A Day To Remember… [CANDLEMASS, ARCTURUS]













     

     

     

     

    ΟΝΟΜΑ ALBUM: “Epicus Doomicus Metallicus” –  CANDLEMASS
    ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1986
    ΕΤΑΙΡΙΑ: Black Dragon
    ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Ragne Wahlquist & Candlemass
    ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ: 
    Φωνητικά
    – Johan Längqvist
    Κιθάρες – Klas Bergwall, Mats Björkman
    Μπάσο – Leif Edling
    Τύμπανα – Mats Ekström

     

     

    Μέσα δεκαετίας του ’80 και το metal βρίσκεται στην άνθιση του, με τον ευρωπαϊκό μεταλλικό ήχο πάντως να ψάχνει για αλλαγές, σε μια εποχή που κυριαρχούν απόλυτα το heavy metal, το speed, το power και το φρέσκο σχετικά death.  10 Ιουνίου όμως του 1986, καλούμαστε να ξεχάσουμε όλα όσα ξέρα μέχρι τότε και αιτία γι ‘αυτό είναι πέντε Σουηδοί ονόματι CANDLEMASS, που μας συστήνονται μέσα από ένα ντεμπούτο που έσκασε σα δυναμίτης. “Epicus Doomicus Metallicus”. Όνομα και πράγμα!
    Αξιοποιώντας με τρόπο, το λιγότερο αξιέπαινο, την σπουδαία κληρονομιά των BLACK SABBATH, των οποίων ο ηγέτης τους, Leif Edling, ήταν μεγάλος οπαδός,  έρχονται να δώσουν μια νέα διάσταση στο doom metal, κάνοντάς το πιο προσιτό και συμβάλλοντας στην έκρηξη, την εξάπλωση και κατ’ επέκταση στην καθιέρωσή του. 
    Ακόμα περισσότερο, είναι αυτοί που ανακαλύπτουν ένα παρακλάδι του είδους, το λεγόμενο epic doom, που χαρακτηρίζεται από τις περισσότερες κλασσικές επιρροές του και που οι CANDLEMASS, είναι απ’ τα ελάχιστα συγκροτήματα που διατήρησαν  μέχρι σήμερα στον ήχο τους.
    Όλα ξεκινούν μετά τη διάλυση των NEMESIS, της προηγούμενης μπάντας του Leif Edling, λόγω νομικών ζητημάτων. Έχοντας βάλει στόχο να καινοτομήσει ηχητικά, ο Edling επιστρατεύει για το εγχείρημα του τους Mats Bjoerkman και Mats Ekstroem σε κιθάρα και ντραμς αντίστοιχα, τους παίρνει μαζί του στην απομόνωση σε κάποιο ορεινό μέρος της πατρίδας τους προκειμένου να ηχογραφήσουν και για αρχή δημιουργούν ένα ντέμο που περιέχει τα “Demon’s gate” και “Black stone wielder”. Το ντέμο θα σταλεί στην γαλλική Black Dragon, η οποία δίνει αμέσως το πράσινο φως για δισκογραφικό συμβόλαιο και ένα καλό για την εποχή budget για να ξεκινήσουν τις ηχογραφήσεις του ντεμπούτου τους.
    Το “Epicus Doomicus Metallicus” θα ανέβει στα ράφια των δισκοπωλείων, σαν σήμερα, 30 χρόνια πριν, έτοιμο να γράψει τη δική του ιστορία! Ο μουσικός τύπος της εποχής εντούτοις, θα δυσκολευτεί να κατανοήσει τον ριζοσπαστικό ήχο του και να τον κατηγοριοποιήσει. 
    Σκοτεινοί, αργόσυρτοι ρυθμοί που υπνωτίζουν, μελωδίες στο φουλ, στίχοι που μιλούν για μάγους, δαίμονες, κατάθλιψη και αυτοκτονία. Ο ήχος είναι βαρύς κι ασήκωτος, οι δομές των κομματιών μεγαλοπρεπείς,  η μουσική τόσο απλή και τόσο ουσιαστική ταυτόχρονα, χωρίς  εντυπωσιασμούς.


    Στοιχείο κλειδί εδώ αποτελούν τα φωνητικά, το ρόλο των οποίων αναλαμβάνει για μία και μοναδική φορά, ο Johan Lanquist, ο οποίος προΐσταται στον εκπληκτικό επικό θρήνο, που δημιουργούν οι δύο κιθαρίστες του άλμπουμ με το παίξιμο του. Τα βαρύτονα, καθαρά, χορωδιακά φωνητικά του και η θεατρικότητα των ερμηνειών του, κάνουν συνολικά τον δίσκο ακόμα πιο αξέχαστο. Σημαντική είναι εξίσου η παρουσία των τυμπάνων, των οποίων ο πομπώδης χαρακτήρας βοηθά να δέσει το συνολικό αποτέλεσμα, ενώ το μπάσο του Leif Edling, δικαίως μνημονεύεται. Ως πιστός ακόλουθος του Geezer Butler, τουλάχιστον όσον αφορά το ηχητικό αποτέλεσμα που θέλει να πετύχει, ο ιθύνων νους των έξι κλασσικών συνθέσεων του άλμπουμ, αφενός αποδεικνύει τις ικανότητες του στο μπάσο, αφετέρου έχει επιστρατεύσει τόσο ταλέντο, έμπνευση και φαντασία στα κομμάτια που έγραψε, που ούτε ο ίδιος παίζει να μην γνώριζε ότι διαθέτει. 
    Ήταν άραγε αυτή η διαφορετικότητα – καινοτομία του ήχου τους όμως, η αιτία που οι Σουηδοί δεν βρήκαν άμεσα την ανταπόκριση που αναζητούσαν; Γιατί μπορεί να κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα πυρήνα οπαδών που θα τους στήριζαν από κει και πέρα με όλες τους τις δυνάμεις, οι πωλήσεις τους όμως ήταν χαμηλές με αποτέλεσμα η Black Dragon να τους δείξει την πόρτα της εξόδου. Ευτυχώς για όλους μας όμως, η μπάντα δεν πτοήθηκε. Αντιθέτως, πήρε στο δυναμικό της τον τεράστιο Messiah Marcolin και έγραψε ιστορία με χρυσά γράμματα μέσα από δίσκους διαμάντια για το είδος. 
    Με το πέρασμα των χρόνων βέβαια, όπως ήταν λογικό, το “Epicus Doomicus Metallicus” θα πάρει την υπόσταση που του αρμόζει και άπαντες θα υποκλιθούν στους CANDLEMASS για το σπουδαίο τους εγχείρημα να τολμήσουν να ξεφύγουν από τα στεγανά του κλασικού heavy ήχου, για το μεγάλο τους επίτευγμα να προσελκύουν τόσο τον κόσμο γράφοντας σχετικά απλή μουσική και μελλοντικότερα, για το ακόμα εντυπωσιακότερο κατόρθωμα τους, το να καταφέρουν να γίνουν βασική επιρροή για όλους όσους μελλοντικά θέλησαν να βάλουν το doom στοιχείο στον ήχο τους.  
    Το “Epicus Doomicus Metallicus”, με την καταπληκτική του ροή, την ακρίβεια, τη μοναδικότητα του, 30 χρόνια μετά εξακολουθεί να στέκεται στην κορυφή του είδους, καθιστώντας τους CANDLEMASS πρωτοπόρους του είδους.

     

     

     

     

    ΟΝΟΜΑ ALBUM: “Aspera Hiems Symfonia” – ARCTURUS
    ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1996
    ΕΤΑΙΡΙΑ: Ancient Lore Creations
    ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Arcturus
    ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ: 
    Φωνητικά
    – Kristoffer Rygg – “Garm”
    Κιθάρες – Carl August Tidemann
    Μπάσο – Hugh James Stephen Mingay – “Skoll”
    Πλήκτρα – Steinar Johnsen Sverd
    Τύμπανα – Jan Axel Blomberg – “Hellhammer”

     

    Οι ARCTURUS σχηματίστηκαν το 1991 σαν παράλληλο σχήμα με τους MORTEM, μιας και τα δύο group μοιράζονταν κοινά μέλη. Μετά την κυκλοφορία του “My Angel” demo το 1991 και του ονειρικού “Constellation” EP, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια έπειτα, είχε φτάσει η ώρα για το ντεμπούτο της μπάντας. Όσοι είχαν ασχοληθεί με την πάρτη τους από την εποχή του ΕΡ, ήταν κάπως υποψιασμένοι για το ποιος θα μπορούσε να είναι ο μουσικός προσανατολισμός των Νορβηγών. Όλοι οι υπόλοιποι τους πήραν “πρέφα” με την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους “Aspera Hiems Symfonia”, ερχόμενοι σε επαφή με την πιο ρηξικέλευθη μουσική πρόταση στα πλαίσια του black metal, εν έτη 1996. Είχαν ήδη προηγηθεί τα ντεμπούτα των EMPEROR, ANCIENT και DIMMU BORGIR, με τα μεν συμφωνικά τους πλήκτρα να μην είναι κάτι πολύ συνηθισμένο τότε, αλλά τις δε κιθάρες τους και τα riffs να είναι πιο κοντά στον παραδοσιακά black ήχο, οι ARCTURUS όμως ήταν αυτοί που δημιούργησαν κάτι πραγματικά το ξεχωριστό…
    Με ένα line-up που σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως all-star, με τον Garm (ULVER) στα φωνητικά, τον Hellhammer (ΜΑΥΗΕΜ) στα drums, τον Skoll (VED BUENS ENDE) στο μπάσο, τον Carl August (TRITONUS) στις κιθάρες και φυσικά τον “μαέστρο” Sverd στα πλήκτρα, δημιουργούν ένα δίσκο που ξεφεύγει εν πολλοίς από τον χαρακτηρισμό “συνηθισμένο” black metal. Το “Aspera Hiems Symfonia” λοιπόν, αποτελεί ένα αμάλγαμα μελωδικού και ατμοσφαιρικού metal, όπου ο black ήχος διανθίζεται με gothic και progressive στοιχεία και το μουσικό σύνολο δένεται ιδανικά από τις συμφωνικές ενορχηστρώσεις του Sverd. Η μουσική κινείται κατά κύριο λόγο σε μεσαίες ταχύτητες, χωρίς να λείπουν όμως και κάποια μαυρομεταλλικά ξεσπάσματα, με τα πλήκτρα να είναι πιο μπροστά από τα υπόλοιπα όργανα και παρέα με τα leads και solos του Carl August, να είναι αυτά που σμιλεύουν το νεοκλασσικό χαρακτήρα του δίσκου. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως τα υπόλοιπα μέλη δεν συνεισφέρουν τα μάλα στη τελική μορφή των κομματιών,  με τα παραμορφωμένα κυρίως και δευτερευόντως βαρύτονα, φωνητικά του Garm, να προσθέτουν πάθος και ένταση στα κομμάτια, το ιδιαίτερο drumming του Hellhammer απλά να εντυπωσιάζει και το χαμηλό μεν, αλλά ευδιάκριτο μπάσο του Skoll να δίνει το βήμα στο ξεδίπλωμα των κομματιών. Τα διάφορα effects που ακούγονται εδώ κι εκεί παίζουν τον δικό τους ρόλο στο να δώσουν μια πιο εξωτική και πομπώδη νότα, φέρνοντας κάποιες φορές στο μυαλό τα αντίστοιχα του “Bergtatt”, του ντεμπούτου των ULVER. Η κάπως soft μίξη μπορεί να στερεί λίγο από τη δυναμική του δίσκου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επισκιάζει τη μαγική μουσική των Νορβηγών. 
    Μπορεί οι ARCTURUS να ακολούθησαν διαφορετικό μονοπάτι από τον επόμενο δίσκο, το “La Masquerade Infernale” και να έγραψαν ιστορία στον ακραίο ήχο, δίνοντας άλλη διάσταση στην έννοια avant-garde metal, αλλά όπως και να το κάνουμε το “Aspera Hiems Symfonia” πάντα θα είναι ένα “αυτόφωτο” μουσικό έργο και ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη δισκογραφία και τη διαδρομή των Νορβηγών…

     

     

    Κείμενο ARCTURUS: Θανάσης Μπόγρης

    Χαρά Νέτη & Παναγιώτης “The Unknown Force” Γιώτας

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here