Τελειώσαμε το αφιέρωμα στα 80’s, τελειώσαμε και το 1990, είμαστε πλέον στο 1991 και το δεύτερο μέρος του. Απίστευτες δουλειές έχουμε σ’ αυτό το μέρος, γραμμένες με αλφαβητική σειρά, όπως πάντα. Συστήνουμε το διάβασμά τους, με ποτάκι ή μπυρίτσα και συνοδευτικό το Spotify list που ακολουθεί. Καλή ανάγνωση!
GRAVE – “Into the grave” (Century Media)
Η ιστορία του προσωπικά αγαπημένου μου Σουηδικού death metal συγκροτήματος ξεκινάει ως CORPSE το 1986, την χρονιά που το thrash γινόταν από τη προηγούμενη πιο ακραίο, γρήγορο, λυσσασμένο και ογκώδες, ανοίγοντας δρόμους για άλλα ιδιώματα που θα ξεκινούσαν από την επόμενη χρονιά για τα καλά. Εκείνη τη χρονιά βγάζουν το “Black dawn” demo (το ομώνυμο κομμάτι, το ακούσαμε στο EP “And here I die…satisfied” (1993) ως “διασκευή”), και αποφασίζουν 2 χρόνια μετά να το αλλάξουν στο πιο ευχάριστο GRAVE (τούτη η Γης που τη πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε…καλά, σκάω!). Αρχίζουν τα demo υπό αυτό το όνομα “Sick disgust eternal” (1988), “Sexual mutilation” (1989) και “Anatomia Corporis Humani” (1989), συν ένα demo με το όνομα PUTREFACTION, το “Painful death” (1989). Την ίδια χρονιά, βγάζουν το πρώτο “Promo 1989” με το “Eroded” να λέγεται εκεί “As life slowly decays”. Το συγκρότημα βρίσκει τον ήχο του, με τη κυκλοφορία τόσο του δεύτερου “Promo ‘91”, όσο και του 7” “Tremendous pain” με 2 από τα κομμάτια του promo της ίδιας χρονιάς. Το “Tremendous pain” αποτελεί το πρώτο ηχογράφημα των Σουηδών θεών για λογαριασμό της Century Media.
Όλα αυτά εκτός του ότι κυκλοφόρησαν υπό τον γενικότερο τίτλο “Necropsy – the complete 1986 – 1991 recordings” το 2011, προλόγισαν ιδανικά το μνημείο σαπίλας, βρωμόξυλου και βαθέως ρομαντισμού που ονομάσαμε για τυπικούς λόγους “Into the grave”, που κυκλοφόρησε την αρχή του Αυγούστου, ένα ζεστό καλοκαίρι του ‘91. “Wired by the smell of death, as your end is drawing near, He’ll make you’ll cry, he’ll make you bleed, but you feel no fucking fear” ο δίσκος άνοιξε, οι τάφοι επίσης, την έβαψες δικέ μου, αναπόφευκτη η σήψις! Ξεχωριστή μνεία, οφείλει να γίνει στο ερωτικό κομμάτι του δίσκου, το “In love”. O Ola Lindgren, κατά δήλωση του, το είχε γράψει για την γυναίκα του, με την οποία είναι τόσο ερωτευμένος που δεν μπορούσε να μην γράψει κάτι για εκείνη. Εγώ υποβάλλω ταπεινά τα σέβη μου, ίσως η πιο αρσενική μπαλάντα περί έρωτος μετά το “Necrophiliac” των SLAYER. Όχι, για να μη λέτε ότι οι death/thrashers δεν είμαστε άνδρες με ρομαντισμό. Έρωτας μέχρι θανάτου και αηδίες καμαρωτές…κανένα φέρετρο δε χωρίζει τους πραγματικά ερωτευμένους λέω εγώ.
Επιστρέφοντας στα του δίσκου, στο “Into the grave”, ακολουθώντας κατά πόδας την ηχητική επανάσταση των κοντοχωριανών τους ENTOMBED με το Α και Ω του death metal ήχου της Στοκχόλμης επ’ ονόματι “Left hand path” (οι οποίοι με τη σειρά τους οφείλουν στους άρχοντες του τάφου AUTOPSY, ΘΑ ΣΕΒΕΣΤΕ!), οι GRAVE βάζουν μια παραπάνω doom-ίλα, κάποια επιπλέον blastbeats (όπως στο “For your god”) και εκεί που οι ENTOMBED ήταν πιο τσαχπίνηδες και rock ‘n’ roll στα solo τους, οι GRAVE πότε SLAYER-ίζουν, πότε ανάβουν και εκείνοι ένα μαύρο κερί στους CANDLEMASS, ευχαριστώντας τους για όλα όσα κάνανε για τη Σουηδική metal σκηνή. Το ότι κατάφεραν ένα χρόνο μετά να ξεπεράσουν ΑΥΤΟ το ντεμπούτο με το αγαπημένο μου άλμπουμ τους (και όλου του Σουηδικού death metal), λέει πολλά για το μεγαλείο αυτής της μπάντας. Καλά να είμαστε, θα το αποθεώσουμε κι αυτό όπως προβλέπεται. Κλείνοντας όμως το κείμενο γι αυτό το δίσκο, για 42 λεπτά και 8 δευτερόλεπτα, κάθε ζωή σβήνει, και κάθε άλατο του σβέρκου επίσης… into the darkness, into the grave, your life on earth belongs to the past, into eternal death, your faith has died, into the darkness, into the grave!
Γιάννης Σαββίδης
GUNS N’ ROSES – “Use your illusion I & II” (Geffen)
Με έναν και μόνο ολοκληρωμένο δίσκο, είχαν ήδη εκσφενδονιστεί. Οι Αμερικάνοι έκαναν ό,τι ήθελαν, συνήθως ενάντια στο σύστημα και πάντα έπιανε. Είτε μουσικά, είτε επιχειρηματικά, είτε σε θέματα καταχρήσεων, περιοδειών και οτιδήποτε άλλο μπορείτε να φανταστείτε, οι GNR πραγματικά σέρφαραν στις δικές τους θάλασσες κι εκεί που όλος ο κόσμος περίμενε με τεράστια αγωνία το επόμενό τους άλμπουμ αυτοί κυκλοφόρησαν όχι ένα, αλλά δύο… και μάλιστα διπλά!!! Τον Σεπτέμβριο του 1991 λοιπόν, πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα σε λιγότερο από μια εβδομάδα σε όλο τον κόσμο και εδραίωσαν τον μύθο τους. Τέσσερα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, η μπάντα κυκλοφορεί 16+14=30 κομμάτια, με φοβερούς και τρομερούς καλεσμένους, με το ένα πόδι στο εκκωφαντικό κι επιθετικό τους ύφος και το άλλο πόδι να δοκιμάζει πιο ώριμα νερά, με αρκετή ποικιλία. Με δίλεπτα αλλά μέχρι και εννιάλεπτα έπη (“Estranged”, “November rain”), με διασκευές (“Knockin’ on heaven’s door”, “Live and let die”), με μπαλάντες (“Don’t cry”) με βρισιές (“Back off bitch”) ναρκωτικά, ξύλο, αλλά και blues. Οι GNR τα κάνουν όλα και δικαιολογούν (για πρώτη και τελευταία φορά) την αναμονή μας. Καταφέρνουν να γεφυρώσουν το παρελθόν με τις καινοτομίες τους, τα χάλκινα πνευστά με το hard rock και το heavy metal με τα blues. Τα άλμπουμ είναι αξεπέραστα και είναι τόσο πολυεπίπεδα που δεν κουράζουν. Οι ατελείωτες περιοδείες που ακολούθησαν, με τα απανωτά singles που έπαιζαν στο ραδιόφωνο, στις ταινίες αλλά και το MTV, ήταν τόσο έντονες όσο και οι σχέσεις των μελών. Η ιστορία απέδειξε πως η ένταση που επικρατούσε, είχε ως αποτέλεσμα να φτάσουν από τότε στο ζενίθ της δημιουργικότητά τους κι αυτό που ακολούθησε ήταν μόνο … το χάος. Τα άλμπουμ αυτά στιγμάτισαν την δεκαετία που ξεκινούσε. Ο Slash εκεί έγινε ο διαχρονικός κιθαρίστας με το βρώμικο στυλ που είναι τόσο προσωπικό κι ο Axl μέσα σε όλη την δύνη γράφει κομματάρες!
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης
HAREM SCAREM – “Harem scarem” (WEA)
To 1991 ήταν μία χρονιά όπου το αμερικάνικο hard rock ζούσε τις τελευταίες μεγάλες του στιγμές, οι οποίες και ξεκίνησαν περίπου μία δεκαετία πίσω. Οι μπάντες ξεπήδαγαν η μία πίσω από την άλλη, με στόχο το αμερικάνικο όνειρο που θα τους έδινε τη δυνατότητα να γίνουν rockstars παγκόσμιου βεληνεκούς! Μία τέτοια μπάντα ήταν και οι HAREM SCAREM, από τον Καναδά!
Η τετριμμένη φράση «Καναδάς = Εγγύηση» βρίσκει την εφαρμογή της σε ακόμα ένα συγκρότημα από την χώρα βόρεια της Αμερικής! Η αμαρτία είναι πως με έναν τόσο καλό δίσκο, οι HAREM SCAREM δεν κατάφεραν να κάνουν μεγάλη επιτυχία. Μεγάλος ο ανταγωνισμός άλλωστε, οπότε απευθείας έγιναν μπάντα δεύτερης ταχύτητας. Το ομώνυμο ντεμπούτο της μπάντας σφύζει από ζωντάνια! Υπέροχες ιδέες, όλα τα χαρακτηριστικά του ιδιώματος βρίσκονται στον εν λόγω δίσκο, δίνοντας στον ακροατή το αποτέλεσμα που επιθυμεί σε έναν τέτοιο δίσκο! Ταξιδιάρικα τραγούδια, με το “With a little love” να είναι ένας ύμνος ολκής και με το “Slowly slipping away” να προκαλούν σκιρτήματα στις καρδιές των ανθρώπων ανεξαιρέτου φύλου. Ο Harry Hess σε «ζεσταίνει» με την καταπληκτική φωνή του και χαρίζει ερμηνείες που βγαλμένες από τα καλύτερα μουσικά εγχειρίδια! Βέβαια, δεν είναι μόνο αυτά τα δύο τραγούδια. Ποιος μπορεί να ξεχάσει κομμάτια όπως τα “Love reaction” με το DEF LEPPARD ρεφραίν του, το “Don’t give your heart” που σε πάει όπου θέλει η σκέψη σου ή το “How long” που έχει ενδεχομένως το καλύτερο ρεφραίν του δίσκου;
Όπως ανέφερα και παραπάνω, ήταν και είναι τεράστια αμαρτία ένας τόσο καλός και αξιόλογος δίσκος να μη γνωρίσει την επιτυχία που του έπρεπε! Ειδικά όταν σε αυτόν τον δίσκο συμμετέχουν οι Ray Coburn των HONEYMOON SUITE και Carl Dixon των CONEY HATCH. Το λες και αδικία!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης
HEATHEN – “Victims of deception” (Roadracer records)
Λέγεσαι HEATHEN, είσαι μέρος του δεύτερου κύματος του Bay Area thrash metal αγκαζέ με VIO-LENCE, FORBIDDEN, TESTAMENT, DEATH ANGEL, BLIND ILLUSION και POSSESSED. Όταν οι πρωτεργάτες METALLICA, SLAYER, EXODUS και MEGADETH περνάνε στο επόμενο επίπεδο, εσύ στις καυτές σκηνές του Αμερικάνικου underground μετά από το “Pray for death” (1986) demo, κυκλοφορείς το διαμάντι τεχνικής speed/thrash παράνοιας που λέγεται “Breaking the silence” (1987). Ο κόσμος μαζεύει τα σαγόνια του (που να ήξερε ότι έρχονται “Eternal nightmare”, “Forbidden evil” την επόμενη χρονιά… Όλεθρος ολέθρων!), εσύ μαζεύεις scalp των ανυποψίαστων, με τις εκτυφλωτικές κιθάρες των Lee Altus/Doug Piercy και τη φωνάρα (Φ-Ω-Ν-Α-Ρ-Α σε περίπτωση που δεν έγινε αντιληπτό) του David White. Αλλά δεν είχες πει τη τελευταία σου λέξη ακόμα. Τα επόμενα 4 χρόνια, φτύνεις αίμα, βγάζεις demo με τον διακορευτή ποζεράδων Paul Baloff ένα φεγγάρι του ‘88 (άλλο που δεν στέριωσε), και 12 Απριλίου 1991, κυκλοφορείς το καλύτερο σου άλμπουμ, με διαφορά.
Η εισαγωγή σοκάρει. Το ψαρωτικό λογύδριο που ακούμε, ανήκει στον πασίγνωστο αιδεσιμότατο – ευαγγελιστή Jim Jones. Ένα αηδιαστικό δείγμα υπανθρώπου, που αφού μετέπεισε – χειραγώγησε ανθρώπους, προκειμένου να τον ακολουθήσουν στην αίρεση “People’s Temple”, όταν μπήκαν οι αστυνομικές δυνάμεις για να σπάσουν την αίρεση το ‘79, τους έδωσε το γνωστό Kool-Aid (χυμός σταφυλιού αναμεμειγμένος με υδροκυάνιο), προκαλώντας την ομαδική αυτοκτονία 909 ατόμων. Το τέλειο έγκλημα και ο τέλειος τρόπος να προλογίσεις το κομμάτι – κόλαφο “Hypnotized”. Και αυτά μόνο στα πρώτα 8 λεπτά και 35 δευτερόλεπτα του δίσκου. Όπου περνάς, σαν σταματημένο το “Breaking the silence”, και δείχνεις από τι υλικά είσαι φτιαγμένος σαν συνθέτης. Το ίδιο θέμα της χειραγώγησης, υπό πολιτικό πρίσμα βεβαίως, πραγματεύεται και το “Opiate of the masses”.
Τα πάντα είναι ανώτερα, η παραγωγή πεντακάθαρη και ογκώδης, να αναδεικνύει τη διαρκώς βελτιούμενη παικτική (σαν μονάδες αλλά και σαν σύνολο) και συνθετική δεινότητα του συγκροτήματος. Τι αφήνεις, τι πιάνεις…. από τη διασκευάρα στο “Kill the king” των RAINBOW (δείχνοντας τις ρίζες τους για δεύτερη φορά, με το “Set me free” των SWEET να είναι η πρώτη στο “Breaking the silence”), στο “Mercy is no virtue” (κλείνοντας με θρησκευτική επίθεση το δίσκο που έτσι άνοιξε), στο εξαιρετικό instrumental “Guitarmony” (ναι, γιατί δεν είχαμε απολαύσει τις κιθάρες αρκετά, πάρε και άλλα 3,5 λεπτά να ξεσαλώνουν. ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΟΥΝ), στην εκπληκτική μπαλάντα “Prisoners of fate”, στο αρρωστημένο “Morbid curiosity”, στο υπαρξιακά φιλοσοφημένο “Fear of the unknown” και φυσικά, το άσμα – ωδή στους γηγενείς “Heathen’s song” (στιχουργική συνέχεια, του “Heathen” από το “Breaking the silence”).
Παρατηρείται ένα μοτίβο εδώ. Από τα θέματα της πυρηνικής καταστροφής, των τεράτων, των εκτελέσεων και την αφελή κοινωνικοπολιτική κριτική, σε βαθιά θέματα όπως, πολιτική – θρησκευτική χειραγώγηση, μετά θάνατον ζωή, πεπρωμένο και έλεγχος του, και μια ψυχικά άρρωστη κοινωνία που διψάει να μάθει για τη δυστυχία και το πόνο κάποιου άλλου ώστε να νιώσει καλά με τον εαυτό της. Μια ζοφερή και τόσο αληθινή εικόνα μιας Αμερικής, που στην αυγή της δεκαετίας του ‘90, συνειδητοποιεί μέσω τέτοιων συγκροτημάτων, τα εγκλήματα που διεπράχθησαν εις το όνομα της θρησκείας και της όποιας εξουσίας. Η υπενθύμιση ότι αποτελούμε Θύματα της Εξαπάτησης αυτών, που πάντοτε έρχονται ως σωτήρες. Αν για κάτι όμως ποτέ δε εξαπατηθήκαμε 28 χρόνια τώρα, είναι για τη ποιότητα αυτού εδώ του κοσμήματος.
Γιάννης Σαββίδης
HEAVEN’S GATE – “Livin’ in hysteria” (Steamhammer)
Δεν είναι εύκολο για μένα να γράψω αντικειμενικά για αυτό το αριστούργημα. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ένας δίσκος-διαμάντι για το Γερμανικό power metal, ένα ιδίωμα ξεπεσμένο πλέον κι όμως το “Livin’ in hysteria” διατηρεί την κλασική του χροιά. Ένα άλμπουμ-αριστούργημα, με τραγουδάρες που δεν γράφονται εύκολα. Μπορεί οι HELLOWEEN επιρροές να παραμένουν έντονες, όμως για πρώτη φορά οι Γερμανοί, ακούγονται πιο ώριμοι, να αποπνέουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση μ’ έναν πιο προσωπικό ήχο. To δεύτερο αυτό άλμπουμ τους, δύο μόλις χρόνια μετά το ντεμπούτο “In control”, δείχνει την παρέα από την πόλη της Volkswagen, το Wolfsburg, να εξωτερικεύει το πάθος της. Δεν υπάρχει άλλος τραγουδιστής σαν τον Thomas Rettke, γνωστός στους φίλους του και ως Fredl. Ο τύπος, αυτοδίδακτος, με απίστευτη ένταση και μια ιδιαίτερη χροιά, εύκολα διακριτή, που τραγουδά εξίσου εύκολα τα φαλτσέτα, αλλά και τις κορώνες που απαιτεί το power metal. Μετά έχουμε το κιθαριστικό δίδυμο, που φαντάζει αταίριαστο (ο ένας μεγαλωμένος με blues και Frank Zappa, ο άλλος μεταλλάς από κούνια), όμως γράφουν κι αποδίδουν τόσο αρμονικά μαζί. Ο Sascha Paeth αρχίζει να δίνει τις δικές του πινελιές στο σχήμα, ενώ ο Bonny Bilski κρατά την μπάντα αγκυροβολημένη στο power metal λιμάνι με τα ριφ του. Τέλος στο ρυθμικό μέρος ο Thorsten Muller στα τύμπανα δείχνει τρομερά σημάδια βελτίωσης, με τον Manni Jordan να είναι ο πιο αφανής ήρωας. Το εναρκτήριο “Livin’ in hysteria” είναι από τους απόλυτους ύμνους του είδους και συμπληρώνεται από το τελευταίο “Gate of Heaven”. Απανωτά ακούμε “We got the time” (πιο HELLOWEEN πεθαίνεις), το επικό “The neverending fire” και το καταπληκτικό “Empty way to nowhere” ενώ το instrumental “Fredless”(δλδ χωρίς τον Fredl) ολοκληρώνει την πιο άρτια power metal πλευρά βινυλίου ever. Όταν ακουμπά η βελόνα το βινύλιο ξανά, ακούμε το πιο ευθύ και μελωδικό “Can’t stop rockin’” και στο καπάκι το “Flashes” που speed-άρει και θυμίζει πολύ το ντεμπούτο τους. Μετά έρχεται η αυτοβιογραφική και άκρως ρομαντική μπαλάντα “Best days of my life” που ανταγωνίζεται τους πάντες κι αποδεικνύει τις δυνατότητες των συνθετών της μπάντας. Οι HEAVENS GATE την εποχή που οι ήρωές τους αποδομούνται και οι GAMMA RAY ακόμα δεν έχουν βρει την σωστή φόρμουλα, γράφουν τον κλασικό τους δίσκο και μπαίνουν στο πάνθεον της ιστορίας. Αν και την εποχή αυτή, οι HG γνωρίζουν επιτυχία στην κεντρική Ευρώπη αλλά και την Ιαπωνία, το άλμπουμ δεν έφτανε για να πάνε παραπέρα με τα ΜΜΕ της εποχής να μην αγκαλιάζουν αυτό το είδος σε μέρη όπως οι ΗΠΑ. Επιπλέον οι περιορισμένες εμφανίσεις τους (για διάφορους λόγους), τους περιόρισαν αφού πρέπει να θυμόμαστε πως εκείνη την εποχή με περιοδείες και συναυλίες διόγκωνες τον μύθο σου. Το “Livin’ in hysteria” είναι του αποκορύφωμά τους.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης
HELLOWEEN – “Pink bubbles go ape” (ΕΜΙ)
Ότι οι HELLOWEEN είναι από τις λατρεμένες μου μπάντες, είναι δεδομένο και όχι προς συζήτηση. Το ότι και οι λατρεμένες σου μπάντες (πλην απειροελαχίστων εξαιρέσεων) έχουν και κακές στιγμές, είναι επίσης δεδομένο. Οι «κολοκύθες» δε, έχουν διάφορα κακά ή μέτρια άλμπουμ, δίπλα βέβαια στα μνημεία που έχουν δώσει. Και τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον παλαιότερα, έφταιγε η κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό της μπάντας.
Έχοντας κυκλοφορήσει τα 2 “Keepers” και έχοντας τραβήξει πάνω τους το μάτι της metal κοινότητας (σαν το μάτι του Σάουρον ένα πράγμα, όταν αντιλαμβανόταν την παρουσία του δαχτυλιδιού), όντας πλέον στον αφρό, με τη συνέχεια να μοιάζει στρωμένη με ροδοπέταλα για τους ίδιους, η φυγή του Kai Hansen τους συντάραξε για τα καλά! Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτό το «διαζύγιο» είναι γνωστοί και δε μας ενδιαφέρουν εδώ. Το θέμα είναι ότι ξαφνικά οι HELLOWEEN έχουν χάσει ένα σημαντικότατο (και λίγο παραπάνω) γρανάζι από τη μηχανή τους και καλούνται να βρουν τον αντικαταστάτη του. Δεν ψάχνουν όμως απλά έναν κιθαρίστα, αλλά έναν κιθαρίστα που να έχει και ταλέντο στη σύνθεση. Και τον βρίσκουν στο πρόσωπο του Roland Grapow. Μία μεταγραφή ρίσκου, καθώς ο Grapow είχε παρατήσει τη μουσική μέχρι να δεχθεί το τηλεφώνημα του Michael Weikath το 1989 και επί 6 χρόνια δούλευε σαν μηχανικός αυτοκινήτων. Το γιατί και το πώς έφτασαν οι HELLOWEEN σε αυτήν την απόφαση, δεν είναι της παρούσης επίσης, καθώς μας ενδιαφέρει αυτός καθ’ αυτός ο δίσκος.
Με τον Grapow λοιπόν στη θέση του Hansen, το 1991, οι Γερμανοί κυκλοφορούν το τέταρτο άλμπουμ τους, ονόματι “Pink bubbles go ape”. Από το εξώφυλλο τα πράγματα έδειχναν κάπως περίεργα, συγκριτικά με όσα είχε συνηθίσει ο κόσμος μέχρι τότε από τη μπάντα. Αλλά η πραγματική έκπληξη ήταν η ουσία του δίσκου, η μουσική. Το μόνο που έμεινε σταθερό ήταν η χιουμοριστική διάθεση που είχε ούτως ή άλλως η μπάντα. Μία διάθεση που βγήκε λίγο πιο μπροστά, ενώ υποχώρησε αισθητά η «μεταλλότητα» (sic) και το όλο μεγαλειώδες που είχαν σε ενορχηστρώσεις και σημεία, περάσματα, εναλλαγές κλπ. Ένας πιο στρωτός δίσκος, περισσότερο rock παρά power, που στην ουσία τελικά μοιάζει με έναν προπομπό για τη συνέχεια, δηλαδή το χειρότερο άλμπουμ των HELLOWEEN, το “Chameleon” (ναι, έχει το έπος “Giants”, έχει και το “Windmill” που κανονικά ήταν για το “Pink bubbles..”, αλλά δεν το σώζει, τι να κάνουμε!). Ακόμα και τα singles του δίσκου να πάρεις, τα “Kids of the century” και “Number one”, η διαφορά με τους προκατόχους του, είναι χαώδης! Το περίεργο με αυτό το άλμπουμ, είναι ότι ο Weikath είναι σαν να μην υπάρχει συνθετικά, καθώς με εξαίρεση το “Number one” που το πήρε πάνω του, αλλά και το “Heavy metal hamsters” που το έγραψε με τον Kiske, δεν έχει κάνει τίποτα άλλο. Απολύτως τίποτα. Αντιθέτως, όλος ο δίσκος είναι ουσιαστικά δουλειά του Michael Kiske και του «νέου», του Roland Grapow. Και αυτό, σαφέστατα και επηρέασε την πιο soft και ροκάδικη σε σημεία μουσική του κατεύθυνση. Άλλωστε, ο Grapow πριν γίνει μηχανικός αυτοκινήτου και μετά πάει στους HELLOWEEN, ήταν μέλος των RAMPAGE, μίας μέτριας/αδιάφορης Γερμανικής heavy rock ας πούμε μπάντας. Επομένως, λίγο πολύ ήξεραν οι υπόλοιποι το συνθετικό του ύφος. Το ότι ο Weikath είχε κάνει τόσο πίσω, ήταν ένα ακόμη σημάδι της τραγικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν η μπάντα. Και κυρίως με τα ψυχολογικά τους εκεί μέσα. Κάτι που φυσικά έφτασε στον πάτο με το “Chameleon” και οδήγησε σε δραστικές αλλαγές με τη φυγή του Kiske και του αδικοχαμένου παικταρά Ingo Schwichtenberg. Πάντως, ένα ακόμη σημάδι της περίεργης κατάστασης στην οποία είχαν εισέλθει οι HELLOWEEN τότε, ίσως γιατί νόμιζαν ότι μπορούν να το πάνε πιο «mainstream» ας πούμε και να μεγαλώσουν ακόμα περισσότερο και απότομα, ήταν το γεγονός ότι αποφάσισαν σε αυτό το δίσκο να αλλάξουν το δίδυμο της επιτυχίας τους πίσω από την κονσόλα, τους Tommy Newton και Tommy Hansen και να συνεργαστούν με τον Chris Tsangarides, o oποίος είχε βγάλει τα “Painkiller” (JUDAS PRIEST, για το οποίο πήρε και Grammy) και “Tattooed millionaire” (BRUCE DICKINSON) ένα χρόνο πριν και είχε εκτοξεύσει (δικαιολογημένα) τις μετοχές του στη metal κοινότητα. Δεν ξέρω τι ακριβώς έψαχναν από τον Tsangarides, δεν ξέρω σε τι βαθμό τελικά τους επηρέασε, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δε δικαίωσε την επιλογή. Δεν είναι τυχαίο μάλλον ότι στο “Chameleon” επανέφεραν τον Tommy Hansen, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά, καθώς είχαν τελματώσει.
Δεν έχει κανένα νόημα να κάτσουμε να αναλύσουμε τα κομμάτια του δίσκου. Άλλωστε η πορεία τους στο χρόνο είναι η καλύτερη απόδειξη για τη συνολική αξία αυτού του άλμπουμ. Καλές στιγμές υπάρχουν εννοείται. Πάντα υπήρχαν σε δίσκους HELLOWEEN, ανεξαρτήτως του συνολικού αποτελέσματος. Όμως αυτός ο δίσκος δεν είναι αντάξιος του ονόματός τους, πόσο μάλλον όντας ο διάδοχος των δύο δίσκων που οριοθέτησαν το Ευρωπαϊκό power metal. Και δεν υπήρχε χειρότερη στιγμή για αυτήν την εμπορική αποτυχία, γιατί το “Pink bubbles go ape” ήταν το πρώτο άλμπουμ της μπάντας μέσα από τη νέα του δισκογραφική στέγη, την τιτάνια EMI! Είσαι στη Noise που σε έχει κατακλέψει, πας στην ΕΜΙ και όλα δείχνουν τέλεια, έχεις κυκλοφορήσει τα 2 “Keepers” και είσαι στην κορυφή, με ένα βήμα το πας σε άλλο επίπεδο, έχεις μία dream team και μετά… Όταν τα πάντα μοιάζουν στρωμένα και τα ψυχολογικά και το εγώ σου απλά τα κλωτσάνε όλα στον αέρα.
Φραγκίσκος Σαμοΐλης
ICED EARTH – “Night of the stormrider” (Century Media)
Όταν το thrash τράκαρε μετωπικά με τους IRON MAIDEN, όταν η ψυχή και το μυαλό του Jon Schaffer πότιζαν με μεγαλείο το τιμημένο δεξί του χέρι, όταν ένας κακός τραγουδιστής σε άφηνε με το στόμα ανοιχτό με τις ερμηνειάρες του και όταν ένα concept πήρε σάρκα και οστά μέσα από την έρημο και την River Styx (την κόλαση βρε αδερφέ), τότε γεννήθηκε ένα από το πιο μνημειώδης power metal άλμπουμ. Τι και αν στην Αμερική δεν υπήρχε η μεγάλη αναγνώριση όπως υπήρξε στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, οι ICED EARTH φρόντισαν μετά το πολύ καλό αλλά με ατέλειες ντεμπούτο τους, να ισοπεδώσουν δισκογραφικά τα πάντα στο διάβα τους, ξεκινώντας με το αγέρωχο “Night of the stormrider”. Ένα άλμπουμ σταθμός τόσο για τους ίδιους αλλά και για το metal γενικότερα. Και αυτό γιατί το “Night of the stormrider” δεν είναι απλά ένα πάρα πολύ καλό άλμπουμ, αλλά είναι από αυτές τις κυκλοφορίες που παρασέρνουν κόσμο, που κάνουν ντόρο, που ελκύουν όλα τα ανήσυχα αυτιά που θέλουν να ακούσουν κάτι διαφορετικό. Και εκείνη την εποχή οι ICED EARTH ήταν το κάτι διαφορετικό. Το παίξιμο του Schaffer και η “Powerslave” αισθητική μέσα από thrash-ίζουσες φόρμες, έδωσαν στα κομμάτια του “Night of the stormrider” μία μαγική αύρα. 9 εξαιρετικά τραγούδια (7 βασικά αν αφαιρέσουμε το πρελούδιο “Before the vision” του “The path I choose και το ιντερλούδιο του “Travel in stygian”, το “Reaching the end”) από τα οποία τα έξι είναι κλασικά! Δεν γίνεται δίσκος που ανοίγει με μία τριλογία όπως αυτή του “Angels holocaust”, “Stormrider” και “The path I choose” και τελειώνει με το ΕΠΟΣ “Travel in stygian” να μην θεωρείται διαμάντι.
Ναι ξέρω… αρκετοί δεν είδαν με καλό μάτι τη συνέχεια της μπάντας από το “Dark saga” και μετά, ωστόσο τότε είναι που η μπάντα εκτοξεύτηκε σε άλλο γαλαξία και γνώρισε τη μεγαλύτερη της δόξα. Η αφετηρία όμως για την πορεία των ICED EARTH σημειώθηκε στο “Night of the stormrider” και είναι το άλμπουμ αυτό που παρέδωσε με ορμή την σκυτάλη στο επόμενο σκοτεινό έπος, το “Burnt offerings”, για να συνεχιστεί αυτός ο αγώνας μέχρι σήμερα, με τα πολύ πάνω του και τα πολύ κάτω του. Ένας αγώνας στον οποίο δεν θα κόψουν ποτέ πρώτοι το νήμα αλλά που με άλμπουμ σαν αυτά, κατάφεραν εδώ και χρόνια να γίνουν πρωταθλητές στην ψυχή μας.
Now the rider rides through the night
The time is almost here…
Δημήτρης Μπούκης
IMMOLATION – “Dawn of possession” (R/C records)
Είμαστε στα 1991. Το αμερικάνικο death metal αρχίζει να ξεφεύγει από την αυστηρά thrash φόρμα του με δίσκους σαν το “Effigy of the forgotten” (SUFFOCATION) και “Blessed are the sick” (MORBID ANGEL), να εξερευνούν νέα ηχοτόπια και να εδραιώνουν τους χαρακτήρες των συγκροτημάτων που τα κυκλοφόρησαν, αποτελώντας σημεία μηδέν, για το brutal death metal και για το ανίερο/απόκρυφο death metal κατ’ αντιστοιχία. Μια μπάντα, μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό ξεπηδάει, από την υπέροχη και πλούσια μουσικά πολιτεία της Νέας Υόρκης. Οι θεοί IMMOLATION.
Οι πάλαι ποτέ RIGOR MORTIS του διαστήματος ’86 – ‘88 (που απολαύσαμε μέρος αυτής τους της περιόδου στη συλλογή “Stepping on angels…before dawn”), το ‘88 μετονομάζονται σε IMMOLATION λόγω των Τεξανών thrash θεών με το ίδιο όνομα (ακούτε, ΧΘΕΣ, ειδικά οι thrashers), κυκλοφορούν 2 demo (ένα το ‘88, και ένα φερώνυμο το ‘90) και στις 19 Ιουλίου του σωτηρίου έτους 1991, κυκλοφορούν, ένα από τα καλύτερα death metal ντεμπούτα, που έχει δει η ανθρωπότητα. “Dawn of possession” κυρίες και κύριοι. Εδώ δε παίζουμε. Δαίμονες ξεσκίζουν σάρκες αγγέλων με δηλητηριασμένα δόρατα κάτω από έναν κόκκινο ουρανό, και είμαστε μόνο στο εξώφυλλο. Που να πατήσεις και play.
“Will the love of God shed its grace, upon the evil side of man?” αναρωτιέται ο Ross Dolan, στο έμπα του θρυλικού “Into everlasting fire”. Κανένας Θεός, κανένας άγγελος αυτού, δεν μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα από τον όλεθρο που σκιαγραφεί τόσο γλαφυρά αυτό το ντεμπούτο στα 42 λεπτά του. Τύμπανα για σεμινάριο δυναμικών από τον ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ Craig Smilowski (με ευχαριστήρια σημείωση στο βιβλιαράκι για το πόσο γρήγορα έμαθε το υλικό του δίσκου. Διέλυσε τα τύμπανα και στο θεϊκό διάδοχο “Here in after” του ‘96), που με τα κοψίματα του, ανοίγει σχολή. Ο Robert Vigna σαν κιθαρίστας γράφει άρρωστα και διεστραμμένα riffs που ενώ διαλύουν σβέρκους και δείχνουν επιρροές, έχουν τόσο έντονο χαρακτήρα, που νομίζεις ότι είναι ο νιοστός τους δίσκος, όχι το ντεμπούτο.
Για κομμάτια τώρα, τι να πω εγώ που δεν έχει δείξει η ιστορία; Ύμνους σαν το “Despondent souls”, το γιγάντιο ομώνυμο, το προσωπικά λατρεμένο “No forgiveness (without bloodshed)” με τα Υ-Π-Ε-Ρ-Ο-Χ-Α γυρίσματα στα τύμπανα, άλλοι θα ήθελαν στην δισκογραφία τους να έχουν γενικότερα, όχι στο ντεμπούτο τους μαζεμένους. Αλλά τι κάνει τόσο ιδιαίτερο το “Dawn of possession”; Η απάντηση είναι, η πνιγηρή και διεστραμμένη ατμόσφαιρα, που δημιουργούν οι δυσαρμονίες και τα ευφυέστατα κοψίματα, που κανένας άλλος δεν έκανε πριν από αυτούς (πλην MORBID ANGEL, αλλά και αυτοί, όχι με εκείνο το τρόπο), σε συνδυασμό με την ποιητικά δοσμένη, ανίερη στιχουργία που τους ανέβαζε πάνω από οποιαδήποτε καφροσατανιστική μπάντα του είδους. Εκεί όπου οι MORBID ANGEL θα υμνούσαν τους Αρχέγονους (και αργότερα τους Βαβυλώνιους θεούς), οι IMMOLATION θα τελειοποιούσαν την ανίερη καθαρά στιχουργία, κερδίζοντας αυτόματα σεβασμό ως μια από τις ποιοτικότερες μπάντες στιχουργικά στο είδος τους.
Πιο γρήγοροι και περίτεχνοι από τους εξίσου ανίερους αλλά πιο λασπώδεις συντοπίτες τους INCANTATION, λιγότερο τεχνοκράτες και groove-άτοι από τους επίσης συντοπίτες τους SUFFOCATION, οι IMMOLATION, αποτελούν από τους πιο όμορφους φάρους μουσικότητας στο death metal και τον ακραίο ήχο εν γένει, ως και τις μέρες μας. Γι αυτό, το “Dawn of possession”, αποτελεί ένα από τα αγαπημένα μου death metal άλμπουμ. Γιατί ήταν μόνο η αρχή σε μια πορεία που είχε μόνο φοβερούς δίσκους και διαμάντια. Πόσες μπάντες του είδους, μπορούν να κοκορεύονται για κάτι τέτοιο; Λίγες. Και μαγκιά των Νεουορκέζων, να είναι μια εξ αυτών!
Γιάννης Σαββίδης
INFECTIOUS GROOVES – “The plague that makes your booty move… it’s the infectious Grooves” (Epic records)
Μεταφερόμαστε στην ηλιόλουστη πολιτεία της California. Πιο συγκεκριμένα στους crossover thrash θεούς SUICIDAL TENDENCIES. Οι κύριοι από το Venice Beach, μετά από μια σειρά βρωμοξυλάτων διαμαντιών την 7ετία ‘83 – ‘90 (“Suicidal tendencies”, “Join the army”, “How will I laugh tomorrow, when I can’t even smile today”, “Lights…camera…revolution”), κάνουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα side – projects για όσους έχουν ανοιχτό μυαλό, και διάθεση για να ανακαλύψουν μουσική έξω από τα νερά τους. Όλα ξεκίνησαν όταν το ‘90 μπήκε ο Roberto Agustin Miguel Santiago Trujillo Veracruz (ή σκέτο Robert Trujillo, για να μη μοιάζει σαν όνομα από Λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα) στο μπάσο. Ο Trujillo λοιπόν, όντας ένας άνθρωπος με μεγάλη αγάπη για τη funk μουσική, βρισκόμενος στο ίδιο συγκρότημα με τον Mike Muir που είχε φτιάξει ένα funk συγκρότημα το 1989, τον ωθεί να το πιάσουν σοβαρά, ανάμεσα στους δίσκους των SUICIDAL TENDENCIES. Το συγκρότημα αυτό, λεγόταν INFECTIOUS GROOVES.
Μετά από ένα demo του ‘91 επ’ ονόματι “Punk it up”, κυκλοφορούν το πρώτο τους δίσκο, στις 9 Οκτωβρίου 1991 με το τίτλο – δήλωση “The plague that makes your booty move… it’s the infectious grooves”. Γιατί, όλοι μας, καλώς ή κακώς, όσο σκληρά, βαριά και ασήκωτα αγόρια ή κορίτσια κι αν είμαστε, χρειαζόμαστε μουσική που να μας κάνει χαρούμενους, και που μας κάνει να θέλουμε να το κουνήσουμε και λίγο. Και αυτό ακριβώς μας δίνουν οι INFECTIOUS GROOVES. Με το έμπα της υπέροχα τσαχπίνικης μπασογραμμής του “Punk it up”, ο ακροατής μπαίνει στο νόημα. Μίξη punk, funk, rock και μιας απίστευτα ανεβαστικής διάθεσης. Που τον κάνει να νιώθει καλεσμένος σε ένα υπέροχο καλοκαιρινό πάρτι.
Πάρτι με μουσικάρες που μας ξεκουνάνε από τη μιζέρια, και μας κάνουν να χορέψουμε, κοιτάζοντας τον πρωινό ήλιο πίνοντας δροσερό ποτό (διάολε, η μόνη μπάντα που είναι πιο California στη διάθεση από αυτούς, είναι οι RED HOT CHILI PEPPERS!). Μπορούμε σε στιγμές να τους πούμε το funk alter ego των SUICIDAL TENDENCIES (ειδικά σε κομμάτια τύπου “Stop funk’n with my head” και στο φοβερό “I’m gonna be my king”), δεδομένου ότι το βασικό συγκρότημα του Cyco Miko θα μπόλιαζε τη μουσική του με funk στοιχεία, που πρώτα εδραιώθηκαν εδώ. Θα τους έβαζα στην ίδια συνομοταξία με τους λατρεμένους μου RED HOT CHILI PEPPERS, που εκείνη τη χρονιά έβγαζαν το “Blood sugar sex magik”, μια και αμφότεροι ξεπήδησαν από τη καρδιά του αμερικάνικου punk/hardcore underground. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο “Therapy” κάνει guest φωνητικά ο Ozzy Osbourne, με το κομμάτι να παίρνει σχετικό airplay στο MTV!!!
16 κομμάτια, και 44 λεπτά μετά, ο ακροατής χαμογελάει πλατιά, ακόμα κι αν είναι ο πιο μουντρούχος του κόσμου. Το χιούμορ του Mike, δεν αφήνει κανέναν να μη χαμογελάσει βλέπετε. Και όταν δε το κάνει με τους SUICIDAL TENDENCIES, έχει άλλο όχημα έκφρασης αυτής. Αλλά πρωτίστως, μας μεταφέρει, στους δρόμους στους οποίους είδε τόση χαρά και ομορφιά, μέσω των τόσο διαφορετικών ειδών μουσικής που ευδοκίμησαν εκεί. Με μια δική τους φράση: Insane, the motherfunksters tear it up!
Γιάννης Σαββίδης
JESTER’S MARCH – “Beyond” (Steamhammer)
Αδικοχαμένοι μουσικοί τούτοι δω οι Γερμανοί, είτε ως JESTER’S MARCH, είτε αργότερα ως (περίπου) HOUSE OF SPIRITS. Τεράστια αποθέματα και επίπεδα ταλέντου (ειδικά ο τραγουδιστής τους Olaf Bilic ήταν απίστευτο τεφαρίκι με μια φωνάρα που προσκυνούσε μεν τον Tate, αλλά μπορώ να σκεφτώ πολλούς άλλους τραγουδιστές που στο άκουσμά της με την σειρά τους θα την προσκυνούσαν), τέσσερις συνολικά δίσκοι «να τους πιείς στο ποτήρι» και σωστή χρησιμοποίηση ποιοτικότατων συστατικών προς δημιουργία ενός ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΥ ΗΧΟΥ. Η μπάντα ξεκινά από το power metal της σχολής των Η.Π.Α (εννοείται), περνά στο tech speed/thrash και τελειώνει εντυπωσιακά στο progressive πάλι της αμερικανικής σχολής a la QUEENSRYCHE του “Rage for Order”. Ποιο «συστατικό» κερδίζει στο τέλος; Κανένα, και εδώ είναι ένα μεγάλο μέρος της μαγείας αυτού του αριστουργηματικού δίσκου. Όλα είναι σε απόλυτη ισορροπία, όλα τακτοποιημένα με ψυχαναγκαστική ακρίβεια και έτσι το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι η δημιουργία τεράστιων, ναι τεράστιων, ύμνων όπως τα “Middle of madness”, “Jester’s rise”, “Rhapsody in lies” (μόνο Η.Π.Α, μόνο LETHAL ρε λούστροι!) και “Into the void” (προσκύνημα καθολικό, όλοι στα γόνατα), χωρίς φυσικά ο υπόλοιπος δίσκος να χάνει κάπου σε αξία. Αν τους αγνοείτε και είστε γενικά οπαδοί της όλης «φάσης», μέγα λάθος. Ελάτε σε επαφή τόσο με τους JESTER’S MARCH όσο και με τους HOUSE OF SPIRITS και θα καταλάβετε από τις πρώτες νότες πως τούτο το «πάρε – δώσε» με «αρρωστάκια» σαν τον γράφοντα και «άσυλα ανιάτων περιπτώσεων» σαν το περιοδικό που τον φιλοξενεί, έχει να σας δώσει πολλά. Πάρα πολλά.
Δημήτρης Τσέλλος
KYUSS – “Wretch” (Dali Records)
Ο πρώτος δίσκος της τεράστια αυτής μπάντας των 90’s που σημάδεψε κυριολεκτικά μία μουσική γενιά. Ένας δίσκος που μπορεί να μην είχε την απήχηση και την δυναμική των επόμενων δουλειών τους, που κυριολεκτικά τους έβαλαν για τα καλά στον μουσικό χάρτη, αλλά φαίνονται τα πρώτα δείγματα και ο σπόρος που φυτεύτηκε για να ανθίσει στα “Blues for the Red Sun” και “Welcome to Sky Valley”. Είχε προηγηθεί το E.P. “Sons of Kyuss”, από το οποίο συμπεριλήφθηκαν κάποια τραγούδια και μαζί με κάποια νέα τραγούδια αποτέλεσαν το “Wretch”. Ο δίσκος που κυκλοφόρησε από την ανεξάρτητη εταιρία Dali, μπορεί να μην έκανε τρελές πωλήσεις αλλά ήταν το εφαλτήριο για πολλές συναυλίες που τους βοήθησαν να φτιάξουν το όνομα τους στην underground σκηνή.
Στο “Wretch” έχουμε συνύπαρξη τεσσάρων μελών που είναι τεράστιες μουσικές περσόνες και στην συνέχεια θα αποτελέσουν τον πυρήνα μιας ολόκληρής σκηνής. Οι John Garcia, Josh Homme, Nick Oliveri, Brant Bjork με τις μετέπειτα μπάντες τους QUEENS OF THE STONE AGE, MONDO GENERATOR, UNIDA, HERMANO, SLO BURN και και … (θα μπορούσα να αφιερώσω παράγραφο για τα projects αυτών των μελών ) άφησαν απίστευτα δείγματα δουλειάς και κατάφεραν να δημιουργήσουν-συντηρήσουν και εξελίξουν μία ολόκληρη σκηνή. Το άλμπουμ αυτό μνημονεύεται ως η απαρχή της συνύπαρξης τους όπως προανέφερα και τα τραγούδια “Hwy 74”, “The Law”,“Stage III” και το “Son of a bitch” είναι τα τραγούδια που ξεχωρίζουν καθώς τα υπόλοιπα είναι ναι μεν καλές συνθέσεις αλλά αν μπουν στην σύγκριση με τις μετέπειτα δουλειές τους, αντιλαμβάνεται κανείς τα περιθώρια βελτίωσης που είχαν και το επίπεδο που κατάφεραν να πιάσουν. Προφανώς και δεν θα το πρότεινα σε κάποιον που δεν έχει ακούσει KYUSS για να ξεκινήσει να ψαχτεί μαζί τους. O λόγος δεν είναι ότι δεν είναι καλό άλμπουμ αλλά έχει την ατυχία οι διάδοχοι του να είναι άλμπουμ-τοτέμ. Παρόλα αυτά αν δεν υπήρχαν οι επόμενοι δίσκοι τους, εξακολουθεί να παραμένει ένα κεφάλαιο για την stoner σκηνή και δίσκος που για τους «μυημένους», θα είναι καταφύγιο χαλάρωσης και ξεμπουχτίσματος όταν έχουν λιώσει τα υπόλοιπα άλμπουμ τους.
Θάνος Κολοκυθάς.
LAST CRACK – “Burning time” (Roadrunner)
Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτο τους “Sinister funkhouse #17”, οι LAST CRACK μπαίνουν στα Eldorado Studios στο Los Angeles. Πρόκειται για στούντιο όπου έχουν ηχογραφηθεί άλμπουμ όπως τα “Hell awaits” (SLAYER) και “Coma of souls” (KREATOR) αλλά και τα “Nothing’s shocking” (JANE’S ADDICTION), “Somewhere between heaven and hell” (SOCIAL DISTORTION), “Sound of white noise” (ANTHRAX) και “Dirt” (ALICE IN CHAINS) το οποίο εκείνη την περίοδο αποτελούσε βάση για τον διάσημο παραγωγό Dave Jerden. Πιάνοντας το νεύρο της εποχής o Jerden ήταν από τις πρώτες επιλογές για δισκογραφικές εταιρείες και συγκροτήματα μιας και η συνεργασία του με τους ALICE IN CHAINS στο ντεμπούτο τους “Facelift” και με τους JANE’S ADDICTION στα δύο πρώτα άλμπουμ αποτέλεσαν από τους βασικούς πυλώνες του alternative rock ήχου που έσκασε σαν βόμβα στις αρχές των 90’s. Στο διάστημα των έξι εβδομάδων οι LAST CRACK ηχογράφησαν ένα άλμπουμ που συμβολίζει όχι απλά τις ανησυχίες τους και ιδιαιτέρως του τραγουδιστή του Buddo αλλά χαρακτηρίζει μία μικρή περίοδο στον σκληρό ήχο που όλο και περισσότερα συγκροτήματα φαίνονταν να δρουν εκτός μουσικών ορίων, αποδεσμευμένοι από τα κλισέ του παρελθόντος κι έδειχναν να οδηγούν τις εξελίξεις. To “Burning time” μπορεί να αποκόμισε την μικρότερη αναγνώριση σε σύγκριση με άλλες κυκλοφορίες της εποχής αλλά κάθε του ακρόαση έστω και δεκαοκτώ χρόνια μετά συνεχίζει να αποτελεί ιδιαίτερο άκουσμα και το δικαιώνει εις το διηνεκές. Εκπληκτική καθαρή παραγωγή με τον Buddo να κηρύττει τα σώψυχά του και μουσικά να μετουσιώνεται ο metal ήχος τους σε ένα προοδευτικό πνευματικής υπόστασης υβρίδιο που δυστυχώς ο μουσικός τύπος, η εταιρεία τους αλλά και ο κόσμος δεν ήξερε αν έπρεπε να τους τοποθετήσει δίπλα σε συγκροτήματα όπως οι SOUNDGARDEN και PEARL JAM ή στους ARMORED SAINT και WRATHCHILD AMERICA με τους οποίους και περιόδευσαν την ίδια χρονιά στις Η.Π.Α. δημιουργώντας μία σύγχυση. O Buddo είχε αρχίσει να μην αντέχει την πίεση από την Roadrunner αλλά και από το management που είχε χωριστεί στα δύο με τη μία πλευρά μάλιστα να του προτείνει να αφοσιωθεί στην προσωπική του καριέρα. Με τον Buddo να αποχωρεί λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του “Burning time” και τον drummer Phil “Philo” Buerstatte να αντικαθιστά τον Ivan de Prume στους WHITE ZOMBIE, οι LAST CRACK προσπάθησαν να συνεχίσουν με τραγουδιστή τον Shawn Brown αλλά η διάλυση ήρθε το 1994 με μοναδική κυκλοφορία το “RunHeadStartScreaming” που περιλαμβάνει demo ηχογραφήσεις. Την ίδια περίοδο ο Buddo φόρμαρε τους MIND OX οι όποιοι δεν άφησαν έργο πίσω τους αλλά κυκλοφόρησε το “Visceral life” με τους WΗITE FEAR CHAIN το 1996 με τρία μέλη των techno-thrashers REALM στη σύνθεσή τους και το ομότιτλο άλμπουμ των MAGIC 7 το 2004 σε ένα άτυπο reunion με τον Paul Schluter και τη συμμετοχή των Don Bakken κα Todd Winger. Τσεκάρετε το φετινό άλμπουμ της επιστροφής τους, “The up rising”.
Κώστας Αλατάς
LOUDNESS – “On the prowl” (WEA)
Οι LOUDNESS το 1991 είχαν κάνει ήδη όνομα στους metal κύκλους αφού με τα albums τους “Thunder in the east” το 1985, “Lighting strikes” το 1986, “Hurricane eyes” το 1987 και “Soldiers of fortune” το 1989, έχοντας όλα Αγγλικό, πιο προσιτό στον οπαδό, στίχο, έβαλαν γερές βάσεις αναγνωρισιμότητας λόγω εξαιρετικού, κλασσικού ήχου, heavy metal συνθετικού περιεχομένου. Το 1991 βλέπει το φως της δημοσιότητας η ένατη δισκογραφική κίνηση τους με τίτλο “On the prowl”, που έχει νέο υλικό αλλά όχι καινούργιο. Αποφασίζουν να επαναηχογραφήσουν παλιότερα τραγούδια τους από τις πρώτες 4 δουλειές τους και ένα b-side, που κατά βάση είχαν Γιαπωνέζικους στίχους, αλλάζοντας σε κάποια και τους τίτλους λόγω Αγγλικών, προσθέτοντας 3 μόνο ολοκαίνουργιες συνθέσεις. Στο “On the prowl” που έχει ένα από τα ωραιότερα εξώφυλλα που μας έχει παρουσιάσει το σχήμα, φέρνοντας άμεσα στο νου αυτά των πρώτων albums, για δεύτερη συνεχόμενη δισκογραφική προσπάθεια το μικρόφωνο κρατάει ο Mike Vescera, λίγο πριν φύγει από το σχήμα για να τραγουδήσει στο “The seventh sign” του Yngwie Malmsteen το 1994. Και στα 3 καινούργια τραγούδια έχει αναλάβει τους στίχους και έτσι οι συνθέσεις έχουν και λίγες πιο hard rock πινελιές, αλλά στο σύνολο συμβαδίζουν αρκετά με το ύφος του group, δίχως όμως να αγγίζουν το επίπεδο του παρελθόντος. Τα πιο παλιά τραγούδια έχουν πια αποκτήσει μια άλλη οπτική αφού οι Αγγλικοί στίχοι ταιριάζουν περισσότερο για μένα. Σαν συνθέσεις μόνο το “Find a way” (διασκευή στο “To be demon” από το “The birthday eve”) έχει «πειραχτεί» και στην μουσική εκτός των στίχων. Τα υπόλοιπα είναι μουσικά ίδια με πιο μοντέρνα και φρέσκια παράγωγη σχετικά με το παρελθόν και έτσι είναι πολύ ενδιαφέροντα στην ακρόαση. Το “On the prowl” για τον γράφοντα είναι η τελευταία σε σύνολο καλή κυκλοφορία του group αφού τα μετέπειτα albums είχαν λίγες συνθέσεις που ξεπερνούσαν το μέτριο. Από εκεί και πέρα μιλάμε για ένα άλλο συγκρότημα δισκογραφικά.
Θοδωρής Μηνιάτης
MALEVOLENT CREATION – “The ten commandments” (R/C records)
Κάτι που πρέπει να βγάλω από μέσα μου, πρώτα από όλα. Σε τέτοια κείμενα, είναι που εμείς οι συντάκτες συνειδητοποιούμε το βάρος της ιστορίας της μουσικής με την οποία ασχολούμαστε μέσω των ανθρώπων που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της. Έγραφα το κείμενο φερ’ ειπείν για τους HEATHEN, βλέπω Roadracer records, γράφω εδώ για τους MALEVOLENT CREATION (και για τους IMMOLATION), βλέπω R/C records (θυγατρική της Roadracer). Αμφότερες θυγατρικές της Roadrunner records, της επιδραστικότατης δισκογραφικής για την διάδοση του μοντέρνου αλλά και παραδοσιακού metal ήχου (όπως αποδείχθηκε χάρη στην οξυδέρκεια του μεγάλου αφεντικού – λαγωνικού που λέγεται Monte Conner). Αμέσως, μέσα από το μυαλό μου πέρασαν σαν φιλμ όλες οι ΔΙΣΚΑΡΕΣ και ΜΠΑΝΤΑΡΕΣ υπεράνω κριτικής που έβγαλε η εταιρεία αυτή, με ή χωρίς τις θυγατρικές της. ANNIHILATOR, ATROPHY, SADUS, EXHORDER, SEPULTURA, TOXIK, DEICIDE, SUFFOCATION, OBITUARY, CRIMSON GLORY, DEATH, XENTRIX, GORGUTS, CANCER, CARNIVORE…η λίστα δεν έχει τελειωμό! Και δεν βάζω ΚΑΝ, μπάντες που άνοιξαν δρόμους είτε μεγαλούργησαν εντός της δεκαετίας του ‘90 και ’00 όπως οι FEAR FACTORY, MACHINE HEAD, TYPE O NEGATIVE, SLIPKNOT, SOULFLY, TRIVIUM, DEVILDRIVER, CHIMAIRA, KILLSWITCH ENGAGE, 3 INCHES OF BLOOD και πάει λέγοντας.
Οι MALEVOLENT CREATION, ξεκάθαρα εντάσσονται στη πρώτη φουρνιά του heavy/speed/death/thrash ολέθρου που πέρασε από την Roadrunner. Ξεκινώντας με μια σειρά demos την τριετία ‘87 – ‘90, τους υπογράφει η θυγατρική R/C records, και στις 24 Απριλίου 1991, κυκλοφορούν ένα από τα ΚΑΛΥΤΕΡΑ ντεμπούτα στο Αμερικάνικο death metal. “The ten commandments” ο τίτλος του. Δέκα εντολές παιξίματος τέλειου death metal, δέκα τρόποι για να διαλύσεις σβέρκους, να κατεδαφίσεις τοίχους, να ανακαινίσεις εκ βάθρων το νοικοκυριό σου και να περάσεις πάνω από όλα τα αμάξια σε κεντρικό αυτοκινητόδρομο, συνθλίβοντας τα σαν ερπύστρια πυροβολικού. “Premature burial”/”Remnants of withered decay” και ήδη οι αφροί τρέχουν από το στόμα. Επικίνδυνο συγκρότημα, επικίνδυνος δίσκος. Η απόδειξη ότι η τριάδα “Reign in blood” – “Darkness descends” – “Slaughter in the vatican” ήταν η πιο επιδραστική thrash τριάδα για όλο το death metal, και αν διαφωνείτε, δώστε βάση στα “Sacrificial annihilation” και “Thou shalt kill” (εδώ θα γίνει ο τάφος σας και τέτοια). Χώρια η ογκώδης ηχητική προσέγγιση των SEPULTURA του “Beneath the remains”/“Arise” που έχει ήδη επηρεάσει όσα συγκροτήματα περάσανε από τα Morrisound, μετά από αυτούς. Αν ποτέ στην Αμερικάνικη metal ιστορία υπήρξαν άλμπουμ που μπαίνουν σε αυτό το μεταίχμιο του death metal και του thrash metal, αυτό το άλμπουμ θα είχε περίοπτη θέση. Άλμπουμ που αγκαλιάστηκαν θερμά τόσο από τους ταγμένους deathsters όσο και από ορκισμένους thrashers.
Φτάνοντας στο τέλος αυτού του 38λεπτου φεστιβάλ βρωμόξυλου και κοψιμάτων που διαλύουν και τα σκληρότερα υλικά με riffs σκέτη αρρώστια, πάμε σε ένα κομμάτι – δήλωση. Του ποιος είμαι, τι κάνω και που στο διάολο πάω. “No one can destroy this malevolent creation”. Ναι, το ομώνυμο κομμάτι της μπάντας, αυτός ο ύμνος που, τοποθετημένος στο φινάλε του ντεμπούτου, πετσοκόβει και τα τελευταία κουφάρια θυμάτων που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο του. Ο φωτεινός φάρος του συγκροτήματος για τα επόμενα 28 χρόνια, και ακόμα και με το χαμό του ΤΕΡΑΣΤΙΟΥ frontman Bret Hoffmann. Το παρόν αφιερώνεται, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, στη μνήμη αυτού του ανθρώπου που έγινε από της πιο χαρακτηριστικές φωνές του είδους, και που τόσο κρίμα και άδικα έφυγε απο τη ζωή. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Γιάννης Σαββίδης
MASSACRE – “From beyond” (Earache records)
Το 1991 και μετά την περίφημη των DEATH στην Ευρώπη χωρίς τον Chuck, που προκάλεσε τη μήνη όλου του κόσμου, οι Terry Butler (μπάσο) και Bill Andrews (τύμπανα) έμειναν χωρίς συγκρότημα όταν και απολύθηκαν από το νονό του death metal. Χωρίς να χάσουν ιδιαίτερο χρόνο, αποφάσισαν να βάλουν μπροστά την παλιά τους μπάντα, τους MASSACRE, όπου και μαζί τους είχαν τον διόσκουρό τους από τους DEATH, Rick Rozz (δηλαδή όλο το line-up του “Leprosy” και τον απίστευτο τραγουδιστή Kam Lee. Τα πάντα φαινομενικά ήταν εναντίον τους, καθώς ο κόσμος δεν τους είχε συγχωρέσει για τον τρόπο με τον οποίο είχαν φερθεί στον Chuck και αυτό είναι κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα, καθώς ξεκάθαρα ντρόπιασαν το όνομα των DEATH, ενώ εξαπέλυαν και ανυπόστατες φήμες για το ποιόν του Chuck, όπως και για τους λόγους για τους οποίους δεν βγήκε σε περιοδεία μαζί τους. Στο καθαρά μουσικό κομμάτι, αυτό που θα δημιουργούσαν λίγο μετά με το “From beyond” -όσο κι αν ο υποφαινόμενος τους έχει ρίξει τις εφτά κατάρες των Φαραώ όσον αφορά την αντιμετώπιση του απόλυτου ήρωά του- μπορεί να καυχιέται περήφανα ότι αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα πέντε κορυφαία δημιουργήματα σε όλο τον death metal ήχο και γενικότερα στο ακραίο παρακλάδι.
Το φυτίλι για να επανασυνδεθούν έβαλε ο Digby Pearson της Earache, ο οποίος πρώτα έπεισε τον Kam Lee, στη συνέχεια ο τραγουδιστής ήρθε σε επαφή με τον Rick Rozz και τελικά ενώ ο Rozz ξεκίνησε να γράφει νέο υλικό, αποφάσισαν να ηχογραφήσουν τα κομμάτια από τα παλιά τους demo, μια και αρκετοί οπαδοί τα ζητούσαν να ηχογραφηθούν κανονικά. Η προπαραγωγή του δίσκου έγινε με τους Joe Cangelosi και Βutch Gonzalez σε τύμπανα και μπάσο αντίστοιχα και αφού έφυγαν οι Butler/Andrews από τους DEATH, o Pearson πρότεινε στους Lee/Rozz να παίξουν στο δίσκο. Ο δίσκος είχε ένα απίστευτο ξερό ήχο με την παραγωγή του Colin Richardson να δίνει έξτρα όγκο και το αποτέλεσμα να καθηλώνει τους οπαδούς του ακραίου ήχου. Οι κιθάρες πρωταγωνίστριες σε όλο το δίσκο, ξύριζαν με riff-λεπίδες, τα πολύ λίγα και μινιμαλιστικά σόλο πρόσθεταν το κερασάκι στην τούρτα, προτού ο απόκοσμος Kam Lee αποδώσει μία από τις κορυφαίες ερμηνείες που έχουν γίνει ποτέ σε μεταλλικό δίσκο ανεξαρτήτως είδους. Ο κοντός Χαβανέζος, θεωρείται ο πατέρας των death growls ενώ και το echo που χρησιμοποιήθηκε εύστοχα στο δίσκο, κάνει τη φωνή του ακόμα πιο εφιαλτική. 9 κομμάτια και 38’ που έγραψαν τη δική τους ιστορία ήταν το τελικό αποτέλεσμα.
Όλα τα κομμάτια είναι γραμμένα από την περίοδο ’85-’86 και άλλα μπήκαν στα demo “Aggressive tyrant” και “Chamber of ages”, ενώ άλλα δεν είχαν προλάβει να ηχογραφηθούν. Το τελειωτικό “Corpsegrinder” (ναι, μόλις έμαθε κι ο τελευταίος από πού πήρε το προσωνύμιο ο George Fisher των CANNIBAL CORPSE), θεωρούταν κομμάτι των DEATH καθώς ο Chuck ισχυρίστηκε ότι το είχε γράψει εκείνος, αλλά το είχε γράψει τελικά ο Rozz όσο βρισκόταν στους DEATH. Στο δίσκο τις ρυθμικές κιθάρες έπαιξε ο Walter Trachsler των DEVASTATION, ωστόσο ποτέ δεν του δόθηκε credit, ενώ το ίδιο συνέβη και με το “Biohazard”, το οποίο είχε γραφτεί από τον παλιό κιθαρίστα Robby Goodwin σύμφωνα με τον παλιό μπασίστα Mike Borders. Το “From beyond” δίκαια αποτέλεσε ένα κορυφαίο άλμπουμ εξ αρχής, ενώ δεν είναι λίγοι (καθόλου λίγοι για την ακρίβεια) όσοι υποστηρίζουν ότι είναι ο καλύτερος death metal δίσκος όλων των εποχών και το προχωράνε λέγοντας ότι ούτε με τον Chuck θα μπορούσε να είναι τόσο τέλειος. Οι MASSACRE παρ’όλα αυτά δε γεύτηκαν ποτέ την επιτυχία του δημιουργήματος τους, κυκλοφόρησαν το 1992 το ΕΡ “Inhuman condition” και το 1996 το άνισο “Promise” και χάθηκαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ωστόσο πάντα θα μνημονεύονται για αυτό το δίσκο που αρκετοί προσκυνούν πιστά μέχρι σήμερα.
Άγγελος Κατσούρας
MESHUGGAH – “Contradictions collapse” (Nuclear Blast)
Οι τρελοί (όπως σημαίνει το MESHUGGAH στα Εβραϊκά) ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα στην ιστορία της Nuclear Blast και έχοντας πριν στο ενεργητικό τους το demo “Ejaculation of salvation” και το ομότιτλο ΕΡ τους (το οποίο επίσης αναφέρεται ως “Psykisk testbild”, δηλαδή “Psychological testpicture) το 1989, είχαν ετοιμάσει ήδη το πρώτο τους άλμπουμ. Αρχικός τίτλος του ήταν “(All this because of) Greed” όπως και το demo (χωρίς την παρένθεση) που κυκλοφόρησε λίγο πριν το άλμπουμ. Τελικά το “Contradictions collapse” όπως τελικά ονομάστηκε το ντεμπούτο τους, κυκλοφόρησε την πρωτοχρονιά του 1991 και έτσι ο πολύς κόσμος ήρθε αντιμέτωπος με το φαινόμενό τους. Φαινόμενο διότι οι τύποι τότε έπαιζαν ένα τεχνικό thrash τελείως ξεχειλωμένο στο απώτερο άκρο του, με προφανές σημείο αναφοράς τους METALLICA, προσκυνώντας γενικά το Big Four και έχοντας ένα συνολικό Αμερικάνικο ήχο. Η μπάντα είχε ήδη αντικαταστήσει τον παλιό της ντράμερ Niklas Lundgren με τον αγαπημένο σε όλους μας –και πραγματικό «καθηγητή» των τυμπάνων- Thomas Haake και το κουαρτέτο συμπληρωνόταν από τον Jens Kidman (κιθάρα/φωνή), τον Fredrik Thordendal (κιθάρα) και τον μπασίστα Peter Nordin. O δίσκος αυτός μέχρι και σήμερα αποτελεί την πιο ξεχωριστή τους κυκλοφορία, καθώς μετέπειτα άλλαξαν ριζικά τον ήχο τους.
Εδώ οι MESHUGGAH είναι πιο κοντά στον παραδοσιακό μεταλλικό ήχο από ποτέ, παρότι μία ξεκάθαρα thrash μπάντα (σαν μία αιώνια πάλι των METALLICA με τους ANTHRAX που κρατάει μία ώρα, δείτε και τις σημειώσεις που ευχαριστούν τις επιρροές τους στο επόμενο άλμπουμ “Destroy erase improve”). Τότε δεν ήταν λίγοι αυτοί που προσπάθησαν να τους βάλουν στην ίδια πρόταση με τους PANTERA, πράγμα που συνέβαινε με τις περισσότερες μπάντες που είχαν μία άλφα βαρύτητα και γκρουβαριστό ήχο λόγω της καθολικής επιτυχίας που είχε το “Cowboys from hell”. Οι MESHUGGAH όμως, όσο παιχταράς κι αν ήταν ο Dimebag, έπαιξαν κάτι το τελείως αλλόκοτο και αλλοπρόσαλλο για την εποχή, στην ουσία ήταν ένα είδος μόνοι τους ακόμα κι από αυτό το αγνοημένο από μετέπειτα οπαδούς τους ντεμπούτο. Κανείς δεν έφτασε σε αυτή τη συνολική αισθητική, ενώ οι αλλαγές των ρυθμών τους και η συνολική τους απόδοση, θα έκανε μέχρι και τους κλασικούς προγκρεσιβάδες να κοκκινίζουν από ντροπή με την ανώτερης μορφής τεχνική τους. Ο Jens Kidman είναι λίγο πιο ανθρώπινος στη χροιά του, πριν καθιερώσει αυτή την αέναη γκαρίλα για την οποία όλοι οι οπαδοί του(ς) τον έχουμε λατρέψει, ενώ ο όγκος είναι υπαρκτός μεν, αλλά καμία σχέση με τις μετέπειτα κυκλοφορίες τους.
Ο δίσκος ήταν λογικό να μην κάνει και τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία που θα μπορούσε. Λίγοι ήταν γραφτό ακόμα και μέχρι σήμερα, να «πιάσουν» τη μουσική που δημιούργησαν, εξυπακούεται ότι μιλάμε για πολύ «δύσκολη» μπάντα που θέλει ακροάσεις και χρόνο, τον οποίο πολλοί συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν από την πρώτη εμπειρία μαζί τους. Αυτή η συνεχής κλειστοφοβία που περνάνε από τη μουσική τους, είναι παρούσα κι εδώ, έστω κι αν στους κλασικούς μεταλλάδες είναι η μόνη συμπαθής κυκλοφορία της μπάντας, ακόμα κι αυτό δεν είναι αρκετό για να θέσει τον δίσκο ψηλά στην εκτίμηση του κόσμου. Το πολύ προφητικό εξώφυλλο και ο τίτλος του δίσκου τσακίζουν κόκκαλα. Βλέπουμε τη Νέα Υόρκη στο υπόβαθρο στο χείλος της καταστροφής, το άγαλμα της Ελευθερίας να δεσπόζει κι αριστερά του τους δύο πύργους, κι όλα αυτά 10 χρόνια πριν (για την ιστορία, ακόμα πιο συμβολικό είναι το εξώφυλλο των συμπατριωτών τους doomsters VENI DOMINE για το “Fall Babylon fall”, όπου δύο πύργοι καταρρέουν με την Νέα Υόρκη να έχει το προσωνύμιο Νέα Βαβυλώνα! Γυρίστηκε ένα ιστορικό βίντεο για το “Abnegating cecity” όπου μπορείτε να δείτε τον Kidman με μαλλί (!), ενώ στη συνέχεια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στα φωνητικά και η μπάντα πήρε σαν ρυθμικό κιθαρίστα τον παλιό συμμαθητή του Haake από την έκτη δημοτικού, Marten Hagstrom.
Άγγελος Κατσούρας
METALLICA – “Metallica” (Elektra)
Τα 90’s βρίσκουν τους METALLICA να έχουν ολοκληρώσει το σύνολο των συναυλιών της “Damage justice tour” κι έχοντας κερδίσει το πρώτο τους βραβείο Grammy στην κατηγορία “Best metal performance” για το τραγούδι “One”. Με τον αέρα της μεγάλης arena μπάντας πλέον και τον Lars Ulrich να δηλώνει πως έχει όραμα για το νέο τους άλμπουμ, οι METALLICA μπαίνουν στις 6 Οκτωβρίου του 1990 στα One on One Studios στο Los Angeles με παραγωγό τον Bob Rock, του οποίου η δουλειά στα “Sonic Temple” των THE CULT και “Dr. Feelgood” των MOTLEY CRUE είχε εντυπωσιάσει το συγκρότημα και για τους επόμενους οκτώ μήνες αφοσιώνονται στη δημιουργία του πιο απαιτητικού άλμπουμ της καριέρας τους. Τα One on One Studios ήταν γνώριμα για τους METALLICA μιας κι εκεί είχαν ηχογραφήσει το “…And justice for all” αλλά το όνομα του Bob Rock ακούστηκε για πρώτη φορά όταν οι METALLICA βρέθηκαν για συναυλία στο Vancouver, στις 31 Μαΐου 1989 όπου ήταν και ο πρώτος σταθμός της βορειοαμερικανικής περιοδείας με support τους THE CULT και εκεί τους επισκέφθηκαν ο Steven Tyler των AEROSMITH και οι MOTLEY CRUE οι οποίοι τότε ηχογραφούσαν τα “Pump” και “Dr. Feelgood” στα Little Mountain Studios και μίλαγαν με τα καλύτερα λόγια για το studio και τους Bob Rock και Bruce Fairburn που δούλευαν εκεί.
Μετά από ένα progressive και φορτωμένο άλμπουμ όπως ήταν το “…And justice for all” το επόμενο βήμα τους ήταν λειτουργήσουν αντίστροφα συνθετικά καθώς δεν ήθελαν με τίποτα να επαναλάβουν το εγχείρημα του να προσπαθήσουν να συμπτύξουν δεκαπέντε διαφορετικά riff σε ένα μόλις τραγούδι και δεν είναι λίγες φορές που Lars Ulrich είχε αναφερθεί στις συζητήσεις που έκαναν backstage μετά από κάθε συναυλία τους όταν περιόδευαν για το “…And justice for all” όπου μοναδική τους έννοια ήταν να μην ξεχάσουν κάποιο μέρος από τις μακροσκελέστατες συνθέσεις και τα σκατώσουν επί σκηνής και έριχναν το φταίξιμο ο ένας στον άλλον αν γινόταν κάποιο λάθος και ίσως θα έπρεπε να δοκιμάσουν να γράψουν μικρότερα και πιο απλά τραγούδια που θα λειτουργούσαν καλύτερα live. Έτσι κι αλλιώς πόσο πιο ακραίος και περίπλοκος μπορείς να ακουστείς όταν η τελευταία σου δουλειά κλείνει με το “Dyers eve”;
Αφού είχαν ανταλλάξει κασέτες με riff μεταξύ τους, ο James Hetfield με τον Lars Ulrich κλείνονται ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο home studio που είχε φτιάξει στο υπόγειό του o Ulrich και εκεί αρχίζουν να δουλεύουν πάνω στις πρώτες ιδέες. Η πρώτη κασέτα που άκουσαν ήταν αυτή που είχε δώσει ο Kirk Hammett στον Lars Ulrich κάπου στην Ευρώπη όταν περιόδευαν με τους DIO, BONHAM και WARRIOR SOUL και σε μία από αυτές υπήρχε το riff του “Enter Sandman”. H όλη τους προσέγγιση και προσπάθεια να γράψουν συνθέσεις που θα είχαν ως βάση την απλή ανάπτυξη ενός riff μετουσιώθηκε εκείνη τη στιγμή από μία έμπνευση του Kirk Hammett στις 2-3 τα ξημερώματα μετά την ακρόαση του “Louder than love” των SOUNDGARDEN στο σπίτι του στο Berkeley και μετά από παρέμβαση του Lars Ulrich στο πως θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Έχοντας αυτά κατά νου μαντεύουμε και το λόγο που επέλεξαν να συνεργαστούν με τον Bob Rock καθώς ήθελαν έναν παραγωγό που δεν θα επενέβαινε τόσο στη μουσική τους αλλά θα εστίαζε στις λεπτομέρειες και θα κατάφερνε να βγάλει από τους ίδιους τον καλύτερό τους εαυτό και όσο το δυνατόν καλύτερη απόδοση ξεφεύγοντας από τη ζώνη ασφαλείας που είχαν αναπτύξει τα προηγούμενα χρόνια με τον Flemming Rasmussen, ο οποίος αρχικά ήταν αυτός που θα συνεργάζονταν οι METALLICA για την παραγωγή του δίσκου και ο Bob Rock θα αναλάμβανε απλά τη μίξη αλλά ο Bob Rock είχε δηλώσει πως θα έκανε τη μίξη μονάχα εάν αναλάμβανε ο ίδιος την παραγωγή.
Η αρχή γίνεται με συγκρότημα και Bob Rock να συμφωνούν πως έπρεπε να αλλάξουν τον τρόπο που ηχογραφούσαν και να πιάσουν το «νεύρο» που βγάζουν στις συναυλίες τους γι’ αυτό και ο βασικός κορμός ηχογραφήθηκε με τους τέσσερις τους να παίζουν όλοι μαζί στον ίδιο χώρο δίνοντας στους Kirk Hammett και Jason Newsted περισσότερο ενεργό ρόλο στην όλη διαδικασία. Προηγήθηκαν κάποιες πρόβες στα Bayview studios στις αρχές Οκτωβρίου με τον Bob Rock να ακούει για πρώτη φορά τα τραγούδια παιγμένα ζωντανά από το συγκρότημα και τον ίδιο να κάθεται ανάμεσά τους, εισβάλλοντας κυριολεκτικά στο χώρο τους προτείνοντάς τους τις πρώτες ιδέες και αλλαγές, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ στο παρελθόν και τον James Hetfield να μην δέχεται αυτή την παρέμβαση τόσο εύκολα και ιδιαίτερα από έναν τύπο που είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τους BON JOVI και MOTLEY CRUE. O Lars Ulrich είχε αρχίσει να παρομοιάζει το παίξιμό του περισσότερο κοντά σε αυτό του Charlie Watts (THE ROLLING STONES) και Phil Rudd (AC/DC) και στην ουσία του να ευχαριστιέσαι live αυτό που παίζεις ενώ ο James Hetfield είχε βυθιστεί αρκετά στον εαυτό του για τη συγγραφή των στίχων με τον Bob Rock να τον πιέζει αρκετά σε αυτόν τον τομέα και φέρνοντας τον αρκετές φορές στα όριά του κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης των φωνητικών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν φτάσει κοντά στο να τον απολύσουν και από την πλευρά του ο Bob Rock είχε δηλώσει πως δεν θα ήθελε να ξαναδουλέψει ποτέ μαζί τους στο μέλλον και το οπτικοακουστικό υλικό της VHS “A year a half in the life of Metallica” λειτουργεί ως ντοκουμέντο των παραπάνω.
Οι ταχύτητες στα τραγούδια είχαν πέσει αισθητά αλλά ο ήχος ήταν αρκετά πιο στιβαρός και ογκώδης ειδικά σε τραγούδια όπως το “Sad but true” με τις χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες και το doomy riffing, με τον Bob Rock να δηλώνει πως πρόκειται για το “Kashmir” των 90’s την πρώτη φορά που το άκουσε, το ανυπέρβλητο “Wherever I may” με το ανατολίτικο άρωμα και στίχους για τη ζωή στο δρόμο, το “Of wolf and man” και φυσικά το “The God that failed” που ο James Hetfield τα χώνει για άλλη μία φορά στο Christian Science backgrοund που μεγάλωσε με στιχουργικούς συνειρμούς από τα “Leper Messiah” και “Dyers eve”. Το “Through the never” αποτελεί την πιο thrashy στιγμή του άλμπουμ μαζί με το “Holier than thou” το οποίο ο Bob Rock είχε προτείνει ως πρώτο single ενώ έκπληξη αποτέλεσαν οι δύο μπαλάντες του άλμπουμ “The unforgiven” και “Nothing else matters”. Η ερμηνεία του James Hetfield στο “The unforgiven” παραμένει ανατριχιαστική μέχρι και σήμερα, τραγούδι κομμένο και ραμμένο για τον άνθρωπο που έχει λατρέψει τον Man with No Name της θρυλικής τριλογίας του Sergio Leone και μουσικά διαφορετικό από τις μπαλάντες των προηγούμενων δίσκων λόγω των δυναμικών κουπλέ και του μελωδικού ρεφρέν. Το “Nothing else matters” αποτέλεσε μία ιδέα που του ήρθε καθώς μίλαγε στο τηλέφωνο με την τότε κοπέλα του και αρχικά είχε σκοπό να την κρατήσει για τον εαυτό του μέχρι που ο Lars Ulrich τον έπεισε να το δοκιμάσουν στο στούντιο. Με αρκετά προσωπικούς στίχους (So close no matter how far… / Never opened myself this way) ο James Hetfield ένιωθε πως έπρεπε να ξεφύγει από ότι είχε κάνει στο παρελθόν και να αρχίσει να τραγουδάει όπως δεν είχε επιχειρήσει ποτέ στο παρελθόν και με τη βοήθεια του Bob Rock και χρησιμοποιώντας τον Chris Isaak ως παράδειγμα, το “Nothing else matters” εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια των METALLICA, με solo παιγμένο από τον ίδιο τον James Hetfield και μοναδικό του σε ολόκληρο το άλμπουμ και τον Michael Kamen να επιμελείται τα ορχηστρικά μέρη. Στο “My friend of misery”, ένα τραγούδι που προοριζόταν για instrumental συναντάμε τον Jason Newsted στα credits ο οποίος φαίνεται να παίρνει το αίμα του πίσω μετά από τη χασούρα του “…And justice for all” και το μπάσο του λειτουργεί ως στυλοβάτης δημιουργώντας ένα από τα πιο ιδιαίτερα τραγούδια των METALLICA, με την χαρακτηριστική εισαγωγή και ατμόσφαιρα που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα.
Μία από τις πιο αδύναμες στιγμές του “Metallica” είναι το “Don’t tread on me” με την δανεισμένη μελωδία από το musical του “West side story” στην εισαγωγή και με στίχους που έρχονται σε κόντρα με ότι πρέσβευε το “…And justice for all” κυρίως λόγω του τίτλου που παραπέμπει στην αμερικανική σημαία που σχεδιάστηκε από τον στρατηγό Christopher Gadsden το 1775 κατά τη διάρκεια της αμερικανικής επανάστασης, με τον κροταλία (Once you provoke her / rattling of her tail), να δεσπόζει ως σύμβολο της αποικιοκρατικής ελευθερίας κατά τη διάρκεια της ανεξαρτησίας του Αμερικανικού πολέμου εμπνευσμένο από την πολιτική γελοιογραφία του Benjamin Franklin, “Join or Die”. Ο James Hetfield έχει δηλώσει πως το συγκεκριμένο τραγούδι δεν έχει κάποια πολιτική χροιά και αν του δινόταν η ευκαιρία θα το προσέγγιζε διαφορετικά προσδίδοντας ένα πιο καθόλικο και πολυδιάστατο νόημα. To “Metallica” κλείνει με το “The struggle within” ένα από τα πιο επιθετικά τραγούδια του δίσκου και το τελευταίο που ηχογράφησε φωνητικά ο James Hetfield ενώ είχε προηγηθεί η διασκευή στο “So what?” των ANTI-NOWHERE LEAGUE στο οποίο είχε καταστρέψει εντελώς το λαιμό του και με τον Kirk Hammett να παίζει ένα εκρηκτικό solo όπου καλό θα είναι να αναφέρουμε πως η δουλειά του σε ολόκληρο το άλμπουμ είναι ίσως από τις καλύτερες της καριέρας του. Οι ηχογραφήσεις μεταφέρονται στα Little Mountain Studios στο Vancouver για το διάστημα μεταξύ 29 Απριλίου και 4 Μαΐου 1991 και ολοκληρώνονται στις 16 Ιουνίου, με τη μίξη να λαμβάνει χώρα στα A&M studios στο Hollywood από τις 10 Ιουνίου μέχρι την 7η Ιουλίου και το mastering από τον George Marino στα Sterling Sound να ακολουθεί. Αντικρίζοντας το κατάμαυρο εξώφυλλο και επηρεασμένο από το αντίστοιχο του “Smell the glove” των SPINAL TAP, όπως δήλωναν χαριτολογώντας οι ίδιοι, διαπιστώνουμε ότι ήθελαν να αφήσουν τη μουσική να μιλήσει από μόνη της χωρίς τίποτα να μπορέσει να αποπροσανατολίσει τον ακροατή ενώ το φίδι που διακρίνεται στην κάτω δεξιά πλευρά του εξωφύλλου σε θέση άμυνας, έτοιμο να προστατεύσει τη ζωή του, την ελευθερία του και την περιοχή του φυσικά και παραπέμπει στο “Don’t tread on me” όπως αναφέραμε προηγουμένως αλλά με έναν πιο συμβολικό τρόπο, με τους METALLICA να δηλώνουν πως είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν το νέο υλικό και τα «πυρά» που θα δεχόντουσαν γι’ αυτή τους την αλλαγή.
Οι πιο άμεσες συνθέσεις σε σύγκριση με το πιο thrash παρελθόν τους και σε συνδυασμό με την καλύτερη παραγωγή που έχει υπάρξει ποτέ σε hard rock/heavy metal album λειτούργησαν δραστικά στο να καρφωθεί το “Metallica” στην πρώτη θέση των Billboard πουλώντας την πρώτη μόλις εβδομάδα κυκλοφορίας του 600.000 αντίτυπα μονάχα στις ΗΠΑ ενώ πριν την ημερομηνία της επίσημης κυκλοφορίας την 12η Αυγούστου είχε προηγηθεί ένα από τα μεγαλύτερα free listening party στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης όπου πάνω από 19.000 κόσμος είχε μαζευτεί για να το ακούσει. “Our album played the Madison Square Garden before we did” θα δηλώσει ο Lars Ulrich. Πρώτο single επιλέγεται το “Enter Sandman” μετά από επιμονή του Ulrich θεωρώντας πως με αυτή τους την επιλογή θα μπορούσαν να κάνουν πιο κατανοητό στον κόσμο το που βρίσκονταν μουσικά οι METALLICA το διάστημα 1990-91 με το πρώτο δείγμα κυκλοφορεί στις 29 Ιουνίου και το video-clip να προβάλλεται την επομένη. Παρά το γεγονός πως το “Enter Sandman” ήταν το πρώτο τραγούδι που δούλεψαν για το “Metallica”, χρειάστηκε αρκετός καιρός ώστε να ολοκληρώσει ο James Hetfield τους στίχους μιας και το πρώτο δείγμα που είχε παρουσιάσει δεν είχε ικανοποιήσει τους Lars Ulrich και Bob Rock. Το τραγούδι σχετίζεται με το Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου και ο στίχος “We’re οff to never never land” ήταν αρχικά “Disrupt the perfect family”, με τον James Hetfield να έχει επηρεαστεί από το “We destroy the family” των hardcore/punk rockers FEAR αλλά χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια από τον ίδιο για να το φέρει στην τελική του μορφή και ήταν από τα τελευταία τραγούδια που ηχογράφησε.
Η κυκλοφορία του “Metallica” ή του “Black album” όπως οι περισσότεροι αναφέρονται σε αυτό πλέον, βρήκε τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος σε αρκετά διαφορετική κατάσταση απ’ ότι ενάμιση χρόνο πριν, με τους Lars Ulrich, Kirk Hammett και Jason Newsted να έχουν χωρίσει και αρκετά πιο ώριμους μουσικά παρά το γεγονός πως ήταν μόλις 28-29 χρόνων. Επίσης έδωσε στην metal μουσική το πολύτιμο φιλί της ζωής που είχε τόσο απεγνωσμένα ανάγκη μιας και από τη μία υπήρχαν οι παρακμιακές glam μπάντες τις εποχής και από την άλλη το ενδιαφέρον του κόσμου για τη σκηνή του Seattle και το grunge γενικότερα. Οι METALLICA κυκλοφορώντας ένα αμιγώς heavy metal άλμπουμ κατάφεραν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της μουσικής βιομηχανίας αναγκάζοντας για πολλοστή φορά τις μεγάλες εταιρείες να γείρουν το ενδιαφέρον τους στο συγκεκριμένο ήχο προσελκύοντας την ίδια στιγμή εκατομμύρια νέους στην metal μουσική και αυτό δεν ήταν εύκολο και στη δήλωση του Lars Ulrich πως χρειάστηκαν διπλάσιο χρόνο απ’ ότι συνήθως για να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ που ακούγεται δύο φορές πιο χαλαρό κρύβει μεγάλη σοφία. Τύπος και οπαδοί παραμίλαγαν με το “Metallica” αλλά υπήρξε και μεγάλη μερίδα οπαδών που δεν συμφωνούσε με αυτή την αλλαγή κατηγορώντας τους για ξεπούλημα.
Χωρίς να ιδρώνει το αυτί τους μιας και τέτοιου είδους κατηγορίες τις ακούν από την εποχή του “Ride the lightning” το επόμενο βήμα ήταν να βγουν στο δρόμο με επακόλουθο μία πετυχημένη περιοδεία-μαμούθ διάρκειας σχεδόν δύο χρόνων και 300 εμφανίσεων παίζοντας σε κάθε γωνιά του πλανήτη με διάφορα παρατράγουδα και σκηνικά στο παρασκήνιό της (βλέπε co-headline περιοδεία με GUNS N’ ROSES, ατύχημα του James Ηetfield κ.α. ) αλλά και ιστορικές εμφανίσεις όπως αυτή μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος στο Tushino Airfield στις 28 Σεπτεμβρίου 1991 στη Μόσχα μπροστά σε ένα πραγματικά αναρίθμητο κοινό μαζί με συγκροτήματα όπως οι PANTERA, THE BLACK CROWES και AC/DC και στο Milton Keynes Bowl στην Αγγλία στις 5 Ιουνίου 1993 μαζί με MEGADETH, THE ALMIGHTY και DIAMOND HEAD. Στην περιοδεία που ονομάστηκε “Wherever we may roam tour” η σκηνή είχε σχήμα διαμαντιού, με έναν χώρο στη μέση της σκηνής που ονόμαζαν Snake pit και εκεί είχαν την ευκαιρία μερικοί τυχεροί οπαδοί να παρακολουθήσουν τη συναυλία κυριολεκτικά δίπλα στους METALLICA, τα shows είχαν διάρκεια σχεδόν τρεις ώρες και κάποια από τα συγκροτήματα που εμφανίστηκαν ως support ήταν οι THE CULT, FAITH NO MORE, KYUSS, FIGHT, SUICIDAL TENDENCIES, MOTORHEAD, MERCYFUL FATE, METAL CHURCH κ.α. Φυσικά και δεν μπορεί να μην αναφερθεί η στάση που έκαναν στην Ελλάδα στις 27 Ιουνίου 1993 στα πλαίσια της “Nowhere else to roam”, μία από τις καλύτερες συναυλίες που έχουν πραγματοποιηθεί στη χώρα μας με ένα εκπληκτικό set-list και support τους THE CULT και ΛΕΥΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ.
Aκόμη και σήμερα το “Metallica” ηχεί ολόφρεσκο όπως και τότε και δεν είναι τυχαίο ότι σε λίστες σχετικά με τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών ανεξάρτητου είδους συμπεριλαμβάνεται πάντα σε περίοπτη θέση. Έχει πουλήσει πάνω από 30.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως, είναι το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στις Η.Π.Α. σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen SoundScan που ξεκίνησε να καταγράφει τις πωλήσεις δίσκων από το Μάιο του 1991 και υπολογίζεται πως μέχρι και σήμερα πουλάει γύρω στα 4.000 – 5.000 αντίτυπα την εβδομάδα. Πέντε τραγούδια κυκλοφόρησαν ως singles με b-sides διασκευές στα “Killing time” (SWEET SAVAGE), “Stone cold crazy” (QUEEN) και “So what” (ANTI-NOWHERE LEAGUE), live ηχογραφήσεις και demo εκδόσεις τραγουδιών και με ένα εκπληκτικό “ Live shit: Binge & Purge” box-set να συνοψίζει μερικές από τις καλύτερες στιγμές της περιοδείας σε CD και video. Το 2012 πραγματοποίησαν μία επετειακή περιοδεία όπου παρουσίασαν ολόκληρο το άλμπουμ και είκοσι οκτώ χρόνια μετά συνεχίζω να μην μπορώ να φανταστώ ποια θα ήταν η εξέλιξη και η ύπαρξη της μουσικής που αγαπάμε αν δεν κυκλοφορούσε αυτό το άλμπουμ. Το ίδιο σημαντικό για τους METALLICA όσο το “Back in black” για τους AC/DC και αντίστοιχης αξίας. Θωράκισε τους METALLICA στο μεγαθήριο που παραμένουν μέχρι και σήμερα και ας μην αποτελεί το καλύτερό τους άλμπουμ. Παραμένει όμως το πιο πετυχημένο heavy metal όλων των εποχών.
Κώστας Αλατάς
METAL CHURCH – “The human factor” (Epic Records)
Οι METAL CHURCH εν έτει 1991 φαινομενικά βρίσκονταν στην καλύτερη φάση της καριέρας τους. Είχαν ήδη κυκλοφορήσει το απόλυτο άλμπουμ τους (κι ένα από τα 20 καλύτερα της μεταλλικής ύπαρξης συνολικά), το “Blessing in disguise”, το οποίο ήταν και το πιο επιτυχημένο τους εκείνη την εποχή μπαίνοντας στο νούμερο 75 του Billboard. Aπό την άλλη όμως, η Elektra που ήταν η τότε εταιρεία τους, δεν τους ανανέωσε το συμβόλαιο και έμειναν ξεκρέμαστοι. Ιδιαίτερα παράξενο σαν γεγονός καθώς η μπάντα ειδικά το 1990 είχε φοβερή συναυλιακή δραστηριότητα, με διθύραμβους για την απόδοση τους όπου κι αν έπαιξαν. Πλάι σε μπάντες όπως οι METALLICA, W.A.S.P., ACCEPT, FATES WARNING, SAXON, CELTIC FROST, MELIAH RAGE μεταξύ άλλων, οι METAL CHURCH όργωσαν τις σκηνές του κόσμου λαμβάνοντας τη μεγαλύτερη τους αναγνωρισιμότητα. Αυτό δε στάθηκε αρκετό να τους κρατήσει στο τότε «σπίτι» τους, αλλά ήρθε η πρόταση της πολυεθνικής Epic Records να βάλει τα πράγματα στη θέση τους (προσωρινά). Το τέταρτο άλμπουμ “The human factor” ήταν γεγονός και με ένα απλό και λιτό εξώφυλλο με τους εαυτούς τους, σαν να λένε «είμαστε εδώ, ακόμα ζωντανοί», κάνανε το ντεμπούτο τους στην μεγάλη εταιρεία, και μάλιστα κατάφεραν να κάμψουν άμεσα τις αμφιβολίες πολλών οπαδών για την μετέπειτα ποιότητα τους.
Η υπογραφή στην πολυεθνική δεν στέρησε σε τίποτα τον κλασικό και ατόφιο METAL CHURCH χαρακτήρα του συγκροτήματος. Τα καμάρια του Seattle παρέμεναν βαρύτατα, ενώ σε σημεία ξέφευγαν και οι ίδιοι από το πώς είχαν εκφραστεί μέχρι τότε, όπως στο κλασικό έπος “In mourning”. Εκεί οι METAL CHURCH ίσως έγραψαν το κορυφαίο κομμάτι που δεν είχαν γράψει ως τότε οι PANTERA. Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς αν απλά έτυχε ή θέλησαν να πάνε με το κύμα της εποχής όπου δεν υπήρχε μπάντα που δεν άλλαξε το στυλ της για μεγαλύτερη προσβασιμότητα όπως οι Τεξανοί. Μάλιστα έγινε ακόμα πιο αγαπητό λόγω του στιχουργικού του περιεχομένου που αφορά τη δίκη των JUDAS PRIEST για την υπόθεση του James Vance και του Raymond Belknap, δύο οπαδών της μπάντας που πυροβολήθηκαν ακούγοντας το “Stained class”, με τον Belknap να πεθαίνει ακαριαία και τον Vance να πεθαίνει τρία χρόνια αργότερα. Παρόλα αυτά, ήταν τέτοιου ύφους το κομμάτι που διατηρούσε τον ήχο τους και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου, δημιούργησαν ένα συμπαγέστατο σύνολο που αποτελεί μία από τις κορυφαίες τους δουλειές μέχρι σήμερα. Το άλμπουμ βρίθει από κομματάρες γενικά, με το “In harm’s way” να είναι από τα πολύ αγαπημένα των οπαδών τους.
Ωστόσο μάλλον το σήμα-κατατεθέν του δίσκου είναι το “Date with poverty” με το πανέξυπνα εύστοχο και συνάμα σατιρικό βίντεο, σε ένα κομμάτι το οποίο περιγράφει κατά πολύ τη ζωή του μέσου Αμερικάνου της χαμηλής τάξης. Ούτε λίγο ούτε πολύ, αρκετοί που τα οικονομικά τους κατέστρεφαν τη ζωή τους, βρήκαν ταύτιση με το κομμάτι, το οποίο είχε και σεβαστό airplay στο τότε ένδοξο MTV και συνολικά το άλμπουμ έλαβε πάρα πολύ καλές κριτικές παντού. Ωστόσο δεν ήταν αρκετές για να το βάλουν πάλι στα charts και τελικά το “The human factor” ήταν το μόνο τους άλμπουμ για την Epic Records η οποία στη συνέχεια τους γείωσε κανονικά. Το άλμπουμ παρόλα αυτά πουλούσε καλά και το ηθικό τους ήταν ανεβασμένο ενδιάμεσα, ενώ πήραν μέρος στην περίφημη περιοδεία Operation Rock’n Roll πλάι στους MOTORHEAD, JUDAS PRIES, DANGEROUS TOYS και Alice Cooper, ενώ οι αδελφικές σχέσεις που καλά κρατούν εξ αρχής με τους METALLICA, τους έφερε ως support στην Wherever We May Roam Tour (φανταστείτε τι ωραία που θα ήταν να βλέπαμε τους τότε METAL CHURCH μαζί τους το 1993)… Το “The human factor” αποτελεί μέχρι σήμερα ένα πανέμορφο άλμπουμ που αδικήθηκε από το κλίμα της εποχής, αλλά που ευτυχώς η αξία του δεν έχει φθίνει καθόλου 28 χρόνια μετά.
Άγγελος Κατσούρας
MIND FUNK – “Mind funk” (Sony)
Σπάνια τόσο παράταιρα μουσικά μέλη, συνενώνονται για να δημιουργήσουν κάτι τόσο δημιουργικό. Οι MINDFUNK περιλαμβάνουν τον ντράμερ των CELTIC FROST, Reed St Mark, τον τραγουδιστή των Hardcorers UNITY, UNIFORMS CHOICE Pat Dubar και τον κιθαρίστα πρώην μέλος των ZOETROPE, S.O.D, PIGFACE, Luis Svitek σε ένα ηχητικό συνονθύλευμα που φωνάζει 90’s μόλις το ακούσεις. Το Seattle συναντά το Bay Area σε μια μίξη καθοριστική και ηχητικά εθιστική. Όμως λίγα πράγματα θα απομακρύνουν τον κλασικό μεταλλά από το άλμπουμ. Από το εναρκτήριο τραγούδι, οι σκληρές κιθάρες που οφείλουν πολλά στην σκηνή του Seattle συναντάνε το έξοχα δυναμικό παίξιμο του St.Mark και αναβαθμίζονται από τα ιδιόρρυθμα, μελωδικά, αλλά επιθετικά ταυτόχρονα φωνητικά. Τα “Sugar aint sweet”, “Ride & drive” με το DEEP PURPLE μεσαίο τμήμα του “Highway star”, να αναβαθμίζει το τραγούδι σε ύμνο στην οδήγηση και τους ανοιχτούς δρόμους, αποτελούν δείγμα μοντέρνου metal, με αίσθηση του ρυθμού και της σφιχτοδεμένης έντασης που προσδίδει το έμπειρο rhythm section. Θα χρειαστεί να φτάσουμε στο τέταρτο τραγούδι του άλμπουμ το “Big House Burning” για να παρατηρήσουμε τα funk στοιχεία για τα οποία τους «κατηγόρησαν» οι ορθόδοξοι μεταλλάδες. Σαν απάντηση έρχεται το “Fire” ένα ψυχεδελικό ταξίδι ρυθμού και έντασης, με σαφείς αναφορές σε BLACK SABBATH,METALLICA, HAWKWIND, με το μπάσο να λοξοκοιτάζει προς τον πλανήτη funk. Στην ίδια κατεύθυνση συνεχίζει και το “Blood runs red” δίνοντάς μας μια καλή ιδέα από πού άντλησαν την έμπνευσή τους χρόνια αργότερα σχήματα σαν τους MACHINE HEAD. Πολύ πιο μεταλλικοί από τους FNM, ανήκουν περισσότερο στην κατηγορία των MIND OVER FOUR, BAD BRAINS, SUBLIME συνδυάζοντας μεταλλικές κιθάρες και χορευτικά ρυθμικά μέρη. Στο “Sister blue” έχουμε ένα μπλουζ funk τραγούδι, που μυρίζει MOTHER LOVE BONE και ανεξάρτητο κιθαριστικό ροκ, σε βαθμό που θα έκανε τους MANOWAR να βγάλουν φλύκταινες, ακούγοντας ειδικότερα τις μελωδικές μπασογραμμές και ένα κιθαριστικό σόλο που θα ταίριαζε σε άλμπουμ των RUSH. Η ικανότητα του Pat Dubar να τραγουδά τα πάντα, με συνειρμούς για παλιό Alice Cooper αλλά και Layne Staley την ίδια στιγμή, δημιουργεί μοναδικά ακούσματα σαν το “Woke up this morning”. To άλμπουμ κλείνει με ένα μικρό funk metal δυναμίτη, το “Touch you”, με τα funk κοψίματα στις κιθάρες και τα ρυθμικά breaks πριν ξεχυθεί σε μια μεταλλική επίθεση άνευ προηγουμένου στο ρεφρέν με τον St.Mark να πληγώνει τα ντραμς του με ιδιαίτερα απάνθρωπο τρόπο, ενώ το σχήμα ταξιδεύει ανάμεσα σε μεταλλικές κιθάρες και χορευτικά μπιτ. Ήταν μπροστά από την εποχή τους ή ήταν ένα σχήμα άλλης εποχής. Υψηλή τεχνική κατάρτιση, μεταλλικό συναίσθημα αλλά και έντονη επαφή με το χορευτικό κομμάτι της μουσικής συνείδησης μας. Αν σας αρέσουν οι RHCP εδώ θα βρείτε ένα σχήμα που είχε κοινή βάση αλλά προτιμούσε να μπολιάζει τον ήχο του με πιο μεταλλικές επιρροές καθώς και αρκετά στοιχεία από το hardcore παρελθόν των μελών του. Κυκλοφόρησαν ακόμη δύο άλμπουμ, με το επόμενο να αποτελεί σταθμό στην δισκογραφία τους, αλλά παρέμειναν από τα καλά κρυμμένα μυστικά της μεταλλικής των Η.Π.Α . Ένα σχήμα που θα ικανοποιήσει τους πάντες από οπαδούς των CORONER, FAITH NO MORE, RHCPP, METALLICA, BAD BRAINS, PRO PAIN… Εσύ θα τους δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία;
Στέλιος Μπασμπαγιάννης
MONSTER MAGNET – “Spine of God” (Glitterhouse records)
Είμαι στον πάνω όροφο του Rock City της Σωκράτους. Ο Νίκος “Flesh” Τάγκαλος , τότε υπάλληλος εκεί, με βουτάει από το γιακά και μου λέει, αυτό θα το ακούσεις ακόμα και αν στο αγοράσω εγώ. Κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου στον μαγικό κόσμο του Dave Wyndorf και της παρέας του. Η μουσική άλλαξε από σχήματα σαν τους KYUSS, FNM, RHCP, MONSTER MAGNET, NIRVANA, ίδια χρόνια περίπου που οι πρώτες δισκογραφικές δουλειές τους, ανάμιξαν το παλιό με το νέο δημιουργώντας για εμάς τους μεταλλάδες που είχαμε τις ρίζες μας στα 60’s,70’s, βιώσαμε τα 80’s και ενηλικιωθήκαμε στα 90’s τον δικό μας ήχο.
Με αγάπη στους MOTORHEAD, HAWKWIND, STOOGES στον ίδιο βαθμό με τους MOUNTAIN, GRAND FUNK RAILROAD, οι ΜΜ δημιουργούν ένα τρένο που έχει για καύσιμο ψυχεδελικά εξαρτησιογόνα, ψυχοτρόπα, γκαζώνει με ήχο αυτόν του πεταλιού του wah wah και σταματά αφού γκρεμίσει και το τελευταίο όριο που βάζει η λουστραρισμένη metal αισθητική της εποχής. Πολύ πιο πειραματικοί και ανοιχτοί στο διαφορετικό, δεν χρειάζονται την ακρότητα του death metal, τον εντυπωσιασμό του hair metal , το επικό συναίσθημα του power metal, παρά μόνο την παραμόρφωση που πατάει πάνω σε ρυθμικά μοτίβα από πολέμους σε αστέρια και κοιλάδες με αποίκους και ινδιάνους και ένταση και παραμόρφωση, από πειράματα σε κόσμους που ούτε ο Λόβκραφτ με τον Μούρκοκ δεν είχαν φανταστεί. Η πρώτη μεγάλη στιγμή του άλμπουμ είναι το “Black mastermind” ένα ψυχεδελικό τεστ της αντοχής μας στον όγκο και την βρωμιά που ξεπηδά από τα δαιμονισμένα riff των ΜΜ, που ηχούν αν μπάλες κατεδάφισης του τελευταίου ουρανοξύστη στην Γη, την εποχή των πιθήκων. Αργές καμπάνες καταστροφής, κάνουν τους CANDLEMASS, TROUBLE, ST VITUS, OBSESSED, να ηχούν σαν την παιδική χορωδία Τυπάλδου μπροστά στα σκονισμένα φωνητικά του Wyndorf.
Αν ο Τζακ Νίκολσον στη φωλιά του κούκου αντί να δραπετεύσει, προτιμούσε την μουσικοθεραπεία, κάπως έτσι θα ακούγονταν το σχήμα του. Στο “Zodiac lung” στήνουν ένα πάρτι, που καλούν τον Lemmy και τον Mark Farmer να παίξουν στις 72 στροφές, τα τραγούδια που αγάπησαν, κατά προτίμηση CREAM. Αστειεύονται με όσους δηλώνουν stoner rockers σε μια επίδειξη δύναμης στο “Spine of God” όταν αποδομούν σε σχεδόν οκτώ λεπτά την έννοια του κλασικού heavy metal τραγουδιού., Αργοί υπνωτικοί ρυθμοί, φωνητικά σαν μάντρα αυτοπυρπολούμενου μονάχου ενάντια στην Κινέζικη κατοχή του Θιβέτ. Τα ντραμς καρφώνουν τα καρφιά στον σταυρό του γιου του θεού και οι κιθάρες βρυχώνται σαν δράκοι από την κόλαση του μυαλού του Wyndorf. Το τραγούδι είναι ένας κινούμενος βούρκος, μια παγίδα θανάτου για την Αμερικάνικη οικογένεια των εμπορικών κέντρων και του Αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Ρουφά τους Αμερικανούς εφήβους και τους ξεβράζει μεταλλικά ζόμπι, που ζητάνε ακόμη περισσότερη παραμόρφωση και όγκο στις κιθάρες. Διαχρονικό άλμπουμ, κολλημένο στην σκοτεινή πλευρά των αρχών των 70’s, θα καθορίσει τις επόμενες δουλειές τους, δείχνοντας έλεος όταν η παραμόρφωση από το καρφί που θα μείνει κολλημένο στον ενισχυτή της κιθάρας, ξεθωριάσει στο χρόνο. Βασανιστικά αργό, σκληρό, αιχμηρό ,heavy rock όπως πρέπει να παίζεται, όπως πρέπει να λατρεύεται.
Το “Snake dance” είναι αυτό που περιγράφει, χορός των φιδιών με MOTORHEAD, STOOGES να βάζουν φωτιά στο άσμα και στους ακροατές του. Διασκευάζουν GRAND FUNK RAILROAD, το “Sin’s a good man’s brother” με τέτοιο τρόπο που αναρωτιέσαι αν υπήρξε ποτέ πρωτότυπο και κλείνουν το άλμπουμ με το “Ozium” ακόμα ένα ταξίδι στα πέρατα του σύμπαντος, εκεί που η διάχυτη ενέργεια καταστρέφει κόσμους και δημιουργεί νέους πλανήτες και μορφές ζωής. Αν υπάρχουν οι AC/DC του “stoner” , αυτοί είναι οι MM και τα πάντα ξεκίνησαν εδώ, σε ένα άλμπουμ πρωτόλειο, καταιγιστικό, ανηλεές, ερωτικό και ενδυναμωμένο με τη φωνή χιλιάδων losers που γούσταραν τα 70’s μέσα από το γρέζι και την παραμόρφωση, τις αμφεταμίνες και τα δερμάτινα και είδαν το Lemmy της γενιάς τους να επιστρέφει, έστω και αν στο μέλλον, τα «ταξίδια» του κόστισαν ακριβά. Θυμάμαι τον ραδιοφωνικό και συντάκτη σε περιοδικά του ανεξάρτητου ροκ χώρου, Δασκαλόπουλο, να προσπαθεί να μυήσει τα παιδάκια του «ανεξάρτητου» χώρου στους ΜΜ, αλλά να τους βρίσκουν πολύ heavy, όπως και οι μεταλλάδες, πολύ ψυχεδελικούς. Η ιστορία τους δικαίωσε όπως και τους MOTORHEAD, σαν ένα μοναδικό crossover σχήμα , που αψήφησε τα στεγανά και μεγάλωσε με βάση την «ραχοκοκαλιά του Θεού».
Στέλιος Μπασμπαγιάννης
MORBID ANGEL – “Blessed are the sick” (Earache)
Στον δεύτερο full length δίσκο τους οι Αμερικανοί παρουσιάστηκαν πολύπλευροι όσο ποτέ στην δισκογραφία τους, τόσο ηχητικά όσο και σε επίπεδο ρυθμών. Καταρχήν άφησαν πίσω τους την πρωτόλεια ακατέργαστη πλευρά του “Altars of madness” και εισήγαγαν στοιχεία που καθιστούν το δίσκο αυτό ως τον πιο ακραίο της καριέρας τους. Και όταν λέω ακραίο εννοώ την ιδιότητα του να έχει ένας δίσκος στοιχεία ακόμα και από κλασική μουσική όπως το εκκλησιαστικό όργανο στο δίλεπτο “Doomsday celebration” ή το ανυπέρβλητο “Desolate ways” στο οποίο ο Trey Azagthoth κάνει επίδειξη της ικανότητάς του με την κλασική κιθάρα – καθόλου τυχαία αφιέρωσε το δίσκο στον Mozart! Και πώς να μην μείνεις άφωνος με τις αλλαγές ρυθμών στο “Fall from grace”; Σε όλο το δίσκο ο Pete Sandoval δίνει ρεσιτάλ drumming με τα blastbeats να δίνουν ένα τείχος από ρυθμούς σε κάθε κομμάτι. Ο David Vincent κάπου εδώ κάνει για τελευταία φορά τα περίφημα γρυλιστά φωνητικά του, που ταιριάζουν και στα τρία κομμάτια που προέρχονται από το demo “Abominations of desolation” του 1986 – μήπως η εν λόγω ηχογράφηση είναι και η πρώτη αμιγώς death metal που έγινε ποτέ; Τα τρελαμένα solos του Trey σε αυτό το δίσκο είναι πραγματικά χαοτικά, επιβεβαιώνοντας τον ισχυρισμό ενός φίλου μου ότι πραγματικά ενορχηστρώνει το χάος! Ο Richard Brunelle είναι εδώ παρών για τελευταία φορά και καταφέρνει μαζί με τον Trey να δώσουν ηχητική υπόσταση με τα αρρωστημένα τους riff και lead θέματα τους! Στο πόσο σημαντικός ήταν φάνηκε στο επόμενο album τους, “Covenant”, το οποίο ήταν αισθητά πιο μονοκόμματο και στοχευμένο! Για το εξώφυλλο Jean Delville (“Les Trésors de Satan”) τι να πει κανείς; Είναι σίγουρα ένα από τα πιο καλαίσθητα της σκληρής μουσικής και οπτικοποιεί με τον καλύτερο τρόπο για το περιεχόμενο του δίσκου που κλείνει ιδανικά με το πιανιστικό “In rememberance”; Με τέτοιες επιλογές οι παλιοί fans τους έκραξαν, αλλά εκείνοι ευτυχώς αδιαφόρησαν και όργωσαν τον κόσμο με support acts όπως οι SADUS, GODFLESS, UNLEASHED, CATHEDRAL και ENTOMBED, αποδεικνύοντας ότι ήταν για εκείνη την περίοδο το μεγαλύτερο death metal συγκρότημα! Ήξεραν ότι έβγαλαν έναν ακραίο δίσκο που τολμά να ενώσει το παρελθόν τους με 3 κομμάτια από το demo του 1986, τα αμιγώς οργανικά μέρη, τις πολλαπλές εναλλαγές ρυθμών, ένα άψογο video clip για το ομώνυμο κομμάτι, τα ιδιότυπα φωνητικά και το κυριότερο: Συνθέσεις που κάθε μια στεκόταν διαφοροποιημένη από τις υπόλοιπες! Επαναπροσδιορισμός, λοιπόν, στον όρο ακρότητα με το “Blessed are the sick”! Και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο αρκεί για να είναι ο πιο αγαπημένος μου δίσκος τους!
Λευτέρης Τσουρέας
MORDRED – “In this life” (Noise)
Αυτός είναι ο δεύτερος δίσκος των funk thrashers από το Bay Area. Όταν οι MORDRED ξεκίνησαν, υπήρχαν λίγα συγκροτήματα που τόλμησαν να προσθέσουν funk πινελιές ακόμα και scratch μέσα στο thrash ή απλά το heavy metal. LIVING COLOR, 24-7 SPYZ κι ελάχιστοι άλλο. Το 1991 είχε ήδη κάνει τρομερή επιτυχία το “The real thing” των FAITH NO MORE, το “Mother’s milk” των RED HOT CHILLI PEPPERS, οι ANTHRAX είχαν συνεργαστεί με τους PUBLIC ENEMY στο “Bring the noise”, οι DEATH ANGEL είχαν κάνει το σχετικό «κομμάτι» τους στο “Act III”, ενώ είχαν βγει στην πιάτσα και οι INFECTIOUS GROOVES με τους PRIMUS.
Δεν θέλω να μειώσω την αξία των MORDRED, άλλο όμως να βγάζεις αυτή τη μουσική από τη Γερμανική Noise, άλλο από πολυεθνική εταιρία που εκείνα τα χρόνια είχε τον τρόπο να σπρώξει τα συγκροτήματα. Το “In this life”, συνθετικά, νομίζω ότι ήταν καλύτερο από το “Fool’s game”, στηριζόμενο στο εκπληκτικό “Falling away” (ακόμα θυμάμαι το video clip του να παίζει στο MTV και να μένω ανοιχτό το στόμα όταν το άκουσα πρώτη φορά), αλλά και στο “The strain” και το ομώνυμο εναρκτήριο κομμάτι. Αυτό που μου έλειψε λοιπόν, ήταν το στοιχείο της έκπληξης. ΟΚ, ήταν πιο funky από το ντεμπούτο, αλλά σε όλα τα υπόλοιπα, μία από τα ίδια. Καλά, αλλά ίδια. Τους γουστάρω πολύ σε γενικές γραμμές. Προσπάθησαν να πειραματιστούν όταν όλα αυτά που έβαλαν στην μουσική τους ήταν αιρετικά (και ο χαρακτηρισμός είναι επιεικής), μάλλον όμως απέτυχαν, όπως φάνηκε και από την επόμενη και τελευταία τους στουντιακή δουλειά. Όπως και να έχει, τους βγάζω το καπέλο. Είχαν άντερα κι έβγαλαν δύο τουλάχιστον δίσκους, που έκαναν τον θόρυβό τους κι εκτιμήθηκαν από το –λιγοστό- κοινό που μπορούσε να τους εκτιμήσει τότε.
Σάκης Φράγκος
MORTAL SIN – “Every dog has it’s day” (Under One Flag)
Ακόμα απορώ με αυτό το ορθογραφικό λάθος στον τίτλο, αλλά δεν μπορώ παρά να το γράψω όπως κυκλοφόρησε. Έχω γράψει κι άλλες φορές τη γνώμη μου για τους Αυστραλούς thrashers, MORTAL SIN, που μάλλον θεωρούν ότι θα έπρεπε να είχαν γεννηθεί στο Bay Area, καθοδηγούμενοι από την ελληνικής καταγωγής μπασίστα, Andy Eftichiou. Πριν τον δίσκο, έφυγαν όλα τα μέλη κι ο Andy προσέλαβε εντελώς διαφορετικούς μουσικούς, με το τελικό αποτέλεσμα να μην τον δικαιώνει. Ποτέ δεν μάσησα με όσους τους αποθέωναν, αφού εκτός του ντεμπούτου τους, δεν με ακούμπησαν ιδιαίτερα και τους θεωρώ υπερτιμημένους όσο δεν πάει.
Στο “Every dog…” (βάζω αποσιωπητικά για να μην αναγκαστώ και γράψω πάλι τον τίτλο με το λάθος που υπάρχει) πάσχει από συνθέσεις, που είναι υπερβολικά απλοϊκές. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι τα φωνητικά. Αυτά τα φωνητικά… Εκνευριστικά, άχρωμα, αδύναμα, είναι σαφές ότι ο Steve Sly δεν έπρεπε να τραγουδήσει. Και μάλλον το κατάλαβε, διότι δεν ξανατραγούδησε ποτέ πια. Όποια καλή στιγμή, την καταστρέφει με τις βλακώδεις και αχρείαστες τσιρίδες του. Στο κλίμα της εποχής, έκαναν και την “thrash μπαλάντα”, το “Wasted days”, που είναι απλά φριχτή… Δεν χρειάζεται να μιλήσω άλλο. Νομίζω πως όλοι καταλάβατε πως το 1991 βγήκαν απείρως καλύτεροι δίσκο από αυτόν…
Σάκης Φράγκος
MOTORHEAD – “1916” (Epic)
Το 1991 οι MOTORHEAD είναι ένα από τα μεγαλύτερα και διασημότερα συγκροτήματα στον σκληρό ήχο έχοντας εκατομμύρια οπαδών ανά την υφήλιο. Τέσσερα χρόνια μετά το “Rock’n’roll” του 1987 κυκλοφορούν το “1916” το οποίο άτυπα «κλείνει» μια υπέροχη τριάδα albums που ξεκίνησε με το “Orgasmatron” του 1986, όντας το σχήμα τετραμελής μπάντα. Στο “1916” το group ακολουθεί την ίδια συνταγή με τις δυο προηγούμενες δουλειές, παίζοντας «αλήτικο» rock n’ roll με πολλά heavy, rock, punk κλπ στοιχεία, με τραγούδια που όταν οι ταχύτητες ήταν πιο γρήγορες ένοιωθες λες και ένα ωστικό κύμα ερχόταν με φόρα κατά πάνω σου. Όταν πάλι το tempo έπεφτε, η rock n’ roll αισθητική και φιλοσοφία αναδυόταν σε κάθε σύνθεση και δεν σε άφηνε επ’ ουδενί να μείνεις ακίνητος.
Ο ήχος των τραγουδιών των MOTORHEAD ήταν πια αναγνωρίσιμος από χιλιόμετρα μακριά, οπότε δεν υπήρχε κανείς λόγος να αλλάξει ή να τροποποιηθεί. Απλά η ύπαρξη δυο κιθάρων όπως και στα 2 προηγούμενα albums, είχε δώσει περισσότερο όγκο στις συνθέσεις και αυτού το δίσκου κι έτσι τα τραγούδια ήταν γροθιά στο στομάχι. Για ακόμα μια δισκογραφική προσπάθεια, οι MOTORHEAD γράφουν τραγούδια που μπαίνουν άμεσα στο πάνθεον της μουσικής ιστορίας σαν ηχητικά δείγματα μεγάλου συγκροτήματος που ξέρει να συνθέτει τραγούδια που διασκεδάζουν/ικανοποιούν στο έπακρο τον οπαδό. Τα “I’m so bad (baby I don’t care)” και “No voices in the sky” έχοντας γίνει video clips παίζονταν από κάθε τηλεοπτικό σταθμό που ασχολείτο με την παρουσίαση τραγουδιών του σκληρού ήχου διαφημίζοντας το group παντού, το “Nightmare/The dreamtime” σε κάνει άμεσα να ανατριχιάζεις λες και σε πλησιάζει ο δολοφόνος σου σε thriller, το “R.A.M.O.N.E.S.” είναι ένας φόρος τιμής στους φίλους του Lemmy. Πιάνεις από το χέρι και χορεύεις με το κορίτσι σου τα “Angel city” και “Going to brazil” και μετά της αφιερώνεις το “Love me forever”, στέκεσαι ακίνητος σε στάση προσοχής τιμώντας τους νεκρούς του πολέμου με το “1916”, βγαίνεις στο δρόμο για επεισόδια έχοντας σαν soundtrack τα “The one to sing the blues”, “Make my day” και “Shut you down”. Το “1916” δεν έχει fillers, είναι ένα από τα albums που κάθε τραγούδι έχει την δική του υπόσταση στο χρόνο και έχει αφήσει το δικό του στίγμα στους οπαδούς. Είναι μια δουλειά που με σήμα κατατεθέν άλλο ένα τρομερό εξώφυλλο του Joe Petagno που ήταν τόσο απλό όσο χρειαζόταν για να γίνει άλλο ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τους, χάρισε στο κοινό μια από τις καλύτερες δουλειές του σχήματος και απλά εδραίωσε ακόμα περισσότερο το όνομα και την φήμη του σχήματος στο κοινό.
Θοδωρής Μηνιάτης
MR BIG – “Lean into it” (Atlantic)
Σου δίνεται η ευκαιρία να γράψεις γι’ αυτό το άλμπουμ, σχεδόν 30 χρόνια μετά και δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις. Από το πρώτο τραγούδι του ντεμπούτου τους, 2 χρόνια νωρίτερα, είχαν δείξει τις απίστευτες δυνατότητές τους και με τις 11 συνολικά συνθέσεις, έθεσαν τις βάσεις μιας καριέρας. Οι γνώστες της εμπειρίας και μουσικής αξίας των τεσσάρων μελών, έτριβαν τα χέρια τους με τους MR. BIG, αφού μιλάμε για 4 ταλαντούχους και βιρτουόζους μουσικούς. Αυτό δεν μεταφράζεται απαραίτητα και σε πετυχημένο συνθετικά συγκρότημα, αλλά οι MR. BIG κατάφεραν να ακουμπήσουν το τέλειο, με το “Lean into it”, με την βοήθεια και εξωτερικής βοήθειας, αλλά και τα δικά τους ανοιχτά μυαλά. Λίγο πριν ξεσπάσει το κίνημα της grunge, ο καλογυαλισμένος τους ήχος ήταν ιδανικός για MTV αλλά και ραδιόφωνο, με τις πιασάρικες μελωδίες τους να κάνουν εύκολο το ρόλο της δισκογραφικής τους για προώθηση. Όλη η υφήλιος θα θυμάται αυτό το άλμπουμ για το μνημειώδες “To be with you”, αλλά ο δίσκος κρύβει πολλές ακόμα φοβερές στιγμές. Εξεζητημένο παίξιμο, δισολίες μπάσου και κιθάρας, έξυπνοι ρυθμοί κι έναν τραγουδιστή με συναίσθημα, πάθος και φανταστικές μελωδίες. Το “Lean into it” έφερε το συγκρότημα στην κορυφή των charts, τους οδήγησε σε τεράστιες περιοδείες κι απέδειξε πως κάποιες φορές τα supergroups μπορούν να είναι επιτυχημένα. Εδώ βρίσκουμε κομματάρες όπως το “Alive and kickin”, το αισθαντικό “Just take my heart”, το φανκ του “Voodoo kiss”, το “Green-tinted sixties mind” και το καταιγιστικό “Daddy, brother, lover, little boy” με το τρυπάνι της B&D (). Επειδή βρίσκεται εύκολα, πιστεύω πως όλοι το έχουν στην συλλογή τους. Για την μπάντα, είναι το άλμπουμ-σημείο αναφοράς κι ένα από τα πιο κλασικά του μελωδικού rock. Όσο ποιοτικές κι αν ήταν οι μετέπειτα κυκλοφορίες τους, το “Lean into it” παραμένει αξεπέραστο.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης
MR. BUNGLE – “Mr Bungle” (Warner)
Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσουν αδιάφορο οι MR. BUNGLE, αφού πρόκειται για το μακράν του δευτέρου πιο «ανώμαλο» συγκρότημα στην ιστορία της μουσικής. Στην συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, ακούγονται άκρως ενοχλητικοί στα πρώτα 10’’ της ακρόασής τους. Όσοι τους άντεξαν όμως, τους αγάπησαν παράφορα. Στο ντεμπούτο τους, μπορεί να ακούσει κανείς τόνους από διαφορετικά είδη μουσικής, με ξαφνικές και αναπάντεχες αλλαγές σχεδόν ανά 10-15’’!!! Ska, punk, death metal, bossa nova, μουσική από cartoon, country, soundtrack, rockabilly, jazz, funk, surf rock, κλασικό metal, alternative rock, swing, prog rock και ότι άλλο είδος μουσικής μπορείτε να φανταστείτε, θα έχει ένα πέρασμα από το “Mr. Bungle”.
Βασικός υπεύθυνος γι’ αυτό το ηχητικό παραλήρημα, είναι ο ψυχοπαθής Mike Patton (ως Vlad Drac), ο οποίος λίγο πριν είχε μπει στους FAITH NO MORE (αν αναρωτηθείτε για ποιον λόγο αυτό το σχήμα υπέγραψε στη Warner, αυτή είναι η απάντηση, αφού η πολυεθνική προσπάθησε να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία του “The real thing”), αλλά και ο βιρτουόζος μπασίστας Trevor Dunn, μετέπειτα συνοδοιπόρος του Patton σε άλλες μουσικές ανωμαλίες με τους FANTOMAS και τους TOMAHAWK.
Αν αντέχετε να ακούσετε έναν δίσκο που έχει τίτλους τραγουδιών όπως “My ass is on fire”, “Squeeze me macaroni” ή “The girls of porn”, από ένα σχήμα που έβγαινε στη σκηνή με στολές σαν αυτές των SLIPKNOT (πριν το γκρουπ από την Iowa είχε καν σκεφτεί ότι θα παίξει μουσική) και φορώντας μάσκες BDSM ή με φιγούρες της Madonna και του Darth Vader, έχετε βρει την μπάντα των ονείρων σας. Πολύ πρόσφατα επανασυνδέθηκαν για ελάχιστες συναυλίες και στη ρυθμική κιθάρα θα έχουν τον Scott Ian των ANTHRAX και τον Dave Lombardo στα ντραμς (πρώην SLAYER).
Υ.Γ. Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν τους έκανε μήνυση ο John Travolta ή η εταιρία τους απέσυρε το ομώνυμο κομμάτι που άνοιγε τον δίσκο, φοβούμενη μηνύσεις και το μετονόμασε σε “Quote unquote”… Για το “Travolta” γυρίστηκε κι ένα video clip. Τσεκάρετέ το στο YouTube και θα καταλάβετε όχι μόνο για ποιον λόγο θεωρούνται τόσο φευγάτοι, αλλά και γιατί τελικά δεν παίχτηκε από κανένα κανάλι!!!
Σάκης Φράγκος
NIRVANA – “Nevermind” (Geffen Records)
Αν υπάρχει ένα album που χαρακτήρισε τα 90s όσο κανένα άλλο, αυτό είναι αναμφισβήτητα το “Nevermind”. Ίσως και για τους εντελώς λάθος λόγους, αλλά για αυτούς δεν ευθύνονταν απαραίτητα το ίδιο συγκρότημα. Μιλάμε για τον δίσκο που γέννησε το grunge κίνημα, ξεκίνησε τη Generation X και έβαλε τη σκληρή μουσική στα μεγάλα, mainstream σαλόνια, χωρίς καν να προσπαθήσει να αποδείξει κάτι.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1990. Οι NIRVANA είχαν γνωρίσει μια πολύ περιορισμένη επιτυχία με το ντεμπούτο τους “Bleach” που κυκλοφόρησε από την Sub-Pop και το δίδυμο των Cobain-Novoselic έψαχνε για αρχή το νέο του drummer. Μετά από τις συστάσεις του Buzz Osbourne των THE MELVINS, πίσω από τα τύμπανα κάθισε ο πιτσιρικάς Dave Grohl κι έτσι άρχισε η διαδικασία σύνθεσης για το δεύτερο album τους. Η Kim Gordon των SONIC YOUTH, πίστεψε πολύ στο ταλέντο της τριάδας από την πατρίδα της, το Seattle, αφού στην κοινή τους περιοδεία, οι NIRVANA τα έσπαγαν όλα. Έτσι, με την επιμονή και το μπρίο της, κατάφερε να πείσει τους υπεύθυνους της Geffen να προσφέρουν συμβόλαιο στον Kurt Cobain και την παρέα του.
Το upgrade για τους NIRVANA ήδη υπήρξε από την ομάδα που θα αναλάμβανε να φτιάξει τον ήχο τους. Στην καρέκλα του παραγωγού κάθησε ο Butch Vig των BAD RELIGION, ενώ τη μίξη ανέλαβε ο Andy Wallace, ο οποίος μέχρι τότε είχε κάνει όνομα ως ο μηχανικός ήχος των SLAYER, SEPULTURA και THE CULT. Τα πάντα προμήνυαν ότι κάτι σπουδαίο επρόκειτο να συμβεί και αρκούσε μόνο μια σπίθα. Και αυτή ήταν οι πρώτες νότες του “Smells like teen spirit”.
Θυμάμαι σαν χτες την πρεμιέρα του video clip του “Smells like teen spirit” στην εκπομπή “MTV’s Most Wanted” του Βέλγου Ray Cokes, ο οποίος μάλιστα είχε τονίσει να δώσουμε μεγάλη προσοχή στο ταλέντο τους. Αυτό ήταν! Όλος ο μουσικός κόσμος είχε υποκλιθεί. Τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι που αγόρασαν το “Nevermind” δεν μπορεί να έκαναν λάθος. Όλες οι δισκογραφικές γύρισαν σχεδόν αμέσως την πλάτη τους στα glam αντρογύναια που ήταν τότε στη μόδα και υπέγραφαν ότι προέρχονταν από το Seattle και τις γύρω περιοχές.
Σε ότι αφορά το μουσικό κομμάτι του “Nevermind”, αυτό δεν σταματά μόνο στο εναρκτήριο τραγούδι του. Το καλύτερο τραγούδι του album είναι αυτό που το ακολουθεί, δηλαδή το “In bloom”, ενώ επίσης υπάρχουν μερικά ακόμη σπουδαία τραγούδια, όπως (φυσικά) το “Come as you are”, το “Breed”, το “Lithium”, το “Drain you” και το “Stay away”.
Στην εποχή του, το “Nevermind” γνώρισε την ατελείωτη χλεύη από τους τότε metalheads γιατί «έτσι έπρεπε». Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, ο κόσμος έχει προοδεύσει κι εσείς πρέπει να δώσετε την ευκαιρία που αξίζει στο album-ορόσημο των 90’s.
Γιώργος Κόης
NUCLEAR ASSAULT – “Out of order” (Under One Flag)
Οι σημερινοί 45αρηδες σίγουρα θυμούνται πόσο συχνά έπαιζε το Headbanger’s Ball στο MTV το “Critical mass” (ειδικά στο τέλος με το Triple Thrash Treat) αναγκάζοντας μας όλους να τραγουδάμε την επόμενη μέρα στο σχολείο: “Another oil spill, another waste displaced, another forest dies”! Το “Handle with care” ήταν το απόγειο των NUCLEAR ASSAULT και όπως συμβαίνει πολύ συχνά η συνέχεια αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον αλλά ταυτόχρονα κάπου βαθιά μέσα μας ξέραμε ότι δεν θα ήταν ανάλογη. Βέβαια, οι NUCLEAR ASSAULT μας είχαν εκπλήξει με την συνθετική συνοχή και πρόοδό τους στα “Game Over”, “The Plague” και “Survive” αλλά προσωπικά δεν είχα ακούσει αυτούς τους δίσκους όταν είχαν βγει και η πρώτη κυκλοφορία τους που πρόσεξα στα μαγαζιά ήταν το “Handle with care”. Αυτό που δεν περίμενα με τίποτα όμως ήταν η απότομη προσγείωση με το “Out of order”!
Δεν θα πέσω στην παγίδα να εξωραΐσω την όλη κατάσταση τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια από την ημέρα που οι Αμερικανοί αποφάσισαν να δώσουν στην αγορά αυτό το άλμπουμ. Το “Out of order” δεν είναι ένα καλό άλμπουμ. Σίγουρα δεν είναι το έκτρωμα που παρουσιάστηκε τότε, αλλά χωρίς αποστροφή είναι ένα μετριότατο σύνολο συνθέσεων με τους NUCLEAR ASSAULT να μην ξέρουν που πατάνε. Κάποιοι ίσως επιχειρήσουν να κάνουν λόγο για φυσική εξέλιξη ενός συγκροτήματος όπως συνέβη με τα “Load”/”Reload” αλλά στην περίπτωση των METALLICA υπήρχαν -τουλάχιστον στο “Load”- πολλές αξιόλογες συνθέσεις. Αντιθέτως, στο “Out of order” οι τόσο χαρακτηριστικές crossover στιγμές του παρελθόντος έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, οι ταχύτητες έχουν δώσει τη θέση τους σε πιο mid-tempo επιλογές και ο John Connely είναι σκιά του εαυτού του. Ακόμη και η πιο προσεγμένη παραγωγή είναι παράταιρη σε σχέση με το όλο στυλ και attitude των NUCLEAR ASSAULT. Και για να σας προλάβω, δεν έχω πρόβλημα με την αλλαγή ύφους όσο με τον ανέμπνευστο χαρακτήρα των συνθέσεων αφού στα 80’s αν έπεφταν στο τραπέζι των ηχογραφήσεων τραγούδια σαν τα “Preaching the deaf” και “Doctor butcher” θα πήγαιναν αυτομάτως στο καλάθι των αχρήστων! Ούτε λόγος για την άθλια επιλογή διασκευής στο “Ballroom blitz” των SWEET. Όπως και να έχει, αγαπάμε NUCLEAR ASSAULT και ας βγήκαν…εκτός τάξης με το “Out of order”.
Σάκης Νίκας
THE OBSESSED – “Lunar Womb” (Hellhound)
Ο δίσκος αυτός ήταν η δεύτερη κυκλοφορία μετά την πρώτη φυγή του Wino και μετά τον εξαιρετικό “The Obsessed” δίσκο που είχαν κυκλοφορήσει 1 χρόνο πριν. Η Hellhound Records (τότε δισκογραφική των Saint Vitus στα τέλη 80’s), ήταν αυτή που «έσπρωξε» τον Wino να τραβήξει το δικό του δρόμο, με το συμβόλαιο που του πρόσφερε και αυτός ανταπέδωσε με εξαιρετικούς δίσκους. Η σύνθεση της μπάντας ήταν ο Wino φυσικά στις κιθάρες και τα φωνητικά, ο Scott Reeder (πριν μπει στους KYUSS) στο μπάσο και στα drums ο Greg Rogers, οι οποίοι Reeders και Rogers ξανασυνεργάστηκαν στο μέλλον στους GOATSNAKE.
Ως δίσκος συνολικά έχει τα περισσότερα Mid-tempo τραγούδι της δισκογραφίας τους από τους υπόλοιπους και είναι από τις καλύτερες δουλειές τους. Ο δίσκος είναι πιο σκοτεινός, πιο βαρύς και πιο δυνατός από το ντεμπούτο των OBSESSED. Λογικό βέβαια να διαφέρει αισθητά, καθώς ο πρώτος δίσκος είχε γραφτεί στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘80, και η ωρίμανση στις συνθέσεις είναι αισθητή. Τραγούδια όπως τα “Bardo” (τραγουδάει ο Reeder), “Back to Zero” και το Motorhead-οειδές “No Blame” είναι τα πιο γρήγορα του δίσκου ενώ τα υπόλοιπα είναι πιο mid-tempo συνθέσεις όπως προαναφέραμε, με τα “Hiding Mask”, “Jaded”, “Endless Circles” και το ομώνυμο που οδηγεί στο ορχηστρικό “Embryo” που κλείνει το άλμπουμ, είναι από τα αγαπημένα του γράφοντα.
Το “Lunar Womb” είναι ξεκάθαρα μία από τις καλύτερες heavy/doom δουλειές που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ και με μία σύνθεση μουσικών που πλέον φαίνεται «All-Star team», αν αναλογιστούμε σε τι κυκλοφορίες συνεισφέραν οι τρεις τους μετά από το “Lunar Womb”
Θάνος Κολοκυθάς
OZZY OSBOURNE – “No more tears” (Epic)
Κάθε βήμα, κάθε δίσκος του Ozzy, ήταν και είναι είδηση. Το “No more tears” είναι ο έκτος της προσωπικής του πορείας και στο πρόσωπο του νεαρού Zakk Wylde, είχε βρει τον ειλικρινή και ταλαντούχο κιθαρίστα που έψαχνε και μαζί γράφουν σχεδόν ολόκληρο το άλμπουμ. To “No more tears” είναι το πιο χορταστικό και γεμάτο άλμπουμ του Βρετανού τραγουδιστή και σίγουρα το πιο εμπορικά επιτυχημένο. Άλλωστε όλη η χρονιά ήταν γεμάτη τεράστιο ανταγωνισμό για τον Πρίγκηπα του σκότους. Κι αυτός, πεισμωμένος να αποδείξει πως περνά ακόμα η μπογιά του, πλάσαρε αυτό το πληθωρικό άλμπουμ, με τον απίστευτο ήχο που πιάνει τον σφιγμό της εποχής. Γράφει ένα επικίνδυνο τραγούδι για την παιδεραστία (“Mr. Tinkertrain”), κάτι λίγο πιο γνώριμο για τις περιοδείες του (“Hellraiser”), ακόμα και για την μακρόχρονη σχέση του με τα ναρκωτικά (“A.V.H.”). Γράφει ατμοσφαιρικά (“No more tears”), με αδρεναλίνη (“I don’t wanna change the world”), αλλά και με συναίσθημα (“Road to nowhere”). Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύπλευρο, άκρως κολλητικό, ψυχαγωγικό άλμπουμ, που κέρδισε την θέση του ως ένα από τα καλύτερα του Ozzy. Η μπάντα, πέραν του ξανθού κιθαρίστα, είχε τον τεχνίτη Randy Castillo στα τύμπανα, τον μπασίστα Bob Daisley στο τελευταίο του άλμπουμ και παράλληλα τον Mike Inez (μετέπειτα ALICE IN CHAINS) να βοηθά συνθετικά κι αργότερα να ενσωματώνεται ως μόνιμος. Στα αξιοσημείωτα του άλμπουμ είναι και η συμβολή του Lemmy σε στίχους. Άλλωστε ο Kilmister είχε εξαιρετική τάση στο να γράφει στίχους, με μια μοναδική αισθητική. Για πρώτη φορά ο Ozzy έγραφε κυκλοφορούσε μιας ώρας νέα μουσική δίχως απογοητεύσεις. Ακόμα και τα 2 τραγούδια που δεν μπήκαν στην πρώτη κυκλοφορία (“Don’t blame me”, “Party with the animals”) ακούγονται ευχάριστα. Βέβαια, ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα, το άλμπουμ περιέχει και το “Mama, I’m coming home”, την υπέρτατη μπαλάντα της προσωπικής του καριέρας που έμελλε να μεταμορφώσει το ύφος του τραγουδιστή από «δαίμονα» σε «αρνάκι» και την PMRC να μην ξέρει πώς να τον σταματήσει. Η περιοδεία που ακολούθησε, υποτίθεται θα ήταν και η τελευταία του, αν και σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, πάλι το ίδιο δηλώνει…
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης
OVERKILL – “Horrorscope” (Megaforce)
Με το τεράστιο “The years of decay” (1989) οι OVERKILL εδραιώθηκαν ως μια από τις μεγάλες μπάντες της thrash σκηνής. Με το συγκεκριμένο δίσκο η μπάντα πάτησε τη δική τη κορυφή και έφτασε στο απόγειό της, μιας και μιλάμε για το καλύτερο δισκογραφικό της πόνημα. Ο δίσκος αυτός έβγαλε τη μπάντα από το New Jersey για περίπου ένα χρόνο στο δρόμο για την προώθησή του. Μέσα στη χρονιά (1990), ο κιθαρίστας Bobby Gustafson, είδε την πόρτα της εξόδου, με τους Rob Cannavino (πρώην τεχνικός του Gustafson) και Merritt Gant (ex-FAITH OR FEAR) να τον αντικαθιστούν. Στις αρχές του 1991 η μπάντα μπήκε στο στούντιο να ηχογραφήσει τον διάδοχο του “The years of decay”. Ο 5ος δίσκος των OVERKILL, “Horrorscope”, κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1991 και επανάφερε τις καρδιές πολλών οπαδών του συγκροτήματος στις θέσεις τους, οι οποίοι ανησυχούσαν για τη πορεία της μπάντας μετά την αποχώρηση ενός εκ των βασικών συνθετών της. Την εποχή που το grunge κέρδιζε συνεχώς έδαφος, σηματοδοτώντας μια δύσκολη περίοδο για το metal, αλλά και το thrash, οι OVERKILL επεφύλασσαν μια στιβαρή και βαρύγδουπη απάντηση…
Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα που ακολουθούν την εισαγωγή του φουριόζικου “Coma” γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η μπάντα είχε άγριες διαθέσεις, με riffs που κόβουν σαν καλοακονισμένα λεπίδια και με διπλομποτιές που τσακίζουν κόκκαλα. Η αύρα των METALLICA μπορεί να πλανάται στην ατμόσφαιρα, αλλά το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται 100% OVERKILL. Το “Infectious” που ακολουθεί, παρά τις ανεβασμένες ταχύτητες που έχει κατά διαστήματα στο πρώτο μισό, μας δίνει απίστευτα grooves (ειδικά μετά τη μέση του κομματιού), τέτοια που δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο που τουλάχιστον να εκτιμά τη μπάντα και να μην λιώνει στο χτύπημα με το άκουσμά τους. Στη συνέχεια υπάρχουν μάλιστα κι άλλα κομμάτια που συνεχίζουν το ίδιο βιολί των grooves, όπως τα mid-paced “New machine” και “Nice day for a funeral”. Η συνύπαρξη αυτών των κομματιών πλάι στα πιο up-tempo (“Blood money”, “Bare bones” ή “Live young, die free”) μαρτυρούν και την ποικιλομορφία των συνθέσεων, η οποία είναι και το μεγάλο ατού του δίσκου. Τα punk στοιχεία έχουν περιοριστεί, το heavy στοιχείο έχει αυξηθεί και αρκετά κομμάτια ακούγονται πιο σκοτεινά. Η μπάντα μάλιστα δεν κωλώνει ακόμα και να πειραματιστεί με το ομώνυμο κομμάτι που κινείται σε doom μονοπάτια (όπως έκαναν δύο χρόνια νωρίτερα και στο “Skullkrusher”) ή με το μπαλαντοειδές “Soulitude”, το οποίο κορυφώνεται προοδευτικά και κλείνει φανταστικά το δίσκο. Εκτελεστικά, οι νέοι κιθαρίστες έχουν κάνει δουλειά που σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα, ο Sid Falck θερίζει με το drumming του, ο Bobby “Blitz” Ellsworth σε πωρώνει με το πώς ερμηνεύει τους στίχους, με τη μοναδική του χροιά και ο “αρχηγός” είναι όπως πάντα επιβλητικός, με τον ιδιαίτερο τόνο του μπάσου του.
Το “Horrorscope” αποτελεί ενδεχομένως την η πιο ώριμη δουλειά των OVERKILL, από συνθετικής άποψης και λογίζεται ως μια από τις καλύτερες στιγμές του συγκροτήματος, αν όχι το #2 στη δισκογραφία του. Ο δίσκος δεν περιέχει ούτε ένα filler, αφού όλα του τα κομμάτια είναι ένα κι ένα, καταφέρνοντας να κοιτάξει τον προκάτοχό του στα μάτια. Αν για κάποιο διαβολεμένο λόγο σας έχει ξεφύγει αυτός ο δίσκος, μετά από τις παραπάνω γραμμές εξανεμίσθηκε και η τελευταία σας δικαιολογία να ασχοληθείτε με ένα δίσκο που δεν πρέπει να λείπει από καμία δισκοθήκη.
Θανάσης Μπόγρης