Ο Steven Wilson, είναι ένας έξοχος μουσικός, ο οποίος όμως έχει ένα σημαντικό ελάττωμα. Είναι τόσο δημιουργικός, που κυκλοφορεί δύο με τρεις δίσκους το χρόνο και όταν συνθέτεις τόσο πολύ και μάλιστα σε τόσο διαφορετικά είδη, δεν μπορεί να είσαι συνεχώς στην κορυφή της φόρμας σου. Από πού να ξεκινήσω και που να τελειώσω. Από τη βασική του μπάντα, τους PORCUPINE TREE; Τους NO–MAN; Τους BLACKFIELD; Τους STORM CORROSION με τον Mike Akerfeldt των OPETH; Τους σόλο δίσκους του; Τους BASS COMMUNION; Τους I.E.M.; Ο πιο πρόσφατος σόλο δίσκος του, μάλιστα, το “Grace for drowning”, ήταν για εμένα απογοητευτικός, αφού αποτελούνταν από δύο CD, που δεν είχαν κανένα ξέσπασμα, καθώς και το άλμπουμ των STORM CORROSION ήταν τουλάχιστον εκνευριστικό. Κάπου λοιπόν, είχα πιστέψει ότι ο Wilson, είχε αρχίσει να καίγεται και να υπερισχύει η ποσότητα της ποιότητας. Αυτή η άκρατη διάθεση που είχε για πειραματισμό, τον οδηγούσε σε μονοπάτια που δεν μπορούσαν ούτε οι φανατικοί του οπαδοί να ακολουθήσουν. Όλα αυτά μέχρι που άκουσα το “The raven that refused to sing (and other stories)”.
Μονός δίσκος, έξι κομμάτια, παραγωγή ο Alan Parsons. Για όσους δεν γνωρίζουν τι σημαίνει Alan Parsons, μιλάμε όχι μόνο για τον άνθρωπο που έκανε παραγωγή στο “The dark side of the moon”, αλλά και για τον απόλυτο τελειομανή, τον άνθρωπο που ο θρύλος λέει ότι έκατσε δύο μερόνυχτα ξύπνιος για να βρει τον τέλειο ήχο για ένα σημείο ντραμς σε κάποιο δίσκο… Η μπάντα που συνοδεύει τον Wilson, είναι ΜΥΘΙΚΗ. Guthrie Govan (lead κιθάρα), Nick Beggs (μπάσο), Marco Minnemann (ντραμς, ο άνθρωπος που έφτασε μία ανάσα από το να πάρει τη θέση του Mike Portnoy στους DREAM THEATER), Theo Travis (σαξόφωνο, φλάουτο) και ο Adam Holzman (πλήκτρα). Εντάξει, ποτέ ο Wilson δεν είχε συνεργαστεί με δευτεράτζες, αλλά εδώ μιλάμε για all–star ομάδα, που σε κάθε κομμάτι ζωγραφίζει. Ο δίσκος, είναι αρκετά κοντά στους PORCUPINE TREE, αλλά με πολλά jazzy περάσματα, μπόλικο 70’s prog rock, αλλά και μοντέρνα προσέγγιση. Με το που σκάει το 12λεπτο “Luminol”, με τα μπασοτύμπανα να κάνουν αγώνα δρόμου και σημεία που θυμίζουν το “A change of seasons”, δυνάμωσα την ένταση. Συνεχή σκαμπανεβάσματα, τρομεροί ακροβατισμοί και μαγική ατμόσφαιρα. Είναι εκπληκτικό το πόσο έχει καταφέρει ο Wilson να ταιριάξει τον ήχο του φλάουτου και του σαξοφώνου στο δίσκο, ώστε να μην ακούγεται ξένο ή παράταιρο. Ακόμη παραμιλάω… Συνεχίζουμε με το πιο PORCUPINE TREE τραγούδι του δίσκου, το 8λεπτο “Drive home”, που ακούγεται απλό, μέχρι να το ακούσεις δυνατά ή με ακουστικά και να καταλάβεις τι μάχες δίνουν τα όργανα μεταξύ τους. Αυτά τα δύο τραγούδια και το ομώνυμο που κλείνει το δίσκο, είναι τα αγαπημένα μου, από ένα δίσκο με συνεχή highlights, εκπληκτικά σόλο και ατμόσφαιρα που δεν σε αφήνει να ξεκολλήσεις.
Η παραγωγή του Alan Parsons, έχει κάνει το συνολικό αποτέλεσμα πιο συμπαγές από ποτέ και μου έκανε εντύπωση πως ο Wilson άφησε άλλον άνθρωπο να αγγίξει το υλικό του. Όπως αποδείχθηκε δεν έκανε λάθος. Ο δίσκος, δεν είναι απλά καλός, είναι συγκλονιστικός. Τόσο συγκλονιστικός, που έκανε τα μαύρα σύννεφα που είχαν αρχίσει να απλώνονται κάθε φορά που άκουγα ότι ο Steven Wilson έβγαζε δίσκο, να διαλυθούν μονομιάς και το “The raven…” να είναι η μόνιμη συντροφιά μου στο αυτοκίνητο εδώ και δύο μήνες…
9 / 10
Σάκης Φράγκος