KILLSWITCH ENGAGE – “Disarm the Descent” (Roadrunner)

0
67

«Το μεγάλο comeback», «Η επιστροφή του ασώτου» και πόσοι άλλοι τίτλοι θα μπορούσαν να ταιριάξουν στο συγκεκριμένο δίσκο. Τα επικοινωνιακά tricks όμως, ας τα αφήσουμε καλύτερα για την Roadrunner. Όχι πως τα έχουν και ιδιαίτερη ανάγκη πλέον οι KILLSWITCH ENGAGE (σοβαρά, ακόμη δεν έχετε καταλάβει πόσο μεγάλοι είναι εμπορικά, τουλάχιστον στην Αμερική;), αλλά μία κίνηση σωτηρίας τη χρειαζόντουσαν, μετά από έναν οριακά καλό (“As Daylight Dies”) και ένα μέτριο δίσκο (ομώνυμο). Το πράγμα όχι απλά βρωμούσε, αλλά ξεθέωνε από χιλιόμετρα, σαν κοψίδια στη σχάρα τη Μεγάλη Σαρακοστή, στο Άγιο Όρος. Ο – πρώην πλέον – συμπαθέστατος τραγουδιάρης Howard Jones, δεν την πάλευε και τόσο, και μέχρι να αποφασίσει το “should I stay or should I go”, το μυαλό της μπάντας Adam Dutkiewicz μας πέταξε ένα “Hymn of a Broken Man” παρέα με τον ξεχασμένο – νυν πλέον – Jesse Leach, με το project των TIMES OF GRACE. Το πράγμα λειτούργησε καλύτερα από ο, τι θα περίμεναν και οι ίδιοι, ο Howard μας χαιρέτησε και το «πολυπόθητο» reunion είναι γεγονός.

Τώρα ειλικρινά, όποιος περίμενε εκπλήξεις εδώ και επαναπροσδιορισμό πραγμάτων, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί πιο γραφικός και από τον Ταμτάκο στην Καρύτση. Οι KE έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν, την ώρα που έπρεπε να το κάνουν. Έπιασαν τον παλμό της εποχής, τελειοποίησαν αυτά που ξεκίνησαν οι επιρροές τους και με δίσκους όπως το “Alive or Just Breathing”, έδειξαν το δρόμο που θα ακολουθούσε στα 00’s το αμερικανικό metal, και όχι μόνο. Το γεγονός αυτό δεν τους δίνει το αλάθητο και δεν αναιρεί τις όποιες προσδοκίες μας από δαύτους, αλλά τώρα τους πετυχαίνουμε σε στάδιο αναπροσαρμογής… Και γι’ αυτή τη φάση τους, το “Disarm the Descent” αποδεικνύεται «λουκούμι», συνοδευόμενο από δροσερό νεράκι κάτω από τον πλάτανο, στο random ορεινό χωριό καταγωγής σας (καμπίσιοι και νησιώτες ατυχήσατε!). Ο δίσκος κυλάει όντως «νεράκι». Μην αρχίσουμε τα γραφικά που γράφουμε όλοι κατά καιρούς, του στυλ, «το εναρκτήριο “The Hell in Me” σε πιάνει από το γιακά», «η μπάλα είναι στρογγυλή» και δε συμμαζεύεται. Ναι, σε πιάνει από το γιακά, η προσέγγιση των φωνητικών θυμίζει και λίγο από CHIMAIRA (η πιο υποτιμημένη μπάντα του είδους) σε ένα σημείο, αλλά το point είναι πως τους ακούμε επιτέλους ορεξάτους. Ο δίσκος σου μεταδίδει εύκολα την ενέργειά του, είτε όταν θες να τραγουδήσεις τις ρεφρενάρες του, είτε όταν θες να mosh – άρεις, ακόμη και όταν θες να κάνεις και τα δύο παράλληλα στην τελική. Ύμνους έχει (“A Tribute to the Fallen”), στιγμές κλοτσοπατινάδας μπόλικες (“All We Have”), όπως και στιγμές «φωτεινούλης – αγκαλίτσας» με τον αναπτήρα μόνιμα αναμμένο σε περίοπτη θέση (“Always”).

Καιρός ήταν να τους πετύχουμε σε top φόρμα. Μπορεί ο Jones να έχει μία από τις καλύτερες φωνές στην πιάτσα, αλλά η θέση ταιριάζει γάντι στον Leach. Όσο προβλεπέ και cliché να φάνηκε η επιστροφή του, ακούγεται ανανεωμένος, γεγονός που σίγουρα βοήθησε και το υπόλοιπο team, ώστε να συνθέσει στα επίπεδα που γνωρίζει. Οι γνωστές πατέντες είναι όλες εδώ σερβιρισμένες αριστοτεχνικά, η μπάντα το νιώθει μετά από αρκετά χρόνια και δείχνει πως είναι alive and not just breathing. Τσιτωμένος, γλυκανάλατος, πιασάρικος, ολοκληρωμένος δίσκος, από τον οποίο λείπουν οι εκπλήξεις αλλά είπαμε, haters gonna hate. Το “Disarm the Descent” θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η συνέχεια του “Alive…”, μην ξεχνάμε όμως πως και η πραγματική του συνέχεια (“The End of Heartache”), τους έκανε αυτό που είναι τώρα… Μια μεγάλη, «εμπορική» μπάντα των καιρών μας, που μπορεί να φέρει με τον σωστό τρόπο νέους οπαδούς στο metal, άσχετα με το αν εξακολουθούν να σου θυμίζουν, όχι πως είχε παλιόκαιρο τη μέρα που τους γνώρισες, αλλά τα εφηβικά σου χρόνια. Όσοι το περιμένατε, σκουπίζετε ήδη τα σαλάκια σας…

8 / 10

Βασίλης Γκορόγιας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here