Είμαι στην πολύ ευχάριστη αλλά και δυσάρεστη ταυτόχρονα θέση να ανακοινώσω ότι από το πρώτο δεκαήμερο του 2022, βρήκα τον δίσκο της χρονιάς εκτός πολύ συγκλονιστικού απροόπτου. Ευχάριστο γιατί όπως έχω αναφέρει σε παλιότερα κείμενα αλλά και κατ’ ιδίαν συζητήσεις, ο ήχος που έχει ο δίσκος της χρονιάς είναι ξεχωριστός και τον νιώθεις από την πρώτη ακρόαση και δυσάρεστο διότι δυστυχώς ότι κι αν βγει μέσα στη χρονιά, δε νομίζω να αγγίξει τέτοιο επίπεδο, με την ευχή φυσικά να διαψευστώ να είναι καθ’ όλα ευπρόσδεκτη. Το ζήτημα είναι ότι οι CULT OF LUNA το… διέπραξαν ξανά. Κι αν προσωπικά ο προκάτοχος του νέου τους δίσκου το 2019, δηλαδή το “A dawn to fear” με στεναχώρησε λίγο γιατί θεωρώ ότι είναι η μοναδική τους κυκλοφορία που δεν είναι άπταιστη, ήρθε το περυσινό ΕΡ “The raging river” να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να τους επαναφέρει στο θρόνο που μόνιμα κατείχαν. Και ω της σύμπτωσης, Φεβρουάριο βγήκε το ΕΡ, Φεβρουάριο κυκλοφορεί και το “The long road north”, όπως ονομάζεται το ένατο ολοκληρωμένο τους πόνημα (έστω κι αν το συγκλονιστικό “Mariner” του 2016 το μοιράζονται εξ ημισείας με την αυτού μεγαλειότητα της Julie Christmas στο κορυφαίο collaboration άλμπουμ μετά των NEUROSIS με τη Jarboe).
O χειμώνας δείχνει να τους πηγαίνει και έχει αρκετή συμμετοχή μέσα στο δίσκο, καθώς αποτελεί προϊόν της μετακόμισης του ηγέτη/κιθαρίστα/τραγουδιστή του συγκροτήματος, Johannes Persson από την Στοκχόλμη πίσω στην Umeå μετά από 15 χρόνια. Οι εσωτερικές του αναζητήσεις ενδιάμεσα και το ότι βρήκε τον εαυτό του μέσα από αυτές, οδήγησαν στο στιχουργικό κομμάτι αλλά και την ιδέα για το μουσικό μέρος, έτσι παρότι ο ίδιος αναφέρει ότι δεν βρίσκεται στο ίδιο μέρος από το οποίο ξεκίνησε αυτό το εσωτερικό «ταξίδι», συνάμα μας κάνει να μπορούμε να αναφέρουμε κάλλιστα ότι στην προκειμένη περίπτωση, σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ίδιο το ταξίδι. Ένα ταξίδι που εκφράζεται μέσα στο “The long road north” με την πλέον ατμοσφαιρική και σινεματική- σχεδόν soundtrack-ική- έκδοση της μπάντας στα 24 χρόνια ζωής της. Ένας ήχος που άρχισε να διαφαίνεται στις δυο προηγούμενες κυκλοφορίες που αναφέραμε –δίσκο και ΕΡ- και που μας φέρνουν στο οξύμωρο της υπόθεσης, να έχουμε τρεις κυκλοφορίες τους τόσο κοντά χρονικά μέσα σε δυόμιση χρόνια, με το συγκρότημα ειδικά κατά την τελευταία δεκαπενταετία να διαλέγει προσεκτικά αν και πότε θα εκφραστεί και χωρίς ποτέ να είναι δεδομένο αν και πότε θα υπήρχε νέος δίσκος. Το πρώτο δείγμα πάντως ήταν άκρως ενδεικτικό.
Ο λόγος για το “Cold burn” το οποίο μας παρουσιάστηκε την πρώτη μέρα του περασμένου Δεκεμβρίου, ανοίγοντάς μας την όρεξη για τα καλά. Μετά τους παιάνες στην αρχή, ο ρυθμός που εφορμά με τα τύμπανα σε πλήρη αρμονία με το αργόσυρτο tempo, καθηλώνουν τον ακροατή και με την δυνατή και άκρως έντονη φωνή του Persson να αναλαμβάνει να οδηγήσει το κομμάτι, φανερώνοντας σιγά-σιγά τα διάφορα στρώματα από κιθάρες που ακολουθούν. Είναι πλήρως μαγικό –είναι η σωστή λέξη αν απορείτε- το πώς οι CULT OF LUNA μοιάζουν να παίζουν λιγότερες νότες αλλά το αποτέλεσμα να φαίνεται ως πιο πολυδιάστατο, πιο ολοκληρωμένο και ώριμο από ποτέ. Δεν ξέρω πως το καταφέρνουν κάθε φορά, καθώς χρήζει πραγματικά μελέτης, η ουσία όμως είναι ότι έχουμε να κάνουμε με πολύ ξεχωριστό ήχο και ένα φοβερό opener που μόνο φοβερή συνέχεια υπόσχεται αντίστοιχα. Μια συνέχεια που έρχεται με το κατ’ εμέ κορυφαίο κομμάτι που έχω ακούσει μέσα στη χρονιά μέχρι στιγμής, το “The silent arc”. H φαινομενικά υποτονική ακουστική αρχή οδηγεί σε ένα φοβερό χτίσιμο ρυθμού, με το κομμάτι να δανείζεται μέρος του DNA του “What I leave behind”, το κορυφαίο κομμάτι του EP “The raging river” (κι επίσης δεύτερο στο tracklist αν αυτό λέει κάτι πρόσθετο).
Πλήρως πεπεισμένος ότι έχεις να κάνεις με σύνολο που δε θα σε αφήσει ποτέ χωρίς συντροφιά στη ζωή σου στα χρόνια που θα έρθουν κι ας είναι νωρίς στο δίσκο, έρχεται η αντίστοιχη ανατριχίλα της χρονιάς μέχρι στιγμής. Το “Beyond I” σηκώνει την τρίχα (ακόμα και τη στιγμή που γράφεται το κείμενο χωρίς να ακούω το δίσκο συνέβη το ίδιο) με την στοιχειωτική και αξέχαστη ερμηνεία της διεθνούς φήμης και παγκοσμίως αναγνωρισμένης Σουηδής καλλιτέχνιδας Mariam Wallentin, μέλος του φοβερού progressive jazz διδύμου WILDBIRDS AND PEACEDRUMS. Το πώς ένα κομμάτι 3 λεπτών και 7 δευτερολέπτων διάρκειας μπορεί να σε αφήσει τόσο άναυδο δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς, αλλά πρέπει να το ακούσετε για να καταλάβετε τι εννοώ. Κι εδώ δε μπορώ να μην κάνω τη σύνδεση με το επίσης τρίτο κομμάτι του “The raging river”, το “Inside of a dream”, στο οποίο δάνεισε τη φωνή του η τεραστιότητα του Mark Lanegan. Χωρίς να φανεί ότι διαπράττω ύβρη, η Wallentin ακούγεται στο “Beyond I” ακόμα πιο βιωματική και απαστράπτουσα από τον πολύ γνωστότερο και διασημότερο συνάδελφό της, συνεπώς έχουμε ένα κομμάτι που λειτουργεί τυπικά και σαν μικρό ιντερλούδιο για τη συνέχεια. Μια συνέχεια που σε πλήρη αντίθεση, φέρνει το μεγάλο κομμάτι.
Το “An offering to the wild” παίρνει περίπου 5’ για να αναπτυχθεί πλήρως, φανταστείτε ότι μυρίζετε ένα πανέμορφο λουλούδι που απ’ έξω φαίνεται μονόχρωμο και ξαφνικά ανθίζει και ανοίγει για να εμφανίσει τον πλούσιο καμβά του από χρώματα και έκφραση. Το lead που μπαίνει στο σημείο που αναφέραμε είναι τόσο όμορφο και τόσο χαρακτηριστικό που μπορεί ο νους σας να πάει στο “Vicarious redemption”, το αντίστοιχο «τέρας» του “Vertikal” (δηλαδή του απόλυτου δίσκου της μπάντας). Οι παραλληλισμοί δεν τελειώνουν εδώ, καθώς το συγκρότημα τέμνει πανεύστοχα παρελθόν, παρόν και γιατί όχι, μέλλον με το “Into the night”, στο οποίο βασιλεύει η ερμηνεία του κιθαρίστα Fredrik Kihlberg, όπως στο “Approaching transition” στο “Mariner”. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το «γλυκό» και συναισθηματικό κομμάτι του δίσκου, σε μια ερμηνεία που η ανάσα του Kihlberg ανεβοκατεβαίνει όπου το απαιτεί το άσμα, με σκοπό να το κάνει να ακούγεται ακόμα πιο ξεχωριστό. Το πιο ξεχωριστό του χρώμα σε σχέση με την αγαπητή αγριοφωνάρα του Persson, δημιουργεί άλλη μια υπέροχη αντίθεση και ένα έξτρα δηλητηριώδες βέλος στην φαρέτρα του συγκροτήματος. Τυπικά ανοίγει τη δεύτερη πλευρά, η οποία συνεχίζεται με το ορχηστρικό ιντερλούδιο “Full moon”, ίδιας διάρκειας με το “Beyond I” και σαν τελευταία ανάσα πριν το τέλος.
Να τονίσω ότι ο δίσκος αποτελείται τυπικά από 9 κομμάτια, οπότε σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε τα δυο ιντερλούδια είναι στις θέσεις 3 και 6, άρα ο δίσκος νομοτελειακά χωρίζεται σε τρία μέρη. Το ομότιτλο κομμάτι λοιπόν ξεκινάει την τρίτη ενότητα, μεγαλεπήβολο, σκοτεινό αλλά και φέρνοντας το φως στην άκρη του τούνελ. Δημιουργεί ένα φοβερό, ασήκωτο και εκ των κορυφαίων της δισκογραφίας τους δίδυμο με το ακόμα πιο κορυφαίο “Blood upon stone”, όπου οι καλεσμένοι του δίσκου ενισχύονται με την συμμετοχή των κολλητών από τους Γάλλους PHOENIX, Christian Mazzalai και Laurent Brancowitz, οι οποίοι βάζουν τις δικές τους χαρακτηριστικές κιθάρες στο τελευταίο τυπικό πλήρες κομμάτι αυτής της κυκλοφορίας. Μια κυκλοφορία που τελειώνει με το τρίτο ιντερλούδιο “Beyond II”, όπου όπως και στο “An offering to the wild”, έτσι κι εδώ ο soundtrack-ικός καλλιτέχνης Colin Stetson το ντύνει με το σαξόφωνο του, με το άλμπουμ να κλείνει απόλυτα σινεματικά, δικαιολογώντας και την συγκεκριμένη αναφορά που κάναμε πιο πάνω για την εν γένει αύρα του δίσκου. Πρέπει να αναφέρουμε ότι σε πολλά σημεία η μπάντα θεώρησε ότι ο δίσκος ηχογραφήθηκε πιο εύκολα από τους άλλους και σε ακόμα περισσότερα έγινε το ακριβώς αντίθετο.
Η σκέψη ήταν αρχικά να ηχογραφήσουν όλοι παρόντες, ωστόσο η συνθήκη που επικράτησε με τον κορωνοϊό τους πήγε πίσω. Έτσι χρειάστηκαν πολλές ατομικές διεργασίες, ενώ πινελιές προστέθηκαν στο δίσκο ακόμα και ελάχιστα πριν φύγει για να γίνει το τελικό mastering, ώστε να επιτευχθεί ακόμα καλύτερο αποτέλεσμα. Το συγκρότημα έχοντας κλείσει εμφανίσεις για το 2022 με την ελπίδα να μην ακυρωθούν ξανά όπως έγινε με το πρώτο σκέλος της περιοδείας που είχε ήδη προγραμματιστεί, -και που θα περάσει από τη χώρα μας τον Οκτώβριο- κρατάει τους τόνους χαμηλά, θέλοντας απλά αναφέροντας πως όσα κατάφεραν τα τελευταία 20 χρόνια ήταν παραπάνω απ’ όσα είχαν ονειρευτεί (ισχύει και για μας, τους οπαδούς, το ίδιο) και πως μόνος τους στόχος στην παρούσα φάση είναι να μπορέσουν απλά να συνεχίσουν να κάνουν όσα κάνουν απόλυτα με τους δικούς τους όρους για άλλη μια χρονιά. Πάντα θα εγείρεται το ερώτημα αν και πότε μπορεί να σταματήσουν να είναι αδρανείς, που μας κρατάει σε εγρήγορση αλλά και συνάμα φέρνει τεράστια χαρά με κάθε κυκλοφορία τους. Το μόνο που μπορώ απόλυτα υπεύθυνα να σας πω για το “The long road north” είναι ότι ο χρόνος θα το καταστήσει ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας που διανύουμε και πως θα σας ξεπληρώσει στο έπακρο ότι απαίτηση μπορεί να έχετε από τη μουσική που ακούτε συνολικά. Και κάτι τέτοιο από μόνο του είναι υπερπολύτιμο και ειδικά εν έτει 2022.
Ξεχωριστοί, άφθαρτοι και μνημειώδεις CULT OF LUNA μετά από 20 και βάλε χρόνια κορυφών που ελάχιστοι γεύτηκαν. Ξανά και ξανά και ξανά. Τι άλλο να ζητήσει κανείς άραγε;
Απροσδιόριστο / 10
Άγγελος Κατσούρας