Περίεργες τροχιές διαγράφει πλέον η μουσική των THE BLACK ANGELS. Έχουν περάσει τόσα χρόνια που βρίσκονται στο κουρμπέτι της ψυχεδελικής ροκ σκηνής κι ακόμα καταφέρνουν να προβάλουν την μουσικής τους εν είδει εικόνων μέσα στο μυαλό μας χωρίς καν να είναι απαραίτητο ο δέκτης να έχει υποτροπιάσει από την παρατεταμένη χρήση παραισθησιογόνων ουσιών. Να το πω αλλιώς; Ξέρουν πια πώς να σε τριπάρουν χωρίς να κουμπώσεις ούτε μισή λυσεργίδη.
Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με ένα συγκρότημα φαινόμενο, που στο δυναμικό του, ομολογουμένως, ξεκίνημα πολλοί έτρεξαν να τους συγκρίνουν με τους θρυλικούς THE DOORS. Ατυχής η συγκυρία, διότι το εξωπραγματικό “Passover” (2006) είναι όντως ένας δίσκος σταθμός για το είδος, ωστόσο όμως η σύγκριση με ένα τέτοιο όνομα προκαλεί φόβο και δυσπιστία στο μεγαλύτερο μέρος της μουσικής κοινότητας. Σαν αποτέλεσμα, από την μία έχουμε τους φανατικούς οπαδούς, ενώ στην αντίπερα όχθη έχουμε εκείνους που έζησαν τις μέρες όπου ο Jim Morrison σαγήνευε τα πλήθη και σήμερα απλά αδιαφορούν και μόνο στο άκουσμα του ονόματος Angels. Μεγάλη η αδικία, καθώς οι THE BLACK ANGELS δεν θέλησαν ποτέ να κάτσουν στον θρόνο του βασιλιά των ερπετών, αλλά αντί αυτού να χτίσουν μια δική τους αυτοκρατορία όπου η πραγματικότητα πάντοτε θα (παρα)κάμπτεται.
Στα της μουσικής τώρα. Το “Death Song” συνεχίζει εκεί που σταμάτησε το “Indigo Meadow” τέσσερα χρόνια πριν, κι αυτό γιατί διακατέχεται από την ίδια δροσερή αύρα, τους ίδιους ηχητικούς πειραματισμούς και την όλη radio friendly διάθεση. Διότι κακά τα ψέματα, όσο κι αν αγαπήσαμε την αιρετική μελαγχολία που διακήρυττε το “Passover”, το σκοτεινό αυτό ύφος δεν πρόκειται να επιστρέψει στην μουσική τους. Μπορεί βέβαια οι καλύτερες στιγμές του δίσκου να βρίσκονται σε πιο low tempo τραγούδια όπως το ερωτικό “Half Believing”, ωστόσο πρέπει πια και οι τελευταίοι να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι τραγούδια όπως το “Empire”, “Manipulation” και τα σχετικά, δεν ξαναγράφονται. Αν γίνει αυτό το άλμα, οι προσδοκίες του ακροατή αλλάζουν, με αποτέλεσμα να υποδεχθεί ευκολότερα το (όχι και τόσο) νέο άκουσμα. Προσωπικά δυσκολεύτηκα αρκετά να συμφιλιωθώ με τον δίσκο στην ολότητά του. Έφταιγε και λίγο το ηχητικό format της πρώτης επαφής, κυρίως όμως επέδρασε ανασταλτικά αυτός ο αργός ρυθμός που έκρυβε τις σπειροειδείς κινήσεις των riffs. Μετά όμως από τις πρώτες ακροάσεις, ο πιστός οπαδός θα νιώσει ότι η μαγεία κρύβεται αλλού.
Ο ήχος που παράγουν οι THE BLACK ANGELS είναι πληρέστερος, πιο ζεστός και πιο «πειραγμένος» από ποτέ. Μόνο όταν κάποιος καταφέρει να ακούσει τον δίσκο σωστά (εννοώ τον εξοπλισμό), θα καταλάβει το βάθος που δημιουργούν τα ηχητικά κύματα στον χώρο. Φυσικά σε αυτό βοηθούν και οι συνθέσεις, που παραμένουν στο ίδιο υψηλό επίπεδο. Αλλά ας είμαστε ρεαλιστές όταν μετά από τέσσερις εκπληκτικούς δίσκους που έχεις γράψει τα πάντα, τότε ψάχνεις τον τρόπο με τον οποίο τα ίδια πράγματα μπορούν να ακουστούν, αν όχι καλύτερα, σίγουρα διαφορετικά. Από άποψη κομματιών δεν μπορεί να υπάρξει κάποια ιδιαίτερη αναφορά, αφού δεν υπάρχει ούτε ένα filler μέσα στον δίσκο, με τις κορυφαίες στιγμές να ανήκουν στο single “Currency”, το “Half Believing”, “Grab as Much (as you can)” και το “Death March”.
Όσο κι αν μου δίνεται η ευκαιρία, δεν θέλω να ξεπεράσω τα όρια σε αυτή την παρουσίαση. Οι THE BLACK ANGELS με την μουσική τους σου δίνουν όλα εκείνα τα ερεθίσματα που χρειάζεσαι για να περιγράψεις το υπερβατικό αυτό ταξίδι μεταξύ των νοητικά αντιληπτικών διαστάσεων, ωστόσο θα ήθελα να μη κάνω κατάχρηση του χρόνου σας. Πραγματικά επείγει να πάτε να ακούσετε αυτό το διαμάντι και να το αφήσετε στο repeat μέχρι να το βαρεθείτε (αμφιβάλλω αν θα συμβεί ποτέ).
9/10
Νίκος Ζέρης