Μεγάλο κεφάλαιο για όλο τον ακραίο ήχο η όλη έννοια των MASSACRE. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι υπεύθυνοι για ένα από τα πλέον κορυφαία death metal άλμπουμ όλων των εποχών. Ο λόγος για το ντεμπούτο τους “From beyond”, το οποίο φέτος έκλεισε 30 χρόνια ζωής και είχαμε την ευκαιρία να το αποθεώσουμε όπως άξιζε με σχετικό κείμενο πριν 4 μήνες. Έκτοτε θεωρώ ότι εγκλημάτησαν κατά της φρενήρους πορείας που θα μπορούσαν να έχουν κι αφού είχαμε αλλαγές κι ένα άλμπουμ (“Promise”, 1996) το οποίο για πάρα πολλούς πέρασε και δεν ακούμπησε, ήρθε το κενό με μια μικρή επανασύνδεση μεταξύ 2006-2008 (όπου πέρασαν κι από τη χώρα μας) και μεταξύ 2011-2014. Στη δεύτερη αυτή επανασύνδεση μας χάρισαν και το τρίτο τους και άκρως ποιοτικό “Back from beyond” το 2014 και ξανά χάθηκαν στη λήθη του χρόνου από το πουθενά. Απόπειρες για επαναδραστηριοποίηση με άλλο όνομα (MASSACRE X, GODS OF DEATH) έπεσαν στο κενό και τελικά εν έτει 2021, τους έχουμε πάλι μαζί μας και με το τέταρτο άλμπουμ τους, “Resurgence”. O Kam Lee, αυτός ο θρυλικός τραγουδιστής που η καρδιά του σίγουρα το λέει ακόμα, δείχνει σαν να πρέπει να αποδείξει κάτι πρώτα απέναντι στον εαυτό του και στους οπαδούς του.
Έτσι οι MASSACRE επιστρέφουν πλέον ως εξαμελής (!) μπάντα, και το κυριότερο όλων; Με τρεις κιθαρίστες παρακαλώ! Έτσι δίπλα στον Kam Lee έχουμε τον γνωστό και μη εξαιρετέο Rogga Johansson που όπου βρίσκει ευκαιρία, συμμετέχει σε δίσκο, είτε δικό του, είτε αλλουνού, τον Scott Fairfax από τους MEMORIAM και τον έτερο γυρολόγο Σουηδό Jonny Petersson. Στο μπάσο έχουμε έναν παλιό γνώριμο από τις πρώτες μέρες της μπάντας, τον Mike Borders, ενώ τα τύμπανα μακελεύει σε κάθε δυνατή ευκαιρία ο Νορβηγός Brynjar Helgetun. Κοινώς μια πολυεθνική κατάσταση με δυο Αμερικάνους, δυο Σουηδούς, έναν Άγγλο κι έναν Νορβηγό. Μια κατάσταση που μάλλον περισσότερο θα μπέρδευε τα πράγματα αν μιλούσαμε για άλλη μπάντα, παρά θα τα έβαζε σε σειρά. Επειδή όμως οι MASSACRE κινούταν πάντα με την λογική «λιγότερο=περισσότερο» κι επειδή πάντα αντίστοιχα ήταν πολύ συγκεκριμένο το τι μπορούσες κι έπρεπε να περιμένεις από αυτούς, το “Resurgence” ευτυχώς δεν πέφτει σε τέτοια παγίδα και τελικά φτάνει στο τέλος όχι απλά να εξυπηρετεί τον σκοπό του, αλλά και να προσδίδει αξιοπρέπεια σε αυτή τη νέα απόπειρα του συγκροτήματος. Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι που θα ξεκινήσουν να διαβάζουν το κείμενο, θα ξέρουν ότι πρέπει να περιμένουν μετρημένα κουκιά από το συγκρότημα, συνεπώς πάμε στην ουσία.
Το “Resurgence” διατηρεί τον old school χαρακτήρα που (έπρεπε πάντα να) έχει το death metal, δηλαδή στακάτο παίξιμο, αρκετή thrash-ίλα, όγκος, πληθώρα από ριφφ, δυνατά τύμπανα χωρίς blast-beats αλλά αγνό παρθένο κοπάνημα και φυσικά σε όλα τα παραπάνω, έρχεται η «αιθέρια» και άκρως «φιλική» στο αυτί (ΝΟΤ!) φωνάρα του Kam Lee να παύσει κάθε αμφιβολία από το ξεκίνημα. Ένα ξεκίνημα το οποίο σου δίνει να καταλάβεις ότι το καλό πράγμα αργεί να γίνει, αλλά όταν τελικά γίνεται, αξίζει τον κόπο. Αξίζει όμως και αναμονή 7 ετών σε σχέση με τον προκάτοχο του; Διότι μην νομίζετε ότι θα πρέπει να γίνει άλλη αναφορά στο “From beyond”, οποιαδήποτε σύγκριση χαντακώνει και τους ίδιους αλλά και όλες τις άλλες μπάντες που ποτέ δεν μπόρεσαν και δε θα μπορέσουν να βγάλουν κάτι ανάλογο. Έτσι το “Resurgence” συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το “Back from beyond”, αρχικά ακούγεται λιγότερο φρενήρες και γρήγορο, εστιάζει περισσότερο στον όγκο και το σωστό παίξιμο (ναι οκ, είναι αχρείαστο, αλλά εδώ εξυπηρετεί το σκοπό του) και η παρουσία τριών κιθαριστών, αν μη τι άλλο καταφέρνει να ακούγεται πιο συμπαγές και μεγαλοπρεπές όσο να ’ναι. Το ξεκίνημα του δίσκου ίσως να σας πιάσει σε μια φάση που αναρωτιέστε τι θέλουν να κάνουν.
Όσο ο δίσκος κυλάει, στην πολύ ευνοϊκή για τον ακροατή διάρκεια των 40’ μάλιστα, τότε το σύνολο ακούγεται καλύτερο. Το mid to fast tempo που ακολουθούν με τις σωστές εναλλαγές στο σωστό σημείο, προσδίδει και εμπειρία ετών για τον καθένα, καθότι δεν μιλάμε για πιτσιρικάδες αλλά για μικρή λεγεώνα βετεράνων που δεν μαζεύτηκαν τυχαία. Εξάλλου κακά τα ψέματα, το όνομα των MASSACRE παραμένει τεράστιο, όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια κι όσο κι αν άλλαξαν πάρα πολλά από τις μέρες δόξας. Όσο καλός και να ’σαι, μπορεί κάλλιστα να εκτεθείς και να βρεθείς στην πυρά. Το “Resurgence” έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει μερίδιο από την πίτα των ακροάσεων που θα δώσετε σε δίσκους του 2021, και το κερδίζει με την ειλικρίνεια του. Ευτυχώς για όλους μας, το όνομα του συγκροτήματος παραμένει άφθαρτο, καθώς δεν είναι ότι απλά μαζεύτηκαν να κάνουν ένα δίσκο, αλλά προσφέρουν κάτι που θα μείνει ως δείγμα σωστού παιξίματος, που διατηρεί έναν χαρακτήρα από μια άλλη πιο ρομαντική εποχή, και απόλυτα σωστά προσαρμοσμένο και δοσμένο εν έτει 2021. Το ότι οι ταχύτητες τείνουν να ανεβαίνουν από τη μέση του δίσκου και μετά, μόνο ως θετικό μπορεί να προσμετρηθεί και στο τέλος, έχεις ένα χαμόγελο που ίσως δεν περίμενες.
Δε θα προσπαθήσω να χρυσώσω το χάπι και να σας πω ότι είναι κανένα μνημείο πολιτισμού όπως αυτά που έβγαιναν 25-30 χρόνια πριν, ούτε όμως θα το κεράσω πόνο ενώ δεν το αξίζει. Νομίζω ότι ο βαθμός που θα δείτε θα μπορούσε να είναι και στρογγυλοποιημένος προς τα πάνω με λίγη καλή διάθεση, αλλά θα ήταν άδικο απέναντι σε άλλα άλμπουμ και του είδους και γενικότερα, τα οποία είναι καλύτερα του. Η αξιοπρέπεια και το πολύ καλό σύνολο είναι δεδομένα, μην έχετε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Τουλάχιστον αξίζει να φέρει το λογότυπο των MASSACRE και είναι και εν μέρει διασκεδαστικό άλμπουμ, το αφήνεις να παίζει ακόμα κι αν κάνεις κάτι άλλο και δεν χάνει την προσοχή σου, αντίθετα σε κερδίζει στην πρώτη ακρόαση και στις επαναλήψεις απλά επιβεβαιώνει την αξία του. Αξία που είναι και ιστορικής φύσεως, καθώς σκέφτεσαι και κάτι του στυλ «τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα», και σε πιάνει και μια όμορφη νοσταλγία για το τι συνέβαινε κάποτε, και που παρά τις αλλαγές στα πάντα σε ότι αφορά το μεταλλικό ήχο, το παλιό πνεύμα και ήθος της εποχής, μένουν ζωντανά μέσα από τέτοιες κυκλοφορίες. Αξίζει να ακουστεί, να του δοθεί προσοχή και να λάβει τα θετικά σχόλια που του αξίζουν.
7,5 / 10
Άγγελος Κατσούρας