“On the edge of the knife”
H προηγούμενη φορά που είχαμε μιλήσει με τον Matt Tuck, ηγέτη, τραγουδιστή και κιθαρίστα των BULLET FOR MY VALENTINE, είχε εξελιχθεί σε φιάσκο άνευ προηγουμένου, αφού ακόμα δεν είχε ξεμεθύσει και συνεχώς γέλαγε, μέχρι που παρενέβη άνθρωπος της εταιρίας, μας ζήτησε συγγνώμη και μας ξανακάλεσε την επόμενη μέρα. Αυτή τη φορά, ο Tuck, έδειχνε διαυγής και μέσα στα 15’ που είχαμε στη διάθεσή μας, μιλώντας απίστευτα γρήγορα, κατάφερε να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά μας, χωρίς φυσικά να μπούμε στη διαδικασία να ρωτήσουμε τον λόγο για τον οποίο κουρεύτηκαν… Αυτά τα έλεγαν μεταλλοπατέρες πριν από 20 χρόνια για το “Load” των METALLICA. Με τρίχες θα ασχολούμαστε; Μπορεί το “Temper temper” να μου άφησε μέτριες εντυπώσεις, οι BULLET FOR MY VALENTINE, είναι όμως από τα σημαντικότερα σχήματα του μοντέρνου ήχου και κάθε συνέντευξη μαζί τους, έχει ενδιαφέρον!
Γιατί ονομάσατε τον δίσκο “Temper temper” και πως συνδέεται με το εξώφυλλο, που δείχνει αιματοβαμμένα χέρια;
Διαλέγουμε πάντα τον τίτλο του δίσκου, μέσα από ένα τίτλο τραγουδιού που συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτόν. Νομίζω ότι το “Temper temper”, είναι ένα τραγούδι που εμπεριέχει τα βασικά συστατικά του άλμπουμ σε ότι αφορά τον ήχο και το στιχουργικό περιεχόμενο, που συνολικά είναι πολύ «θυμωμένο». Το εξώφυλλο είναι πολύ απλό, που χτυπάει όμως έντονα στο μάτι. Εκτός αυτού, ταιριάζει με τους στίχους για μία ακόμη φορά και μπορεί κάποιος να κάνει συνειρμούς και με το EP μας, “Hand of blood”. Δεν υπάρχει κανένα βαθύ νόημα ή κάτι τέτοιο, θέλαμε να το κρατήσουμε απλό.
Εντάξει, λέμε για το εξώφυλλο τώρα, αλλά στις μέρες μας λίγοι τα βλέπουν, αφού οι περισσότεροι κατεβάζουν τα άλμπουμ. Πιο πολύ το χρησιμοποιείτε για backdrop στις συναυλίες σας!!!
(γέλια) Έχεις δίκιο. Όπως και να έχει όμως, άσχετα με το αν η πλειοψηφία κατεβάσει το άλμπουμ ψηφιακά, πρέπει να υπάρχει κάτι οπτικό, έστω και για όσους αγοράζουν ακόμα CD.
Για μία ακόμη φορά συνεργαστήκατε στην παραγωγή του δίσκου με τον Don Gilmore. Είστε τόσο ευχαριστημένοι με τη συνεργασία σας, που ρισκάρατε να ακουστείτε το ίδιο με τον προηγούμενο άλμπουμ σας;
Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι με τον τρόπο που δουλέψαμε με τον Don. Το “Fever” ήταν πολύ δύσκολος δίσκος, επειδή δεν ήξερε καμία από τις δύο πλευρές τον τρόπο δουλειάς του καθενός και τα κατάφερε εξαιρετικά, παρότι οι συνθήκες ήταν πολύ απαιτητικές. Αποφασίσαμε λοιπόν να δουλέψουμε ξανά μαζί του, αφού πλέον είμαστε φίλοι, τον εμπιστευόμαστε απόλυτα και ήταν η προφανής επιλογή μετά τη δουλειά που έκανε στο “Fever”, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη ότι γνωρίζει ακριβώς που βρισκόμαστε και που θέλουμε να πάμε στην καριέρα μας. Θα την χαρακτήριζα μάλλον εύκολη απόφαση.
Κυκλοφορήσατε το τραγούδι “Temper temper” σαν single και γυρίσατε και video clip. Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, δώσατε στη δημοσιότητα και το τραγούδι “Riot”. Στον προηγούμενο δίσκο σας, είχατε κυκλοφορήσει διαφορετικά lead singles για την Αγγλία και την Αμερική. Σχεδιάζετε να κάνετε κάτι παρόμοιο ξανά;
Αυτό συζητούσαμε μόλις τώρα με τους ανθρώπους της εταιρίας μας, τώρα που ήρθα για τις τηλεφωνικές συνεντεύξεις (σ.σ. η συνέντευξη έγινε στις αρχές Ιανουαρίου). Στην Αμερική, τα rock ραδιόφωνα μπορούν να ανεβάσουν ή να κατεβάσουν ένα συγκρότημα εν ριπή οφθαλμού. Αν λοιπόν μας ζητήσουν άλλο κομμάτι για single, διαφορετικό από αυτό που βγάλαμε, εννοείται ότι θα το έχουν. Σκοπός μας είναι να γίνει η δουλειά μας όπως πρέπει και δεν είναι κάποιο τρομερό πρόβλημα.
Πως αντέδρασαν οι οπαδοί σας στο “Fever”; Και δεν εννοώ τις πωλήσεις, γιατί ήταν ο πιο επιτυχημένος δίσκος σας από άποψη πωλήσεων…
Νομίζω ότι άρεσε στην πλειοψηφία των οπαδών μας. Λογικό είναι να ακούς και διαφορετικές απόψεις όταν έχεις φτάσει στον τρίτο ή τον τέταρτο δίσκο στην καριέρα σου, αλλά οι περισσότεροι το γούσταραν. Φτάσαμε να παίζουμε σε αρένες στην Ευρώπη και πήγαμε εξαιρετικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Μπορεί να χάσαμε κάποιους παλιούς οπαδούς μας, αλλά κερδίσαμε πάρα πολλούς καινούργιους, οπότε συνολικά ήταν ένας πολύ επιτυχημένος δίσκος.
Ποια πράγματα θέλατε να αλλάξετε αυτή τη φορά με το “Temper temper”;
Θέλαμε να κάνουμε τα πράγματα πιο ευθεία και πιο δυναμικά. Δεν νιώθαμε την ανάγκη να γράψουμε 5λεπτα ή 6λεπτά κομμάτια πια, αλλά να είναι πιο δυναμικά και πιο άμεσα. Υπάρχουν κάποια παραδοσιακά metal τραγούδια, αλλά θέλαμε μία πιο φρέσκια προσέγγιση, έναν πιο μοντέρνο ήχο, χωρίς όμως να χάνουμε την ταυτότητά μας. Πρέπει να προοδεύεις, γιατί μόνο έτσι μπορείς να παραμείνεις επιτυχημένος, χωρίς να ανακαλύπτεις πράγματα από την αρχή, αλλά κάνοντας ένα “update” στον ήχο σου.
Να σου πω την αλήθεια, στο “Fever” άκουγα μία μπάντα χωρίς ξεκάθαρο όραμα για το που ήθελε να πάει και θεωρώ ότι το “Temper temper” είναι ο δίσκος που θα θέλατε να βγάλετε μετά το “Scream, aim, fire”… Ποια είναι η δική σου άποψη;
Δεν θα το έλεγα. Αν με ρωτούσες, θα σου έλεγα ότι το “Temper temper” είναι ο δίσκος που ήθελα να είχε βγει ανάμεσα στο “Poison” και το “Fever” και θα ήθελα να μην υπήρχε το “Scream, aim, fire” καθόλου στη δισκογραφία μας!!! Το “Scream, aim, fire”, βρίσκω τώρα ότι υστερεί σε πάρα πολλούς τομείς κι έχει μεγάλες ανισορροπίες. Έχει από thrash κομμάτια μέχρι 80’s μπαλάντες, που ενώ είναι καλό από άποψη ποικιλίας, μου δείχνει ένα συγκρότημα που δεν ξέρει τι να κάνει…
Δηλαδή αυτό που εγώ πιστεύω ότι συνέβη στο “Fever”, μου λες ότι ουσιαστικά σας συνέβη στο “Scream, aim, fire”…
Βασικά, οι πρώτοι δίσκοι όλων των συγκροτημάτων, είναι μία συλλογή από τα τραγούδια που έχουν γράψει όσον καιρό υπάρχουν. Όταν κυκλοφορήσαμε το “Poison” λοιπόν, είχε εξαιρετική ανταπόκριση, την οποία δεν γνωρίζαμε πώς να διαχειριστούμε στο “Scream, aim, fire”. Είχε καλά τραγούδια, το καθένα για το είδος του, αλλά από πλευράς ισορροπίας του ήχου, είναι άνετα ο πιο αδύναμος κρίκος στη δισκογραφία μας.
Η προηγούμενη δισκογραφική σας εταιρία διαλύθηκε. Φοβηθήκατε κάποια στιγμή ότι μπορεί να μένατε χωρίς δισκογραφικό συμβόλαιο;
Όχι. Βασικά είχαμε συμβόλαιο με την εταιρία διανομής, την Jive και δεν είχαμε κάποια δισκογραφική εταιρία από την οποία εξαρτιόμασταν. Παρότι όμως ήμασταν μία «ανεξάρτητη» μπάντα μέσα στην εταιρία, νιώθαμε ότι δεν μας παρείχαν αρκετή προσοχή και προώθηση, κυρίως επειδή δεν ήξεραν τι να κάνουν με τις rock και metal μπάντες. Τώρα, με την RCA, τους τελευταίους δύο μήνες που δουλεύουμε μαζί τους, έχουμε δει να κάνουν πολύ καλά πράγματα για τους BULLET FOR MY VALENTINE και φυσικά είμαστε ήδη πολύ ευχαριστημένοι.
Αυτή τη φορά, είδα ότι δουλέψατε χωρίς demo και γράψατε τη μουσική στο στούντιο που πήγατε, στην Ταϊλάνδη. Γιατί δουλέψατε μ’ αυτόν τον τρόπο;
Έτσι είχα δουλέψει και με το project των AXEWOUND και είδα ότι λειτούργησε πολύ καλά. Βέβαια, σε εκείνη την περίπτωση, είχαμε στη διάθεσή μας 11 μέρες και γράψαμε 11 τραγούδια, δηλαδή ουσιαστικά, ένα τραγούδι την ημέρα. Αυτό μου άνοιξε τα μάτια στο πόσο γρήγορη μπορεί να είναι η διαδικασία ενός δίσκου αν το θέλεις και δεν νομίζω ότι ήταν κακό άλμπουμ, αυτό των AXEWOUND. Ήταν πολύ σημαντικό ότι δεν είχαμε πολύ χρόνο να σκεφτούμε ένα σωρό παράπλευρα πράγματα. Το ίδιο λοιπόν κάναμε και με τους BULLET FOR MY VALENTINE, μόνο που είχαμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας και το άλμπουμ μας κατέληξε να είναι ένα πολύ αυθόρμητο και συναρπαστικό project. Νομίζω ότι είμαστε σ’ ένα σημείο στην καριέρα μας, που δεν χρειάζεται να ξοδεύουμε τόσο χρόνο και χρήμα εκεί που πραγματικά δεν χρειάζεται…
Συμπεριλάβατε στο δίσκο το δεύτερο μέρος, μίας από τις μεγαλύτερες επιτυχίες σας, του “Tears don’t fall”. Γιατί τολμήσατε να κάνετε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε ότι γενικώς τα sequel τα βλέπουν οι οπαδοί επιφυλακτικά και συνήθως είναι χειρότερα από το πρώτο μέρος; ΟΚ, πέρα από το να συζητούν όλοι γι’ αυτό και οι δημοσιογράφοι να σου κάνουν αυτήν την ερώτηση που έρχεται αναπόφευκτα…
Είχαμε την ιδέα να κάνουμε sequel σε κάποιο παλιό τραγούδι μας και να ενώσουμε την παλιά εποχή των BULLET με τη σημερινή και ποστάραμε την ιδέα αυτή στο facebook. Μέσα σε 10 λεπτά, είχαμε κυριολεκτικά δεκάδες χιλιάδες απαντήσεις, όπου μας έλεγαν πολλές διαφορετικές απόψεις, αλλά η επικρατούσα ήταν να γίνει στο “Tears don’t fall”. Άρα λοιπόν, ουσιαστικά, ακούσαμε τους οπαδούς μας. Φυσικά και θα υπάρξει διαδικασία σύγκρισης, αλλά πρόκειται για δύο ξεχωριστά κομμάτια που το μόνο που τα ενώνει είναι ο κοινός τίτλος και το θεματικό υπόβαθρο. Εκτός αυτού, βέβαια, ισχύει και αυτό που είπες, ότι προτού κυκλοφορήσει ο δίσκος, όλοι μιλάνε για το δεύτερο μέρος του “Tears don’t fall” και όλοι οι δημοσιογράφοι μας κάνουν αυτή την ερώτηση. Λογικό είναι.
Πες μας λίγο για την εμπειρία σου με τους AXEWOUND. Αν δεν κάνω λάθος είναι η πρώτη φορά που παίζεις μόνο κιθάρα σε μία μπάντα…
Ναι, έπαιξα κιθάρα κι έκανα δεύτερα φωνητικά. Είναι η πρώτη φορά που δεν είμαι ο frontman σ’ ένα γκρουπ.
Και μία φορά είχες συμμετάσχει στον δίσκο των APOCALYPTICA, μαζί με τον Max Cavalera στο τραγούδι “Repressed”…
Ακριβώς.
Πως ήταν λοιπόν να δουλεύουν μαζί μερικοί πολύ επιτυχημένοι άνθρωποι, νεαροί σε ηλικία και stars στις μπάντες τους; Είχατε κανενός είδους πρόβλημα;
Όταν ξεκίνησα τη διαδικασία να φτιάξω τους AXEWOUND, δεν ήθελα απλά μουσικούς τους οποίους να σέβομαι και να γουστάρω τη δουλειά τους, αλλά και άτομα που να μπορούμε να κάνουμε παρέα. Κατέληξα λοιπόν σε καλλιτέχνες τους οποίους γνώριζα όχι μόνο τη μουσική τους, αλλά και τον χαρακτήρα τους και τον τρόπο με τον οποίο δούλευαν, ώστε να μην δημιουργηθεί κανενός είδους πρόβλημα. Όλη αυτή η διαδικασία, με βοήθησε πάρα πολύ και με το δίσκο των BULLET FOR MY VALENTINE, ώστε να μην βάλω κάποια πιο ακραία στοιχεία υποχρεωτικά στη μουσική των BULLET, αλλάζοντας τον χαρακτήρα τους, μόνο και μόνο για να το κάνω.
Κι ευτυχώς η μουσική που παίζεις με τους AXEWOUND, είναι διαφορετική απ’ αυτή των BULLET…
Είναι σημαντικό να μην ακούγεται ίδια, αλλιώς θα ήταν BULLET part II και δεν θα είχε κανένα νόημα. Πολλοί με ρωτούσαν γιατί δεν τραγουδάω στους AXEWOUND και η απάντηση είναι ότι η φωνή μου είναι ένα σημαντικό μέρος των BULLET FOR MY VALENTINE, οπότε το τελικό αποτέλεσμα θα ακουγόταν ίδιο.
Φαντάζομαι ότι αν έπαιζες τύμπανα όπως παίζεις κιθάρα, σαν τον Dave Grohl για παράδειγμα, θα προτιμούσες να είσαι ο ντράμερ στους AXEWOUND…
Σούπερ μου ακούγεται! Πολύ cool! Έχεις δίκιο. Πρέπει να κάνεις πράγματα που μπορείς σε άλλα project και να είναι διαφορετικά από την «καθημερινή σου δουλειά» στο κανονικό σου συγκρότημα. Σε κάνει να μη βαριέσαι και να απολαμβάνεις περισσότερο τη μουσική.
Κι επίσης, τέτοια πράγματα πρέπει να τα κάνεις τώρα που είσαι «καυτό» όνομα, πουλάει η μουσική σου κι έχεις τη δυνατότητα.
Ακριβώς. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να εκμεταλλεύεσαι αυτές τις δυνατότητες και το timing.
Επισκεφτήκατε την Ελλάδα πριν 2-3 χρόνια, μαζί με τους Big 4. Πως είδατε τη χώρα μας και τις αντιδράσεις του κοινού;
Είχαμε μείνει σ’ ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας και είχαμε την ευκαιρία να δούμε την όμορφη πόλη σας… Σε ότι αφορά το live, υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που μας είχαν πει ότι το κοινό δεν πολυγουστάρει το μοντέρνο metal, αλλά εμείς ανεβήκαμε στη σκηνή, παίξαμε τη μουσική μας, περάσαμε ωραία και δεν είδαμε να απογοητεύεται κανένας.
Ευχαριστώ πολύ κι εύχομαι να σας ξαναδούμε από τα μέρη μας.
Κι εμείς το ελπίζουμε. Να είσαι καλά.
Σάκης Φράγκος
Line-up:
Matt Tuck – φωνητικά, κιθάρα
Michael Paget – κιθάρα
Michael “Moose” Thomas – ντραμς
Jason James – μπάσο
Δισκογραφία:
“The poison” (2005)
“Scream, aim, fire” (2008)
“Fever” (2010)
“Temper temper” (2013)