“Alien: Covenant” (Odeon)

0
337












Μολονότι δεν ανήκω στους ένθερμους υποστηρικτές των prequels και δη εκείνων που σχετίζονται με κλασικές ταινίες που προ δεκαετιών έγραψαν χρυσή ιστορία στο sci-fi στερέωμα, οφείλω εντούτοις να ομολογήσω πως είχα εντυπωσιαστεί από το μεταφυσικό βάθος και τα ιντριγκαδόρικα νοήματα που μου μετέδωσε η προβολή του “Prometheus”. Με την σκηνοθετική επιστροφή του αειθαλούς Ridley Scott να συνιστά το γεγονός της χρονιάς για σύσσωμο το πιστό εκκλησίασμα του sci-fi, το βασικό ερωτηματικό εστιαζόταν στο κατά πόσο η φετινή επιστροφή του ονόματος “Alien” θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αντάξιο διάδοχο του “Prometheus”.

Το “Alien: Covenant” σηματοδοτεί την επιστροφή του franchise στις horror ρίζες του. Με την πλοκή να τοποθετείται δέκα χρονιά μετά τα γεγονότα του “Prometheus”, το αποικιακό σκάφος Covenant ταξιδεύει προς τον απομακρυσμένο πλανήτη Origae-6, με την διαδρομή του να επιβλέπεται από το android Walters, ήτοι το εξελιγμένο μοντέλο του αντίστοιχου David από το “Prometheus”. Ωστόσο, η πορεία του ανακόπτεται από την αναμετάδοση ενός ανθρώπινου ραδιοσήματος, με συνέπεια το πλήρωμα του να οδηγηθεί σε έναν κοντινότερο άγνωστο πλανήτη και να εμπλακεί σε μια αλληλουχία γεγονότων, όπου πρωτοστατεί η σκληροπυρηνική horror ατμόσφαιρα, τα καθηλωτικά εφέ καθώς και τα εντυπωσιακά μονταρισμένα πλάνα του Scott.

Είναι προφανές ότι η παρουσία του David λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο “Prometheus” και το “Covenant”. Ταυτόχρονα, ενώ υπάρχουν σημεία όπου μέσω αυτής παρουσιάζεται η ευκαιρία να δοθούν απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα που προέκυψαν μετά το τέλος του “Prometheus” (πχ για το ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα των Μηχανικών έναντι της ανθρωπότητας), εν τέλει η προσοχή εσκεμμένα εκτρέπεται από αυτά, με αποτέλεσμα ακόμα και το παραμικρό ψήγμα φιλοσοφικής διάθεσης να πετιέται εμφατικά στα σκουπίδια. Το κυριότερο ατόπημα του “Covenant”, όμως, αποκαλύπτεται όταν στην εξίσωση της ταινίας αναλαμβάνουν από κοινού κυριαρχικό ρόλο το ιλιγγιώδες gore μαζί με τα αιμοδιψή Neomorphs (το λατρεμένο Xenomorph κάνει μόνο guest εμφάνιση), καθώς η διακύμανση παγιδεύεται σε μια déjà-vu κλιμάκωση που αντιγράφει, σε βαθμό εκνευριστικού ξεπατικώματος, τα στερεότυπα του πρώτου “Alien”.

Όσον αφορά τις ερμηνείες, η Katherine Waterson ως Daniels μπορεί να μην καταφέρνει να μπει στα παπούτσια της Noomi Rapace (συνιστά ιεροσυλία και μόνο η υπόνοια σύγκρισης με την Sigourney Weaver), ωστόσο, στο φρικαλέο περιβάλλον του “Covenant” βγάζει όση προσωπικότητα χρειάζεται για να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους, βάζοντας έτσι τις βάσεις για μια ενδεχόμενη συμμετοχή της και στην φημολογούμενη συνέχεια του film. Από την άλλη πλευρά, ο Michael Fassbender ανταποκρίνεται με περίσσια άνεση στο διπλό ανδροειδικό ρόλο του David/Walters, με τον χαρακτηριστικό εκφραστικό του τόνο να εξελίσσεται πλέον σε trademark για κάθε blockbuster που έχει υψηλές οικονομικές βλέψεις στο box-office (κάτι ανάλογο δηλαδή με την coca-cola που πάει με όλα τα φαγητά).

Κοντολογίς, το “Alien: Covenant” μοιάζει απελπιστικά χαμένο και σκαλωμένο στο διάκενο της μετάβασης από την αινιγματική διάσταση του “Prometheus” στην horror αρχιτεκτονική του πρώτου “Alien”. Τα δομικά υλικά για να δελεάσει, και γιατί όχι, να εξιτάρει τις νεότερες γενιές που δεν έχουν αναπτύξει ακόμα ισχυρούς δεσμούς και κώδικες αντίληψης με το franchise του “Alien”, είναι ομολογουμένως ισχυρά και εν πολλοίς αναμενόμενα. Του λείπει, όμως, η προσωπικότητα και το βάθος, τόσο για να σταθεί δίπλα στην βαριά κληρονομιά του παρελθόντος όσο και να ηγηθεί ως κινηματογραφική οντότητα στη νέα εποχή. Μέχρι να δούμε αν στο πίσω μέρος του μυαλού του Scott, όλο αυτό το σκηνικό συνιστά μέρος του σχεδίου, το “Covenant” καταχωρίζεται και επισήμως ως μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία.

Η ταινία θα προβάλλεται από την Πέμπτη 18/5 στους κινηματογράφους από την Odeon.

Πάνος Δρόλιας