Desertfest Athens @Iera Odos, 08/10/2016













    Κακά τα ψέματα, το ξενέρωμα από τις απανωτές ακυρώσεις των COUGH, ELDER και των COLOUR HAZE καθώς και τις ανακοινώσεις της τελευταίας στιγμής ήταν ήδη μεγάλο. Και οι ανακατατάξεις-μπαλώματα που αναπόφευκτα επήλθαν, περισσότερο σύγχυση προκάλεσαν, παρά κατάφεραν να βάλουν τα πράγματα στην θέση τους για ένα festival-θεσμό του εξωτερικού, το οποίο αν και δεν διέθετε τα πιο τρανταχτά ονόματα του είδους του, είχε εκ προοιμίου όλες τις περγαμηνές ώστε να εξελιχθεί σε ένα πετυχημένο πείραμα. Ακόμα και έτσι όμως, όσοι παρευρέθηκαν στη δεύτερη μέρα αντιμετώπισαν την όλη κατάσταση με μια ψύχραιμη και υπομονετική διάθεση που ανταμείφθηκε τελικά με μια δυνατή συναυλιακή εμπειρία.     

    Μολονότι η άφιξη στο stage 2 του φεστιβάλ ανέσυρε προσωπικές μου μνήμες από αντίστοιχα underground καταγώγια του Λονδίνου αλλά και του Αθηναϊκού κέντρου του παρελθόντος, οι OMEGA MONOLITH ήταν το κατάλληλο σχήμα για να μας βάλει κατευθείαν στο κλίμα της δεύτερης μέρας. Και η αλήθεια είναι ότι το έκαναν κάτι παραπάνω από άψογα, χτίζοντας με εκπληκτική προσήλωση, συνέπεια και μεθοδικότητα πολλαπλά υποστρώματα έντασης που κατέληγαν μονίμως σε μια άνευ προηγουμένου δυστοπική παραίσθηση. Με την προ μηνών κυκλοφορία του ντεμπούτου του, “Fungus”, να του χαρίζει την απαιτούμενη ώθηση, το αθηναϊκό ντουέτο ερμήνευσε με μαθηματική ακρίβεια τα κομμάτια του, με την αρμονική του χημεία να φωνάζει ξανά παρών, τόσο στα σημεία όπου οι ταχύτητες ανέβαιναν όσο και εκεί που ο ρυθμός έμοιαζε να βυθίζεται σε πιο αργές και εσωστρεφείς κλίμακες που ισορροπούσαν μονίμως ανάμεσα στο post metal και το doom. Αναμφίβολα, ιδιαίτερο και ξεχωριστό απ’ όλες τις απόψεις συγκρότημα οι OMEGA MONOLITH, το οποίο εύχομαι να απολαύσουμε ξανά και σε άλλες συναυλίες.

    Μπορεί προς το παρόν να έχουν στο ενεργητικό μόλις ένα άλμπουμ, ωστόσο οι BLACK HAT BONES έχουν φτάσει πλέον σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο εμπειρίας που τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται με αξιοπρέπεια και χαρακτηριστική άνεση στις απαιτήσεις τέτοιων συναυλιών. Με όπλο, λοιπόν, το γεμάτο ενέργεια heavy rock τους, κάτω από τη σκέπη του οποίου συνυπάρχουν επίσης και στοιχεία από grunge και punk, συν το άκρως κεφάτο κιθαριστικό στυλ τους, παρέταξαν στη σκηνή υπεργκρουβάτα άσματα σαν “Love is a drug from hell” και “Crutch” “High gain devil rockers”, τα οποία εν τη απουσία εξαερισμού κατάφεραν να ανεβάσουν κατακόρυφα την θερμοκρασία και την κάπνα σε ένα stage που για τα δεδομένα του χώρου είχε γεμίσει ασφυκτικά. Φυσικά, πέραν από το τελευταίο single τους υπό την ονομασία “Realize”, λίγο πριν από το κλείσιμο του set τους δεν παρέλειψαν να μας προσφέρουν και μια ακόμη γεύση από το επερχόμενο δεύτερο τους άλμπουμ με τίτλο “Born in Thunder”, αφήνοντας έτσι πολλές και καλές υποσχέσεις εν όψει της δισκογραφικής τους συνέχειας.

    Ήταν δεδομένο εξαρχής πως το κενό των ELDER και των COUGH ήταν αρκετά τρανταχτό για να καλυφθεί εύκολα. Παρόλα αυτά, βάσει του “αναθεωρηθέντος” προγράμματος, οι PENTAGRAM ήταν τελικά εκείνοι που στο stage 1 κλήθηκαν να καλύψουν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο το εν λόγω κενό. Αφού λοιπόν βγήκαν βαμμένοι στη σκηνή με κάτι που έμοιαζε ως υποψία corpsepaint (!) και συστήθηκαν ως οι…πρωτοεμφανιζόμενοι THE RELENTLESS GHOULS μας παρέδωσαν ένα special set, το οποίο στην ουσία ήταν ένα ποτ πουρί από αγαπημένα άσματα του παρελθόντος που παίζουν πλέον όλο και πιο σπάνια στις συναυλίες τους. Η υπερ-cult φυσιογνωμία του Bobby Leibling φάνηκε από την αρχή να κρατάει δυνάμεις για την μετέπειτα εμφάνιση των “κανονικών” PENTAGRAM, αλλά οι υπόλοιποι ήταν εκεί για να σκορπίσουν τον ενθουσιασμό στις πρώτες σειρές μπροστά από την σκηνή και συγχρόνως να αποζημιώσουν τους hardcore οπαδούς τους μέσα από ύμνους σαν τα “The Deist”, “The Ghoul” και “Evil Seed” καθώς και εκπλήξεις όπως τα “Wartime” και “Review your choices”.
    Πάνος Δρόλιας

    Για μια ακόμα (τελευταία) φορά ανηφορίζουμε στο stage 2 για να παρακολουθήσουμε τους βυσματικούς STEAK, καθώς η εμφάνισή τους στο billing των τεσσάρων εκδόσεων του Desertfest ανά την Ευρώπη, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ο κιθαρίστας Reece Tee είναι ταυτόχρονα και ο ιθύνων νους του φεστιβάλ. Βέβαια η συμμετοχή της μπάντας του μπορεί να γίνεται και στα πλαίσια του “ποιοτικού ελέγχου”, αλλά αν κάτι τέτοιο συνέβαινε τότε θα διορθωνόταν και η εκκωφαντική ένταση που επικρατούσε στο stage 2 όλο το διήμερο. Στα μουσικά τώρα, οι STEAK έχοντας μια επίσημη κυκλοφορία στην πλάτη τους, ονόματι “Slab City”, ξεκίνησαν το αλήτικο stoner τους χωρίς φανφάρες και περιττά σχόλια. Τίμια εμφάνιση από μια μπάντα που έχει σαν ίνδαλμα του KYUSS και όλη την συνομοταξία του desert rock ρεύματος. Ωστόσο σε καμία φάση του σετ τους δεν φάνηκαν να κάνουν  την έκπληξη που περιμέναμε, ώστε να μας κεντρίσουν το ενδιαφέρον.

    Πάλι πίσω στο stage 1, το οποίο έδειχνε έτοιμο για να υποδεχθεί το πρώτο δυνατό όνομα της βραδιάς. Οι MY SLEEPING KARMA, αποτελούν το ζωντανό παράδειγμα της συνύπαρξης της γερμανικής τελειομανίας με της ανατολίτικης φιλοσοφίας, ή αλλιώς ο ορισμός της απόλυτα δομημένης ψυχεδέλειας. Έννοιες που γενικά δεν μπορούν να βρεθούν η μία δίπλα στην άλλη, κι όμως μέσα σε λιγότερο από μια ώρα βιώσαμε την πραγματοποίηση αυτής της παραδοξότητας. Η μπάντα μπήκε δυνατά με το “Prithni”, που προέρχεται από το τελευταίο album τους “Moksha”, περισσότερο βολιδοσκοπώντας τις αντιδράσεις του κοινού, αλλά και την ποιότητα του ήχου, που παραδοσιακά σε όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ είχε τα θεματάκια του στα εναρκτήρια κομμάτια. Η συνέχεια, ωστόσο, δεν είχε να συγκριθεί με τίποτα από ότι είχαμε ακούσει μέχρι εκείνη την στιγμή και τις δύο μέρες. Μιλάμε για την επιτομή του αψεγάδιαστου ήχου, που αποτύπωνε στο έπακρο τις τεχνικές δεξιότητες της μπάντας. Ειδικά ο Steffen πίσω από τα τύμπανα θύμιζε περισσότερο ντράμερ τζαζ παρά ψυχεδελικού ροκ συγκροτήματος. Μπροστά του οι Διόσκουροι Seppi και Matte ξεχείλιζαν από ενέργεια που μέσω των χορδών τους την μετέδιδαν στο κοινό από κάτω. Μόνη ανορθογραφία αυτής της επικής εμφάνισης, η δικαιολογημένη παραφωνία του René, που από την θέση του τεχνικού ήχου βρέθηκε να αντικαθιστά τον Norman Mehren στα πλήκτρα.
    Νίκος Ζέρης

    Μετά από την ψυχεδελική μυσταγωγία των MY SLEEPING KARMA, φρονώ πως το καρέ θα συμπληρωνόταν επάξια με την παρουσία ενός ανάλογου μεγέθους τύπου COLOUR HAZE. Επειδή όμως η ημέρα ήταν ήδη γεμάτη με αρνητικές εκπλήξεις, οι μόνοι που θα μπορούσαν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους ήταν (ξανά) οι PENTAGRAM. Χωρίς corpsepaint αυτή τη φορά και με τον Bobbly Leibling να επενδύει σε ακόμα πιο cult ενδυματολογικές επιλογές που ήταν αδύνατον να περιγραφούν με λόγια, οι θρυλικοί προπάτορες του doom metal έβγαλαν στο σανίδι κυριολεκτικά τον καλύτερο του εαυτό. Ο ήχος ήταν και πάλι εξαιρετικός, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στο αμερικανικό συγκρότημα να συμβιβάσει με περίσσεια μαεστρία το ένδοξο δισκογραφικό παρελθόν του με το πιο πρόσφατο άλμπουμ του, το “Curious Volume”. Κάπως έτσι, από την μια πλευρά είχαμε το προνόμιο να απολαύσουμε επικές κομματάρες όπως τα “All your sins”, “Sign of the Wolf (Pentagram)”, “When the screams come” και τα υπερλατρεμένα “Forever My Queen” και “Relentless”, όπου αναμενόμενα προκλήθηκε ο κακός χαμός, ενώ από την άλλη, εξίσου θεαματικές ήταν και οι εκτελέσεις των πιο καινούργιων “Dead bury dead”, “Curious Volume” και “Devil’s playground”. Κοινή συνισταμένη, βέβαια, όλων των παραπάνω κομματιών ήταν οι απερίγραπτες γκριμάτσες του Bobbly Leibling και το υποχθόνιο καμάκι του προς τις κορασίδες του κοινού, η επιβλητική παρουσία του Victor Griffin, που εκτόξευε κατά βούληση αρχοντικά riffs και solos, πιστοποιώντας ότι παραμένει υπεραπαραίτητος και αναντικατάστατος για τους PENTAGRAM καθώς και η στιβαρότητα που χάριζε το rhythm section των Turley και Campell, με τον δεύτερο να αντιμετωπίζει λιγότερα προβλήματα με τα πιατίνια του σε σχέση με το προηγούμενο set του συγκροτήματος. Το χαοτικό κλείσιμο όμως με το “20 Buck Spin” αποτέλεσε τον ορισμό του κατανυκτικού έπους. Το να βλέπεις άλλωστε τον Bobby Leibling να σωριάζεται στη σκηνή παριστάνοντας τον ψόφιο και να τον σέρνουν από τη μια άκρη στην άλλη ο Griffin και ο Turley, έως ότου αναστηθεί ξαφνικά στην τελική ευθεία του κομματιού, ήταν μια θρησκευτική εμπειρία βγαλμένη από τα καλύτερα rock ‘n’ roll παραμύθια.  

    Η προσγείωση στην πραγματικότητα ήταν ομολογουμένως ανώμαλη με τους KARMA TO BURN. Έχοντας απολαύσει ζωντανά τους Αμερικανούς riff rockers με την παλιά (και πιο κλασική εδώ που τα λέμε) σύνθεση τους στις πρώτες τρεις επισκέψεις τους στο An, ήμουν αρκετά περίεργος για το πώς θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας μεγαλύτερης σκηνής. Δυστυχώς, από τα πρώτα κιόλας κομμάτια του set τους η περιέργεια μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε απογοήτευση. Μια απογοήτευση που δεν πήγαζε τόσο από την ποιότητα του ήχου, η οποία ήταν πεντακάθαρη και δυνατή, όσο από την απόδοση της ίδιας της μπάντας. Το να είναι σε κακή μέρα ο μετριότατος, κατ’ εμέ, Evan Devine στα drums είναι θεμιτό μέχρι ενός σημείου, ωστόσο ο στηλοβάτης William Mecum ήταν εμφανώς εκτός φόρμας, με αποτέλεσμα ο μοναδικός που κράταγε αξιοπρεπώς τα γκέμια του σχήματος να ήταν ο μπασίστας Eric Clutter. Βεβαίως, αυτό δεν φάνηκε να πτοεί και ιδιαίτερα την μεγαλύτερη μερίδα του κοινού, η οποία αφέθηκε στο αχαλίνωτο groove κομματιών σαν τα “Nineteen” “Forty-Seven” και “Thirty-Six”, δημιουργώντας μικρές και σποραδικές εστίες mosh pit στο κέντρο του χώρου όπου συμμετείχαν μερικές και από τις κορασίδες (!) του κοινού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η αίσθηση ότι είχαμε να κάνουμε με την πιο μέτρια εμφάνιση των KARMA TO BURN επί ελληνικού εδάφους διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέχρι τέλους.       
    Πάνος Δρόλιας

    Κάπως έτσι και αφού τα κουράγια μας δεν μας επέτρεψαν να δούμε από κοντά τους AUTOMATON, φθάσαμε στο τέλος του Desertfest στην Ελλάδα. Η τροπή που πήρε η δεύτερη μέρα της διοργάνωσης δυστυχώς στιγμάτισε το φεστιβάλ, αφού η απουσία δύο πολύ δυνατών ονομάτων μείωσε αρκετά τόσο την προσέλευση του κόσμου, όσο και την προσφερόμενη ποσότητα μουσικής στους ήδη παραβρισκόμενους. Δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πως θα ήταν η βραδιά του Σαββάτου αν με αυτή την μεγαλειώδη εμφάνιση των MY SLEEPING KARMA συνυπήρχαν οι COLOUR HAZE και οι ELDER. Ωστόσο, πέρα από τους αστάθμητους παράγοντες, η διοργάνωση κύλησε σε πολύ υψηλά επίπεδα, με μόνη εξαίρεση την ατυχή επιλογή της τοποθεσίας του stage 2. Ελπίζουμε το Desertfest να παραμείνει στην χώρα μας και του χρόνου, διευρύνοντας μάλιστα τον αριθμό των συγκροτημάτων.

    Νίκος Ζέρης / Πάνος Δρόλιας

    Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (rockinathens.gr)

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here