Υπάρχουν περιπτώσεις και περιπτώσεις ιστορικών συγκροτημάτων. Θρύλων και Μύθων, «ζώντων τε και τεθνεώτων». Κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις ασφυκτιούν μέσα σε αυτόν τον όρο, ούσες πολλά παραπάνω, κάποιες άλλες αδυνατούν να δικαιολογήσουν αυτόν τους τον χαρακτηρισμό. Ψιλά γράμματα… Ζώντας ως γνωστόν στα χρόνια της διαρκούς υπερβολής, όπου ο καλός εξισώνεται με τον μέτριο και ο σημαντικός με τον ασήμαντο, κάτι τέτοιο δε θα έπρεπε να μας δημιουργεί έκπληξη ή απορία. Η υπόθεση όμως που σήμερα θα εξετάσουμε, δεν επιδέχεται δευτέρων σκέψεων και αμφισβητήσεων…
Μέχρι πρότινος, σε μια οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από τους HEAVY LOAD, θα διαπίστωνε κανείς ότι αρκετοί τους θεωρούσαν, λανθασμένα, ως ένα σχήμα για «λίγους». Έφταιγε βέβαια πρωτίστως το status που τους ακολουθούσε, καθώς περιείχε όλα εκείνα τα στοιχεία που ορίζουν την έννοια του “cult”. Μέγα λάθος! Δε μιλάμε απλά και μόνο για «τους πρώτους Σουηδούς που αποφάσισαν να παίξουν επισήμως heavy metal, στα μέσα των 70s». Δεν αναφερόμαστε σ’ένα από τα αναρίθμητα ονόματα που χάθηκαν στη λήθη του Χρόνου, χωρίς να «χάσει η Βενετιά βελόνι»…
Πρόκειται για έναν ιστορικό κολοσσό, τον οποίο θα δεις να μνημονεύουν από γίγαντες του mainstream rock/metal (οι EUROPE, CANDLEMASS, HAMMERFALL και Yngwie Malmsteen μου έρχονται ευθύς στο νου), μέχρι ο τελευταίος τροχός της αμάξης της Σουηδικής σκηνής, κάπου σε ένα μικρό, υγρό προβάδικο, σε κάποιο επαρχιακό χωριό. Μέγιστο παράσημο, όταν έχουμε να κάνουμε με μια χώρα ούτως ή άλλως πλουσιοτάτη σε μουσικό πολιτισμό και ταυτόχρονα μοναδικό και ακλόνητο επιχείρημα, προς όποιον επιχειρεί να μειώσει το «αποτύπωμά» τους στον «σκληρό» ήχο…
Στα καθ’ ημάς, ξανά μέχρι πριν λίγα χρόνια, η φράση «ακούω νέο δίσκο HEAVY LOAD» ή ακόμη περισσότερο η αντίστοιχη «ακούω νέο δίσκο HEAVY LOAD και γράφω την παρουσίασή του», από μόνη της, άνετα θα μπορούσε να προέρχεται από τον χώρο του φανταστικού. Κάτι σαν παραμύθι, κάτι σαν όνειρο. Κι όμως, τέσσερεις ολόκληρες δεκαετίες μετά την τελευταία τους δισκογραφική δουλειά (“Stronger than Evil”, 1983), οι θρυλικοί Σουηδοί επανέρχονται με νέο υλικό, θέτοντας επί των επάλξεων μια ολόκληρη κοινότητα ανθρώπων! Αυτών που θα κοιτάξουν πίσω από το λαμπερό παραβάν του mainstream, αυτών που ψάχνουν και ψάχνονται, αυτών που θα ακούσουν με την ίδια ζέση τόσο το νέο IRON MAIDEN, όσο και το ντεμπούτο της Χ,Ψ άγνωστης μπάντας, μετά από μια βόλτα στο Bandcamp.
Η παραπάνω από θετική ανταπόκριση από πλευράς κοινού και μουσικής βιομηχανίας, μετά την επανεκκίνησή τους σε συναυλιακό επίπεδο, τους «γλύκανε» για τα καλά, διέλυσε κάθε δεύτερη σκέψη και αποτέλεσε το τελευταίο μα σοβαρότερο κίνητρο, για να μπουν ξανά στο studio. Και ήταν, όπως θα διαβάσεις παρακάτω, το όνομα και ο μύθος που αυτό σέρνει πίσω του, που τους έθεσε προ των ευθυνών τους. Η επιστροφή λοιπόν τούτων των Προπατόρων, όφειλε να γίνει με κάθε επισημότητα και σοβαρότητα, χωρίς περιθώρια για κακεντρεχή σχόλια, σεβόμενη την εικόνα που τόσοι οπαδοί, είχαν φτιάξει στο μυαλό τους. Όπως κι έγινε τελικά.
Εκτός των αδερφών Ragne (φωνή, κιθάρα, πλήκτρα) και Styrbjörn Wahlquist (τύμπανα, φωνή), δηλώνει «παρών» κι ο μπασίστας Torbjörn Ragnesjö. Αν δε, βρισκόταν στις τάξεις τους ως μόνιμο μέλος ο έτερος κιθαρίστας/τραγουδιστής Eddy Malm, ο οποίος πλέον περιορίζεται σε επιλεγμένες guest εμφανίσεις, θα γινόταν λόγος για ολική επαναφορά. Ας είναι, ο πρώην κιθαρίστας των STEELWING, Niclas Sunnerberg, σαν έτοιμος από καιρό, έχει όλο το «πακέτο», καλλιτεχνικά και εμφανισιακά, ώστε να ταιριάξει άψογα με τους υπολοίπους, συμπληρώνοντας το κουαρτέτο.
Τι πρέπει να περιμένουμε από τους HEAVY LOAD του 2023; Τα αυτονόητα. Να έχουν κρατήσει αναλλοίωτα όλα τα στοιχεία που συνέθεταν τη μουσική τους ταυτότητα, από το ντεμπούτο τους μέχρι σήμερα. Να τα έχουν εξελίξει, όσο αυτά μπορούν να εξελιχθούν, βέβαια, χωρίς να επηρεαστεί ο ήχος τους. Τις εναλλαγές στα πρώτα φωνητικά μεταξύ Ragne και Styrbjörn, τις πολυφωνίες, τη μονολιθικότητα των συνθέσεων, τον ακατέργαστο ηρωικό χαρακτήρα… Με μια λέξη, τον χαρακτήρα τους. Τα βρήκα τα στοιχεία αυτά; Πάμπολλες ακροάσεις μετά, η απάντηση είναι καταφατική. Καταφατική σε βαθμό ενθουσιασμού, καταφατική σε βαθμό απρόσμενο!
Το “Ride the night” μας συστήθηκε εντυπωσιακά! Με πολύ ωραίο συνδυασμό κιθάρας και πλήκτρων, γρήγορο, ξεσηκωτικό, άκρως συναυλιακό, είναι βέβαιο πως θα γίνει το νούμερο ένα “opener” της μπάντας και δικαίως. Σε αυτό βοηθούν πάρα πολύ τα κουπλέ του, γραμμένα ώστε να μπορεί να τα τραγουδήσει πανεύκολα το κοινό. Εγώ θα το προόριζα για εναρκτήριο κομμάτι σε οποιαδήποτε “Best of HEAVY LOAD” συλλογή, τόσο καλό το βρίσκω. Ένα ακόμη τραγούδι έχει αναλόγως ανεβασμένο tempo, το “Raven is calling”. Λόγω του ότι είναι πιο επιθετικό, πιο «βαρύ», έχει πιο… σκούρα ατμόσφαιρα και η φωνή του Styrbjörn ακολουθεί άλλη προσέγγιση από αυτή του Ragne, θα το χαρακτήριζα ως την άλλη όψη του ιδίου νομίσματος.
Στο “Angel dark” έχουμε κλασσικότροπο heavy metal με galloping riffing. Περίπου στη μέση, οι τόνοι πανέξυπνα πέφτουν, για να ακουστεί το solo. Πολύ ωραία η αλλαγή αυτή, γενικά οι Σουηδοί δε φοβούνται να «παίξουν» με το «γκάζι», όπως και με τις χρονικές διάρκειες. Οι λυρικότερες στιγμές του album τώρα, είναι δίχως δεύτερη κουβέντα το δίδυμο των “Walhalla warriors” και “Sail away”. Το πρώτο μας είναι ήδη γνωστό, το ακούσαμε «ζωντανά» στο Up the Hammers Festival του 2018, άλλωστε ανάγεται σε περασμένα χρόνια. Όλως περιέργως, η επίσημη εκδοχή του είναι πολύ κοντά σε αυτή του demo. Οι κιθάρες δεν είναι «μπροστά» (εκτός των lead θεμάτων, περισσότερο σε «φράσεις» τις ακούς), ο συνδυασμός έντονων πλήκτρων/χορωδιακών φωνητικών δημιουργεί μια έντονη επική αίσθηση, ενώ το rhythm section έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στο δεύτερο, παρατηρείται μια ακόμη μεγαλύτερη θέληση από πλευράς μπάντας, να ποντάρει στην ατμόσφαιρα. Εδώ εκπλήσσομαι ξανά, λόγω των επιπρόσθετων στοιχείων από 70s prog rock αλλά και JUDAS PRIEST (ψάξε προσεκτικά και θα βρεις το “Victim of changes”), επίσης της ιδίας εποχής, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς είχαν και αυτοί παρόμοιες προσλαμβάνουσες στα ξεκινήματά τους. Θαρραλέα κίνηση, οδήγησε στην πλέον συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή του δίσκου. Θα αγαπηθεί από τον κόσμο. Ένα εξίσου επιβλητικό, στα όρια του υποβλητικού, κομμάτι, είναι το “Slave no more”. Θα περίμενες από τους HEAVY LOAD να φλερτάρουν με το doom; Προσωπικά, όχι. Μα να… όχι μόνο το προσπαθούν, αλλά τους «βγαίνει» με αξιοσημείωτη επιτυχία. Μόνο μια συμβουλή: Δώσε του λίγο παραπάνω χρόνο, μην τον τσιγκουνευτείς… είναι βραδυφλεγής βόμβα!
Επόμενη στάση, σε ένα ιδιότυπο «μπρος-πίσω», το “We rock the night”, ή με άλλα λόγια, όπως ΑΚΡΙΒΩΣ θα ακούγονταν οι EUROPE, αν έπαιζαν μονολιθικό heavy metal, εν έτει 1982. Ουδεμία έκπληξη, αν αναλογιστούμε όσα γράφτηκαν στον πρόλογο, ποιοι ήταν και είναι οι HEAVY LOAD, ποια η ιστορική τους παρακαταθήκη και η σημασία τους για την σκανδιναβική metal σκηνή, εν γένει. Αργό, βαρύ, στα χνάρια των “The guitar is my sword” και “Roar of the North”, αλλά αρκετά πιο… hard rock, θεωρώ πως θα παιχτεί back-to-back με το “Ride the night” επί σκηνής, πριν γίνει η πρώτη αναδρομή μέσω του set, στο παλαιό υλικό. Θεωρητικά, μιλάμε για το πιο «αδύναμο» κομμάτι του δίσκου, ίσως λίγο επαναλαμβανόμενο, αλλά η πρωτόλεια βαρβαρότητά του δεν το αφήνει να υστερεί ιδιαίτερα, συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα.
Όσοι προτιμήσουν το cd από το βινύλιο, θα απολαύσουν επιπροσθέτως ένα ιδιαίτερο τραγούδι, το “Butterfly whispering”. Μια υπέροχη, ακουστικού τύπου σύνθεση, που θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις και ως ένα “extended version outro”. Επτά λεπτά που δημιουργούν πανέμορφες «εικόνες» και φανερώνουν μια άκρως ρομαντική διάθεση. Δυστυχώς, το τονίζω ξανά αυτό, πρόκειται για bonus track το οποίο μπορεί να βρεθεί μόνον στην CD έκδοση του δίσκου. Οι λάτρεις του βινυλίου, δε θα το ακούσουν από το αγαπημένο τους pick-up. Αλλά για στάσου, ο old school οπαδός, σαν αυτούς στους οποίους ανήκουν οι αντίστοιχοι των HEAVY LOAD, δεν περιορίζεται μόνο σε ένα format, σωστά;
Μερικές επιπλέον λέξεις, μιαν ανάσα πριν το τέλος…
Για μια μακρά περίοδο οι ψηφιακές, υπερβολικές παραγωγές, εξελίχθηκαν σε μάστιγα. Τον τελευταίο καιρό, διακρίνω μια τάση στροφής, παγκοσμίως, προς τον αναλογικό, retro ήχο από συγκροτήματα που εκ πρώτης όψεως, δεν πίστευα πως θα κάνουν κάτι τέτοιο. Αδύνατον συνεπώς, οι HEAVY LOAD, με τόσα χρόνια ιστορίας και με καταγωγή από την Σουηδία, να μη χρησιμοποιούσαν vintage μεθόδους ηχογράφησης. Τούτο είναι το πεδίο τους! Ο ήχος του “Riders…” είναι υπέροχος και κατέχει την απαιτούμενη δυναμική και ευκρίνεια, «κολακεύοντας» το τελικό αποτέλεσμα. Πάρτε μαθήματα, ηχογραφήσεις σαν αυτήν εδώ, δείχνουν τον δρόμο!
Επίλογος…
Θα είμαι όπως πάντα ειλικρινής: ΔΕΝ περίμενα το “Riders of the Ancient Storm” να είναι τόσο καλό. Οι Σουηδοί γερόλυκοι πατούν γερά στα πόδια τους, έχουν αυτοπεποίθηση πηγάζουσα κυρίως από το ότι δεν έχουν να αποδείξουν το παραμικρό και οι ιδέες τους αποπνέουν μιαν αξιοπρόσεκτη «φρεσκάδα». Δε γνωρίζω τι υπάρχει στο μυαλό του Ragne και του Styrbjörn, αλλά αν αποφάσιζαν να σταματήσουν οριστικά εδώ, τούτο το album θα ήταν ένα σπουδαίο grande finale. Έτσι ακουγόταν το ορθόδοξο, παραδοσιακό heavy metal «τον παλαιό, καλό καιρό», έτσι ακούγεται σήμερα. Με ρομαντισμό, διάθεση αναπόλησης, σπίθες στα μάτια και τη φλόγα μιας καρδιάς που αρνείται να γεράσει!
8,5/10
Δημήτρης Τσέλλος
ΥΓ: Το “Riders of the Ancient Storm” δεν είναι το μόνο αποτέλεσμα της φετινής κινητικότητας στο στρατόπεδο των HEAVY LOAD. O Ragne είναι ο συγγραφέας του λογοτεχνικού έργου “Wahlgaard Saga”, μιας σειράς μυθιστορημάτων που θα κυκλοφορήσει, σύντομα θέλω να πιστεύω, τόσο στα Αγγλικά όσο και στα Σουηδικά. Η σειρά αυτή καταπιάνεται με τις περιπέτειες μιας οικογένειας, κατά την περίοδο των Vikings και αποτέλεσε συνάμα το θεματικό στοιχείο τεσσάρων από τα τραγούδια του “Riders…”, συγκεκριμένα στα “Raven is calling”, “Angel dark”, “Walhalla warriors” και “Sail away”. Οι παρευρισκόμενοι στο “Keep It True Rising” festival στη Γερμανία, θα αποδειχθούν λίγο πιο τυχεροί από μας τους υπολοίπους, μιας και θα έχουν το προνόμιο να το βρουν εκεί, μαζί με την επίσημη κυκλοφορία του “Riders of the Ancient Storm”, σε ειδική έκδοση.