-
Το “Non serviam” είναι το δεύτερο full length album των ROTTING CHRIST και κυκλοφόρησε στις 10 Οκτωβρίου 1994. Ζητήσαμε από τον, ηγέτη τους, Σάκη Τόλη να μας μιλήσει γι’ αυτό φωτίζοντας τις πτυχές του.
Το “Non serviam” είναι ο δίσκος που έχει τα πιο πολλά riffs που έχω γράψει. Είναι πάρα πολλά τα riffs και είναι ατμοσφαιρικός θα έλεγα. Είναι στη λογική του post με, μεγάλα σε διάρκεια, κομμάτια με πολλά riffs. Ανέκαθεν εγώ έγραφα τη μουσική της μπάντας και σιγά σιγά έμπαινα στη λογική που κατέληξε στο “A dead poem”.Ηχητικά ο δίσκος απέχει πολύ από τον προηγούμενο δίσκο σας, “Thy mighty contract”, που κυκλοφόρησε έναν χρόνο πριν. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο προάγγελος του ήταν το “Visions of the dead lovers”, το οποίο είναι b-side του 7ιντσου “Αποκαθήλωσις”.
Δεν θα το έλεγα αυτό. “To “Thy mighty contract” και το “Non serviam” ήταν δίσκοι που γραφτήκαν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Το πρώτο γράφτηκε το 1992, ενώ το “Non serviam” ακριβώς μετά και πριν την “Fuck Christ” περιοδεία . Δεν είχαμε περιοδείες πολλές τότε. Ενδιάμεσα γράφτηκε το “Αποκαθήλωσις”, οπότε μπορεί να πει κανείς ότι είναι η γέφυρα που ενώνει τις δύο κυκλοφορίες.Το album ηχογραφήθηκε στα θρυλικά Storm studios στις αρχές της χρονιάς.
Είχαμε το δικό μας studio, τα Storm studio στα Εξάρχεια, οπότε γράφαμε συνεχόμενα. Ήταν ένα στούντιο που είχαμε επενδύσει εμείς και είχαμε δώσει πολλά χρήματα τότε. Η απόφαση να έχουμε αυτό το studio ήταν και για να ζήσουμε από αυτό και φυσικά για να ηχογραφούμε τους δικούς μας δίσκους. Έγραφε όλη η ελληνική σκηνή εκεί και εκεί δημιουργήθηκε ο «ελληνικός ήχος του black metal». Όλα αυτά βοήθησαν πάρα πολύ. Ήμασταν μια οικογένεια. Κάτι γεννιόταν τότε.To album κυκλοφόρησε από την ελληνική Unisound. Ήταν η ίδια εταιρία που κυκλοφόρησε το πρώτο τους EP, “Passage to arcturo”, με άλλο όνομα (Decapitated). Επέστρεψαν σε αυτήν μετά την φυγή τους από την Osmose, γιατί – όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα στο βιβλίο της ιστορίας τους – ο μπασίστας και στιχουργός τους, Jim Mutilator, «έφαγε» τα χρήματα που προορίζονταν για το “Non serviam”, γεγονός που είχε κρατήσει κρυφό από τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας μέχρι την κοινή τους συνέντευξη για τις ανάγκες του βιβλίου τους. Το “Non serviam” είχε μηδενική παρουσία στα δισκοπωλεία του εξωτερικού, κάτι που τους αφαίρεσε το δικαίωμα να επενδύσουν πάνω στον τρομακτικό αντίκτυπο που είχε ο προκάτοχος του.
Δεν είχαμε προτάσεις από εταιρίες. Δεν το ψάξαμε καθόλου, αλλά δεν μπορούσαμε να ασχοληθούμε κι εύκολα. Τότε υπήρχε μόνο το γράμμα και τότε ξεκινούσε το fax να βγαίνει. Δεν μας πίεσε η Unisound να βγάλουμε άμεσα το δίσκο. Όμως ήταν η λογική της εποχής να βγάζεις ένα δίσκο ανά ένα με ενάμιση χρόνο. Τώρα βγάζω δίσκο αν έχω να πω κάτι, αλλά τότε ήταν έτσι εκείνη την εποχή. Αν είχε κυκλοφορήσει από την Osmose όπως το “Thy mighty contract” σίγουρα τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Σίγουρα αν είχε κυκλοφορήσει από την Osmose, θα είχε μεγαλύτερη απήχηση. Το “Non serviam” ήταν ένας δίσκος που δίναμε χέρι-χέρι. Ενώ αν έβγαινε πιο οργανωμένο θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Αν θα γιγαντωνόμασταν είναι σχετικό, αλλά θα ήταν ο δίσκος πιο δυνατός τότε και σίγουρα θα ανέβαινε το όνομα.Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, αν και στην Ελλάδα αγαπήθηκε το album και όλοι πλέον τους θεωρούσαν ως τη νούμερο 1 μπάντα της ελληνικής σκηνής, δεν έδωσαν ούτε μια συναυλία επί ελληνικού εδάφους. Το ίδιο θα ισχύσει και για το “Triarchy of the lost lovers”.
“Ο δίσκος αυτός όταν βγήκε δεν είχε καθόλου ανταπόκριση, γιατί η εταιρία που το κυκλοφόρησε δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Έτσι δεν υπήρχαν προσφορές για συναυλίες. Πήραμε έναν δρόμο που δεν ξέραμε που οδηγεί. Μόνοι μας με πολύ ρίσκο και την τρέλα μας πήγαμε στο Μεξικό πήγαμε για 5 συναυλίες και μείναμε εκεί περίπου ένα μήνα. Είχαμε χρόνο τότε και είχε γίνει χαμός! Ήταν η πρώτη black metal συναυλία στο Μεξικό! Δεν είχαν πάει άλλες μπάντες! Κάνανε ντου, σπάγανε βιτρίνες και ήρθε η αστυνομία. Μέχρι και το στρατό είδαμε κάποια στιγμή! Έτσι ήταν η εποχή εκείνη και ζούσαμε γηπεδικές καταστάσεις. Είχαμε φοβηθεί! Λέγαμε τι γίνεται; Πόλεμος; Αλλά αυτό είναι το metal! Έτσι μάθαμε, όμως, εμείς το metal! Να είμαστε στο δρόμο, στην – καλώς εννοούμενη που δεν κάνεις κακό σε ξένους ανθρώπους – αλητεία, στο ταξίδι, στην αγάπη για τη μουσική και πραγματικά νιώσαμε στιγμές τρομερές. Τολμήσαμε όμως και μας άρεσε πολύ το ταξίδι. Ήμασταν ελεύθεροι άνθρωποι και κάναμε πράγματα που κανείς δεν είχε τολμήσει να κάνει. Πραγματικά είμαι ευχαριστημένος που τα έχω ζήσει γιατί τολμήσαμε! Δεν υπήρχε ποιος είναι καλύτερος, αλλά μόνο σεβασμός! Σήμερα δεν υπάρχει σεβασμός και μπορεί να ακούγομαι σαν γέρος, αλλά δεν υπάρχει σε ανθρώπους που κάνανε θυσίες για να μπορέσουν να κρατήσουν την ελληνική σκηνή ζωντανή! Μην ξεχνάμε ότι δεν υπήρχαν και πολλές μπάντες που κάνανε περιοδείες τότε. Ήταν άλλες εποχές που μπορούσαμε να ζήσουμε και με λίγα έως καθόλου. Κοιμόμασταν και έξω και σε λίγα χρόνια όλα αυτά θα ακούγονται σαν αρχαία ιστορία.
Ο ήχος του δίσκου ξένισε πολλούς όταν κυκλοφόρησε, λόγω των «ξυστών» κιθάρων και της «περίεργης» διαβάθμισης στις εντάσεις των οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν. Η πορεία έδειξε ότι πολλές μπάντες θα ακολουθούσαν το μονοπάτι που πρώτοι παγκοσμίως διάβηκαν εκείνοι, δημιουργώντας το post παρακλάδι του black metal. Όσοι ενοχλούνται – βάλτε κι εμένα μέσα – θα ήθελαν να ακούσουν αυτές τις συνθέσεις με άλλο ήχο.
Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω γίνει μανιώδης όσον αφορά τον ήχο. Σίγουρα θα άλλαζα πράγματα από θέμα λογικής, δηλαδή από συχνότητες, μίξεις και balance. Θα μπορούσαμε να αλλάξουμε πάρα πολλά. Αλλά ξέρεις τι γίνεται; Μερικά πράγματα πρέπει να τα αφήνεις όπως είναι. Αυτός ο δίσκος απεικονίζει το πώς ήμασταν τότε: το πώς νιώθαμε, το πώς γράφαμε! Κι αυτή είναι η ομορφιά και αυτό είναι ιστορικό γεγονός πια. Λένε να το ξαναηχογραφήσουμε και ναι θα ήταν καλύτερο ηχητικά δεν το συζητάμε, αλλά δεν θα έπιανα το feeling από τον 22χρονο Σάκη. Live μπορεί να το παίξουμε κάποια στιγμή. Είμαι 48 χρονών πια! Πώς να πιάσω το πώς ήμουν στα 22 μου; Προσπαθώ να το κάνω αλλά δεν είμαι ειλικρινής μερικές φορές. Ναι, φυσικά αγαπάω το παρελθόν μου και λατρεύω αυτούς τους δίσκους, αλλά όταν προσπαθείς να είσαι κάτι το οποίο δεν είσαι ειλικρινής και εγώ έχω μάθει να είμαι ειλικρινής με τον κόσμο και να αντιπροσωπεύω αυτός που είμαι στην ηλικία που είμαι.
Το εξώφυλλο θύμισε έντονα το αντίστοιχο εμβληματικό του δεύτερου album των Αμερικανών deathsters OBITUARY.
Είναι ένα σκίτσο πάνω σε ιδέα δικιά μας, αλλά και δική του. Μπορεί να πει κάποιος ότι θυμίζει σαν λογική το εξώφυλλο του “Cause of death”.Ο τίτλος του δίσκου υιοθετήθηκε στην πορεία ως motto της μπάντας και το ομότιτλο κομμάτι παραμένει μέχρι και σήμερα το πιο αναγνωρίσιμο ανάμεσα στους Έλληνες οπαδούς τους, που το τιμάνε δεόντως στο τέλος κάθε συναυλίας τους. Βέβαια για κάποια πολλά χρόνια, ανέβαιναν πολλοί fans στη σκηνή μαζί τους, με τον Σάκη να τους δίνει το μικρόφωνο και να τραγουδούν εκείνοι αντί γι’ αυτόν τους στίχους του.
Δεν περίμενα να γίνει motto μας, γιατί τίποτα δεν έγινε με πλάνο, γι’ αυτό και μερικά πράγματα εκείνης της εποχής είναι ιστορικά και ανεξίτηλα. Κι αυτό γιατί γίνανε από την αγάπη και όχι να φτιάξουμε μια μπάντα για να τα κονομήσουμε, να γίνουμε γνωστοί και να βγάλουμε γκόμενες. Κάναμε μια μπάντα επειδή ήμασταν αρρωστάκια και ακόμα είμαστε. Όταν έφτιαξα την μπάντα δεν ήξερα καν ότι θα κάνω περιοδεία γι’ αυτό τον δίσκο. Ούτε motto περίμενα να κάνουμε, αλλά αυτό ήμασταν εμείς τότε και είμαστε ακόμα.Πολλοί στη χώρα μας τους γνώρισαν με αυτόν τον δίσκο και τον θεωρούν το δίσκο ως τον καλύτερο της καριέρα τους. Στο εξωτερικό δεν ήξεραν καν ότι κυκλοφόρησαν δεύτερο full-length album.
Δεν έχει απήχηση στο εξωτερικό αυτός ο δίσκος, εκτός από την Ελλάδα και τη Βραζιλία. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έγινε καλή διανομή εκτός Ελλάδος. Ο δίσκος έχει οπαδούς στο εξωτερικό, αλλά δεν θεωρείται ο καλύτερος μας δίσκος.H εποχή που κυκλοφόρησε ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή και τα ακούσματα τους τότε περιορίζονταν αυστηρά στα όρια του extreme metal.
Θυμάμαι ατελείωτα βράδια στο studio, πίναμε αλκοόλ και ζούσαμε την εποχή. Γι’ αυτό και η μουσική βγήκε τόσο αυθόρμητη. Πολύ αθωότητα με πολύ καλή παρέα. Ήμασταν στα Εξάρχεια, στα οποία μεγαλώσαμε. Ήταν μια άλλη εποχή και υπήρχε μια νεανικότητα. Ήμασταν οπαδοί τότε και πραγματικά ακούγαμε μόνο black metal! Ούτε καν thrash και heavy metal γιατί θεωρούσαμε ότι δεν ήταν σαν τη μουσική που ήμασταν οπαδοί. Παίζαμε μόνο ακραίο ήχο και με το συγκεκριμένο δίσκο. Ήταν ένας αυθόρμητος δίσκος που θεωρώ ότι έχει ανάγκη η σημερινή εποχή.To instrumental “Fethroesforia” είναι και η τελευταία φορά που υπάρχει σε δίσκο τους instrumental κομμάτι. Η σύνθεση του έγινε από τον πληκτρά τους, Morbid, που κάνει και φωνητικά σε διάσπαρτα σημεία και αυτού του δίσκου. Μετά την κυκλοφορία του θα αποχωρήσει από την μπάντα, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό πίσω από τις μινιμαλιστικές, αλλά εμπνευσμένες προσθήκες στον ήχο τους.
Είναι ένας ήχος από ένα sampler και θεώρησα ότι «κολλάει» να υπάρχει ένα instrumental. Όταν γράφω τη μουσική λέω «εδώ κολλάει αυτό, εκεί κολλάει αυτό». Μετά λέω «ποιος είναι εδώ καλός στη μπάντα»; Και ζητάω να μου πουν ιδέες. Αυτό έγινε και με το “Non serviam”, όπως έχει γίνει και με όλους τους δίσκους γενικά. Μετά από τους δύο πρώτους έφτασα να τα γράφω όλα, ακόμα και τα πλήκτρα.Μεγάλο μέρος του δίσκου δεν έχει παιχτεί live στις συναυλίες του μετά την προώθηση του δίσκου. Σάκη, θα μας έκανες ένα worst to best;
Δεν θα το έκανα, γιατί θεωρώ ότι κάθε δημιουργία μου είναι αγαπημένη. Θα πει όμως κάποιος «ρε Σάκη, σίγουρα θεωρείς κάποια κομμάτια καλύτερα, αλλά δε θα ήθελα να το πάω εκεί. Είναι δημιουργίες που αγαπάω κι ας μην αρέσουν σε μερικούς!Η φωτογράφηση έγινε σε επαγγελματικό φωτογραφικό studio στην Αθήνα, το οποίο δεν ήταν επικεντρωμένο σε καλλιτέχνες. Παρόλα αυτά ο φωτογράφος κατάφερε να αποτυπώσει με καθ’ όλα επιτυχημένο τρόπο την οπτική της μπάντας.
Οι στίχοι είναι όλοι από τον Jim Mutilator, ο οποίος εξέλιξε την προσέγγιση του “Thy mighty contract”, με ακόμα πιο ιδιότυπη occult θεματολογία”.
Λευτέρης Τσουρέας