RAGE – “Wings of rage” (Steamhammer)

0
132

RAGE και συχνότητα κυκλοφοριών πάνε πάντα μαζί. Είναι, πραγματικά, από τη μία αξιοθαύμαστο και από την άλλη μη εύκολα αντιμετωπίσιμο, το πώς και πόσο εύκολα και ραγδαία χρονικά δισκογραφούν. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, ο ανέκαθεν λατρεμένος Peavy, το έχει παρακάνει τόσο πολύ, που ο μόνος λόγος που πιστεύω ότι δεν παθαίνει υπερκόπωση, είναι καθαρά ότι πρέπει να αντέχει οργανικά, έχει γίνει και ντούκι (όχι ότι παίζει ρόλο, αλλά παλιότερα μία κούραση του έβγαινε όταν ήταν 40 κιλά μείον) και δεν υπάρχει «σωτηρία» στην περίπτωσή του. Και όχι απλά έβγαλε το 23ο άλμπουμ της μπάντας μέσα σε 34 χρόνια, αλλά δείχνει να το διασκεδάζει και μάλιστα δεόντως. Θυμίζουμε, πως το ντεμπούτο “Reign of fear”, ήταν το 1986 (μιλώντας πάντα για RAGE), χωρίς να αναφέρουμε το παρελθόν ως AVENGER. Ίλιγγος έτσι; Ασύλληπτο στατιστικό! Δεν ξέρω αν αυτό του βγαίνει λίγο περισσότερο τα τελευταία 5 χρόνια, που στο πλάι του έχει ένα σταθερό (μέχρι νεοτέρας) line-up, με τον συμπαθή παιχταρά Marcos Rodriguez στις κιθάρες και τον συμπατριώτη μας, Βασίλη “Lucky” Μανιατόπουλο, στα τύμπανα, αλλά η αλήθεια είναι ότι σε συναυλιακό τουλάχιστον επίπεδο, όπως έχουμε γίνει και αυτόπτες μάρτυρες, τον έχουν ανεβάσει πολύ ψυχολογικά και η μπάντα λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόϊ και για κάποιο παράξενο λόγο κερδίζει οπαδούς.

Τις συνθετικές ικανότητες του Πίβη τις γνωρίζουμε όλοι και όλες. Ακόμα και αν κάποιοι έχουν το περιβόητο «μέχρι», όσον αφορά συγκεκριμένο άλμπουμ και χρονολογία που προτιμούν τη μπάντα (κούνια που σας κούναγε, ειδικά με τα σαπάκια που αποθεώνετε όλοι σε σχέση με τους RAGE), δε μπορούν να παραβλέψουν το ταλέντο αυτού του ανθρώπου στο να γράφει κολλητικά και ποιοτικά τραγούδια, στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Το θέμα με κάθε δίσκο, είναι το κατά πόσο μας αρέσει περισσότερο ή λιγότερο από τον προηγούμενο, ή με βάση το (πολύ ένδοξο) παρελθόν της μπάντας. Και η αλήθεια είναι ότι από το “Wings of rage”, προσωπικά περίμενα περισσότερα, ειδικά σαν άκρως φανατικός οπαδός της μπάντας, που δε θέλει και πολύ να αρχίσει μπουνιές και κλωτσιές προς αμφισβητίες και ειδικά σε όσους προτιμούσαν ή συνεχίζουν να προτιμούν άλλους (και δη παλαίμαχους συνθετικά) συμπατριώτες τους εκ Γερμανίας. Ας αρχίσω με το πολύ βασικό, που θεωρώ ότι είναι το μείζον πρόβλημα, χωρίς ο δίσκος να είναι σε καμία των περιπτώσεων κακός ή βαρετός. Ο Πίβης χρειάζεται ένα διάλειμμα, να κάτσει λίγο να ξεκουραστεί, γιατί η ζωή του και η πορεία της μπάντας πάνε σαν ένα ξέφρενο rollercoaster, που κάποια στιγμή θα εκτροχιαστεί και η σύγκρουση θα είναι σε γρανίτη με τα μούτρα να γίνονται κρέας.

Ο Πίβης, σαν άλλος Καβαλέρας (πσσς…), δεν ξέρει τι θα πεί «ξέρω που να σταματάω». Φορτώνει και ξαναφορτώνει κομμάτια το πλούσιο παλμαρέ του και αν βάλουμε και τα άλμπουμ με την Lingua Mortis Orchestra, συν τη μπαρούφα που κυκλοφόρησε με τους REFUGE (οικτρή απογοήτευση από την παλιά εμβληματική σύνθεση των RAGE), αντιλαμβάνεστε ότι κάπου έχει βαρέσει κόκκινο. Κρίμα, γιατί το πρώτο άλμπουμ με τη συγκεκριμένη σύνθεση (“The devil strikes again”), ήταν ό,τι καλύτερο από το 2006 και μετά (με το φοβερό “Strings to a web” προ δεκαετίας), αλλά το “Seasons of the black” μας τα χάλασε λίγο το 2017, καθότι ξεκινούσε ωραία και τέλειωνε άνισα (εκείνη η τετραλογία το έκοψε στα δύο). Το “Wings of rage” ξεκινάει με νεύρο, γκάζια, καλή διάθεση και αν μη τι άλλο, φοβερό παίξιμο. Τα δύο πρώτα δείγματα, “True” και “Let them rest in peace”, μου είχαν αρέσει πάρα πολύ, περίμενα φυσικά παραπάνω και κρατιόμουν. Γενικώς, ο δίσκος ως τη μέση, με τα “Chasing the twilight zone”, “Tomorrow” και το ομότιτλο κομμάτι, πάει με το πόδι στο γκάζι, δεν υπάρχουν διαφορές σε σχέση με το παρελθόν ή κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει από τη μπάντα, από την άλλη η επανάληψη δεδομένα κουράζει.

Μπορεί ο Πίβης να έχει την δική του προσωπική συνθετική πατέντα, από την άλλη όμως, όσες φορές τολμούσε να κάνει την έκπληξη (όπως στο “Speak of the dead” ας πούμε, που ήταν μισό συμφωνικό και μισό, σχεδόν, thrash), το αποτέλεσμα τον δικαίωνε. Έτσι, ακούγοντας τη φοβερή αρχή του “A nameless grave”, τσινάει λίγο ο (πιστός) οπαδός, καθώς κάποτε αυτό θα εξελισσόταν σε απίστευτο κομμάτι, όμως εδώ, λίγο κάτι έχει κάνει ο αρχηγός και το έχει «χαλάσει» με το ρυθμό και τη φωνητική του μελωδία. Προσπαθώ φιλότιμα να καταλάβω για ποιο λόγο να επανηχογραφηθεί το “Higher than the sky” ως “HTTS 2.0”. Αν και μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η γκαζάτη προσέγγιση (ίσως επειδή από τα κλασικά τους κομμάτια, το συγκεκριμένο το παλεύω λιγότερο όλων. συν ότι μου σπάει τα @@ επειδή παίζεται τελευταίο και το τραβάνε κάνα τέταρτο), κάπου αυτό δείχνει και ένα αδιέξοδο. Δε μπορώ σε καμία περίπτωση να υποστηρίξω ότι και ο Marcos και ο Lucky δεν κάνουν πολύ σωστά τη δουλειά τους. Ειδικά ο κοντός κιθαρίστας, παρότι πιο επιθετικός από τους προκατόχους του, όταν έρχεται η ώρα να σολάρει μεστά, μπορεί να προκαλέσει θαυμασμό. Ο Βασίλης βαράει δυνατά και τίμια, αλλά νιώθω ξεκάθαρα ότι κάτι λείπει στο τελικό αποτέλεσμα.

Το δεύτερο μισό του δίσκου, είναι λοιπόν και πάλι άνισο σε σχέση με το πρώτο και αν κάποιος δεν είναι φανατικός οπαδός, σίγουρα θα βαρεθεί, ενώ παίζει να ρίξει και κάνα χασμουρητό και να πεί μέσα του «τέλειωνε να πάμε στο επόμενο να τελειώσει και ο δίσκος να ακούσουμε τίποτα άλλο». Ενδόμυχα μέσα μου, ίσως να μου λείπει το ξεκάθαρα power metal μοτίβο που θα ήθελα να έχουν, καθώς έχουν υιοθετήσει μία πιο κλασικομεταλλάδικη προσέγγιση, για αυτό και γκάζια, τύπου “Don’t let me down”, είναι πολύ ευπρόσδεκτα κατ’ εμέ (και ας έχει ρεφρέν που δεν κολλάει με την αρχή). Φωνητικά, ο Πίβης είναι υπερκομπλέ και χρωματίζει πολύ ωραία τα κομμάτια. Όμως θεωρώ ότι έχει πέσει και στη λόμπα με άλμπουμ πάνω-κάτω γύρω στη μία ώρα. Βγάλε χριστιανέ μου ένα αλμπουμάκι 40-45 λεπτών, αφού κάθεσαι και τα γράφεις με διάρκεια 5 λεπτών το καθένα. Θα έχεις και λόγο να ικανοποιήσεις την πέτσα σου και να βγάζεις δίσκο κάθε εξάμηνο μετά, αφού δεν έχεις που δεν έχεις γιατρειά. Συμμάζεψε το λίγο το θέμα και μην αφήνεις τον κάθε πουθενά να σε πιάνει στο στόμα του. Τέλος πάντων, θεωρώ ότι το “Wings of rage”, παρότι καλοεκτελεσμένο και φρέσκο, στερεί κάτι από τη μπάντα, λείπει ξεκάθαρα ένα “Blackened karma” και είναι καιρός για ανασυγκρότηση.

Επίσης, θεωρώ ότι όταν αγαπάς πραγματικά ένα συγκρότημα (και πιστέψτε με δεν παίζει να υπάρχει φανατικότερος οπαδός των RAGE, τουλάχιστον στην Ελλάδα), καλό είναι να είσαι λίγο παραπάνω αυστηρός. Μαζί με το “21”, είναι για μένα το λιγότερο πλήρες άλμπουμ τους τα τελευταία 20 χρόνια και είναι άδικο ας πούμε το “Ghosts” να έφαγε ΤΟΣΟ κράξιμο όταν βγήκε, ενώ από την άλλη βλέπω το “Wings of rage” να πουλάει ήδη καλά και να έχει μπει σε charts και τα σχετικά. Και όλα αυτά, επαναλαμβάνω, χωρίς να είναι καν κακό.

Ελπίζω και εύχομαι, την επόμενη φορά, ο αγαπημένος μου (και μας θέλω να πιστεύω) Πίβης να τα καταφέρει καλύτερα. Δε θα κρύψω ότι κάτι δε μου κολλάει και με τη συγκεκριμένη σύνθεση, χωρίς να ξέρω το γιατί. Δε νιώθω, οπαδικά, ασφάλεια ρε παιδί μου. Ούτε κατά διάνοια δε βάζω στο ζύγι το τρίο Peavy/Smolski/Terrana, απλά δε μου βγαίνει κάτι στην άσκηση που λέμε. Μακάρι να κάνω λάθος. Οι RAGE μπαίνουν στη νέα δεκαετία όχι απαραίτητα με τρομερή έμπνευση, αλλά με όρεξη να δείξουν ότι δεν είναι δεινόσαυροι που αναπωλούν το παρελθόν τους. Στο χέρι τους είναι να έρθουν καλύτερες μέρες συνθετικά, με την προϋπόθεση να υπάρξει σύνεση και λογική στη συχνότητα κυκλοφοριών.

 

7/10

Άγγελος Κατσούρας

Αγοράστε το άλμπουμ από το Music Megastore

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here