρεψαν από τη λήθη του παρελθόντος, εκμεταλλευόμενοι κάποια «τάση» η οποία επικρατούσε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Πως αλλιώς να «μεταφραστεί» το γεγονός πως δημιουργήθηκαν το 1987 και ως το 2001 που διαλύθηκαν, δεν είχαν κυκλοφορήσει τίποτα και επανήλθαν το 2008, με πρώτο δίσκο το 2016; Είναι απλούστατο: για όλα αυτά, «ευθύνεται» το N.W.O.T.H.M κίνημα, το οποίο μαζί με τις πάμπολλες νέες μπάντες που «δημιούργησε», «ανέστησε» και πολλές, οι οποίες για πολλά χρόνια ήταν ανενεργές ή είχαν πάψει να υφίστανται. Το “Strike hard” λοιπόν, είναι το δεύτερο άλμπουμ αυτών εδώ των βετεράνων, οι οποίοι με το δικό τους τρόπο, έχουν κάποια κοινά με τους IRON MAIDEN. Αυτά είναι: α) ο drummer τους, Doug Sampson (ναι, “Soundhouse tapes”) β) o Paul Andrews (ή αλλιώς, Paul Di Anno – πόσοι να ξέρουν το πραγματικό του όνομα άραγε;), ο οποίος κάνει guest φωνητικά και γ) ο Πορτογάλος τραγουδιστής τους, Flávio Lino, ένας ακόμη στο μακρύ κατάλογο όλων αυτών που προσπαθούν να ακουστούν σαν τον Bruce Dickinson και, ω του θαύματος, είναι από λατινική χώρα. Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο το άλμπουμ αυτό, αλλά ακούγεται ευχάριστα. Ο ήχος είναι εντελώς 80s, τα κλισέ είναι παρόντα, καλοπαιγμένο είναι, θα το διασκεδάσεις. Ως εκεί όμως. Δεν έχει συνθέσεις που θα σε κρατήσουν και θα ωθήσουν να το ακούσεις ξανά και ξανά. Στο ίδιο ύφος υπάρχουν άπειρα σαφώς ανώτερα δισκάκια, από την άλλην όμως, δεν είναι και κακό το τελικό αποτέλεσμα, οπότε ούτε «θάψιμο» αξίζει. Στη σκηνή, σίγουρα θα βλέπονταν ευχάριστα, θα έπαιζαν και καμια διασκευή MAIDEN, με μία μπύρα στο χέρι… δεν θα περνούσαμε διόλου άσχημα. Νομίζω πως ο βαθμός αυτός αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. (6/10)
Όμοια περίπτωση και οι BYFIST από το San Antonio, Texas, οι οποίοι ντεμπουτάρουν με το “In the end”, ύστερα από 33 ολόκληρα χρόνια! Ήταν ενεργοί από το 1987 ως το 1991, επήλθε η διάλυση, μετά η επανασύνδεση του 2000 και τώρα (!) έφτασε η ώρα για την πρώτη τους δισκογραφική δουλειά. Οι τύποι παίζουν το υβρίδιο του US heavy/power/speed/thrash, με πολλές επιρροές από τους συνήθεις υπόπτους JUDAS PRIEST, αλλά και από μπάντες όπως οι KING DIAMOND, οι ΗΕLSTAR και οι METAL CHURCH εποχής Wayne (υπάρχει και σχετική διασκευή μέσα, σε κομμάτι των REVEREND), οι οποίες δημιουργούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό. Οι κιθάρες είναι «δολοφονικές» και ο τραγουδιστής έχει ΦΩΝΑΡΑ, τα τραγούδια είναι πολύ καλά (και ας υπάρχουν κάποιες αδύναμες στιγμές μεταξύ των), αλλά δυστυχώς, η παραγωγή δεν είναι καθόλου καλή. Είναι κρίμα ένας τέτοιος δίσκος, ο οποίος και ποιότητα συνθετική έχει και εκτελεστική δεινότητα, αλλά και ΤΕΤΟΙΕΣ ερμηνείες στο μικρόφωνο, να πέφτει θύμα μίας τροχοπέδης, που κακά τα ψέματα, στις μέρες μας δεν είναι καθόλου δύσκολο να ξεπεραστεί. Υπό διαφορετικές συνθήκες, ίσως και να μιλούσαμε για μία από τις θετικότερες εκπλήξεις της χρονιάς. Τώρα, απλά γίνεται λόγος για ένα καλό ντεμπούτο, το οποίο και πρέπει να αναγκάσει τη μπάντα να βελτιωθεί σε συγκεκριμένους τομείς. Ο βαθμός διέπεται από την δέουσα αυστηρότητα μα και ψυχρή ματιά. (7.5/10)
Αλλάζουμε εντελώς κλίμα, φεύγουμε από το metal, αλλά δεν απομακρυνόμαστε από τα γούστα ενός metalhead. Οι HAGATHORN μας συστήνονται για πρώτη φορά, με το υπέροχο “Hartwold” και μας προσκαλούν σε ένα πραγματικό ταξίδι σε μέρη αλλοτινά και μαγευτικά. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία σκανδιναβική ονομασία του δεντρυλλίου Hawthorn (στα Ελληνικά Κράταιγος, στα Λατινικά Crataegus). Η μουσική του δίσκου παράγεται καθ’ ολοκληρίαν από τη χρήση μεσαιωνικών/παραδοσιακών σκανδιναβικών οργάνων, ενώ υπάρχουν και samples από την ίδια τη φύση, που καθιστούν το άλμπουμ ένα μελοποιημένο ταξίδι σε αρχαία δάση και τοπία, όπου πραγματικός βασιλιάς (και πρωταγωνιστής του concept) είναι το ελάφι, όπως μαρτυρά και η κραυγή στην εισαγωγή. Όλα τα τραγούδια μπορεί όντως να θυμίζουν πράγματα που πιθανόν να έχεις ακούσει στο παρελθόν, αλλά δεν πρόκειται ούτε για διασκευές, ούτε για αντιγραφές ή «δάνεια». Όλα είναι πρωτότυπες συνθέσεις, εκτός από ένα, το “Krummavísur”, το οποίο είναι ένα παραδοσιακό ισλανδικό έργο, που μιλά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα κοράκι, στην προσπάθειά του να βρει φαγητό και καταφύγιο, κατά τους σκοτεινούς και σκληρούς χειμερινούς μήνες στην Ισλανδία. Μέσα από αυτές τις αυθεντικές λαϊκές συνθέσεις λοιπόν, οι HAGATHORN θέλουν να υμνήσουν το μυστήριο και τη γοητεία της αρχαίας και μεσαιωνικής Φύσης και να μας διδάξουν πως οι δεσμοί μαζί της είναι τόσο ισχυροί, που απλά κάποιος πρέπει να τους ξαναβγάλει στο προσκήνιο. Περιττό να πω πως οι οπαδοί των BATHORY πρέπει να το ακούσουν ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ. (8.5/10)
Άλλο ένα άλμπουμ κλασσικού προσανατολισμού για το τέλος, αυτήν τη φορά από τους OLD MOTHER HELL και το “Lord of demise”. Γερμανοί από το Mannheim, στη δεύτερη δισκογραφική απόπειρά τους, μετά το ομότιτλο ντεμπούτο του 2017. Power trio με όλη τη σημασία της φράσης, αποτελούνται από τους Bernd Wener (κιθάρα/φωνή), Ronald Senft (μπάσο) και Michael Frölich (τύμπανα). Ο ήχος τους, κλασσικό heavy metal με κάποια doom στοιχεία. Οπότε, τι να περιμένουμε; «Μπρούσκα» και «πολεμικά» φωνητικά, στακάτους, ενίοτε επικίζοντες ρυθμούς, «μονολιθικό» rhythm section. Θα μπορούσα να τους παρομοιάσω με τους VISIGOTH, αλλά χωρίς να έχουν τόσο «μεγάλο» ήχο. Οι επιρροές οπωσδήποτε δεν μένουν εκεί, σίγουρα υπάρχουν και οι BLACK SABBATH, CANDLEMASS μεταξύ άλλων, αλλά η μπάντα προτιμά πολύ περισσότερο τον ευθύ επικό heavy metal ήχο από τον doom. Η απόδοση και των τριών μουσικών κυμαίνεται σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ ατού αποτελεί η φωνή του Bernd Wener, την οποία θεωρώ πολύ ταιριαστή με τη μουσική και η οποία θυμίζει, ως χροιά, ένα κράμα Jake Rogers (VISIGOTH) και Charles Rytkönen (MORGANA LEFAY). Γενικά, τα περίπου 40 λεπτά του άλμπουμ (ιδανική διάρκεια) κυλούν ευχάριστα και σε κρατούν προσηλωμένο. Καλύτερες συνθέσεις, μάλλον τα “Betrayal at the sea” (εύκολα θα μπορούσε να ανήκει στους HAMMERFALL) και τα επικότατα “Shadows within” και “Finally free”. Σε γενικές γραμμές, μία καλή κυκλοφορία, από μία αξιόλογη μπάντα. Περιμένω τα καλύτερα για το μέλλον. (7/10)
Αυτά και για σήμερα. Ως την επόμενη φορά, παρατηρήσεις, επικρίσεις και προτάσεις στη γνωστή διεύθυνση (όπως λέγαμε παλιά). Aκούμε πολλή μουσική και προσέχουμε την υγεία μας.
Δημήτρης Τσέλλος