STEAK NUMBER EIGHT – “The Hutch” (Indie Recordings)

0
70

Με τέτοιο όνομα μπάντας ήμουν αρνητικά προκατειλημμένος, καθώς στην καλύτερη περίμενα καμία gore death/grind μπάντα που να καταπιάνεται στιχουργικά με…κρέατα παντός είδους. Ευτυχώς διαψεύσθηκα όχι μόνο ως προς το ύφος, αλλά και ως προς την ποιότητα της δουλειάς που στέκεται αρκετά υψηλά. Οι Βέλγοι ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία του λεγόμενου postmetal και στον τρίτο τους δίσκο και πρώτο που κυκλοφορεί απευθείας από δισκογραφική, την αξιολογότατη Indie Recordings, η μπάντα επιδεικνύει ανοδική πορεία και δείχνει ξεκάθαρες προθέσεις για εξέλιξη στον ήχο της.

Σε αντίθεση με το ντεμπούτο τους όπως και με πολλές μπάντες του ίδιου χώρου, εδώ η μουσική είναι αρκετά πιο πυκνογραμμένη, βασιζόμενη σε ξεκάθαρα riff και μελωδικά leads και λιγότερο απλωτή προκειμένου να δημιουργήσει ηχοτοπία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως απουσιάζουν και οι ταξιδιάρικες στιγμές. Έτσι, το “The Hutch” δεν βγάζει αυτή την αίσθηση της ολότητας και του ενιαίου συνόλου όπου μπάντες σαν τους οι ISIS ή τους CULT OF LUNA επιτυγχάνουν μέσα από τους δίσκους τους. Για να μην υπάρχει παρεξήγηση βέβαια, ο δίσκος δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα ροής ή συνοχής. Από την αντίθετη πλευρά, το θετικό εδώ είναι ότι από τις πρώτες ακόμα ακροάσεις, ο ακροατής είναι σε θέση να ξεχωρίσει κομμάτια, τα οποία λειτουργούν εξίσου καλά και μεμονωμένα, έξω από τη ροή του δίσκου.

Στον τομέα της αντοχής στο χρόνο βοηθά πολύ το γεγονός ότι καταφέρνουν να γράφουν αξιομνημόνευτα θέματα. Οι κιθάρες είναι το μεγάλο πλεονέκτημα με εξαιρετικές μελωδίες, αλλά καταλυτική είναι και η συμβολή των φωνητικών και αναφέρομαι στην εκτεταμένη χρήση των καθαρών φωνητικών, σε βάρος των hardcore ουρλιαχτών. Ενώ ο τραγουδιστής ναι μεν απέχει από το να χαρακτηριστεί καλλίφωνος, πατάει πάνω σε πιασάρικες φωνητικές γραμμές, που σε συνδυασμό με την προσέγγιση της μελωδίας που είναι περισσότερο αισιόδοξη παρά σκοτεινή (παίζει πολύ ματζόρε γενικά) μπορεί να φέρει στο μυαλό από BARONESS μέχρι DEFTONES.

Παρά τη μελωδική κοινή συνισταμένη όλων σχεδόν των κομματιών του δίσκου, εδώ παρουσιάζονται και μερικές από τις πιο επιθετικές και σκληρές στιγμές στη δισκογραφία της μπάντας. Η πλάστιγγα όμως γέρνει ορθώς κατά τη γνώμη μου προς τη μελωδική πλευρά, καθώς η μπάντα παρουσιάζει ξεκάθαρο πλεονέκτημα σ’ αυτά τα σημεία, είτε αυτά έρχονται μετά από βαριά hardcore ή βρώμικα sludge riffs, είτε χτίζονται με μια απαλή και ατμοσφαιρική postrock λογική. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο κομμάτι “Tearwalker” που κλείνει το δίσκο με μία σχεδόν κινηματογραφική αισθητική και αφήνει για το τέλος γαλήνια συναισθήματα.

Αν και οι επιρροές τους είναι ξεκάθαρες και δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο που δεν έχουμε ξανακούσει, η μπάντα παρουσιάζει ωραίες ιδέες, δοσμένες με όμορφο τρόπο και προσοχή στη λεπτομέρεια ενώ και οι συνθέσεις είναι αρκετά εμπνευσμένες και βγάζουν ψυχή. Το πολύ μικρό της ηλικίας τους, μ’ ένα μέσο όρο στα 20 χρόνια, αλλά κυρίως η σαφής βελτίωση που έχουν δείξει στο songwriting και η προσπάθειά τους να δώσουν προσωπικό χαρακτήρα στον ήχο τους και να ξεχωρίσουν, αποτελούν μια καλή υπόσχεση για ακόμα μεγαλύτερα πράγματα στο μέλλον.

7 / 10

Νίκος Χασούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here