Αν και οι Έλληνες έχουμε την φήμη ενός πρόσχαρου λάου, όσον αφορά το rock και metal, η σκοτεινή πλευρά τους πάντα είχε μια προνομιακή θέση στις προτιμήσεις μας. Οι DOOL δεν είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν πολλούς πιστούς την προηγούμενη μέρα, οι CRIPPLED BLACK PHOENIX όμως προσέλκυσαν έναν ικανοποιητικό αριθμό οπαδών, κι από ότι διαπίστωσα, αρκετά νεαρών στην ηλικία. Ίσως η ζοφερότητα των τελευταίων δεκαετιών σε όλα τα επίπεδα να έχει διαπλάσει και τα μουσικά γούστα μιας ολόκληρης γενιάς, δεν ξέρω.
Ας αφήσουμε τις αμπελοφιλοσοφίες όμως για να μιλήσουνε πρώτα για τους support, τους οποίους ομολογώ δεν τους ήξερα. Πρόκειται για τους Γιαννιώτες (αν και μένουν στην Αθήνα) THEIR METHLAB οι οποίοι αποτελούνται από τους Μιχάλη και Δημήτρη Σπανό, κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα, και Νίκο Βαταλάχο στα τύμπανα. Υπάρχουν εδώ και πάνω από μια δεκαετία αν και έχουν μόνο έναν δίσκο στο ενεργητικό τους, το “The Last Second” (2019). Η μουσική τους πρόταση βρίσκεται σε αυτό που λέμε instrumental post rock, και μου θύμισαν μπάντες όπως οι TOUNDRA, RUSSIAN CIRCLES, EXPLOSIONS IN THE SKY, GOD IS AN ASTRONAUT, κτλ. Αυτό που παρατήρησα είναι ότι σχεδόν όλα τα κομμάτια τους, τουλάχιστον αυτά που έπαιξαν εκείνη την βραδιά, έχουν ως κοινό στοιχείο το ότι ξεκινούν απαλά, επαναλαμβάνοντας την κεντρική μελωδία, χτίζοντας σιγά σιγά πάνω σε αυτήν παραλλαγές μέχρι να φτάσουν σε ένα εκρηκτικό κρεσέντο, κάτι που συνηθίζουν να κάνουν μπάντες όπως οι TOOL. Μπορεί ακόμα να μην τα πηγαίνουν και πολύ καλά με τα λόγια, έτσι όπως μας είπε ο Μιχάλης τουλάχιστον, αλλά στην περίπτωσή τους τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, γιατί για περίπου 50 λεπτά κατάφεραν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού χάρη στην ποιότητα των συνθέσεών τους, αλλά και στον πολύ καλό ήχο. Εάν σας ενδιαφέρει αυτό το είδος του rock, πρέπει να τους ακούσετε οπωσδήποτε.
THEIR METHLAB setlist:
“A Call to Arms”
“Muktuk”
“Predictions?Pain”
“Decompression”
“Golden Bond of Ambition”
“Venice”
Οι CBP έχουν παίξει κάπου στις 7 φορές στην Ελλάδα· καθόλου άσχημα για μια μπάντα που φέτος συμπληρώνει 20 χρόνια ύπαρξης και που το γιορτάζει με μια διπλή κυκλοφορία: το LP “The Wolf Changes Its Fur But Not Its Nature”, όπου διασκευάζουν δικά τους κομμάτια, και το EP “Horrific Honorifics Number Two”, δεύτερο ΕΡ στην σειρά διασκευών άλλων καλλιτεχνών. Όσον αφορά τον τίτλο του LP, αρχικά νόμιζα ότι έκανε αναφορά στην φράση “Homo homini lupus est” (Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος), αλλά ως εισαγωγή χρησιμοποίησαν ένα απόσπασμα από την Βρετανική ταινία “The Young Poisoner’s Handbook” (1995) που περιέχει αυτήν την φράση, βασισμένη στην αληθινή ιστορία ενός ψυχοπαθούς που δηλητηρίασε πολλά άτομα… απλά επειδή μπορούσε!
Με το που βγήκε στην σκηνή ο Justin Grieves έκανε ότι μετρούσε έναν-έναν το προσερχόμενο κοινό κι αφού διαπίστωσε ότι ο αριθμός ήταν ικανοποιητικός, έκανε μια μικρή υπόκλιση. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι σε κάποια στιγμή θεωρεί την Ελλάδα ως ένα από τα λίγα πνευματικά σπίτια τους. Η πνευματικότητα σε αυτήν την μπάντα πάει χέρι-χέρι με την υποστήριξη πολιτικών και κοινωνικών ιδεών και σκοπών, και για αυτό μπορούσαμε όλοι μας να δούμε στην δεξιά πλευρά της σκηνής μια κρεμασμένη σημαία που ήταν μισή Σκωτσέζικη και μισή Παλαιστινιακή, ενώ ένα ηχείο ήταν καλυμμένο με το πανό μιας οργάνωσης που ειδικεύεται στο να σαμποτάρει τους κυνηγούς (αργότερα ο Justin θα μας έλεγε ότι χαίρεται που εδώ υπάρχει ακόμα ελευθερία λόγου, γιατί με αυτές τις αναρτήσεις θα μπορούσε να πάει ακόμα και φυλακή σε χώρες όπως η δικιά του ή στην Γερμανία… που να ήξερες, καημένε Justin).
Με τρεις κιθαρίστες, μπάσο, πλήκτρα και τύμπανα και με τις εναλλαγές στα φωνητικά μεταξύ του Justin Storms (ο οποίος, εάν κατάλαβα καλά τον Justin, ήρθε από την Αμερική ειδικά γι’ αυτήν την συναυλία) και της Belinda Kordic, η ποικιλία και ο πλούτος του ήχου ήταν εγγυημένα πράγματα. Όμως, εδώ θα καταθέσω και την προσωπική μου άποψη σχετικά με την φωνή της Belinda, την οποία βλέπω ως τον αδύναμο κρίκο του συνόλου. Ευτυχώς αυτό το είδος του rock δεν επιβάλλει να έχει κάποιος φωνή σοπράνο, αλλά νομίζω ότι δεν είναι και η καλύτερη τραγουδίστρια που έχω δει ζωντανά.
Κατά τα άλλα, μου άρεσε να βλέπω από το δεξί πλάι της πρώτης σειράς όπου βρισκόμουνα να λικνίζεται το πλήθος, και με πάθος μάλιστα, υπό τον ήχο του dark progressive ήχου της μπάντας. Ένα πλήθος το οποίο ήταν τόσο βυθισμένο στην μουσική που εξέπληξε ακόμα και τον ίδιο τον Justin, ο οποίος σε μια στιγμή, ακούγοντας την άκρα σιωπή που επικρατούσε στην αίθουσα μεταξύ των κομματιών, μας είπε χαριτολογώντας ότι δεν χρειάζονταν να είμαστε και τόσο σεβαστικοί απέναντί τους (αργότερα όμως, το ίδιο κοινό ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του να κάνει ένα “mosh pit για συνταξιούχους”).
Σε μια άλλη στιγμή της συναυλίας μας ρώτησε πόσοι από τους εκεί παρευρισκόμενους είχαμε πάει στην πρώτη τους εμφάνιση το 2007. Κάποιοι λίγοι σήκωσαν τα χέρια (εγώ τότε έμενα εξωτερικό και δεν τους είχα ανακαλύψει καν) και ο Justin είπε τότε πως υπάρχουν τραγούδια που μετά από ένα γεγονός παίρνουν μια καινούργια διάσταση, αναφερόμενος στην δολοφονία του Γρηγορόπουλου (όχι ονομαστικά) την επόμενη χρονιά, προτού πέσουν οι πρώτες νότες του “Rise Up And Fight”. Μια άλλη, λίγο άβολη στιγμή, ήταν όταν ο Justin νόμιζε ότι είχε έρθει η σειρά για το τραγούδι-επιτυχία τους, “Burnt Reynolds” και το παρουσίασε με φωνή hillbilly DJ της δεκαετίας του ’50, μέχρι που του σφύριξαν ότι πρώτα έπρεπε να παίξουν άλλο κομμάτι, κι εκεί τα έχασε (“I am losing my shit”, είπε).
Όπως και να έχει, όταν πράγματι ήρθε η ώρα του μοναδικού τους hit, ξέσπασε σε ενθουσιασμό όλη η αίθουσα και ο Justin κατέβηκε από την σκηνή για να παίξει ανάμεσα στο κοινό, ενώ όλοι μας σιγοντάραμε με το χαρακτηριστικό “οε οεεεεε” του τραγουδιού. Σε μια στιγμή μάλιστα κρέμασε την κιθάρα του σε μια κοπελιά της πρώτης σειράς που δεν είχε σταματήσει να λικνίζεται καθ’ όλη την διάρκεια του show, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Justin. Τα “οε οεεεεε” συνεχίστηκαν και μετά το τέλος της συναυλίας, οπότε σαν μπιζάρισμα, ξαναβγήκε η μπάντα, και ο Justin με μια μάσκα που ήταν κάτι μεταξύ Mike Myers Donald Trump χωρίς μαλλιά, για να παίξουν μια speed/punk μορφή του “Burnt Reynolds”.
Μια χορταστική βραδιά, τουλάχιστον για εμένα, αν και άκουσα ότι συνηθίζουν να παίζουν πάνω από δύο ώρες, τουλάχιστον στην Ελλάδα. ‘Όπως και να έχει, αφού με άφησαν με την επιθυμία να τους ξαναδώ, αποστολή εξετελέσθη.
CRIPPLED BLACK PHOENIX setlist:
“Troublemaker”
“Wyches and Basterdz”
“Bonefire”
“The Reckoning”
“Goodnight, Europe (Pt. II)”
“You Put The Devil In Me”
“Everything I Say” (Vic Chesnutt διασκευή)
“444”
“My Pal” (God διασκευή)
“Rise Up and Fight”
“To You I Give”
“Lost”
“We Forgotten Who We Are”
“Burnt Reynolds”
Γιώργος Γκούμας
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας