80’s heavy metal – 1988 Part 3

0
745

Μπορεί να μην είμαστε συνεπείς στις δεσμεύσεις μας ότι θα τελειώσουμε γρήγορα το αφιέρωμα στα 80’s για να πάμε στα 90’s, αλλά τουλάχιστον φτάσαμε στο τρίτο και τελευταίο μέρος του 1988, αφού προηγουμένως είχαμε ετοιμάσει το πρώτο και το δεύτερο μέρος

Η σειρά είναι αλφαβητική και σ’ αυτό, το τρίτο μέρος, εξετάζουμε τους δίσκους που βγήκαν το 1988 από συγκροτήματα ή καλλιτέχνες των οποίων τα ονόματα ξεκινούν από το Ν έως το Ζ. Μπορείτε να διαβάσετε για δίσκους όπως το “Operation: mindcrime”, το “South of heaven”, το “Port royal”, το “Thundersteel”, το “Under the influence”, το “Odyssey”, το “Flying in a blue dream”, το “Savage amusement”, το “Age of consent”, το “Dimension hartross”, το “Digital dictator”, το “OU812” και πολλούς άλλους σπουδαίους δίσκους που βγήκαν σε μία από τις σημαντικότερες χρονιές για το heavy metal… Πάρτε τον χρόνο σας και ξεκινήστε την ανάγνωση:

NAPALM DEATH – “From Enslavement To Obliteration” (Earache Records)
Εδώ έχουμε να κάνουμε με την για πολλούς καλύτερη στιγμή των NAPALM DEATH και μια από τις απάτητες κορυφές του grindcore ήχου. Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε η 2η πλευρά του πρωτοποριακού “Scum” και με τον Shane Embury πλέον στη θέση του Jim Whitely ως μπασίστα, οι Βρετανοί εξαπολύουν το μανιφέστο του “FETO” τον Σεπτέμβριο του 1988 μέσω της Earache. Μπορεί το underground να μην ήταν το ίδιο ανυποψίαστο όσο ένα χρόνο νωρίτερα, ωστόσο ο δίσκος καταφέρνει να προκαλέσει μεγάλη εντύπωση, κατακτώντας μάλιστα την κορυφή των UK Indie Charts, γεγονός που έδωσε σημαντική ώθηση τόσο στην μπάντα όσο και στο τότε νεοϊδρυθέν label της Earache. Το να γίνει αναλυτική κριτική στα συστατικά ενός άλμπουμ που 30 χρόνια μετά θεωρείται ιστορικό, θα ήταν περιττό, ωστόσο αξίζει να αναφέρουμε και να ξεχωρίσουμε 3 σημαντικά στοιχεία: Τα αξεπέραστα διπλά φωνητικά του Lee Dorian, τους τρομερούς στίχους που δυστυχώς παραμένουν επίκαιροι τόσα χρόνια μετά και την ασύλληπτη, κλειστοφοβική και πιο βιομηχανική σε σχέση με την ωμότητα του ντεμπούτου παραγωγή, που κάνει τη διαφορά. Το “FETO” ωστόσο σηματοδότησε και ένα τέλος εποχής, καθώς το ονειρικό lineup των Dorian/Steer/Embury/Harris διαλύθηκε μερικούς μήνες αργότερα, αφού είχε μεσολαβήσει ένα split με τους Ιάπωνες θεούς S.O.B και το “Mentally Murdered” EP, με τον Bill Steer να αποχωρεί για να αφοσιωθεί στους CARCASS και τον Lee Dorian να σχηματίζει τους CATHEDRAL, ενώ και ο ήχος της μπάντας άλλαξε σε αξιοσημείωτο βαθμό, κινούμενος προς περισσότερο death metal κατευθύνσεις.
Νίκος Χασούρας

 


NECRONOMICON – “Apocalyptic nightmare” (Scratchcore)
Εντάξει, ας είμαστε λίγο ειλικρινείς και όσο πιο σοβαροί γίνεται. Οι NECRONOMICON, ποτέ δεν ήταν ένα συγκρότημα που θα αμφισβητούσε τα πρωτεία των KREATOR, SODOM, DESTRUCTION στο γερμανικό thrash. Είναι τουλάχιστον αστείο να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που ακούγονται σαν “DESTRUCTION από τα Lidl”, ένα β’ κατηγορίας γερμανικό thrash συγκρότημα. Οι ομοιότητες με τον Schmier και την παρέα του είναι κραυγαλέες, όπως και με τους πρώτους δίσκους των SODOM, αλλά και τους VENOM, τους οποίους συναγωνίζονται σε κουλαμάρα, με τη διαφορά ότι οι Βρετανοί πρωτομάστορες του ακραίου ήχου, δημιουργούσαν μία εφιαλτική ατμόσφαιρα, ενώ τούτοι εδώ βασανίζουν τα αυτιά μας, ιδιαίτερα στα κιθαριστικά σόλο που είναι μνημείο φάλτσου. Τα λάθη δίνουν και παίρνουν και οι συνθέσεις είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά, αγγίζοντας κατά μέσο όρο τα πεντέμιση λεπτά η καθεμία. Το συνολικό αποτέλεσμα, είναι εξόχως μέτριο, από μια μπάντα που έχει πολύ πάθος, είναι πολύ βελτιωμένη από το ντεμπούτο της, απέχει όμως πολύ από το να χαρακτηριστεί μπάντα Α’ Εθνικής. Από τους δίσκους που είχα μετανιώσει οικτρά που είχα ξοδέψει το λιγοστό χαρτζιλίκι μου για να τον αποκτήσω, με μία εξαιρετική ανταλλαγή όμως απέκτησε παραπάνω αξία…
Σάκης Φράγκος

 


NIGHT RANGER – “Man in motion” (MCA)
Arena rock κυρίες και κύριοι, απλά, όμορφα και κατανοητά από όλους. Το 1988 (εκπληκτική χρονιά) οι NIGHT RANGER κυκλοφόρησαν τον πέμπτο τους δίσκο με τίτλο “Man in motion”. Αν και στην αρχή των ηχογραφήσεων αποχώρησε ο αυθεντικός πληκτράς της μπάντας Alan Fitzgerald, ο Jesse Bradman τον αντικατέστησε επάξια. Ο δίσκος είναι σήμα κατατεθέν της εποχής και σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Εκπληκτικό hard rock όπου αναμιγνύεται με το A.O.R. και σε αφήνει στήλη άλατος από το πρώτο άκουσμα. Η παραγωγή είναι γυαλισμένη, ακούγονται όλα πεντακάθαρα και στις 11 συνθέσεις ανακαλύπτεις όλες τις αισθήσεις χαράς που κουβαλάς μέσα σου. Βασικά δεν τις ανακαλύπτεις, αναβλύζονται από μόνες τους, αυθόρμητα. Πόσο συναίσθημα μπορεί να κρύβει ένας δίσκος; Και απαντώ. Άπλετο. Είτε είναι hard rock ύμνοι που σε απογειώνουν, είτε power ballads, είτε mid tempo τραγούδια του ηλιοβασιλέματος, όλα υπάρχουν εδώ. Άκου το δίσκο και κλείσε τα μάτια για να χαθείς σε ένα ταξίδι σε κάποιο δρόμο της δυτικής ακτής της Αμερικής, στο sunset boulevard ανάμεσα σε φοίνικες, σε γυναικείες παρουσίες που κάνουν πατίνι, σε αμάνικα, σε σορτσάκια, στη νύχτα της πιο φωτεινής περιοχής του πλανήτη.
Αυτός είναι ο δίσκος. Με τραγούδια όπως το ομώνυμο, το “Don’t start thinking”, το “Love shot me down” με την αγριάδα που ντύνει το τραγούδι εκπληκτικά. Ερωτεύεσαι ξανά την κοπέλα των ονείρων σου με τα “Here she comes again”, “Kiss me when it hurts”, “I did it for love” (Τεράστιος Russ Bullard), ενώ «ροκάρεις» μέχρι τελικής πτώσης με τα “Woman in love”, “Right on you” και “Halfway to the sun” με το ασύλληπτο groove που έχει το τραγούδι.
Δίσκος – ορόσημο της ανεπανάληπτης αυτής δεκαετίας που σε κάνει να αναπολείς στιγμές και καταστάσεις, αυτό που λέω εγώ «ταξιδιάρικο». Πετάγομαι νοερά μέχρι το Beverly Hills και επανέρχομαι. Ποιος θα ακολουθήσει;
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

NUCLEAR ASSAULT – “Survive” (I.R.S. Metal)
Μακελειό! Αυτή είναι η λέξη που αντικατοπτρίζει επάξια το τι συμβαίνει σε αυτόν το δίσκο. Δίσκος – σφηνάκι με διάρκεια μόλις 30 λεπτά. Όση βία δεν μπόρεσε να βγάλει ο Dan Linker με τους ANTHRAX την έβγαλε στο “Survive”. Ωμό, χορευτικό thrash σε mid tempo φόρμες στη μεγαλύτερη διάρκειά του, είναι ικανό να σου διαλύσει τα όποια άλατα έχει ο ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες σβέρκος σου.
Είμαστε άλλωστε στο 1988 και το heavy metal έχει απλώσει τα φτερά του σε όλα τα παρακλάδια του και το thrash εκείνη την εποχή ήταν κραταιό είδος. Σου θυμίζω εν τάχει τους METALLICA, ANTHRAX, DARK ANGEL, SLAYER, TESTAMENT και σταματάω εδώ. Απλά για να καταλάβεις τι συνέβαινε εκείνη την εποχή.
Ο δίσκος είναι ότι πρέπει για μάχη καθώς από το εισαγωγικό “Rise from the ashes” μέχρι το “Technology” δεν παίρνεις ανάσα. Και πώς να πάρεις φίλε συναγωνιστή όταν το μεγαλύτερο τραγούδι έχει διάρκεια 4.22 και ακούει στο όνομα “Fight to be free”. Ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει για τα “Got another quarter” διάρκειας 19 δευτερολέπτων και του “PSA” διάρκειας 8 δευτερολέπτων. Μαγικά πράγματα και καταστάσεις! Αλλά αυτό δεν ήταν το thrash τότε; Αυτό δεν αντιπροσώπευε; Τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής, τον θυμό που είχαν οι νέοι με την κατάσταση που ζούσαν. Τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης. Τι μουσική θα μπορούσε να γράψει κάποιος αν ζούσε με αυτά τα συναισθήματα. Μουσική που τσακίζει κόκαλα. “Brainwashed”, “F#”, “Survive” “Technology” είναι διαχρονικοί ύμνοι της μπάντας και θα ακούγονται εσαεί εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. Μέχρι και η διασκευή στο “Good times bad times” ηχεί υπέροχη στα αλλεργικά στους LED ZEPELLIN αυτιά μου. Από κει να φανταστείς τι θεούληδες ήταν οι NUCLEAR ASSAULT!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 


ΟMEN – “Escape to nowhere” (Roadrunner) 
Mετά από τρία εξαιρετικά albums (ναι, βάζω μέσα και το “The curse” που αποτελεί πάρα πολύ αγαπημένο μου) το στρατόπεδο των ΟΜΕΝ βάλλεται από την αποχώρηση του τραγουδιστή J.D Kimball. Αντικαταστάτης του θα είναι ο Coburn Pharr (που αργότερα έγινε πιο γνωστός λόγω της συμμετοχής του στους ΑΝΝΙΗΙLATOR και στο album “Never Neverland”), μια σπουδαία φωνή που εδώ δίνει τον καλύτερο εαυτό της.
Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο ήχος της μπάντας, που σε συνδυασμό με την συμμετοχή του γνωστού από τους SAVATAGE, Paul O’ Neil στην παραγωγή και στην συγγραφή των συνθέσεων, αφήνει πίσω της τον επικό ήχο και προσπαθεί να κινηθεί σε power μονοπάτια που θυμίζουν από QUEENSRYCHE μέχρι και το συμφωνικό metal των SAVATAGE (αλά “Hall of the mountain king”) , με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού, συνθέσεις όπως το ομώνυμο και το “Cry for the morning” που κλείνουν την πρώτη πλευρά του δίσκου, στρατηγικά τοποθετημένα μετά το καλό εναρκτήριο “It’s not easy” και την αχρείαστη πραγματικά διασκευή στο “Radar Love” των GOLDEN EARRING.
H mid tempo ήχος κυριαρχεί και στην έναρξη της δεύτερης πλευράς με το “Thorn in your flesh”, το αγαπημένο μου “Poisoned” ένα από τα καλύτερα κομμάτια εδώ μέσα και αυτό που μας φέρνει πιο κοντά στον κλασσικό επικό ήχο των ΟΜΕΝ του παρελθόντος. Τα “Κing of the hill” είναι σπουδαία power-ια αλά SAVATAGE, ενώ το “Νο way out” είναι χαρακτηριστικό κομμάτι του Αμερικάνικου power ήχου της εποχής του.
Προσωπικά ο δίσκος στο σύνολο του μου αρέσει, το σίγουρο είναι ότι αν κυκλοφορούσε από ένα σχήμα με διαφορετικό όνομα θα είχε διαφορετική τύχη, γιατί οι συνθέσεις του για τα δεδομένα της εποχής στέκουν πάρα πολύ καλά, και η παραγωγή είναι σε πολύ καλά επίπεδα. Όταν έχεις κυκλοφορήσει δίσκους όμως σαν τον “Battle cry” και το “Warning of danger” αναπόφευκτα θα έχεις για πάντα ένα δύσκολο βαθμό σύγκρισης και κάτι τέτοιο στάθηκε τροχοπέδη και για τους ΟΜΕΝ πίσω στο 1988, αφού δεν άργησε να επέλθει και η διάλυσή τους μετά την κυκλοφορία του δίσκου και την εμπορική του αποτυχία.
Εμένα πάντως ήταν ο πρώτος δίσκος ΟΜΕΝ που άκουσα πίσω στο 88-89, η ταμπέλα Happening μεταχειρισμένος δίσκος 850 δρχ, ακόμα και σήμερα μου φέρνει στο μυαλό όμορφες αναμνήσεις που έχουν να κάνουν τόσο με την αγορά αλλά και την ακρόαση των δίσκων πριν από τριάντα σχεδόν χρόνια.
Γιάννης Παπαευθυμίου

 


ΟΖΖΥ OSBOURNE – “No rest for the wicked” (Epic/Sony)
Πέντε άλμπουμ σε 8 χρόνια, σε μια δεκαετία που τον είδε να παλεύει με τους δαίμονές του, αλλά και να παντρεύεται, να γίνεται πατέρας, αλλά και να περιοδεύει εκτενώς, δεν είναι καθόλου άσχημα για τον Ozzy Osbourne. Το “No rest for the wicked”, το τελευταίο 80’s άλμπουμ του, είναι το πέμπτο με 3 διαφορετικούς κιθαρίστες. H συχνότητα, ο εμπορικός ήχος, το MTV, αλλά και η προσωπική του ζωή, δεν μπήκαν εμπόδιο στο να κυκλοφορήσει άλλον έναν εξαιρετικό και κλασικότατο δίσκο γεμάτο δυναμίτες. Όντας η εποχή της προώθησης μεγάλων καλλιτεχνών από το μουσικό κανάλι, ο δίσκος έβγαλε 3 βίντεο υπερπαραγωγές. Επίσης υπερπαραγωγή ήταν και στο στούντιο με τον Roy Thomas Baker (βλ. QUEEN) να δίνει γυαλισμένο αλλά και πομπώδη ήχο. Ο μικρός ξανθός κι αμούστακος Zakk Wylde μας συστήνεται με τεράστια ριφ σε “Miracle man”, “Crazy babies”, “Bloodbath in Paradise” αλλά και το φοβερό “Breaking all the rules”. Το μπάσο ηχογράφησε ο Bob Daisley, που αναφέρεται και στα credits σε 4 από τα 8 (ή 9) τραγούδια, αν και πριν την περιοδεία αντικαταστάθηκε από τον παλιόφιλο Geezer Butler. Το “No rest…” δεν υστερεί, ακροβατώντας ανάμεσα στο κινηματο- / -γραφικό metal και το μελωδικό hard n’ heavy που έπαιζε το ραδιόφωνο στην Αμερική και αποτελεί εξαιρετικό τρόπο για να κλείσει ο OZZY την πιο απίστευτη δεκαετία της μουσικής του καριέρας.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 


OVERKILL – “Under the influence” (Atlantic)
Είσαι thrash metal μπάντα από την Αμερική, αλλά από την Ανατολική ακτή. Προσπαθείς να καταξιωθείς σε μια εποχή που το είδος ανθίζει. Έχεις ήδη κυκλοφορήσει δυο δίσκους-ορισμό του thrash και έρχεται η ώρα του τρίτου. Τι κάνεις; Μα γράφεις ριφ σαν αυτό που ανοίγει το άλμπουμ στο “Shred”… και του δίνεις και τέτοιον τίτλο! Πώς να το ξεπεράσεις; Γράφεις κι ένα “Hello from the gutter” επιπέδου “Rotten to the core” κι έχεις αυτόματα άλλον έναν κλασικό δίσκο. Παράλληλα, βελτιώνεις την τεχνική σου, ωριμάζεις τις συνθέσεις σου και μετριάζεις τις ταχύτητες, αλλά πάντα με προσοχή. Έτσι διατηρείς το ενδιαφέρον του ακροατή, κρατάς τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς, ενώ προσελκύεις και νέους. Το τελευταίο μάλιστα είναι δεδομένο, όταν οργώνεις συναυλιακά τον κόσμο παίζοντας δεμένα, μαζί με μπάντες όπως οι MOTORHEAD, TESTAMENT, SLAYER, DESTRUCTION κ.ά. Στις εξέχουσες στιγμές ανήκει και το “Mad gone world”, αλλά αξίζει και το “Overkill III” που ολοκληρώνει (προσωρινά;) την ανεπίσημη τριλογία των τραγουδιών που κλείνουν τους δίσκους τους. Οι Νεοϋορκέζοι δεν είχαν εύκολη αποστολή εξ αρχής. Πάραυτα, έδειξαν την αγάπη τους γι’ αυτό που κάνουν, απέδειξαν πως μπορούν να έχουν διάρκεια κι έμπνευση για να γράψουν τρία στα τρία μέσα σε μόλις τρεις χρονιές. Ας είναι καλά το ζεύγος Zazula και η Megaforce που μας έδωσε τέτοιες μπάντες!
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 

PANTERA – “Power metal” (Metal Magic)
Ήταν μια εποχή που οι PANTERA έπαιζαν κανονική μουσική όσο και αν δε θέλουν το 99% των μεταλλάδων να το παραδεχτούν. Ναι κύριοι, οι PANTERA είχαν τέσσερις δίσκους πραγματικού, αυθεντικού metal μέχρι την περιβόητη αλλαγή που τους έκαναν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου. Δε με πειράζει όμως γιατί το “Power metal” είναι τρομερό άλμπουμ. Πριν επιτεθείτε καθίστε και ακούστε τον δίσκο. Βρείτε τις χλιαρές επιρροές που θα τους ακολουθούσαν στο “Cowboys from hell” και ακούστε τον Terry Glaze, τον τότε τραγουδιστή τους, να βγάζει κορώνες που θα ζήλευε και ο Bruce Dickinson.
Το άλμπουμ παρουσιάζει ένα πιο επιθετικό στυλ που ακούγεται, μερικές φορές, κοντά στο thrash και όχι το glam στυλ που έπαιζαν στα προηγούμενα άλμπουμ τους. Ωστόσο, τα ίχνη του glam είναι σαφές ότι εξακολουθούν να υπάρχουν. Ακούστε τον Dimebag Darrell, τότε παρουσιαζόταν σαν Diamond Darrell, να τραγουδάει στο “P*S*T*, το “We will meet again” που φαίνεται η τάση και η κατεύθυνση που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια. Τον υπερκόμματο “Proud to be loud” το οποίο συνθετικά ανήκει στον Mark Ferrari των θεών KEEL. Μιλάμε για ασύλληπτο hard ‘n’ heavy ύμνο. Το “Down and below” ήταν γραμμένο από την εποχή του “I am the night” και παρουσιάζει την πιο speed πλευρά των PANTERA της εποχής με τον Glaze να ξεσαλώνει πίσω από το μικρόφωνο! Το “Hard ride” θα μπορούσε να ανήκει σε οποιαδήποτε μπάντα του hard rock και είναι έπος ενώ το “Burnnn” είναι heavy metal από τα βάθη της κολάσεως.

Οι ίδιοι οι PANTERA το έχουν αφαιρέσει από την επίσημη δισκογραφία τους μαζί με τα προηγούμενα τρία άλμπουμ αλλά δεν μπορούν να τα σβήσουν από τις καρδιές των ρομαντικών που τους αρέσει αυτός ο συγκεκριμένος ήχος. Δισκάρα!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

PARADOX – “Product of imagination” (Roadrunner)
Τι να λέμε τώρα. PARADOX = λατρεία. Όπως πάντα γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, θυμάμαι που αγόρασα το βινύλιο του “Product…” από το τοπικό δισκάδικο, απέναντι από το γυμνάσιο που πήγαινα τότε, μόλις είχε κυκλοφορήσει. Όλη η thrash κοινότητα τότε μιλούσε γι’ αυτό το φαινόμενο. Μία μπάντα που έμοιαζε συνολικά πάρα πολύ με τους METALLICA, με εξαιρετικά κιθαριστικά σόλο της σχολής των JUDAS PRIEST, αλλά και λίγες ομοιότητες και με άλλα σχήματα της χώρας τους, όπως τους πρώιμους HELLOWEEN σε κάποια σημεία. Όλα τα τραγούδια του άλμπουμ, στέκονται σε υψηλότατο επίπεδο, με προεξέχοντα το “Pray to the Godz of wrath” και το “Death, screaming and pain”, κατά την προσωπική μου άποψη, χωρίς όμως να υστερεί το “Paradox” και το “Product of imagination”, με τις πολλές αλλαγές. Το ντεμπούτο των PARADOX, δημιούργησε αίσθηση ιδιαίτερα στη χώρα τους, που υμνήθηκε από τον Τύπο και το κοινό, αλλά και στη χώρα μας, που έχουν ένα από τα ισχυρότερα fan base τους. Είναι δεδομένο, ότι οι Έλληνες γουστάρουν τρελά, ότι καλό και ποιοτικό μοιάζει με τον ήχο των METALLICA κοντά στην περίοδο του “Master of puppets” και τούτοι εδώ οι Γερμανοί, είχαν όλα τα στοιχεία που «κούμπωναν» με τα γούστα των Ελλήνων, εξ ου και η πολύ μεγάλη συμπάθεια απέναντί τους. Δεν λείπει από ακόμα μία γερμανική κυκλοφορία, το κλασικό χαβαλετζίδικο και μικρό σε διάρκεια κομμάτι, το “Wotan II” που διαρκεί μόλις 18’’. Από τους κλασικούς Roadrunner δίσκους, την περίοδο που ότι είχε την ετικέτα της, το αγόραζες με κλειστά μάτια…
Σάκης Φράγκος

 


PESTILENCE – “Malleus maleficarum” (Roadrunner)
Υπήρχαν εποχές που η συμμετοχή σε μία συλλογή, μπορούσε να σε κάνει ευρύτερα γνωστό. Μία πολύ χαρακτηριστική περίπτωση, είναι η συλλογή “Stars on thrash”, της Roadrunner, που μας έμαθε σχήματα όπως οι TOXIC, οι PARADOX, οι ATROPHY, ακόμα και οι ACROPHET. Ένα από τα πιο σημαντικά σχήματα όμως, που έγιναν γνωστά –και- μέσα απ’ αυτή τη συλλογή, είναι οι Ολλανδοί –τότε thrashers- PESTILENCE, που συμμετείχαν με το τραγούδι “Commandments”. Αν και όχι το καλύτερό τους στο δίσκο, μου κίνησαν την περιέργεια να βρω το ντεμπούτο τους, “Malleus maleficarum”, που είχε κι αυτόν τον στριφνό λατινικό τίτλο, ένα ακόμα έξτρα για τον πιτσιρικά Σάκη που έψαχνε ότι περίεργο υπήρχε στην αγορά ιδιαίτερα του thrash metal. Αυτό που μου είχε κάνει αρχικά εντύπωση, είναι τα φωνητικά του Martin van Drunen, ο οποίος αργότερα έκανε σπουδαία καριέρα με τους ASPHYX και τους HAIL OF BULLETS, προσδίδοντας μία πιο death metal χροιά, στις κατά βάση thrash συνθέσεις, του ευρηματικού κιθαρίστα Patrick Mameli. Μην ψάχνετε να βρείτε τις τεχνικούρες του κορυφαίου “Testimony of the ancients” ή τις jazz προσεγγίσεις του “Spheres”. Ταχύτατο thrashο-death, με συνθέσεις όπως το “Parricide”, το “Chemotherapy” και το “Subordinate to the domination”, που σφύζουν από ενέργεια, έχουν πολύ ικανοποιητική τεχνική και φανερώνουν ένα σχήμα με τρομερή δυναμική. Η δεύτερη πλευρά του δίσκου, έχει λίγο κατώτερες συνθέσεις, είναι η αλήθεια, αλλά αυτό είναι κάτι σχετικά αναμενόμενο από ένα νέο σχήμα. Ούτως ή άλλως, τα καλύτερα έμελλε να έρθουν τρία χρόνια αργότερα με το “Testimony…”, αφού έβγαλαν την επόμενη χρονιά, άλλον ένα δίσκο παρόμοιου ύφους με το ντεμπούτο, το “Consuming impulse”.
Σάκης Φράγκος

 


RΟΒΕRT PLANT – “Now and zen” (Es Paranza) 
Μετά την διάλυση των ZEPS το 1980, ύστερα από τον θάνατο του John Bonham τα εναπομείναντα μέλη ξεκίνησαν τα δικά τους πράγματα. Ο Robert Plant άρχισε την δική του solo πορεία, μακριά από τον ήχο του σχήματος που τον καθιέρωσε, γι΄ αυτό και δέχθηκε αρκετά πυρά από κοινό και κριτικούς.
Το “Νow and zen”αποτελεί τον τέταρτο προσωπικό του δίσκο και μετά από χρόνια που προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί από τον ήχο των ZEPPELIN είναι αυτός που τον επαναφέρει, όσο πιο κοντά από ποτέ, στον ήχο το πρώην σχήματος του. Εδώ θα καλέσει τον Jimmy Page, o οποίος θα παίξει τα solos στα “Ηeaven Knows” και “Tall Cool one”. Mάλιστα στο τελευταίο, που υπήρξε και single για τον δίσκο, θα βρούμε samplers από τα “Black dog”, “Whole lotta love”, “Custard pie”, “Dazed and confused” και “Τhe ocean” των LED ZEPPELΙΝ.
Στην μπάντα του Plant θα συναντήσουμε τον πληκτρά Phil Johnstone , που μαζί με τον Plant είναι υπεύθυνοι για την συγγραφή του δίσκου. O ήχος πέρα από τα πλήκτρα που έχουν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο δίνουν χώρο και στις κιθάρες να παίξουν τον ρόλο τους, και γενικά το παίξιμο της μπάντας που πλαισιώνει τον παλαίμαχο rocker δίνει ρέστα.
Η παραγωγή του δίσκου είναι αρκετά digital και μπορεί να ξενίσει πολλούς ανυποψίαστους που θα έρθουν τυχαία σε επαφή με τον δίσκο, αλλά οι συνθέσεις εδώ μέσα άριστα δομημένες με στοιχεία που πολλές φορές θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε και art rock, αν και πλέον είναι γνωστό από την μετέπειτα πορεία του και αποδεκτό πια, ότι ο Plant είναι ένας μουσικός που δεν είναι κολλημένος σε κάποιο καλούπι και ακολουθεί πάντα την δική του πορεία και τις δικές του μουσικές διαδρομές.
Το “Νow and zen” διαθέτει εξαιρετικές συνθέσεις όπως η αισθαντική μπαλάντα “Ship of fools”, το εναρκτήριο “Heaven Knows” με την ανατολίτικη αύρα του, το ροκάδικο “Τall cool one”, το μελωδικό “Dance of my own”, το ατμοσφαιρικό “The way I feel” και το πολύ ωραίο ταξιδιάρικο “Helen of troy” να ξεχωρίζουν.
Αυτός ο δίσκος έλαβε πολύ καλή ανταπόκριση και κέρδισε την συμπαράσταση πολλών παλιών οπαδών του και κυρίως τον καθιέρωσε στην συνείδηση του μουσικού κόσμου σαν έναν υπολογίσιμο solo καλλιτέχνη που έχει πολλά ακόμα να δώσει. Η περιοδεία για τον δίσκο είχε σαν αποτέλεσμα να γεμίζει αρένες, περιοδεία στην οποία ο Plant φρόντισε να παίζει και αρκετά κομμάτια των ΖΕPPELIN.
Ευτυχώς μετά από δύο χρόνια, τον Δεκέμβριο του 1990, είχαμε την χαρά και την τύχη να τον δούμε στην πρώτη του συναυλία στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αφήνοντάς μας με τις καλύτερες των εντυπώσεων.
Γιάννης Παπαευθυμίου

 

POISON – “Open up and say…ahh!” (Enigma)
Ο δίσκος που εκτόξευσε τους POISON στην στρατόσφαιρα του hard rock και τους τοποθέτησε έστω και για λίγα χρόνια στα ίδια επίπεδα δημοτικότητας με μεγαθήρια όπως οι BON JOVI, MOTLEY CRUE, DEF LEPPARD, WHITESNAKE κ.α. Ήταν η εποχή του MTV, ήταν η εποχή του Hair Metal, ήταν η εποχή του Sunset Strip και σε τελική ανάλυση ήταν η εποχή της κυριαρχίας του hard rock στα charts κάτι που μας άρεσε πάρα πολύ τότε! Η αρχή για τους POISON είχε γίνει δύο χρόνια νωρίτερα με το πιο glam (αλλά εξίσου εντυπωσιακό) “Look what the cat dragged in”. Η party αισθητική των POISON ταίριαζε γάντι με την υπερβολή και γιατί όχι την κραιπάλη της μουσικής σκηνής του L.A. το 1988 αλλά μην ξεγελιέστε… Όσο και αν κάποιοι προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το αμιγώς μουσικό σκέλος της όλης φάσης προβάλλοντας απλώς το image της μπάντας, πίσω από τα…looks υπήρχε ουσία και το “Open up and say ahh!” ήταν η πιο τρανή απόδειξη.
Δεν είναι τυχαίο που μέχρι σήμερα τα “Fallen angel”, “Nothin’ but a good time”, “Every rose has its thorn”, “Love on the rocks” (ακόμη) και η διασκευή στο “Your mama don’t dance” παίζονται στα clubs και θεωρούνται κλασικά hard rock anthems. Oι Bret Michaels, Bobby Dall, Rikki Rockett, C.C. DeVille βρίσκονται σε απίστευτη συνθετική φόρμα, οι συναυλίες τους είναι sold-out, είναι αγαπημένα παιδιά του MTV και πέντε εκατομμύρια Αμερικανοί αγοράζουν το δίσκο. Όχι και άσχημα, έτσι; Η επιτυχία θα συνεχιζόταν για ένα δίσκο ακόμη αλλά οι POISON είχαν καταφέρει να αποκτήσουν το 1988 ένα σημαντικό κομμάτι της πίττας σε όλα τα επίπεδα.
Σάκης Νίκας

 


PROTECTOR – “Golem” (Atom)
Οι Γερμανοί αυτοί thrashers, είχαν κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν το EP “Misanthropy”, το full length τους ντεμπούτο όμως, ήταν κάτι κλάσεις ανώτερο. Τολμώ να πω ότι το “Delirium tremens” που ανοίγει το δίσκο, είναι από τα κορυφαία τραγούδια που έχει γράψει γερμανικό thrash σχήμα. Μπορεί ο δίσκος να επανακυκλοφόρησε από τη High Roller δύο χρόνια πριν, η αλήθεια είναι ότι είχα να τον ακούσω όμως πάνω από 20… Βάζοντας να το ξανακούσω, θυμόμουν ακριβώς όλα τα κομμάτια ένα προς ένα… Παρότι έχουν αρκετές ομοιότητες με τους πρώιμους KREATOR (για του λόγου το αληθές ακούστε το “Golem” και θα καταλάβετε), η ουσιαστική διαφορά τους με όλη τη γερμανική σκηνή, ήταν τα πιο death φωνητικά του Missy. Οι ταχύτητες είναι ως επί το πλείστον υψηλές, η τεχνική όχι σε ιδιαίτερα φοβερό σημείο (εξαίρεση μόνο το “Only the strong survive”), αλλά οι συνθέσεις δείχνουν ένα σχήμα με πολλές δυνατότητες και τραγουδάρες για moshing, όπως όλα τα προαναφερθέντα, το “Megalomania” και το “Apocalyptic revelations”. Όπως πολλά γκρουπ τέτοιου είδους από τη Γερμανία, είχαν και το κλασικό χαβαλετζίδικο τραγούδι στο τέλος, το ταχύτατο “Space cake” (“Space beer” είπε κανείς;), όπου guest φωνητικά κάνει ο Tom Angelripper των SODOM. Αδικημένος δίσκος, όπως και το σχήμα γενικότερα, τιμούνται όμως από τους πιο underground τύπους που τους πήραν χαμπάρι εκείνη την περίοδο, που βγήκαν πολλά τίμια διαμάντια του ιδιώματος.
Σάκης Φράγκος

 


QUEENSRYCHE – “Operation: mindcrime” (ΕΜΙ)
Συνηθίζουμε πολύ συχνά να κάνουμε κουβέντα γύρω από πολύ καλούς δίσκους, αναφερόμενοι σε αυτούς με χαρακτηρισμούς όπως έπος, αξεπέραστος, πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία και άλλα τέτοια. Υπάρχουν όμως και τα άλμπουμ που οι παραπάνω χαρακτηρισμοί δεν αρκούν για να τα περιγράψουν. Άλμπουμ που μας στιγμάτισαν τόσο βαθιά που κατάφεραν να χτυπήσουν τις πιο ευαίσθητες χορδές στον εσωτερικό μας κόσμο, που όσα χρόνια και αν περάσουν θα μας ανατριχιάζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως την πρώτη φορά που τα ακούσαμε. Με άλλα λόγια υπάρχουν τα άλμπουμ που απλά μας άλλαξαν τη ζωή.
Ένας τέτοιος δίσκος είναι το “Operation: mindcrime” των QUEENSRYCHE, που κυκλοφόρησε στις 3 Μαΐου του 1988. Το “Operation: mindcrime” όμως είναι άδικο να το χαρακτηρίσουμε ως απλά ένα σπουδαίο άλμπουμ και αυτό διότι η φύση αυτού του δίσκου ξεφεύγει από τα καθιερωμένα. Το “Operation: mindcrime” είναι ένα έργο τέχνης, ένα μυθιστόρημα ντυμένο με την απόλυτη μουσική υπόκρουση, με λυρισμό και ερμηνείες που ξεπερνούν τα όρια της πραγματικότητας και με κοινωνικοπολιτικά αλλά και θρησκευτικά μηνύματα που όχι μόνο τώρα, αλλά όσα χρόνια και αν περάσουν θα παραμένουν επίκαιρα.
Για να δούμε όμως πως έφτασαν οι QUEENSRYCHE στο να κυκλοφορήσουν αυτό το μεγαλειώδες μνημείο, πρέπει να ταξιδέψουμε πίσω στον χρόνο και να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 1986 είχε προηγηθεί για το συγκρότημα η κυκλοφορία ενός ακόμα εξαιρετικού δίσκου, το “Rage for order”. Αφού ολοκληρώθηκε η προώθηση του άλμπουμ, με τις περιοδείες που έδωσε το συγκρότημα, το κάθε μέλος των QUEENSRYCHE πήρε τον δρόμο του για το απαιτούμενο διάλειμμα. Ο δρόμος που ακολούθησε ο Geoff Tate, τον οδήγησε στο Montreal του Καναδά, όπου βρέθηκε να κάνει παρέα με κάτι Γαλλοκαναδούς αυτονομιστές που ζητούσαν την ανεξαρτησία του Quebec. Προφανώς η γνωριμία του Tate μαζί τους, είχε γεμίσει το υποσυνείδητο του με σκέψεις και ανησυχίες γύρω από πολιτικά ζητήματα που τον προβλημάτιζαν. Ως ανήσυχος καλλιτέχνης, ο Tate χρειαζόταν μία και μόνο στιγμή έμπνευσης για να βιώσει μία πρωτόγνωρη εμπειρία, η οποία θα ωθούσε όλες τις σκέψεις που σκάλιζαν το υποσυνείδητο του να ξεπηδήσουν ως μία ιστορία με κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο, της οποίας οι πρωταγωνιστές θα ήταν τραγικοί ήρωες, αδίστακτοι τρομοκράτες και άνθρωποι πιόνια σε ένα διεφθαρμένο σύστημα διαπλοκής και εκμετάλλευσης.
Η έμπνευση αυτή ήρθε στον νεαρό τραγουδιστή όταν αποφάσισε να βγει από το σπίτι για να αγοράσει τσιγάρα. Στον δρόμο του για το πιο κοντινό κατάστημα συνάντησε μία καθολική εκκλησία. Ο Tate τότε ένιωσε μία ενέργεια, ένα ανεξήγητο συναίσθημα που τον ώθησε να εισέλθει μέσα στον ναό. Η εικόνα που αντίκρισε με τα αναμμένα κεριά, τον χαμηλό φωτισμό και τα αγάλματα, ήταν αρκετή για να δεχτεί ένα ηλεκτροσόκ. Από το πουθενά άκουγε νότες και έβλεπε φανταστικές εικόνες ενός ναρκομανούς εκτελεστή, που υπακούει χωρίς την θέλησή του στον αρχηγό μίας εγκληματικής οργάνωσης. Δεν ξέρω αν τελικά αγόρασε το πακέτο με τα τσιγάρα, το σίγουρο είναι όμως πως όταν επέστρεψε στο σπίτι του, χρειάστηκε λίγες μόνο ώρες για να ολοκληρώσει την βασική πλοκή της ιστορίας του αλλά και το ρεφρέν του τραγουδιού “Operation: mindcrime”.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Tate επιστρέφει στο Seattle για να ξεκινήσει με το υπόλοιπο συγκρότημα τις ετοιμασίες του επόμενου δίσκου. Τότε παρουσίασε και στα υπόλοιπα μέλη όλα όσα είχε σκεφτεί εκείνο το βράδυ στο Montreal, με τους υπόλοιπους να αντιμετωπίζουν την όλη ιδέα με δυσπιστία. Ο Tate όμως βρήκε τον πρώτο του σύμμαχο στο πρόσωπο του Chris DeGarmo. Οι δυο τους άρχισαν να δουλεύουν επάνω στην αρχική ιδέα του Tate, που όταν παρουσιάστηκε σχεδόν ολοκληρωμένη στους υπόλοιπους, ξεκίνησαν να δουλεύουν όλοι μαζί. Το μυθιστόρημα, με πρωταγωνιστές τον Nikki και τον δολοπλόκο Dr. X., είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, μαζί με τους στίχους και την μουσική που θα το παρουσίαζαν. Απουσίαζε όμως ένας βασικός χαρακτήρας, που θα επηρέαζε τόσο τον βασικό ήρωα, σε συναισθηματικό επίπεδο, όσο και την εξέλιξη αλλά και την κατάληξη του concept. Ο χαρακτήρας αυτός γεννήθηκε από ακόμα μία τρελή έμπνευση του Tate, όταν βρέθηκε ο ίδιος σε ένα club στο Amsterdam. Εκεί παρατήρησε μία νεαρή κοπέλα να χορεύει αργά, όταν η μουσική που έπαιζε στο μαγαζί ήταν δυνατή και έντονη. Στη θέα της νεαρής κοπέλας, γεννήθηκε ο χαρακτήρας της Sister Mary.
Όλα πλέον ήταν έτοιμα και η δημιουργία του καλύτερου concept άλμπουμ ήταν γεγονός. Το concept μας εξιστορεί την δραματική ιστορία του Nikki, ενός ναρκομανούς, απογοητευμένου από την δομή της κοινωνίας και την κατάχρηση της εξουσίας από τους πολιτικούς, ο οποίος βρίσκει τρόπο να εκδικηθεί το «σύστημα», μέσω μίας τρομοκρατικής οργάνωσης στην οποία γίνεται μέλος ως εκτελεστής, εξασφαλίζοντας παράλληλα την δόση του. Αρχηγός της οργάνωσης είναι ο θρησκευτικός ηγέτης Dr. X., που χρησιμοποιεί την θρησκεία ως βιτρίνα κάλυψης της οργάνωσης του, ο οποίος αποκτά πλήρη έλεγχο των κινήσεων του Nikki, εκμεταλλευόμενος τον εθισμό του στα ναρκωτικά.
Στo εισαγωγικό τραγούδι “I remember now”, βρίσκουμε τον ήρωα μας σε κατάσταση σοκ σε ένα νοσοκομείο. Από την τηλεόραση του δωματίου ακούγονται οι ειδήσεις που αναφέρουν τις δολοφονίες πολιτικών προσώπων. Μετά από την ένεση που δέχεται από μία νοσοκόμα και την όμορφη ευχή της, “Sweet dreams… you bastard”, ο Nikki αρχίζει και θυμάται τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν και τον οδήγησαν εκεί που βρίσκεται. Εκεί ξεκινά και η πρώτη μουσική πανδαισία, με το “Anarchy – X” και την ομιλία/προπαγάνδα του Dr. X. στο παρασκήνιο. Το “Revolution calling” που ακολουθεί, φανερώνει, φτύνοντας αλήθειες για τον τρόπο που λειτουργούν οι σύγχρονες κοινωνίες, την ανάγκη του ήρωα μας να επαναστατήσει απέναντι στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, ενώ μουσικά, το δίδυμο DeGarmo και Wilton χαρίζει αξεπέραστες δισολίες, με τους Scott Rockenfield και Eddie Jackson στο rhythm section να παραδίδουν ρυθμούς που κάνουν την καρδιά μας να καλπάζει μαζί τους. Στο “Operation: mindcrime”, ένα άκρως επιθετικό τραγούδι αστείρευτης αλητείας, o Nikki γίνεται το υποχείριο του Dr.X., με το solo του DeGarmo να συγκλονίζει. Το “Speak” που ακολουθεί με την ίδια τρέλα, ξεδιπλώνει τον χαρακτήρα του Nikki μέσα από απειλητικά κοφτά riffs και τον Tate να καθηλώνει στα ερμηνευτικά του καθήκοντα. Ο πιο σημαντικός χαρακτήρας της ιστορίας, γιατί είναι αυτός που θα επηρεάσει τον πρωταγωνιστή σε τρομακτικό βαθμό, είναι η Sister Mary, μία πρώην πόρνη που για να εξιλεωθεί από το αμαρτωλό παρελθόν της, έχει φορέσει τον μανδύα της πίστης. Στο “Spreading the disease”, η Sister Mary προσφέρεται ως δώρο στον Nikki για τις υπηρεσίες του, ενώ στο “The mission”, με την μεθυστική μελωδία της κιθάρας στο ρεφρέν και τον Tate να μας γονατίζει με τον συναισθηματισμό του, η Sister Mary είναι αυτή που κρατάει τον Nikki μακριά από την τρέλα και την απόγνωση. Το “Suite sister Mary” που ακολουθεί είναι το σημείο αναφοράς του δίσκου, τόσο στην πλοκή της ιστορίας, όσο και στην τρομακτική ερμηνεία του Tate. Ο Tate εδώ εμφανίζει τον ηθοποιό που έκρυβε μέσα του, σε μία θεατρική ερμηνεία που απογειώνεται από το ντουέτο του με την Pamela Moore, που χαρίζει την φωνή της στον χαρακτήρα της Mary. Σε αυτό το τραγούδι ο Dr. X. διακρίνει πως η Mary είναι απειλή και διατάζει τον Nikki να την σκοτώσει. Η ατμόσφαιρα και οι εναλλαγές ρυθμών αντικατοπτρίζουν τον πόλεμο συναισθημάτων του Nikki, σε ένα επικό τραγούδι που γονατίζει τον ακροατή. Ο Nikki τρελαμένος και μέσα στην μαστούρα του, στρέφεται και ξεσπάει ενάντια στον Dr. X., που όμως καταφέρνει να τον ελέγχει ξανά και αυτό διότι η βελόνα είναι ισχυρή. You can’t walk away now και ο prog/power ύμνος “The needle lies” σκάει σαν χειροβομβίδα. Ο Nikki επιστρέφει για να βρει την Mary νεκρή και το “Electric requiem”, με τις σπαρακτικές κραυγές του Tate, είναι ο οδηγός για το “Breaking the silence”. Ότι και να γραφτεί εδώ είναι τόσο, μα τόσο λίγο. Το μπάσο/καρδιοχτύπι του Jackson, o ρυθμός του Rockenfield, οι μελωδίες των Wilton/DeGarmo και η φωνή-θρύνος του Tate, δημιουργούν ένα τραγούδι απλά οργασμικό, παρουσιάζοντας την οδύνη του Nikki, ο οποίος οδηγείται στην απόλυτη άρνηση, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως δεν υπάρχει αγάπη, και στην απόλυτη hit-άρα “I don’t believe in love”. Ο Nikki βρίσκεται πλέον στα χέρια των αρχών. Κλειδωμένος στο κελί του, παραδομένος στους δαίμονες και τις αμαρτίες του, απομονωμένος από τον κόσμο και την λογική, αφήνει τον εαυτό του να πέσει σε λήθαργο. Τα τραγούδια “Waiting for 22”, με το solo του DeGarmo που προκαλεί δάκρυα, και “My empty room”, παρουσιάζουν την απελπιστική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ήρωας μας και οδηγούν στο κλείσιμο του δίσκου και ίσως στο καλύτερο τραγούδι του, “Eyes of a stranger”. Σε ένα τραγούδι που η ερμηνεία του Tate ξεπερνάει το τέλειο, οι κιθάρες κεντάνε και το rhythm section προκαλεί σεισμούς, ο Nikki βρίσκεται στο νοσοκομείο, χαμένος μέσα στην οδύνη της απώλειας και την θολούρα των ναρκωτικών, κάνοντας την αυτοκριτική του, διαπιστώνοντας πως το είδωλο του στον καθρέφτη για αυτόν πλέον είναι ένας άγνωστος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος δίχως παρελθόν, μέλλον, προορισμό. Ένα κενό δοχείο δίχως λόγο ύπαρξης. Σκέψεις και εικόνες από το παρελθόν έρχονται απότομα στο μυαλό του, με την τελευταία λέξη που ακούει να είναι “Revolution”.. Ο Nikki ξυπνάει και θυμάται τα πάντα, για να κλείσει ο δίσκος όπως ακριβώς ξεκίνησε. “I remember now”.
Δεν ξέρω αν το “Operation: mindcrime” είναι ο καλύτερος δίσκος στο heavy metal. Σίγουρα είναι όμως από τους πιο σημαντικούς. Ένα διαχρονικό και συναισθηματικό έργο, που αναδεικνύει το μεγαλείο της μουσικής και που διαμορφώνει όχι μόνο πολιτικές απόψεις, αλλά και ολόκληρη στάση ζωής.
Δημήτρης Μπούκης

 

QUIET RIOT – “Quiet Riot” (CBS)
Οι QUIET RIOT, το 1983, με το δίσκο τους “Metal Health”, το οποίο έγινε 6 φορές πλατινένιο στην Αμερική και 3 φορές πλατινένιο στον Καναδά «μπήκαν στα μεγάλα σαλόνια της μουσικής», κάνοντας τους ακόμα πιο γνωστούς στο hard rock/metal κοινό. Ας μην ξεχνάμε και ότι στα πρώτα δυο albums τους κιθάρα έπαιζε ο αδικοχαμένος Randy Rhoads. Πέντε χρόνια μετά, το album τους “Quiet Riot” τους βρίσκει με δυο πολύ σημαντικές «απώλειες» στο σχήμα. Ο αυθεντικός τραγουδιστής Kevin Dubrow, απολύεται λόγω κακής συμπεριφοράς και την θέση του αναλαμβάνει ο Paul Shortino από τους ROUGH CUTT. Επίσης ο μπασίστας στην προηγούμενη δουλειά τους “QR III”, Chuck Wright, παραιτείται και την θέση του αναλαμβάνει ο Sean McNabb. Η έλευση του Shortino έφερε έναν πιο μελωδικό «αέρα» σε όλα τα τραγούδια διατηρώντας τον ήχο των Αμερικανικών 80’s συγκροτημάτων όπως οι TWISTED SISTER, WHITESNAKE, WARRANT, POISON, LA GUNS, BLUE MURDER κλπ. Δυστυχώς όλο το album εκτός 2-3 τραγουδιών σε σύνολο χώλαινε, αφού οι συνθέσεις δεν ήταν και κάτι το ιδιαίτερο. Σαφώς δεν ήταν αδιάφορο αλλά και να μην το αποκτούσες δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Μάλλον το σχήμα αφού «έχασε» τον Dubrow προσπάθησε να κάνει μια αλλαγή ή να βρει μια νέα ταυτότητα, κάτι που όμως δεν έπιασε. Οι QUIET RIOT για άλλο ένα δίσκο δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν την μεγάλη επιτυχία του “Metal health”, κάτι που για μένα δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν ποτέ αφού όλα τα albums τους ήταν αξιόλογα με κάποια καλά τραγούδια ανά δουλειά, αλλά μέχρι εκεί.
Θοδωρής Μηνιάτης

 


RAGE – “Perfect man” (Noise)
Κακά τα ψέματα, αυτός είναι ο πρώτος καλός δίσκος των Γερμανών RAGE, που αποφάσισαν να κάνουν ένα γερό restart το 1988, ως power trio πλέον, με τον ιδρυτή και ηγέτη τους, μπασίστα και τραγουδιστή Peter “Peavy” Wagner, τον κιθαρίστα Manni Schmidt και τον συμπατριώτη μας Chris Efthimiadis, μία σύνθεση που έκανε ουσιαστικά reunion πρόσφατα, με την επωνυμία REFUGE κι ετοιμάζουν και δίσκο κάποια στιγμή τον επόμενο χρόνο. Πιστοί στο speed metal τους, οι RAGE παρουσίασαν πιο σφιχτές συνθέσεις, με το “Don’t fear the winter” να ξεχωρίζει και να παραμένει ο απόλυτος ύμνος τους, ακόμη και 30 χρόνια αργότερα!!! Όπως επανειλημμένως έχουμε πει, το ρεφρέν αυτού του κομματιού, το έχει «δανειστεί» ο Peavy από την ελληνική τηλεοπτική σειρά, «Το φως του αυγερινού». Πέρα από το “Don’t fear the winter” όμως, υπάρχει το πολύ υποτιμημένο “Death in the afternoon”, το “Wasteland”, το “Animal instinct” ακόμα και το “Supersonic hydromatic”, που μου είχε κολλήσει στο μυαλό λόγω των γελοίων στίχων του… Θα ήταν λάθος να μην τονίζαμε την πολύ καλή δουλειά του Schmidt στις κιθάρες, αλλά και τα χαρακτηριστικά ψιλά φωνητικά του Peavy, με την απίστευτη δουλειά του στις μελωδικές γραμμές, μία μοναδική ικανότητα που τη διατηρεί ακόμα και σήμερα, που έχει βγάλει καμία εικοσαριά δίσκους επιπλέον!!! Ας μην τα παραλέμε, το “Perfect man”, ήταν απλά το πάτημα που χρειάζονταν οι RAGE για να δημιουργήσουν το “Secrets in a weird world” αρχικά και αργότερα τα τρία κορυφαία άλμπουμ της πρώτης τους περιόδου (πριν το “Lingua mortis” δηλαδή), των “Trapped!”, “The missing link” και “Black in mind”. Τίποτα περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Σάκης Φράγκος

 


RATT – “Reach for the sky” (Atlantic)
Είναι ο δίσκος που έχει τα “City to city”, “I want a woman” και “Way cool Jr.”. Υπάρχει κάτι άλλο να αναφέρω για τον πλέον κλασικό δίσκο των RATT; Κάτι θα υπάρχει. Το πέμπτο άλμπουμ του συγκροτήματος μπορεί σε ποιότητα να μην ακουμπάει τα προηγούμενα αλλά κάποια εκατομμύρια αντίτυπα τα πούλησε χάρη στα παραπάνω τραγούδια.
Ο δίσκος είναι γεμάτος από χορωδίες και η ποιότητα του υλικού διαφέρει από τραγούδι σε τραγούδι. Ακούμε κάποιες επιρροές από το λεγόμενο pop rock αλλά και πολλά blues περάσματα ανάμεσα στα κομμάτια με πιο χαρακτηριστικό το “Way cool Jr.”. Σαν δίσκος είναι λίγο «ακατάστατος» αν μου επιτρέπεται ο όρος, καθώς τα τραγούδια δεν έχουν την απόλυτη συνοχή χωρίς βέβαια αυτό να είναι ανασταλτικός παράγοντας, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά. Το μόνο που με «χαλάει» λίγο είναι η απόδοση του Stephen Pearcy που είναι αρκετά πεσμένη σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ των RATT. Το “No surprise” θα μπορούσε να είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι αν δεν είχε αυτά τα χορωδιακά σημεία που του χαλάνε την εικόνα. Βέβαια, υπάρχει μεταξύ άλλων το “Chain reaction” που είναι τραγουδάρα και κινείται σε up tempo ρυθμούς και τσακίζει κόκκαλα. Έχει και τις κακές στιγμές ο δίσκος σαν το “I want to love you tonight” όπου η φωνητική προσέγγιση του Pearcy είναι για γέλια. Επίσης, το “Bottom line” και το “Do not bite the hand that feeds” είναι δύο τραγούδια με παρόμοιες μελωδίες με πιασάρικες χορωδίες και απλοϊκά κιθαριστικά riffs. Στο “Bottom line” τα φωνητικά σε χορωδία και κιθάρα έχουν την ίδια μελωδία, η οποία δεν είναι η πιο εφευρετική ιδέα αλλά λειτουργεί αρκετά καλά.
Συνολικά το “Reach for the sky” είναι ένα άνισο άλμπουμ. Βασικά, υπάρχει η άποψη για ποιο λόγο θέλετε να το ακούσετε. Αν θέλετε να ακούσετε ένα άλμπουμ που θα έχει μια «χ» ποιότητα τότε σίγουρα δεν είναι αυτός ο δίσκος. Αν προτιμάτε τη διασκέδαση, τραγουδώντας τραγούδια, θα διαπιστώσετε ότι αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό άλμπουμ glam metal καθώς ήταν και η τελευταία εμπορική επιτυχία από την μπάντα.
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 


RAVEN – “Nothing exceeds like excess” (Under one Flag/Combat records) 
Με τον προηγούμενο δίσκο τους “Life’s a bitch”(1987) οι RAVEN επιχείρησαν μια επιστροφή στον πρώιμο heavy/ speed ήχο τους, και παρά τις καλές προθέσεις που είχε η προσπάθεια τους, εμπορικά στέφθηκε με αποτυχία, με επακόλουθο την αποχώρηση τους από την πολυεθνική Atlantic και επίσης την αποχώρηση από το σχήμα του αρχικού τους drummer Rob Hunter, κατά κόσμο Wacko, στις αρχές του 1988. Ο αντικαταστάτης του ήταν ο Joe Hasselvander (PENTAGRAM) και επίσης θα υπογράψουν με την Combat records για την Αμερική.
Και αυτός ο δίσκος περιείχε καλά κομμάτια, από speed metal tracks όπως τα “Die for Allah”, “Stick it” και “You got a screw loose”, σε κλασσικά NWOBHM εποχής RAVEN tracks όπως τα “Gimme a break”, “Hard as nails” και “Lay down the law”, μέχρι κομμάτια που θυμίζουν ΜΕΤΑLLICA (“Thunderlord”) και DIAMOND HEAD (“Into the jaws of death”).
Γενικότερα ο δίσκος στέκει μια χαρά και τα κομμάτια διαθέτουν στην τρέλα και τηv ενέργεια που χαρακτηρίζει τον ιδιαίτερο ήχο του σχήματος, παρόλο αυτά βρισκόμαστε σε μια εποχή που τον κύριο λόγο έχει το thrash metal και όλα τα καινούργια σχήματα του είδους που έχουν ξεπεταχθεί σε όλο τον κόσμο, οπότε ένα σχήμα σαν τους RAVEN με 7 δίσκους είναι εκτός ενδιαφέροντος στην νέα γενιά των οπαδών του metal της εποχής, παρόλο που υπήρξαν ένα από αυτά τα σχήματα που έθεσαν τις βάσεις για το thrash metal.
Παρόλα ταύτα, οι RAVEN θα περιοδευόσουν στην Αμερική με τους TΕSTAMENT και θα επιστρέψουν στην Ευρώπη για περιοδεία με τους KREATOR, καταφέρνουν να κερδίσουν θετική ανταπόκριση από τους παλιούς οπαδούς τους, οι οποίοι υπήρξαν επιφυλακτικοί μετά το πείραμα του “Stay hard”.
‘Ένα πείραμα που όχι μόνο δεν τους “βγήκε”, αλλά θεωρώ ότι στοίχησε στους RAVEN μια ενδεχομένως διαφορετική πορεία που θα είχαν αν είχαν παραμείνει πιστοί στον χαρακτηριστικό heavy/ speed metal ήχο τους. Δυστυχώς η ιστορία έχει γραφθεί και το “Nothing ….” είναι από αυτά τα albums που προσπάθησε να αλλάξει την μοίρα των RAVEN αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερε.
Γιάννης Παπαευθυμίου

 

RAZOR – “Violent restitution” (Steamhammer)
Το τελευταίο πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ των Καναδών τρελοthrashers και σίγουρα το καλύτερό τους!!! Το μοναδικό άλμπουμ του Dave Carlo και της παρέας του, που βγήκε από την Steamhammer και είναι αφιερωμένο στον ηθοποιό Charles Bronson (!!!), περιέχει στον υπέρτατο βαθμό όλα όσα αγαπήσαμε στους RAZOR. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι υπερηχητικές ταχύτητες καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου, θα με ενοχλούσαν, εδώ ακούγονται όμως αβίαστα. Όταν ένα άλμπουμ ξεκινά με το instrumental “The marshall arts”, όπου η κραυγή που βγάζει ο Stace “Sheepdog” McLaren κάνει τον Tom Araya να τρέχει να κρυφτεί, δεν μπορεί παρά να είναι φοβερό. Τραγουδάρες όπως το “Violent restitution”, το ανεπανάληπτο “Taste the floor”, το “I’ll say it once” και φυσικά ο απόλυτος thrash ύμνος “Edge of the razor”, κάνουν το “Violent restitution” να αποτελεί έναν από τους κορυφαίους δίσκους καναδικού συγκροτήματος. Το μόνο μου πρόβλημα με αυτόν το δίσκο, είναι ότι ακόμα ψάχνω τον αλήτη που βούτηξε το βινύλιο από το σπίτι μου και πλέον είναι σε απλησίαστη τιμή για να ξαναγοραστεί, αλλά και σπάνιο ταυτόχρονα. Όποιος και να το έχει, να πάθει αυτό που συμβαίνει στο τρίτο τραγούδι του (για να μην σας κουράζω, είναι το “Taste the floor”!!!).
Σάκης Φράγκος

 


REALM – “Endless war” (R/C – Roadrunner)
Άλλος ένας υποτιμημένος δίσκος τεχνικού thrash metal που βγήκε από τη Roadrunner το 1988, μιας χρονιάς που είχαν βγει απίστευτοι δίσκοι για το ιδίωμα. Διαβάζω όλα αυτά τα χρόνια άτομα που λένε ότι είναι καλύτεροι οι Αμερικάνοι REALM από τους WATCHTOWER ή τους CORONER βέβαια και γελάω, διότι πρόκειται για απόλυτη υπερβολή. Όμως το γκρουπ αυτό, είχε πολύ ενδιαφέρουσες συνθέσεις, όπως πολλά thrash σχήματα της εποχής, έναν μπασίστα που έπαιζε καθοριστικό ρόλο στον ήχο κι έναν Έλληνα στις τάξεις του!!! Τον Τάκη Κίνη (δεν μπορώ να κρατηθώ και να μην πετάξω το σχετικό μπασκετικό σχόλιο, αφού το «εξελληνισμένο» όνομα του Πέτζα Στογιάκοβιτς, ήταν Πέτρος Κίνης), που είχε παίξει σε αρκετές underground μπάντες. Οι συνθέσεις είναι ως επί το πλείστον σε πολύ υψηλές ταχύτητες, με φωνητικά ψιλά και ιδιαίτερα καλή τεχνική. Λείπουν όμως τα τραγούδια που θα τραβούσαν το κάρο από τη λάσπη και θα έκαναν το άλμπουμ να ξεχωρίσει από τα αριστουργήματα που είχαν βγει επίσης εκείνη τη χρονιά. Προσωπικά, θεωρώ εντελώς άστοχη και τη διασκευή στο “Eleanor Rigby” των BEATLES, που το έκαναν σε speed metal μορφή και χάνει όλη τη μαγεία του…
Σάκης Φράγκος

 


RIOT – “Thundersteel” (CBS)
Ο έκτος δίσκος των RIOT έμελλε να είναι και ο πιο καθοριστικός της καριέρας τους. Μέχρι το “Thundersteel” οι RIOT ήταν μια πολύ καλή μπάντα που όμως δεν είχε τύχει ανάλογης αναγνώρισης καθώς μετά το απίστευτο “Fire Down Under” τα “Restless Breed” και “Born In America” μάλλον αποτέλεσαν τροχοπέδη στη μπάντα αφού οδηγήθηκαν στη διάλυση το 1984. Η κίνηση “ματ” από τον Mark Reale γίνεται με την ανάθεση των φωνητικών στον τεράστιο Tony Moore ο οποίος με το Halfordικό εύρος της φωνής του δίνει την απαραίτητη ώθηση στους RIOT να μπουν με τα φρένα σπασμένα στο στούντιο και να συνθέσουν τον, κατά πολλούς, καλύτερο δίσκο της καριέρας τους. Ένας δίσκος ορισμός για το heavy/power με συνθέσεις που όχι μόνο θεωρούνται κλασικές πλέον αλλά ακόμα και σήμερα ακούγονται τόσο φρέσκες σαν να γράφτηκαν μόλις χθες. 9 διαχρονικά κομμάτια απίστευτης έμπνευσης και εκτέλεσης που ισορροπούν άρτια ανάμεσα στο speed και στο power. Εδώ θα συναντήσουμε κομμάτια-σεμινάριο για το πώς πρέπει να παίζεται το speed metal όπως το εκπληκτικό ομώνυμο και το “Flight Of The Warrior”, το επικό “Sign Of The Crimson Storm”, τα γεμάτα συναίσθημα “Johnny’s Back” και “Bloodstreets”, το ατμοσφαιρικό “Buried Alive” του επιλόγου… Ειλικρινά νιώθω ότι αδικώ και τα υπόλοιπα κομμάτια που δεν τα αναφέρω. Το “Thundersteel” δεν είναι ένα απλά καλό άλμπουμ. Είναι αυτό που εδραίωσε τους RIOT στη συνείδηση του κόσμου και έδωσε το έναυσμα στη μπάντα να συνεχίσει στους ίδιους φρενήρεις ρυθμούς με το εξίσου δυνατό “The Privilege Of Power”. Ένας δίσκος που πραγματικά δεν πρέπει να λείπει από καμία ενημερωμένη δισκοθήκη.
Θοδωρής Κλώνης

 

DAVID LEE ROTH – “Skyscraper” (Warner Bros)
Το “Skyscraper” βρήκε το σχήμα του David Lee Roth σε φάση δημιουργικής αναζήτησης. Το προηγούμενο άλμπουμ του, το “Eat ‘em and smile” ήταν ουσιαστικά το άλμπουμ που κρατούσε λίγο από τον ήχο των VAN HALEN, για να «ψαρέψει» κάποιους παλιούς οπαδούς. Στην επόμενη δουλειά του ο David Lee Roth με το σχήμα του που περιλάμβανε αστέρες μεγέθους Steve Vai, Billy Sheehan και ένα από τα πιο δημιουργικά δίδυμα στο ρυθμικό κομμάτι ,τους αδελφούς Bissonette, ξεδίπλωσε τα ταλέντα του. Η μουσική ακουμπάει το Hard rock, φλερτάρει με το γυαλισμένο AOR, λοξοκοιτά στα blues και έχει στοιχεία από τα αγαπημένα στυλ του Roth, swing, big bands και τους crooners τραγουδιστές.
Η παραγωγή, είναι πιο προσεγμένη, δημιουργώντας ένα άλμπουμ που ηχητικά συναγωνίζεται, το υψηλό ηχητικό επίπεδο των VAN HALEN. Από την άλλη πλευρά το άλμπουμ είναι μια μοντέρνα πρόταση. Είναι ραδιοφωνικό αλλά όχι πιασάρικο με την κλασσική έννοια. Είναι πολυδιάστατο και αρκετά μακριά από ότι είχε συνηθίσει ο μέχρι τότε οπαδός του μελωδικού ροκ, με την σύνθεση που βασίζεται στο riff και το πιασάρικο ρεφρέν. Ο Vai αποδεικνύει, όπως έκανε αργότερα και στους WHITESNAKE, ότι δύσκολα καλουπώνεται από ένα σχήμα όσο γνωστοί και αν είναι οι συμμετέχοντες και ότι τα μουσικά είδη τα δημιουργεί ή ανανεώνει, αλλά σπάνια τον περιορίζουν.
Τραγούδια σαν τα “Just like paradise”, με το easy listening ρεφρέν του, το ακουστικό “Damn good” αλλά και το εισαγωγικό “Knucklebones” δείχνουν ότι οι μέρες του άμεσου hard rock είχαν περάσει για τον Roth. Το άλμπουμ γνώρισε επιτυχία, αλλά ο Roth με το υπέρ εγώ του, κατάφερε να φύγουν οι Vai, Sheehan μετά την ολοκλήρωση του άλμπουμ, λόγω διαφορών. Αν κάτι μένει ως σήμερα είναι τα εκπληκτικά video clip και η αψεγάδιαστη δουλειά όλων των συμμετεχόντων σε ένα άλμπουμ υψηλών απαιτήσεων μελωδικού ροκ.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 


YNGWIE MALMSTEEN’S RISING FORCE – “Odyssey” (Polydor)
H Οδύσσεια του Σουηδού μάγου της κιθάρας, είχε αρχίσει περίπου έναν χρόνο νωρίτερα, όταν μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, παραλίγο να σκοτωθεί και χρειάστηκε να μοχθήσει προκειμένου να επαναφέρει τη τεχνική και την ταχύτητά του, ιδιαίτερα στο δεξί του χέρι. Στην πορεία, άλλαξε και πάλι συμπαραστάτες, με το μικρόφωνο να πηγαίνει στον Joe Lynn Turner. O Bob Daisley, ηχογράφησε το μπάσο, σε ότι δεν έπαιξε ο ίδιος ο Malmsteen, ενώ τα αδέρφια Johansson παρέμειναν. Αν και ο δίσκος ανοίγει ιδανικά με “Rising force” που έμεινε στο πάνθεον του Yngwie, το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ όμως, δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες. Εύκολα μπορούμε να τον δικαιολογήσουμε, λόγω της περιπέτειάς του, αλλά το θέμα της έμπνευσης ήταν και είναι κάτι που τον παιδεύει σε κάθε άλμπουμ. Σίγουρα δεν είναι η τεχνική του που τον φρενάρει. Αφού ο ίδιος επωμίζεται το βάρος της παραγωγής, δεν έχει και δικαιολογία για τον κάπως αδύναμο ήχο στην κιθάρα, αν και μάλλον έψαχνε για έναν ήχο που θα ήταν αρκετά εμπορικός εκείνη την εποχή. Βέβαια, αυτός ο συνδυασμός περιορισμένης έμπνευσης, προβλήματος στο χέρι, γυαλισμένου ήχου και άνευρης κιθάρας (μα για τον Malmsteen μιλάμε), έχει ως αποτέλεσμα τα highlights να περιορίζονται στο “Rising force”, “Heaven tonight” και το «μετριόφρον» (γκούχου, γκούχου) “Faster than the speed of light” που εδραιώνει τον νεοκλασικό του ήχο. Αν και εμπορικά το “Odyssey” ήταν αδιαμφισβήτητα μια επιτυχημένη κυκλοφορία, στο πέρασμα των χρόνων, υστερεί και χάνει μπροστά στο “Marching out”
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 

RUNNING WILD – “Port Royal” (Noise)
Το γερμανικό κύμα συγκροτημάτων που έσκασε στην μουσική βιομηχανία στις αρχές των 80’s, έφερε στη επιφάνεια ορισμένα από τα επιδραστικότερα και πιο κλασικά συγκροτήματα του μεταλλικού κόσμου. Οι RUNNING WILD είναι ένα από αυτά που ξεχώρισαν περισσότερο και που ακολούθησαν μία αξιομνημόνευτη πορεία, που μπορεί να συγκριθεί με ελάχιστα συγκροτήματα στον κόσμο. Αν φαίνεται υπερβολικό αυτό, θα πρέπει απλά να θυμηθούμε πως από το πρώτο άλμπουμ της γερμανικής ναυαρχίδας του καπετάνιου Rolf Kasparek, “Gates to purgatory” (1984), μέχρι και το “The rivalry” του 1998, το συγκρότημα έχει επιδείξει μία εξωπραγματική συνέπεια, κυκλοφορώντας συνεχόμενα δέκα εξαιρετικά άλμπουμ-ύμνους, χωρίς μεγάλα χρονικά κενά ανάμεσα τους. Σε συνδυασμό και με την υιοθέτηση του πειρατικού στιλ, το συγκρότημα έγινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σχήματα στο heavy metal.
Και όταν αναφερόμαστε σε πειρατικό στιλ, δεν συζητάμε για τίποτα κατσαπλιάδες/χαβαλετζήδες που κυκλοφορούν τώρα και που τα τραγούδια τους μιλούν για ρούμι και πλιάτσικο. Την εποχή εκείνη, ο παραγκωνισμός των μεταλλάδων και τα στερεότυπα που ακολουθούσαν την μουσική μας, ήταν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό πιο έντονα από ότι στο σήμερα. Το να ταυτιστεί η μεταλλική κοινότητα με τους παράνομους πειρατές που έπλεαν ελεύθεροι στις ανοιχτές θάλασσες ήταν αναπόφευκτο και σε συνδυασμό με τα τραγούδια των RUNNING WILD που αναφέρονται σε πειρατικές ιστορίες αλλά και σε ιστορικά γεγονότα, η αίσθηση της ελευθερίας που πηγάζει από αυτό το συγκρότημα, αλλά και από το ίδιο το όνομα του, θα το συντροφεύει για πάντα.
Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτή ή ταύτιση, οι RUNNING WILD έπρεπε να αλλάξουν το μουσικό ύφος και στιλ τους από αυτό που είχαν στα πρώτα δύο τους άλμπουμ. Με τον τρίτο τους δίσκο “Under Jolly Roger” (1987), το συγκρότημα άφησε πίσω του τη σατανική θεματολογία και ασπάστηκε το πειρατικό ύφος. Και αν το “Under Jolly Roger” ήταν ο πρώτος κανονιοβολισμός που τους έδειξε τον δρόμο για μία επιτυχημένη πορεία, το “Port Royal” ήταν μία ομοβροντία!
Στο “Port Royal”, οι RUNNING WILD παρουσιάζουν τις πιο ώριμες συνθέσεις τους μέχρι εκείνη την στιγμή, που αποτελούν ένα σύνολο ατόφιου και πωρωτικού heavy metal. Τι και αν ο περισσότερος κόσμος στέκεται στην ομώνυμη hit-άρα του δίσκου και στο εξαιρετικό “Conquistadores”; Το “Port Royal” είναι ένα άλμπουμ με 11 στις 11 κομματάρες! Τι να πεις για την αλητεία του “Raging fire” ή για την speed riff-άρα του “Into the arena”; Το “Uaschitschun” που ακολουθεί και αναφέρεται στο κυνήγι των Ινδιάνων από τους «λευκούς» κατακτητές, αποτελεί έναν ύμνο στην ελευθερία! Στη συνέχεια, οι ανατριχιαστικές μπασογραμμές του “Final gates”, μας οδηγούν μέσα από άγνωστα και ανατριχιαστικά περάσματα στο all time classic “Conquistadores”. Το “Blown to kingdom come” είναι ταυτόσημο με την έννοια του heavy metal, ενώ το “Warchild”, με την πολεμική διάθεση του, προσφέρεται για άφθονο κοπάνημα. Για την τραγουδάρα το “Mutiny”, τα λόγια φαίνονται φτωχά. Αρκεί να ακούσει κανείς το απίστευτο riff που συνοδεύεται από τους στίχους “Stant up and fight”, για να καταλάβει το επίπεδο της κομματάρας αυτής. Ο δίσκος κλείνει με το έπος “Calicko Jack”, που αναφέρεται στον ξακουστό πειρατή Jack Rackham, που δρούσε, την χρυσή εποχή της πειρατείας, στην θάλασσα της Καραϊβικής και που ήταν γνωστός ως ο πειρατής που σχεδίασε την σημαία jolly roger με την νεκροκεφαλή και τα δύο σταυρωτά σπαθιά, αλλά και που στο πλήρωμα του είχε δύο γυναίκες, τις Mary Read και Anne Bonny.
Η αξία και η ποιότητα του “Port Royal”, καθιστούν αυτόν τον δίσκο ως έναν από τους καλύτερους στο heavy metal. Αν ο καπετάνιος Rock n’ Rolf δεν άλλαζε και τα μέλη της μπάντας σαν τα πουκάμισα, με την δισκογραφία που έχουν οι RUNNING WILD, θα είχαν καταφέρει να κατακτήσουν και τις εφτά θάλασσες και δεν θα περιοριζόντουσαν για live μόνο εντός των συνόρων της Γερμανίας. Όταν όμως έχουν κυκλοφορήσει δίσκους σαν και αυτόν, εμείς τα συγχωρούμε όλα και δηλώνουμε αιώνια πίστη στον καπετάνιο και στην πιο original μπάντα του heavy metal. Pirates for life!
Δημήτρης Μπούκης

 


SABBAT – “History of a time to come” (Noise) 
Μία από τις πολύ αγαπημένες μου μπάντες του ευρωπαϊκού thrash είναι οι SABBAT, οι οποίοι ήταν και ο προπομπός για την δημιουργία των εκπληκτικών SKYCLAD. Όταν μιλάμε για SABBAT, έχουμε διαβολικά φωνητικά και riff που χτυπούν σαν μαστίγια των ακροατή, κάνοντας τους από τις πιο ιδιαίτερες μπάντες του thrash που πέρασαν ποτέ. Ίσως και η πρώτη που της αξίζει ο όρος blackened thrash, με την θεματολογία να κινείται σε αναφορές στον Εωσφόρο και αντιχριστιανικά θέματα. Δεν είναι τυχαίο που ανά καιρούς έχουν γίνει διασκευές σε κομμάτια τους από διάφορες black metal μπάντες.
Η μπάντα θα είχε κυκλοφορήσει το ντεμπούτο της έναν χρόνο πριν, αλλά το γεγονός ότι ο Andy Sneap ήταν ακόμη μόνο 17 χρονών (!) δεν τους έδινε ακόμη το δικαίωμα να υπογράψουν το συμβόλαιο με την Noise! Έτσι ο κόσμος υποδέχθηκε τους SABBAT το 1988 τελικά με ένα από τα πιο επιθετικά του ντεμπούτα στην ιστορία του είδους. Είναι πραγματικά κρίμα που 30 χρόνια μετά οι SABBAT παραμένουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό του underground, μιας και πολλοί λίγοι έχουν ανακαλύψει την μαγεία της μουσικής τους. Τολμήστε το!
Γιώργος Καραγιάννης

 


SADUS – “Illusions” (independent / Roadrunner)
Το ντεμπούτο των Αμερικάνων από την California, SADUS, είναι ότι περιμένει να ακούσει κανείς από ένα συγκρότημα που έχει βγάλει demo με τον τίτλο “Death to posers”. Ένα από τα πρώτα υβρίδια που συνδύαζαν το thrash με το death metal, με αρκετές ομοιότητες με άλμπουμ όπως το “Seven churches” των POSSESSED, το “Scream bloody gore” των DEATH, ακόμα και το “Schizophrenia” των SEPULTURA. Μόνο που τα τραγούδια είναι παιγμένα σε εξωπραγματικές ταχύτητες!!! Ένας δίσκος που διαρκεί 29 λεπτά, με το outro ουσιαστικά να είναι ανούσιος θόρυβος 3 λεπτών, κάνοντας την ουσιαστική διάρκεια του άλμπουμ 26 λεπτά, με τραγούδια που είναι μικρότερα των δύο λεπτών σε περιπτώσεις, αλλά που μπορούν να σου προκαλέσουν ανεπανόρθωτη βλάβη στον σβέρκο. Στο μπάσο βρίσκουμε για πρώτη φορά τον τεράστιο Steve DiGiorgio, ο οποίος μας έκανε για πρώτη φορά να ακούσουμε  αυτό το όργανο σε thrash/death κυκλοφορία (υπάρχουν μέχρι και σημεία που ακούγεται bass solo) και ο τραγουδιστής Darren Travis ακούγεται κάτι ανάμεσα στον Don Doty των DARK ANGEL και τον Mille Petrozza των KREATOR. Δίσκος που δεν αφήνει περιθώρια αντιδράσεων, με μέτρια παραγωγή που έκανε ο κιθαρίστας των METAL CHURCH, John Marshall (ναι, αυτός που είχε αντικαταστήσει κάποιες στιγμές τον Hetfield στους METALLICA, όταν είχε πάθει ατύχημα με το skateboard). Η συμμετοχή τους στη συλλογή “Raging death” μαζί με τους XECUTIONER (μετέπειτα OBITUARY) και τους R.A.V.A.G.E. (μετέπειτα ATHEIST), μόνο σαν παράσημο μπορεί να θεωρηθεί. Αργότερα, τους τσίμπησε η Roadrunner, με την οποία έβγαλαν το “Swallowed in black” η οποία επανακυκλοφόρησε το άλμπουμ με τον τίτλο ‘Chemical exposure”, οπότε αν δείτε διαφορετικούς τίτλους, μην μασήσετε. Πρόκειται για το ίδιο υλικό…
Σάκης Φράγκος

 

SAINT VITUS – “Mournful Cries (SST Records)
Ο δίσκος “Mournful Cries” αποτέλεσε την 4η κυκλοφορία της μπάντας και την δεύτερη με τον «πολύ» Scott “Wino” Weinrich, πίσω από το μικρόφωνο. Έχοντας ήδη κυκλοφορήσει την δισκάρα “Born Too Late” μεγάλωσαν την βάση των οπαδών τους αφού συνέχισαν από εκεί που είχαν μείνει. Μπορεί να μην είχε ο δίσκος τα «hit» που είχε ο προκάτοχος του ή την αποπνικτική doom αύρα που είχε ο επόμενος “V”, αλλά ήταν μία σημαντική κυκλοφορία καθώς έμεναν πιστοί σε αυτό που οι ίδιοι ξεκίνησαν, το πάντρεμα της μουσικής των BLACK SABBATH με αυτή των BLAG FLAG.
Στον δίσκο αυτό από το πρώτο up tempo τραγούδι “The Creeps” που σε «πιάνει από το λαιμό» μέχρι το “The Troll” ένα από τα πιο heavy τραγούδια που έχουν γραφτεί, καταφέρνει ο δίσκος να σε βάλει σε μία καταθλιπτική μαύρη διάθεση και να σπρώξει τα doom όρια που είχαν θέσει οι SABBATH ακόμα πιο βαθιά και μακριά. Στιχουργικά πιάνει πολλά θέματα, μιλάει για τα απομεινάρια που «αφήνει» η χρήση της ηρωίνης στο “Shooting Gallery”, στο “Dragon Time” κάνει μία φανταστική αναφορά/ιστορία για έναν δράκο που επιτίθεται σε ένα χωριό, ενώ στο τραγούδι που κλείνει το δίσκο “Looking Glass” ουσιαστικά παρακινεί τους ακροατές να σηκωθούν και να πάρουν την ζωή στα χέρια τους, να μην επαναπαύονται.
Δυστυχώς σε μια εποχή που οι οπαδοί προτιμούσαν δισολίες με galloping ρυθμό αλά IRON MAIDEN, τις thrash μπάντες που ήταν στα πάνω τους ή οι τις πιο mainstream metal/rock μπάντες όπως οι MOTLEY CRUE, BON JOVI, το έργο των SAINT VITUS για αναγνώριση μόνο εύκολο δεν το λες, καθώς αυτό που έπαιζαν ήταν εκτός «μόδας»/στήριξης από Μ.Μ.Ε., με αποτέλεσμα να μην τους πιάσουν τα ραντάρ των οπαδών και να μην έχουν την αναγνώριση που θα έπρεπε να είχαν, σε σχέση με τις δισκάρες που κυκλοφόρησαν. Στην underground σκηνή όμως μεγάλωναν διαρκώς και αυτό φάνηκε μια δεκαετία μετά όταν μπάντες όπως οι MELVINS, ELECTRIC WIZARD, DOWN, CROWBAR και πολλές άλλες, έχουν δώσει τα respects τους και τους έχουν χαρακτηρίσει βασική επιρροή τους.
Την δεκαετία του ‘90 εκτοξεύτηκε η δημοτικότητά τους καθώς μέσω των συγκροτημάτων που τους αποθέωναν, πολλοί οπαδοί ανάτρεξαν στην δισκογραφία τους για να ξεθάψουν τα διαμάντια της. Αναμφισβήτητα η συνεισφορά τους είναι τεράστια. Υπήρξαν μεν και οι TROUBLE ή οι PENTAGRAM που είχαν σημαντική συνεισφορά αλλά οι SAINT VITUS είναι αυτοί που γέμισαν το κενό μεταξύ των doom μελωδιών των BLACK SABBATH και ενός πιο punk ήχου, δημιουργώντας τις βάσεις και επεκτείνοντας τους ήχους για τις sludge metal μπάντες των 90’s. Οι SAINT VITUS αποτελούν κατ’ εμέ μία από τις μπάντες που ενώ δεν έλαβαν την αναγνώριση στο βαθμό που θα έπρεπε με βάση την συνεισφορά και επιδραστικότητά τους, κατάφεραν να κερδίσουν καθολικά τον σεβασμό όλων.
Θάνος “Thanoz” Κολοκυθάς

 


JOE SATRIANI – “Surfing with the alien” (Epic)
Κάποια άλμπουμ γράφουν ιστορία και αλλάζουν την προσέγγιση μας στην μουσική, Μας γνωρίζουν νέους μουσικούς αλλά και ιδέες. Ο Joe Satriani, γνωστός τότε ως δάσκαλος κιθάρας των Kirk Hammett,Rick Hunolt, Alex Skolnik κυκλοφόρησε το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ το 1987.Φτιαγμένο από υλικά που είναι σπάνια, Μια σωστή μίξη, ταλέντου, έμπνευσης και μουσικής ευφυΐας, άλλαξε τον κόσμο των κιθαριστικών άλμπουμ και έδειξε ότι τα φωνητικά δεν είναι πάντα αναγκαία.
Η τάση του να «μιμείται» με την κιθάρα του τις μελωδικές γραμμές της φωνής, η αγάπη του για μουσικούς όπως ο Frank Zappa σε μια πιο κοντινή στον μέσο ακροατή πρόταση και η αγάπη του για το κλασικό ροκ, έκαναν το “Surfing with the alien” ελκυστικό τόσο για μουσικούς, όσο και για το ευρύτερο κοινό. Το πιασάρικο των συνθέσεων, γιατί ανάμεσα στα άλλα ο Satriani έχει μια έφεση στο να «εφευρίσκει» πιασάρικα riff και μελωδίες γέννησε το ομώνυμο τραγούδι, που έντυσε εκπομπές, εισαγωγές σε ραδιόφωνα και άλλα τέτοια χαρμόσυνα στον μουσικό χώρο. Το ευρηματικό του παίξιμο, που δεν αναλώνεται σε κλασικότροπες κλίμακες αλα Malmsteen, ούτε σε δύσκολα στο αυτί τονικά παιχνίδια (βλέπε Vai), έδωσε συνθέσεις σαν τα “Always with me, always with you”, “Ice 9” και το ανανεωτικό για τον ήχο των κιθαριστών /θεών κτλπ “Satch Boogie” που έδειξε ότι το χτύπημα είναι η προσέγγιση στον ήχο, και όχι μόνο η ταχύτητα ή η τεχνική.
Βέβαια ο Satriani,έδειξε και το τεχνικό κομμάτι, που το είχε σε επάρκεια, αλλά πριν και πάνω από όλα έδωσε μια νέα πνοή στα instrumental άλμπουμ, αποφεύγοντας την υπερβολική επίδειξη και εστιάζοντας στην μελωδία και στη σύνθεση που δεν περιορίζει τον κιθαρίστα , αλλά δεν κουράζει και τον μέσο ακροατή.
Η μετέπειτα καριέρα του, με κλήσεις από τον Mick Jagger, DEEP PURPLE και η συμμετοχή του στους CHICKENFOOT, έδειξε ότι είναι και ομαδικός παίκτης, εκτός από πολύ επιτυχημένος μουσικός και σολίστας.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 

SAXON – “Destiny” (ΕΜΙ)
Πολλά λόγια για ένα άλμπουμ, που σηματοδότησε την προσπάθεια των Βρετανών, να προσεγγίσουν ένα άλλο κοινό, κάνοντας τον ήχο τους πιο Αμερικάνικο. Συνέχισε ακόμη πιο φανερά την προσπάθεια που ξεκίνησε με το “Rock the nations”, με το σχήμα να έχει μπει σε μια δεκαετία συνθετικής μετριότητας.
Η διασκευή στο “Ride like the wind” του Kris Kristofferson χωρίς να είναι κάτι ιδιαίτερο, γνώρισε επιτυχία. Αυτό συνέβη επειδή το τραγούδι είναι από μόνο του πολύ καλό αν και ο ήχος που αποφάσισαν να οικειοποιηθούν οι SAXON ξένισε αρκετούς οπαδούς. Συνολικά το άλμπουμ είναι πιο μελωδικό, με έντονα τα πλήκτρα . Η AOR/μελωδική πλευρά των SAXON και δεν βοήθησε το σχήμα ούτε στο κυνήγι της επιτυχίας, ούτε στο να αυξήσει η αποδοχή τους από την Αμερικάνικη αγορά. Τραγούδια σαν τα “Where lightning strikes” με το βαρετό mid tempo heavy metal,με το επαναλαμβανόμενο riffing και την έλλειψη έμπνευσης χαρακτηρίζουν το άλμπουμ, στην ίδια κατηγορία με τα “SOS”, “Jericho Siren” συν την προσθήκη των πλήκτρων στα ρεφρέν, που αλλοιώνει τον χαρακτηριστικό ήχο των SAXON,Το “I can’t wait anymore” είναι μια όμορφη μπαλάντα που θα ταίριαζε στους MSG με τον McAuley αλλά είναι πολύ μακριά από το ‘Broken heroes”. Η εποχή του “Turbo” δείχνει την επίδραση της στο “Calm before the storm” με το heavy metal να φλερτάρει την pop με τον ίδιο ανέμπνευστο τρόπο. Το. Song for Emma” είναι πιο κοντά στον ήχο των DEMON, PRAYING MANTIS, MAMAS BOYS, CHEVY και λιγότερο στον κλασικό ήχο των SAXON.Στο “”Red Alert” μιλάνε για το αγαπημένο τους θέμα των συναυλιών και της ζωής στον δρόμο,, χωρίς όμως το τραγούδι να καταφέρνει να απογειωθεί όπως στην εποχή του “the bands played on”, με το ίδιο μονότονο riff, όπως και το “For whom the bells tolls” αλλά αυτοί είναι οι SAXON της ραδιοφωνικής εποχής. Το “We are strong” με την εισαγωγή τύπου VAN HALEN εποχής “Jump” δηλώνει τα πάντα για το που βαδίζουν οι SAXON στο “Destiny”.Η έλλειψη έμπνευσης καταβαραθρώνει τραγούδια που θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν, μαζί με τις πιέσεις της εταιρίας για έναν πιο λουστραρισμένο ήχο.
Τα “ S.O.S”, “Jericho siren”, “Red alert” πέρασαν στην ιστορία σαν γεμίσματα σε ένα άλμπουμ., που για πολλούς είναι από τις χειρότερες στιγμές στην ιστορία των Βρετανών. Όχι γιατί είναι κακό, αλλά γιατί δεν είναι ουσιαστικά SAXON. Στο heavy metal, η αδιαφορία δεν συγχωρείται. Απόδειξη πόσα τραγούδια του άλμπουμ επέζησαν του live set, πλην της «επιτυχίας» του “Ride like the wind”.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 


SCANNER – “Hypertrace” (Noise)
Γερμανικό power/speed, που κυκλοφορεί από την Noise το 1988, δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της απήχησης των HELLOWEEN. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν συγκινεί όμως. Είναι ένας δίσκος γραμμένος στα χνάρια του “Walls of Jericho” και μάλλον καθυστέρησε για καναδυό χρονάκια, με αποτέλεσμα να μην τραβήξουν την προσοχή που τους άξιζε. Βέβαια αυτό εξακολούθησε να συμβαίνει και σε μελλοντικά τους βήματα. Όσο παιδική κι αν είναι η ιστορία που ξετυλίγεται στους στίχους (ας μην ξεχνάμε ;oτι οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας της εποχής ήταν στυλ…. Σούπερμαν!), μας γοητεύει ο ήχος που παντρεύει MAIDEN με SCORPIONS και HELLOWEEN. Επειδή τα κομμάτια του είναι καλογραμμένα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το γουστάρει φίλος του είδους αν και πιστεύω πως ήδη το γνωρίζουν αυτοί που πρέπει. Από το “RMU” μέχρι το πιο γνωστό “Warp 7” και το καλό “Locked out” έχουμε εξαιρετικά εκτελεσμένη την συνταγή που μόνο μπάντες όπως οι IRON SAVIOR κατάφεραν να ακολουθήσουν τόσο πιστά. Αν και ο Axel Julius δεν κατάφερε να αναδείξει την μπάντα, σίγουρα μας απέδειξε πως συνθετικά είχε τα φόντα να το κάνει. Σαν ντεμπούτο, το “Hypertrace” είναι σίγουρα ελπιδοφόρο και ποιοτικό. Αν χωλαίνει σε κάτι, είναι ;oτι η παραγωγή του, δεν στέκεται σε βάθος χρόνου. Είναι πάντως, άλλη μια απόδειξη της μεγάλης παρακαταθήκης που μας άφησε η Noise.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 


SCORPIONS – “Savage Amusement” (Harvest/EMI)
Tο πρώτο μισό των 80’s “φέρθηκε” στους Σκορπιούς με τον καλύτερο τρόπο. Η καριέρα τους απογειώθηκε με την κυκλοφορία τριών καταπληκτικών και κλασικών για πολλούς, δίσκων, των “Animal Magnetism”, “Blackout” και “Love at First Sting”. Οι πωλήσεις εκτινάχτηκαν και οι Γερμανοί όργωσαν την υφήλιο με παγκόσμιες περιοδείες, ο παλμός των οποίων μπολιάστηκε στο διπλό “World Wide Live” που κυκλοφόρησε το 1985. Μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα, το 1988 είχε φτάσει η ώρα για το καινούργιο δίσκο των SCORPIONS, ο οποίος παρουσίασε ένα διαφοροποιημένο πρόσωπο της μπάντας. Το κουιντέτο εμφανίστηκε στο “Savage Amusement” με διάθεση πειραματισμού και με ήχο αισθητά πιο ελαφρύ σε σχέση με τους προκατόχους του, μιας και τα μπαλαντοειδή κομμάτια κατείχαν τη μερίδα του λέοντος στο δίσκο. Η μπάντα επίσης προσπάθησε να πιάσει λίγο και τον παλμό της εποχής, γράφοντας τραγούδια κινούμενα σε πιο εμπορικές φόρμες, με αρκετά pop στοιχεία σε κάποια από αυτά. Βλέπετε η τεράστια επιτυχία του “Hysteria” των DEF LEPPARD την προηγούμενη χρονιά είχε αλλάξει τα δεδομένα στον hard rock ήχο και δεν ήταν λίγες οι μπάντες που “έτρεξαν” να εκμεταλλευτούν την συγκυρία. Ο Dieter Dierks, ο παραγωγός των Σκορπιών, έβαλε κι αυτός το χεράκι του προς αυτή την κατεύθυνση και εν τέλει το “Savage Amusement” άφηνε την αίσθηση του χλιαρού. Παρόλο που ο δίσκος δεν περιείχε άσχημα κομμάτια (εκτός του “Media Overkill”) και μοσχοπούλησε (έγινε κι αυτός πλατινένιος στις Η.Π.Α., όπως και οι 3 προαναφερθέντες), μουσικά αποτύγχανε να συγκριθεί με ότι είχε κυκλοφορήσει η μπάντα την προηγούμενη δεκαετία. Τα “Don’t Stop At The Top” και “Love On The Run” φυσικά ξεχωρίζουν ακόμα και σήμερα από τα υπόλοιπα, σαν τη μύγα μέσα στο γάλα…
Θανάσης Μπόγρης

 

SCREAMER – “Target earth” (New Renaissance) 
Κατά την διάρκεια της εφηβείας τους, οι τωρινοί 40+ μην έχοντας την πληθώρα της πληροφορίας όπως σήμερα, έπρεπε αν ασχολιόντουσαν πολύ πιο ενεργά με το heavy metal και να «ψάχνονται» συνεχώς. Μια «πηγή» πληροφόρησης ήταν τότε η ευρύτερη περιοχή στο Μοναστηράκι όπου ο συνδυασμός βόλτας και αγοράς βινυλίων ήταν κάτι πολύ σύνηθες. Σε μια από αυτές τις τσάρκες είδα το “Target Earth” των SCREAMER, ενός σχήματος που δεν ήξερα μέχρι τότε. Τα credits του δίσκου και η χαμηλή τιμή με έκαναν να το αγοράσω ευελπιστώντας σε κάτι καλό. Είναι γνωστό ότι η δεκαετία του 1980 «γέννησε» και στην Αμερική πολλά και καλά σχήματα όπως και στην Ευρώπη. Ένα από αυτά θα ήταν και οι SCREAMER, τον οποίων η συγκεκριμένη κυκλοφορία αποτελεί ένα από τα μικρά ηχητικά διαμάντια της σκηνής. Διατηρώντας τον ήχο σχημάτων όπως οι SAVATAGE, WARLORD, HAWAI, VICIOUS RUMORS, CULPRIT,SHOK PARIS, MEDIEVAL STEEL, METAL CHURCH, LIZZY BORDEN, FATES WARNING και QUEENSRYCHE, με τις συνθέσεις τους τίμησαν το έργο των προαναφερθέντων συγκροτημάτων που είχαν ήδη θέσει τις βάσεις του US Power οικοδομήματος. Ειδικά στους QUEENSRYCHE πρέπει να είχαν κάνει διατριβή «γράφοντας» τα τραγούδια, αφού αν κλείσεις τα μάτια και δεν ξέρεις τι ακούς, θα είναι το πρώτο σχήμα που θα σου έρθει στο μυαλό, νομίζοντας ότι ακούς υλικό που δεν είχε ποτέ κυκλοφορήσει. Κατάφεραν μόνο σε 8 συνθέσεις να συνδυάσουν αρμονικά μελωδίες, ηχητικό δυναμισμό και εκπληκτικά φωνητικά χαρίζοντας στον οπαδό έναν ανεπανάληπτο δίσκο που δυστυχώς δεν πήρε την υστεροφημία που του άξιζε. Όσοι αρέσκεστε και στο είδος αλλά και στα παραπάνω groups αναζητήστε σε φυσική μορφή το “Target Earth”. Θα είστε πολύ χαρούμενοι έχοντας το στην συλλογή σας.
Θοδωρής Μηνιάτης

 


SIEGES EVEN – “Life cycle” (Steamhammer)
Το 1988 λοιπόν βγήκε το “Life cycle”, το ντεμπούτο των Γερμανών SIEGES EVEN. Πρόκειται για μια από εκείνες τις τεράστιες μπάντες του progressive metal που έμεινε όμως στο περιθώριο του περιθωρίου. Οι SIEGES EVEN είναι επίσης από κείνες τις μπάντες που μετουσίωσαν την τζαζ παιδεία των μελών τους (τα αδέρφια Holzwarth στο rhythm section που για κάποιο λόγο παίζουν με τους RHAPSODY OF FIRE και ο Markus Steffen στη κιθάρα) και αντίστοιχες επιρροές στο metal. Επιπλέον, εξέλισσαν συνεχώς τον ήχο και το στυλ τους ξεκινώντας στο ντεμπούτο τους με ένα ιδιαιτέρως σκοτεινό schizo thrash (βλέπε ATHEIST, MEKONG DELTA, ολίγον από CYNIC και PSYCHOTIC WALTZ) στα χνάρια των WATCHTOWER του “Energetic disassembly” αλλά με περισσότερα σκοτεινά τζαζ στοιχεία, φτάνοντας στο δίσκο που σήμανε τη διάλυση τους, το ύπερ-λυρικό και μελωδικό “Paramount”. Ίσως και να άξιζαν περισσότερης προσοχής και από τους Τεξανούς WATCHTOWER, γιατί το αποθεωτικό “Control and resistance” βγήκε ακριβώς έναν χρόνο μετά το “Life cycle” και οι WATCHTOWER έγιναν ευρέως γνωστοί με το δεύτερο δίσκο τους. Τώρα ποιος επηρεάστηκε από ποιον, τρέχα γύρευε.
Ανέφερα ήδη πως το “Life cycle” είναι σχιζοφρενικό. Όντως είναι τόσο πολύπλοκο, κυκλοθυμικό και τζαζ που ομολογώ πως οι αυξανόμενες ακροάσεις μόνο καλό δεν κάνουν. Τόσο δύσκολη είναι η μουσική της μπάντας στο ντεμπούτο τους. Εγκεφαλική, διανοητική και πολύπλοκη σε μουσικό όσο και στιχουργικό κομμάτι. Μη φανταστείτε όμως πολύπλοκο όπως για παράδειγμα “The dance of eternity” από τους DREAM THEATER. Εδώ, ο ήχος είναι τραχύς, δεν υπάρχει ίχνος μελωδίας και συναισθήματος και ο ρυθμός είναι αναρχικός. Μόνο για μυημένους και λάτρεις του schizo thrash. Ομολογώ πως τους προτιμώ στο δίσκο που τους έμαθα το “The art of navigating by the stars” που παραμένει ένα από τα καλύτερα progressive άλμπουμ στη δισκοθήκη μου.
Φίλιππος Φίλης

 

SLAYER – “South Of Heaven” (Def Jam Recordings)
Τι κάνεις όταν ονομάζεσαι SLAYER και έχεις μόλις κυκλοφορήσει τον, κατά πολλούς, καλύτερο thrash δίσκο όλων των εποχών; Ποιο είναι το επόμενο σου βήμα; Η μια λύση, η εύκολη, είναι να συνεχίσεις με την ίδια πεπατημένη και να συνθέσεις ένα “Reign In Blood Part II”. Η άλλη λύση, η δύσκολη, είναι… το “South Of Heaven”. Σε αυτόν τον δίσκο οι Σφαγείς ρίχνουν αισθητά τις ταχύτητες , κουρδίζουν χαμηλά τις κιθάρες και αποδεικνύουν περίτρανα ότι εκτός από ταχύτητα, διαθέτουν και τεχνική. Από το , πιο SABBATH πεθαίνεις, ομώνυμο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο μέχρι το ζοφερό “Spill The Blood” του επιλόγου, το “South Of Heaven” είναι η άλλη όψη του νομίσματος που στη μια πλευρά απεικονίζεται το “Reign In Blood”. Εξίσου ακραίο, ακόμα πιο ατμοσφαιρικό και πάντα με τη σφραγίδα του θανάτου. Όσοι πάντως γουστάρουν τους SLAYER και στα πιο γρήγορα τους, δεν θα μείνουν παραπονεμένοι αφού και εδώ υπάρχουν κομμάτια ικανά να προκαλέσουν thrash ολοκαύτωμα, όπως τα “Silent Scream”, “Live Undead”, “Behind The Crooked Cross” και “Ghosts Of War”. Μοναδική παρασπονδία, η αχρείαστη κατά την ταπεινή μου άποψη, διασκευή του “Dissident Aggressor” των JUDAS PRIEST. Αν εξαιρέσουμε αυτό, μιλάμε για ένα άρτιο άλμπουμ και μια από τις καλύτερες δουλειές των Σφαγέων. Ένας δίσκος που ακόμα και σήμερα αποδεικνύει τη διαχρονικότητα του.
Θοδωρής Κλώνης

 


SOUNDGARDEN – “Fopp” (Sub Pop ) / “Ultramega Ok” (SST Records) 
Ένα live των SOUNGARDEN ήταν υπεύθυνο για την δημιουργία της Sub Pop το 1987, της εταιρίας που λίγα χρόνια μετά θα συνδέσει το όνομα της με την σκηνή του grunge.
Μετά το “Screaming life” EP (1987) κυκλοφόρησαν το “Fopp” EP. Το “Fopp” κυκλοφόρησε πιο συγκεκριμένα τον Αύγουστο του ’88 και περιείχε τέσσερις συνθέσεις, το ομώνυμο που ήταν μια διασκευή σε ένα κομμάτι των ΟΗΙΟ PLAYERS, ενός soul σήματος που άκουγε μικρός στο ραδιόφωνο ο κιθαρίστας Kim Thayil, και προσπάθησαν να το κάνουν πιο heavy και στα δικά τους δεδομένα.
Άλλη μια διασκευή υπάρχει σε αυτό το EP είναι αυτή του “Swallow my pride”του θρυλικού σχήματος των GREEN RIVER, το πρώτο grunge σχήμα που υπήρχε στην περιοχή του Seattle και τα μέλη τους αργότερα έφτιαξαν τους MUDHONEY, τους ΜΟΤΗΕR LOVE BONE και PEARL JAM.
Το “Kingdom of come” είναι το μοναδικό κομμάτι που δεν είναι διασκευή, γραμμένο από τον Chris Cornell, στον ήχο που είχαν οι πρώιμοι SOUNDGARDEN και αυτό.
Ύστερα αποφασίζουν να υπογράψουν στην θρυλική εταιρία SST, μιας και αυτή ήταν που στέγαζε τα αγαπημένα σχήματα των μελών της μπάντας όπως οι SONIC YOUTH, HUSKER DU, BLACK FLAG, DINOSAUR JR, BAD BRAINS.
Στην SST θα κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους ολοκληρωμένο δίσκο “Ultramega Ok”. Στον δίσκο αυτόν φαίνονται περισσότερο από ποτέ οι επιρροές της μπάντας από τους MC5 και STOOGES αλλά και τους BLACK SABBATH και LED ZEPPELIN. O πρώιμος αυτός ήχος της μπάντας κατάφερε να τους καταξιώσει αρκετά τόσο στον metal όσο και στον ανεξάρτητο χώρο, μάλιστα κέρδισαν και το Grammy στην κατηγορία “Best metal performance” το 1990 για τον δίσκο αυτόν.
Σύμφωνα με δηλώσεις της μπάντας η παραγωγή δεν ήταν αυτή που επιθυμούσαν και αυτό μείωσε αρκετά την δυναμική του δίσκου, μιας και ο παραγωγός Drew Canulette που είχε επιλεχθεί από την ίδια την εταιρία τους εξέπεμπε σε διαφορετικό μήκος κύματος από αυτό που οι SOUNDGARDEN είχαν κατά νου.
Οι συνθέσεις του δίσκου όμως μας δίνουν μια πολύ καλή εικόνα των δυνατοτήτων των πρώιμων SOUNDGARDEN και μάλιστα μετά από αυτόν τον δίσκο θα υπογράψουν στην πολυεθνική A&M, το πρώτο από τα σχήματα της σκηνής τους Seattle που ξέφυγε σε ένα άλλο επίπεδο για να ακολουθήσουν αργότερα της πορεία τους και άλλοι.
Στo “Mood for trouble” φανερώνουν την μεγάλη αγάπη τους για τους ZEPPELIN, τα “All your lies”και “Flower”(το single του δίσκου) έχουν τον όγκο, τα riffs και την ενέργεια που χαρακτηρίζει την πρώιμη φάση τους ενώ το “Beyond the wheels” είναι κατά την άποψη μου ένα από τα καλύτερα κομμάτια τους, υπόδειγμα doom metal κομματιού και όσοι παραξενευτήκατε ήδη από αυτόν τον χαρακτηρισμό πρέπει να ακούσετε τις κορώνες του Cornell και την υποτονική ατμόσφαιρα για να καταλάβετε.
Το “Circle of power” θυμίζει τις hardcore επιρροές τους και είναι το μόνο στο δίσκο που τραγουδά ο μπασίστας Hiro Yamamoto, το “Smokestack lightning” είναι διασκευή στο κομμάτι του μπλουζίστα Howlin’ Wolf ενώ τα “Head injury” και “Nazi driver” είναι επίσης αξιόλογα κομμάτια.
Τα “665” και “667” γράφθηκαν κάνοντας πλάκα και αφορούν το 666 και τα σατανικά μηνύματα που(υποτίθεται ότι) υπάρχουν στο rock. Αν παίξεις το “ 665” ανάποδα ακούγονται μηνύματα για τον Άγιο Βασίλη (Santa) και ο Cornell ακούγεται να λέει “I love you Santa babe”αλλά προσωπικά δεν το έχω επιχειρήσει.
Επίσης το κομμάτι “One minute of silence” είναι μια “διασκευή” του “Two minutes of silence” του John Lennon, διασκευή ο λόγος το λέει μιας και δεν είναι τίποτα άλλο από ένα λεπτό σιγής.
Για αυτόν τον δίσκο ακολούθησε περιοδεία στην Αμερική και στην Ευρώπη, η πρώτη επίσκεψη της μπάντας εκτός συνόρων. Το “Ultramega Ok” ήταν το πρώτο βήμα μιας μεγάλης πορείας που (ευτυχώς) δεν άργησε να έρθει.
Γιάννης Παπαευθυμίου

 


STEELER – “Undercover animal” (SPV/Steamhammer)
Αυτός ήταν και ο πρώτος δίσκος των STEELER που άκουσα κι αυτό οφειλόταν στο κράξιμο που είχε φάει, επειδή το θεωρούσαν ως ξεπούλημα. Το πρώτο που μου είχε κάνει εντύπωση, είναι η ομοιότητα που είχε σε πολλά σημεία ο τραγουδιστής Peter Burtz, με τον Udo Dirkschneider των ACCEPT και κατά δεύτερο λόγο η κιθαριστική δουλειά του Axel Rudy Pell, τον οποίο προσωπικά αντιπαθώ, καθώς τον θεωρώ Blackmore β’ κατηγορίας, με δύο μόνο αξιόλογους δίσκους στο «παλμαρέ» μίας καριέρας είκοσι και πλέον δίσκων (για την ιστορία, θεωρώ πολύ αξιόλογους δίσκους μόνο το “Magic” και το “Oceans of time” κι αυτά κυρίως του τραγουδιστή Johnny Gioeli). Βλέπετε ότι κατανάλωσα πολύ χρόνια στα πέριξ του δίσκου, αφού το “Undercover animal”, πέρα του ομώνυμου τραγουδιού, δεν έχει να επιδείξει τίποτα το σπουδαίο. Εκείνη τη χρονιά, το hard rock είχε εκτοξεύσει ήδη τις μετοχές του με όλες τις δισκάρες που είχαν βγει από το 1987 και συνέχιζαν να βγαίνουν και τότε και οι STEELER έβαλαν τους Tommy Hansen και Tommy Newton να τους γυαλίσουν τον ήχο και να τους κάνουν ένα ακόμη hard rock συγκρότημα. Το αποτέλεσμα; Γνώρισαν εμπορική αποτυχία και διαλύθηκαν αμέσως μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ… Χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω;
Σάκης Φράγκος

 


STONE – “Stone” (Megamania)
Τους STONE τους είχα πάρει χαμπάρι στο “Emotional breakdown” του 1991, όταν είχα βρει το δίσκο τους σε εξευτελιστικά χαμηλή τιμή και το αγόρασα για ρέστα από υπόλοιπες αγορές!!! Ακούγοντας αργότερα το ομώνυμο ντεμπούτο τους, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα χάσει και κανένα διαμάντι και σίγουρα θα μπορούσαν να έχουν κάνει ένα καλύτερο εξώφυλλο απ’ αυτό που μοιάζει να έχει φτιαχτεί από παιδάκι του δημοτικού. Κλασικό Φιλανδικό γκρουπ που αγαπά τους METALLICA, μ’ έναν μετριότατο έως κακό τραγουδιστή, αν τους συνέκρινα με κάποιο μεταγενέστερο σχήμα, αυτό θα ήταν οι SENTENCED. Θα πρέπει πάντως, να τονίσουμε ότι κιθαρίστας του σχήματος, ήταν ο μετέπειτα κιθαρίστας των CHILDREN OF BODOM (αλλά και των WALTARI προηγουμένως), Roope Latvala και μιας και μιλάμε για τους CoB, ο Alexi Laiho, τυγχάνει οπαδός των συμπατριωτών τους και δεν δίστασε να διασκευάσει το καλύτερο κομμάτι αυτού του δίσκου, το “No commands” στο “Hatebreeder”, ένα δίσκο στον οποίο δεν έπαιζε ο Latvala (έτσι, για να σας φύγει η απορία). Δεν αξίζει να ασχοληθείτε παραπάνω με αυτό το σχήμα, παρά μόνο για ιστορικούς λόγους, αφού ήταν ίσως το πρώτο speed/thrash σχήμα της χώρας τους με δισκογραφικό συμβόλαιο…
Υ.Γ.: Να μην ξεχάσω: Όταν είσαι ανύπαρκτος στην κυριολεξία, είναι απαράδεκτο να διασκευάζεις το “The final countdown”, παίζοντάς το φάλτσα (κάτι που δεν απέχει πολύ και από το πραγματικό εκτελεστικό σου επίπεδο) και ονομάζοντάς το “The final cuntdown”. Ούτε για αστείο. Από τις πιο εμετικές «διασκευές» που έχω ακούσει.
Σάκης Φράγκος

 


STRYPER – “In God we trust” (Enigma Records)
Οι STRYPER είναι οι ηγέτες μιας πολύ περίεργης κατηγορίας συγκροτημάτων, αυτής του Christian metal. Εγώ, προσωπικά, θεωρώ ότι το ιδίωμα έχει πάρα πολύ καλές μπάντες και μια και η σχέση μου με τη θρησκεία είναι αρκετά καλή, δεν θα μπορούσα να προσπεράσω τέτοιων ειδών συγκροτήματα.
Βρισκόμαστε στο 1988 και οι STRYPER δύο χρόνια πριν έχουν κυκλοφορήσει το ανυπέρβλητο “To Hell with the Devil”. Θέλοντας να κρατήσουν το όνομά τους σε υψηλά στάνταρ αποδοχής κυκλοφορούν ίσως τον πιο «pop» δίσκο τους. Πολλές μελωδίες, πολλά χορωδιακά φωνητικά, είναι τα χαρακτηριστικά του δίσκου, κάνοντας την ακρόαση αρκετά ευδιάθετη. Μουσικά, το ομώνυμο τραγούδι είναι υπέρτατο με τον Michael Sweet να αποδεικνύει γιατί είναι ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές σε όλο το metal. Στα εξαιρετικά τραγούδια είναι και οι δύο μπαλάντες, τα “I believe in you” και “Lonely”, με το δεύτερο να αποτελεί κλασικό κομμάτι του συγκροτήματος μέχρι και τις μέρες μας. Σαν δίσκος είναι αρκετά πιο δουλεμένος από τις προηγούμενες κυκλοφορίες, έχουν προσέξει τις μελωδίες σε φωνητικά και solos και είναι κάτι το οποίο είναι απόλυτα διακριτό αν ακούσεις τα άλμπουμ πριν από αυτό. Το άλμπουμ είναι αρκετά καλό και μην πέσετε στην παγίδα να το χαρακτηρίσετε ως glam δίσκο γιατί πολύ απλά δεν είναι τέτοιος.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για το συγκρότημα εκείνη την εποχή ήταν πως επειδή η εταιρία τους δεν είχε χριστιανικές metal μπάντες, δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία ως προς την προώθηση του δίσκου. Πάντως είναι ένας δίσκος που ακούγεται με χαρακτηριστική άνεση είτε είσαι οπαδός των RATT είτε των IRON MAIDEN.
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 


SUICIDAL TENDENCIES – “How will I laugh tomorrow when I can’t even smile today” (Epic)
Υπό μία έννοια εδώ έχουμε το ουσιαστικό ξεκίνημα των SUICIDAL TENDENCIES. Για να ακριβολογούμε, με το “How will I laugh…”, βγαίνουν στην επιφάνεια πολλά από τα γνώριμα στοιχεία που τους καθιέρωσαν αργότερα. Γιατί η αλήθεια είναι ότι το ντεμπούτο του 1983 ήταν ακατέργαστο, το “Join the army” ήταν ένα καλοδουλεμένο hardcore άλμπουμ και φτάνουμε στο 1988 με το εν λόγω, τρίτο μουσικό πόνημα των Αμερικανών όπου παρατηρείται ουσιαστικά το πρώτο επιτυχημένο crossover. Metal meets hardcore μέσα από τους πάντα καυστικούς στίχους του Mike Muir. Η παρουσία για πρώτη φορά του Mike Clark δίνει έναν πιο metal αέρα αλλά ταυτόχρονα και ένα πιο τεχνικό, ραφιναρισμένο ήχο αποτέλεσμα βεβαίως των χρημάτων που επένδυσε η Epic στους SUICIDAL TENDENCIES στο studio.
Άλλο ένα βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι μπαίνει πολύ δυνατά στο παιχνίδι και η μελωδία (ειδικά στο ομώνυμο κομμάτι και στο “Hearing voices”) ενώ δε νομίζουμε ότι υπάρχει κανένας σαραντάρης εκεί έξω που να μην έχει χτυπηθεί ανελέητα με το “Trip at the brain”. Η αρχή είχε γίνει για τους SUICIDAL οι οποίοι επιλέγουν ξεκάθαρα έναν πιο metal προσανατολισμό ο οποίος θα απογειωθεί στις δύο επόμενες δισκογραφικές δουλειές τους έχοντας μάλιστα στη σύνθεση και τον Robert Trujillo.
Σάκης Νίκας

 


SWORD – “Sweet dreams” (Aquarius)
Ας μην μπούμε στη διαδικασία να συγκρίνουμε το “Sweet dreams” με το “Metalized”. Το ξέρω και εγώ το ξέρεις και εσύ πως το “Metalized” είναι διαμάντι και έπος ολκής. Τι να κάνουμε αυτό έγραψε η ριμάδα η ιστορία και δεν αλλάζει. Χρειάζεται όμως να αποπαίρνουμε το “Sweet dreams”; Εννοείται πως όχι. Και το αναφέρω με πλήρη επίγνωση του τι γράφω.
Το “Sweet dreams” ήταν η φυσική εξέλιξη του “Metalized”, είναι πιο ώριμο, πιο ευθύ, πιο προσιτό στο αυτί του ακροατή και αυτό φαίνεται αρχικά από την παραγωγή του δίσκου, που είναι εμφανώς καλύτερη από εκείνη του προηγούμενο άλμπουμ. Στα ενδότερα του δίσκου θα βρείτε αρκετές μελωδίες, πολύ περισσότερες από εκείνες του “Metalized” μαζί με μια διάθεση της μπάντας να κινηθεί σε hard rock μονοπάτια. Τα τρία πρώτα τραγούδια, τα “Sweet dreams”, “Trouble is” και “Land of the brave”, είναι χαρακτηριστικά για το πώς είχαν σκοπό να κινηθούν οι SWORD εκείνο το διάστημα. Βέβαια στο “Back off” που ακολουθεί θυμούνται τον heavy metal εαυτό τους και μας τον σερβίρουν σε μια ασύλληπτη κομματάρα που είναι και το κομβικό σημείο του δίσκου. Το αναφέρω γιατί από αυτό το τραγούδι και μέχρι το τέλος ξετυλίγεται ένα εκπληκτικό κουβάρι τραγουδιών όπως τα “Prepare to die”, “State of shock” και “Caught in the act”.
Σε κάθε περίπτωση οι SWORD είναι από τις μπάντες που αδικήθηκαν τη δεκαετία του 1980 καθώς με αυτές τις δύο κυκλοφορίες θα μπορούσαν να έχουν κάνει μια αξιοζήλευτη πορεία στο χώρο του heavy metal. Δεν πειράζει όμως, το “Sweet dreams” θα είναι ακόμα ένα καλά κρυμμένο διαμάντι που θα περιμένει καρτερικά την αποδοχή που έπρεπε να είχε.
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 


TANKARD – “The morning after” (Noise)
Δεν υπάρχει περίπτωση να μιλήσεις για δίσκο των TANKARD στη Noise και να μην αναφερθείς στο μαγικό εξώφυλλό του (με υπέρτατο όλων το “The meaning of life” βέβαια). Έτσι ξεκινώ και την κουβέντα μου για το δίσκο, με τον Sebastian Kruger να σε βάζει στο νόημα του “The morning after”. Δίσκος που μιλά φυσικά για μπύρες, αλκοόλ και κραιπάλες, βασισμένος στο image που έφτιαξαν οι Τεύτονες thrashers, μόνο που σ’ αυτόν το δίσκο, είχαν μάθει να παίζουν και λίγο καλύτερα από τους προηγούμενους. Ομολογώ όμως, ότι παρότι ήθελα να μου άρεσε περισσότερο και παρότι πήγε εμπορικά αρκετά έως πολύ καλά για το status του γκρουπ, δεν το θεωρώ από τους αγαπημένους μου. Ιδιαίτερα η δεύτερη πλευρά του βινυλίου, έχει αρκετά μεγάλη ποιοτική διαφορά από την πρώτη, όπου υπάρχουν το “Shit-faced” (παρά τα αστεία δεύτερα φωνητικά), το “TV hero” με τις πολλές εναλλαγές και το αξιόλογο riffing, το εναρκτήριο “Commandments” και η διασκευή (για μια ακόμη φορά πολύ καλή) στο “Try again” των SPERMBIRDS. Κλασικά οι ταχύτητες είναι πολύ υψηλές, η θεματολογία βρωμάει μπύρα από χιλιόμετρα, ο χαβαλές είναι διάχυτος (βλέπε “Mon cheri”), η παραγωγή του Harris Johns όπως πρέπει, απλά, οι συνθέσεις δεν είχαν το «κάτι» που να σου μένουν, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες δουλειές τους.
Σάκης Φράγκος

 


TAROT – “Follow Me Into Madness” (Bluelight Records)
Η δεκαετία του 1980 ήταν η κοιτίδα του heavy metal αφού τα περισσότερα σχήματα που γνωρίζουμε και έχουν γίνει «μεγάλα» μας χάρισαν μόνο επιτυχίες. Σε αυτά τα 10 χρόνια όμως υπήρχαν και πολλά άλλα συγκροτήματα που δυστυχώς δεν κατάφεραν να κάνουν κάτι πολύ σημαντικό σε πωλήσεις, άφησαν όμως ωραίες δουλειές στους οπαδούς. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν και οι Φιλανδοί TAROT, οι οποίοι έγιναν περισσότερο γνωστοί μετά το 2002, όταν ο τραγουδιστής τους Marco Hietala έγινε μέλος των NIGHTWISH. Οι TAROT μας παρουσίασαν την πρώτη τους δουλειά το 1986 με τίτλο “Spell Of Iron”. Δυο χρόνια μετά, το 1988, το “Follow Me Into Madness” απλά θα επιβεβαίωνε ότι το καλοπαιγμένο heavy metal δεν μπορεί πάντα να κάνει πλούσιους τους μουσικούς. Παίζοντας «απλοϊκή» μουσική, με την καλή έννοια, χωρίς αλλαγές σε tempo ή έχοντας δαιδαλώδεις συνθέσεις, κατάφεραν να δημιουργήσουν άλλον ένα δίσκο που αποτέλεσε ωδή στο κλασσικό heavy metal. Όσοι αρέσκονταν σε groups όπως οι ACCEPT, STORMWITCH, GRAVESTONE, TRANCE, RUNNING WILD, WASP, VIRGIN STEELE, SAVATAGE κλπ σίγουρα θα πρόσεχαν και τους TAROT. Το σχήμα έδωσε μεγάλη έμφαση στην μελωδία και στο στακάτο κιθαριστικό στυλ παρά στο να δείξει σε υπέρμετρο βαθμό τις όποιες ικανότητες είχαν τα μέλη του στα όργανα τους. Κάθε σύνθεση από αυτό το άκρως ταλαντούχο group είχε μετρημένα στο ένα χέρι πωρωτικά ριφς που απλά αποτελούσαν την βάση και δομή του κάθε τραγουδιού και σε συνδυασμό με τα «αντρίκια» φωνητικά έδιναν ένα μοναδικό αποτέλεσμα στον ακροατή. Τα “Descendants Of Power”, “Follow Me Into Madness”, “No Return” και “I Don’t Care Anymore” θα έχουν θέση είτε όλα είτε κάποιο(α) από αυτά σε κάθε 80’s μουσική συλλογή με λίγο πιο «ψαγμένα» σχήματα. Οι TAROT συνέχισαν δισκογραφικά μέχρι και το 2010 «βαραίνοντας» σε πιο Ευρωπαϊκό heavy/power στυλ τα τραγούδια τους αλλά κανένα μετέπειτα album δεν κατάφερε να έχει την «μαγεία» των δυο πρώτων δίσκων. Συνίσταται ανεπιφύλακτα σε όσους αγαπούν τον 80’s κλασσικό heavy metal ήχο και τα προαναφερόμενα groups.
Θοδωρής Μηνιάτης

 


TESTAMENT – “The New Order” (Atlantic)
Αυτό που ίσως να μην ξέρουν πολλοί είναι ότι το άλμπουμ αυτό ηχογραφήθηκε στο πόδι! Η μπάντα είχε μόλις τελειώσει κάποιες περιοδείες για το πρώτο άλμπουμ όταν ενημερώθηκε ότι πρέπει να ετοιμάσει και ένα δεύτερο! Αυτά πάθαιναν οι μπάντες στην δεκαετία του ΄80 που δεν πρόσεχαν τι υπέγραφαν. Τελειώνοντας τις ηχογραφήσεις ενημερώνονται από την εταιρεία ότι θα πρέπει να τους παραδώσουν 40 λεπτά μουσικής αντί για 30 που έστειλαν, άλλος ένας όρος στο συμβόλαιο που δεν πρόσεξαν οι αγαπητοί μας TESTAMENT. Έτσι πρόσθεσαν τα δυο instrumental στον δίσκο αλλά και την διασκευή του “Nobody’s Fault” των AEROSMITH. Καταλαβαίνουμε ότι το άλμπουμ θα ήταν συνολικά κάτι εντελώς διαφορετικό αν έβγαινε με την πρώτη του μορφή.
Συγκριτικά με το ντεμπούτο θα μπορούσαμε να κάνουμε την παρομοίωση ότι είναι ότι ήταν και το “Ride the Lightning” για τους METALLICA. To βήμα τους δηλαδή σε κάτι πιο ώριμο, χωρίς να χάνουν τίποτα από την πρώτιστη επιθετικότητα τους. Μελωδικότερες γραμμές με μία πιο καθαρή παραγωγή, όλα αυτά βοήθησαν ώστε ο δίσκος να αποκτήσει τέτοια επιτυχία που μάλλον ούτε η ίδια η μπάντα το περίμενε μιας και κατάφερε να μείνει στα charts Αμερικής για 13 εβδομάδες και πουλώντας πάνω από 250.000 αντίτυπα.
Ήταν επίσης κατά μία έννοια ένα concept άλμπουμ το οποίο, αναφερόταν στην νέα τάξη πραγμάτων κατά κύριο λόγο. Η συνέχεια στο ίδιο concept έγινε αργότερα με το “Formation of Damnation” αρκετά χρόνια μετά. Το “The New Order” παραμένει ως και σήμερα σημείο αναφοράς τους και αυτό γίνεται ακόμη πιο εύκολα αντιληπτό βλέποντας το setlist τους ακόμη και μέχρι σήμερα. Σίγουρα στις πέντε καλύτερες κυκλοφορίες thrash του 1988.
Γιώργος Καραγιάννης

 

TIGERTAILZ – “Young and crazy” (Music for Nations)
Glam rock από το Ηνωμένο Βασίλειο; Και βέβαια κυρίες και κύριοι. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά είναι και εξαιρετικό. Οι Ουαλοί, ορμώμενοι από το ρεύμα της εποχής, «έξυσαν» τα μαλλιά τους, τα γέμισαν με αφρό, μακιγιαρίστηκαν και βγήκαν στην αγορά.
Στο πρώτο του άλμπουμ, οι TIGERTAILZ παρουσιάζουν δείγματα άψογου hard rock. Και ήταν τόσο μεγάλη η αποδοχή που είχαν από τους συντοπίτες τους που φημολογείται πως ο Mark Hughes της Manchester United άκουγε συνεχώς το ομώνυμο τραγούδι. Ο δίσκος ήταν ο μοναδικός που κυκλοφόρησε η μπάντα από την Music for Nations καθώς η εταιρεία απογοητεύτηκε γιατί περίμενε πως η επιτυχία τους θα ήταν εφάμιλλη των WHITESNAKE. Κάτι τέτοιο προφανώς και δεν έγινε με τη μπάντα να μετακομίζει σε άλλη εταιρεία το 1990 και μετά να πάει με μαθηματική ακρίβεια στην διάλυσή της. Τα τραγούδια είναι όπως πρέπει να είναι, παρατηρείτε πως είναι πιο heavy από τα αντίστοιχα της Αμερικής και εκεί οφειλόταν η διαφορά τους ανάμεσα στις άλλες μπάντες. Ακούστε όλον το δίσκο,, θα το δείτε σε τραγούδια όπως τα “Hollywood killer”, “Shameless” και “Livin’ without you”. Επίσης υπάρχουν και κάποιες πιο punk επιρροές ή πιο rock ‘n’ roll αν προτιμάτε σε τραγούδια όπως το “City kidz”, που θα ήθελε πάρα πολύ να το είχε γράψει ο Brett Michaels για τους POISON.
Δυστυχώς οι TIGERTAILZ δεν κατάφεραν να επιβιώσουν τα επόμενα χρόνια, ειδικά στα σκληρά χρόνια της δεκαετίας του 1990. Πάντως για να καταλάβετε την αξία του δίσκου, το συγκεκριμένο άλμπουμ θεωρείται πέραν του κλασσικού και πολύ συλλεκτικό για τους οπαδούς του συγκεκριμένου ήχου.
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 


TOXIK – “World circus” (Roadrunner)
Ξεκινάμε: Εξώφυλλο από τον Ed Repka (MEGADETH, DARK ANGEL, DEATH, SUICIDAL ANGELS, SANCTUARY κτλ), μ’ έναν παρανοϊκό κλόουν που πατά το κουμπί και ανατινάζει ένα τσίρκο. Αριστούργημα! Κιθαρίστας; Φαινόμενο. Josh Christian. Μιλάμε για τον απόλυτο speed/thrash κιθαρίστα, μακράν τον πιο υποτιμημένο αυτής της γενιάς. Τραγουδιστής; Mike Sanders. Χτυπούσε τόσο ψιλές νότες, που θα έκανε τον John Cyriis των AGENT STEEL να κοκκινίζει! Θέλετε άλλα ακόμα; Προσωπικά το ντεμπούτο των Νεοϋορκέζων TOXIK, το θεωρώ ως τον απόλυτο speed metal δίσκο. Θέλετε να τον πείτε melodic thrash; Όπως και να τον πείτε, μιλάμε για απίστευτο άλμπουμ. Οι ταχύτητες είναι ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΕΣ!!! Ξεκινώντας από το εναρκτήριο “Heart attack” με το καρδιογράφημα στο ξεκίνημα και το “Door to hell”, που σπέρνει κρίσεις πανικού, μέχρι το ομώνυμο κομμάτι που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου, το “False prophets” και το “Victims”, μιλάμε για υπερηχητικές ταχύτητες και αδιανόητες συνθέσεις. Τα κιθαριστικά θέματα που παίζει ο Christian, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και τα σόλο κάποιων άλλων. Από την πρώτη επαφή που είχα ραδιοφωνικά με το ομώνυμο τραγούδι του “World circus” 29 χρόνια πριν, λάτρεψα το σχήμα και ακόμα περισσότερο το “Think this” που ακολούθησε (έστω και με άλλο τραγουδιστή). Επίτηδες, αναφέρω τελευταίο ένα από all-time αγαπημένα τραγούδια μου, το “Count your blessings”, που έχει την ακουστική εισαγωγή “47 seconds to sanity”, κλασικός speed/thrash ύμνος, που κάθε φορά που το ακούω μου φεύγουν τα τσισάκια!!! Οι TOXIK άξιζαν πολλά περισσότερα από αυτά που απέκτησαν και τους θεωρώ από τα πιο αδικημένα σχήματα στο χώρο. Επανασυνδέθηκαν κι έβγαλαν ένα EP πρόσφατα, το “Breaking glass”, αλλά πολύ δύσκολα όντας έξω από τον χώρο πάνω από 20 χρόνια, θα μπορούν να έχουν τη φρεσκάδα που τους χαρακτήριζε στα θρυλικά δύο άλμπουμ τους.
Σάκης Φράγκος

 


U.D.O. – “Mean machine” (RCA)
Είχαν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από την αποχώρηση του Στρατηγού από τους ACCEPT και το πρώτο χτύπημα με τους U.D.O. είχε αφήσει τους πάντες άφωνους αφού το “Animal house” ήταν ένα καθαρόαιμο, τευτονικό metal άλμπουμ που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τις κλασικές στιγμές του γερμανικού μεγαθηρίου. Ωστόσο, το “Mean machine” είχε μία βασική διαφοροποίηση σε σχέση με το “Animal house”: τα τραγούδια όλα ήταν γραμμένα από τον Udo και τους δύο κιθαρίστες της μπάντας (Dieth & Susemihl). Οι U.D.O. βασίζονταν αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις και οι ACCEPT πλέον γκρέμιζαν κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τον πρώην τραγουδιστή τους (τουλάχιστον μέχρι το 1993).
Το “Mean machine” συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το “Animal house” και στυλιστικά δεν έχει τεράστιες διαφορές. Ίσως δεν είναι τόσο…ACCEPT και φλερτάρει με τον γερμανικό hard n’ heavy ήχο με πιο πιασάρικα τραγούδια (π.χ. “Dirty boys”, “Break the rules”) ενώ ο Στρατηγός δεν διστάζει να δείξει και την πιο ευαίσθητη πλευρά του στα “Sweet little child”, “Still in love with you”. Το “Mean machine” ήταν μόλις το δεύτερο άλμπουμ των U.D.O. οι οποίοι συνεχίζουν ακάθεκτοι μέχρι τις μέρες μας κυκλοφορώντας ως επί το πλείστον αξιόλογες δουλειές.
Σάκης Νίκας

 

VAN HALEN – “OU812” (Warner)
Οι VAN HALEN το 1988 είχαν γίνει ήδη ένα διάσημο μουσικό σχήμα με πλατινένιους δίσκους και εμφανίσεις σε πολυπληθή κοινά. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνουν ήταν να κυκλοφορούν δίσκους που να δικαιολογούσαν την φήμη που είχαν αποκτήσει. Το album με τον παράξενο τίτλο “OU812”, απλά για μια ακόμα δουλειά απέδειξε την ανοδική πορεία που είχε το σχήμα ειδικά μετά το album «1984». Για δεύτερη συνεχιζόμενη δισκογραφική προσπάθεια το μικρόφωνο είχε ο Sammy Hagar γι’ αυτό και φήμες λένε ότι ο τίτλος που δόθηκε στο δίσκο ήταν μια πικρόχολη «απάντηση» στον τίτλο της προσωπική δουλειάς του προηγούμενου τραγουδιστή του σχήματος, David Lee Roth’, με τίτλο “Eat ‘Em And Smile” του 1986. Ο Hagar όμως, νονός του τίτλου, υποστήριξε ότι το είδε σε ένα φορτηγό στην Εθνική οδό και του φάνηκε ωραίο, πρωτότυπο και χιουμοριστικό. Μουσικά το συγκρότημα δεν έκανε τίποτα φοβερό σχετικά με το παρελθόν του. Απλά συνέχισε να προσφέρει τραγούδια που είχαν την ηχητική ταυτότητα του σχήματος με όλες τις rock καταβολές της προηγούμενης δεκαετίας. Οι συνθέσεις του “OU812” ως επί το πλείστον δεν τις λες και κάτι τόσο πρωτοποριακό ή που θα σε κάνουν να αναφωνήσεις από έκσταση. Είχαν όμως αυτό το «κάτι μαγικό» που κάποιες σε έκαναν ανά στιγμές να μην θες να ξεκολλήσεις το αυτί σου από αυτές, αν και όλο το album θα μπορούσε να είχε άλλη μουσική κατεύθυνση εξαιτίας του θανάτου του πάτερα των δυο VAN HALEN, Alex και Eddie, το 1986. Αντί να μεταφέρουν την θλίψη τους στις συνθέσεις, με κορυφαίο το all time classic “When It’s Love”, τα mid tempo “Finish What Ya Started” και “Cabo Wabo” ή τα πιο up tempo “Mine All Mine” και “Sucker In A 3 Piece” θα σε έκαναν να κουνήσεις ρυθμικά κάποιο μέρος του σώματος σου, αφού οι VAN HALEN εκείνη την εποχή είχαν υιοθετήσει έναν boogie και «αισθησιακό» ήχο. Το σχήμα ήταν άκρως επαγγελματικό και φαινόταν σε όλες τις κινήσεις τους, ακόμα και στο εξώφυλλο που φέρνει στο νου το cover “With The Beatles” των BEATLES. Έτσι δεν γινόταν να περάσει απαρατήρητο με τίποτα, αποδεικνύοντας ότι «μεγάλος» δεν γίνεσαι τυχαία αλλά κάνοντας πάντα σωστές κινήσεις.
Θοδωρής Μηνιάτης

 

VENGEANCE – “Take it or leave it” (CBS)
Νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει το ψιλοτραγικό εξώφυλλο που είχε ο δίσκος των Ολλανδών heavy metallers VENGEANCE. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα τους μνημόνευε κανείς, αν στις τάξεις του δεν ήταν ο σπουδαίος καλλιτέχνης που ακούει στο όνομα Arjen Lucassen, που έχει μεγαλουργήσει με τους AYREON και τους STAR ONE. Το τρίτο άλμπουμ τους, με τίτλο “Take it or leave it”, υπήρξε μία σχετικά αδιάφορη κυκλοφορία, που ακροβατούσε ανάμεσα στο κλασικό metal των SAXON και των ACCEPT και το μελωδικό hard rock που ήταν τότε στο ζενίθ της δημοτικότητάς του. Ήταν μαγκιά τους, που δεν είχαν πολλά ultra cheesy τραγούδια (αν και προς το τέλος του άλμπουμ, δεν το πολυκατάφεραν αυτό), δυστυχώς όμως, δεν υπήρχε και καμία σύνθεση που θα σου έμενε στο μυαλό και ουσιαστικά, έμενα μόνο το ομώνυμο κομμάτι και το instrumental “Engines”, που έδειχνε την καλή τεχνική τους κατάρτιση, για να κρατήσουν τα προσχήματα και να δώσουν λόγο ύπαρξης στο άλμπουμ. Η φωνή του τραγουδιστή τους, Leon Goewie, είναι πολύ ικανοποιητική και τον είχε πάρει ο Lucassen ως guest και στο ντεμπούτο των AYREON, “The final experiment”. Αν ενδιαφέρεστε να ακούσετε κάτι από τους VENGEANCE, προτιμήστε με κλειστά μάτια το “Arabia” που ακολούθησε.
Σάκης Φράγκος

 


VICIOUS RUMORS – “Digital dictator” (Roadrunner)
Το αμερικάνικο power metal στις καλύτερες στιγμές του. Δίδυμο κιθαριστών που συνδυάζει την μελωδική αίσθηση των MAIDEN με το προοδευτικό αίσθημα των QUEENSRYCE, ρυθμικό κομμάτι, που κάνει τα thrash σχήματα να φαντάζουν ορχήστρα νηπιαγωγείου και η φωνή, αυτή η φωνή, ο τιτάνας του metal, που πέθανε νωρίς, ο Karl Albert.Μια φωνή που πραγματικά στέκεται δίπλα στον Geoff Tate, τον Rob Halford, τον Bruce Dickinson, τον John Bush, αλλά ήταν άτυχος. Ένα άλμπουμ αργότερα και ένα τροχαίο τον πήρε μακριά από την μεταλλική σκηνή που μόλις είχε αρχίσει να τον εκτιμά.
Το “Digital dictator” όπως όλα τα άλμπουμ των VICIOUS RUMORS χαρακτηρίζεται από εκπληκτική κιθαριστική δουλειά, δουλεμένες συνθέσεις και ποιοτικό, άμεσο, επιθετικό heavy metal. Όλα τα τραγούδια βασίζονται στις πιασάρικες μελωδίες, υπεύθυνος για τις περισσότερες είναι ο κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος Geoff Thorpe με πολύ βοήθεια στο εκτελεστικό τμήμα από έτερο κιθαρίστα τον Mark McGee. Τραγούδια σαν το ομώνυμο το “Lady took a chance”,απλά δημιουργούν τον θεσμό του power metal. Παίρνουν τις επιρροές από IRON MAIDEN, δίνουν περισσότερο σκοτάδι, μια δόση επιστημονικής φαντασίας, μια τζούρα από τον αέρα των Η.Π.Α και το βαρύ αίσθημα της μεγαλούπολης, τον τρόμο του Lovekraft και λιγότερο τον επικό χαρακτήρα της Ευρώπης και το αποτέλεσμα είναι έτοιμο στα χέρια μας.
Καταιγιστικές συνθέσεις, που η μελωδία συναγωνίζεται την δύναμη και τα φωνητικά του Albert αφηνιασμένα οδηγούν την επέλαση του σχήματος προς την δόξα. Ο πυρήνας των συνθέσεων των VICIOUS RUMORS είναι η μουσική «κακία», η δύναμη, η τήξη των διπλών κιθαριστικών επιθέσεων, πάνω στο εκρηκτικό rhythm section όλα τυλιγμένα σε ένα Ευρωπαϊκό περιτύλιγμα εκλεπτυσμένης μελωδίας και φωνητικών που συνδυάζουν το βάθος της φωνής του Dio, με τις ψηλές συχνότητες του Dickinson. Το “Replicant” είναι η εισαγωγή που θυμίζει QUEENSRYCHE να συναντούν τους MAIDEN σε στεροειδή με ατμοσφαιρικές κιθάρες που φέρνουν στο μυαλό την εποχή του “7th son…” μέχρι να εισβάλλει ο τραγουδιστής , με τα ντραμς να γκρεμίζουν τα πάντα στο “Digital dictator”, την συνέχεια του. Το “Minute to kill”είναι ακόμη μια επιθετική σύνθεση, με ήχο που θυμίζει πιο απλοποιημένα WATCHTOWER στις κιθάρες, αλλά και LIZZY BORDEN, SAVAGE GRACE, LIEGE LORD, ARMORED SAINT αυτό το,MAIDENικό αλλά πιο τεχνικό στυλ, με τις επιρροές από τις κυκλοφορίες της Shrapnel. Άμεσο, μελωδικό, power metal θα ακούσουμε και στα “Towns on fire”, “The crest”, “R.L.H”, “Condemned”, “Out of the shadows”. Στο “Lady took a chance” οι επιρροές από τις ανατολίτικες κλίμακες, συμβαδίζουν με την μελωδική επιθετικότητα που χαρακτήρισε τους RIOT,της εποχής του “Thunder steel” με πιο μεταλλικό ύφος. Ένα τραγούδι που συνδυάζει μεταλλικό ήχο, μελωδία και λίγο από progressive. Στο “Words and machines” μια μικρή κλασικού τύπου εισαγωγή και μετά ξεσπά η καταιγίδα με ένα riff που θα έκανε τον Steve Harris να ζητήσει αντίγραφο. Ένα μουσικό όργιο επιστημονικής φαντασίας με τον Carl Albert να δίνει μια ερμηνεία επιπέδου και να κάνει τον οπαδό του 80’s metal υπερήφανο που ακούει σχήματα σαν τους AGENT STEEL, LIZZY BORDEN, VICIOUS RUMORS. Την δυναμική απάντηση των Η.Π.Α στην Ευρωπαϊκή σκηνή.
Ολόκληρο το άλμπουμ είναι χτισμένο πάνω στην μετωπική επίθεση στον ακροατή, με κιθάρες που θυμίζουν εκρήξεις μεγατόνων και τα φωνητικά του Albert που είναι τόσο ευμετάβλητα, ανάλογα με τις ανάγκες του τραγουδιού, σε σημείο που να αναρωτιέσαι τι άλλο μπορεί να δείξει αυτή η δυναμική φωνή. Το άλμπουμ ξεκινά με μια επίθεση κατά πρόσωπο με την εισαγωγή του “Replicant” και κλείνει με το ονειρικό “Out of the shadows” περιέχοντας στο ενδιάμεσο κάθε τι που κάνει το power metal αγαπητό, κιθαριστικές μονομαχίες, έντονες μελωδίες, επιθετικούς ρυθμούς, αλλά πριν και πάνω από όλα τραγούδια που έκαναν κάθε χώρο που εμφανίζονταν να συντονίζεται και να ηχεί σαν μια φωνή, κάτω από τις διαταγές του Carl Albert. Δύο ακόμη στούντιο άλμπουμ και μετά το τέλος για την ιστορική σύνθεση των VICIOUS RUMORS. Ο κόσμος του power metal έγινε πολύ φτωχότερος, με την απώλειά του.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 


VINNIE VINCENT INVASION – “All systems go” (Chrysalis)
Μου αρέσουν πολύ οι VINNIE VINCENT INVASION και ειδικά το “All systems go” το οποίο θεωρώ σαφέστατα πολύ πιο βελτιωμένο σε σχέση με το ντεμπούτο του 1986 το οποίο και αυτό έδωσε σπουδαία κομμάτια όπως τα “Back on the streets”, “Boyz are gonna rock” κτλ. Ωστόσο, εδώ υπάρχει ποιοτική διαφορά στις συνθέσεις και ο Vinnie Vincent καταφέρνει να διατηρήσει –έστω και περιορισμένη- τη glam αισθητική με το καθαρόαιμο αμερικάνικο hard rock του 1988. Η ειδοποιός διαφορά στο “All systems go” συνίσταται στην παρουσία του Mark Slaughter (ο οποίος αντικατέστησε τον Robert Fleischman) πίσω από το μικρόφωνο αλλά και στις λιγότερο…χαοτικές, κιθαριστικές εξάρσεις του προβληματικού βιρτουόζου κιθαρίστα.
Τα “Love kills” και “That time of year” είναι απίστευτες μπαλάντες ενώ τα “Ashes to ashes” και “Ecstasy” είναι μέσα στη μελωδία που είναι άλλωστε και το σήμα κατατεθέν του Vinnie (παράλληλα με τις όποιες υπερβολικές εξάρσεις στην κιθάρα). Δυστυχώς ο δίσκος δεν πούλησε τα αναμενόμενα παρά την ομολογουμένως καλή καμπάνια της Chrysalis με τα 2 video clips για τις μπαλάντες και την παρουσία του “Love kills” στο “A Nightmare on Elm Street 4”. Και λέμε «δυστυχώς» γιατί ήταν πραγματικά πολύ καλό άλμπουμ. Λίγους μήνες μετά, οι Slaughter & Strum θα σχημάτιζαν τους SLAUGHTER και ο Vincent θα επανεμφανιζόταν δισκογραφικά το 1996 με ένα EP που θα ήταν διαθέσιμο μονάχα μέσω ταχυδρομείου (τότε). Στα φωνητικά ήταν ο Robert Fleischman…
Σάκης Νίκας

 


VIO-LENCE – “Eternal nightmare” (Mechanic)
Στοιχηματίζω ότι λίγοι είναι αυτοί που είχαν «πιάσει» τους VIO-LENCE όταν είχαν κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους. Αν μη τι άλλο, είναι σίγουρα λιγότεροι από αυτούς που τους έμαθαν όταν οι MACHINE HEAD κυκλοφόρησαν το “Burn my eyes”. Και ο λόγος; Ότι κιθαρίστες στο σχήμα ήταν ο Robb Flynn και ο Phil Demmel, των MACHINE HEAD… Όταν είχε βγει ο δίσκος, είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητος, αλλά είναι άδικο γι’ αυτόν το δίσκο να έχει παραμεληθεί τόσο. Διαφωνώ με πολλούς που τον θεωρούν έναν από τους καλύτερους thrash δίσκους και μάλλον αυτό έχει να κάνει περισσότερο με μία πιο underground κι ξερολίστικη θέση, παρά με αντικειμενικά κριτήρια. Ιδιαίτερα τα φωνητικά του Dean Killian, είναι πολύ ιδιαίτερα, εντελώς love or hate κι εμένα, προσωπικά, δεν με ενθουσιάζουν. Αντίθετα, η κιθαριστική δουλειά που έχει γίνει, είναι εξαιρετική, με τα καταιγιστικά riff να διαδέχονται το ένα το άλλο. Ιδιαίτερη μνεία, θα ήθελα να κάνω στο “Phobophobia”, που παρά τον γελοίο τίτλο, είναι φοβερό τραγούδι, όπως και το “Kill on command” που κλείνει το άλμπουμ. Μουσικά, οι VIO-LENCE, γεφυρώνουν το Bay Area από το οποίο κατάγονται και συγκροτήματα όπως οι EXODUS, με την Ανατολική Ακτή και μπάντες όπως οι NUCLEAR ASSAULT και ANTHRAX με τις πιο punk και hardcore επιρροές τους. To “Eternal nightmare” έχει εφτά τραγούδια και διαρκεί 35’ μόλις λεπτά. Κανονικά, υπήρχε κι ένα όγδοο τραγούδι, το “Torture tactics”, το οποίο όμως το απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα η δισκογραφική τους εταιρία, λόγω των πολύ ακραίων στίχων που περιέγραφαν φρικιαστικά βασανιστήρια…
Σάκης Φράγκος

 

VIRGIN STEELE – “Age of Consent” (Maze Music)
Τεράστιος δίσκος και δυστυχώς αδικημένος, το “Age of consent” έτυχε πολύ κακής προώθησης από τη μικρή Maze Music με αποτέλεσμα ελάχιστες πωλήσεις. Σε συνδυασμό με διάφορα νομικά προβλήματα που η μπάντα είχε τη περίοδο εκείνη, το 1988 οι VIRGIN STEELE διαλύθηκαν μέχρι την επανασύνδεση το 1993. Ο δίσκος έλαβε πιο μαζική αποδοχή όταν επανακυκλοφόρησε το 1997 με διαφορετικό εξώφυλλο από τη Noise Records με επτά πρόσθετα κομμάτια, συμπεριλαμβανόμενης και μιας διασκευής στο “Desert plains” των JUDAS PRIEST.
Με το τέταρτο full length λοιπόν δίσκο τους, οι VIRGIN STEELE, με τον τεράστιο Edward Pursino πλέον στη κιθάρα, συνέχισαν στη πορεία που χάραξαν με το “Noble savage” που εισήγαγε περισσότερα ρομαντικά στοιχεία, με ολίγον poser χαρακτήρα, που είναι χαρακτηριστικά του λεγόμενου “βαρβαρικού ρομαντισμού” όπως περιγράφει τη μουσική τους ο David DeFeis. Χαρακτηριστικό του ύφους των VIRGIN STEELE είναι το all time classic “The burning of Rome (cry for Pompeii)” που αποτελεί αγαπημένο κομμάτι των Ελλήνων οπαδών και αναπόσπαστο μέρος του setlist της μπάντας. Μελωδικό, σπαρακτικό αλλά παράλληλα δυναμικό, με στακάτο ριφ, δυναμικούς καλπασμούς, πιασάρικο ρεφραίν στο οποίο αντηχεί άψογα ο συνδυασμός επικού metal με συναίσθημα που πηγάζει από τη μελωδία, τα πλήκτρα του βιρτουόζου DeFeis αλλά, πάνω απ’ όλα την ερμηνεία του στη φωνή.
Ο David DeFeis ήταν, προτού χάσει εντελώς τη φωνή του, ένας από τους κορυφαίους τραγουδιστές του metal εν γένει. Είχε το εύρος του Geoff Tate, το blues συναίσθημα του David Coverdale αλλά και την ικανότητα να επικαλείται τον ορυμαγδό της μάχης, το σπαραγμό και το ανάστημα του ηρωικού θανάτου στη μάχη και του ανθρώπου που στέκεται περήφανα με ψηλό ανάστημα (βλέπε noble savage θεματολογία). Ακούστε επίσης τα “Lion in the winter” για το σπαρακτικό μελωδικό epic metal, το γρήγορο και στακάτο “Let it roar” με τους χαρακτηριστικούς “λιονταρίσιους” βρυχηθμούς του DeFeis και το ερωτιάρικο αλλά τρομερά επικό “Wings of the night”.
Φίλιππος Φίλης

 


VOIVOD – “Dimension hartross” (Noise)
Οι VOIVOD ήταν αυτοί που μαζί με τους CELTIC FROST άνοιξαν πόρτες στον ακραίο ήχο που ούτε ο πιο υποψιασμένος θα μπορούσε να φανταστεί ότι μπορούν να ανοίξουν. Το “Killing Technology” που είχε προηγηθεί είχε δείξει που μπορεί να φτάσει η μπάντα, αλλά παρόλα αυτά, το “Dimension Hatröss” έσκασε σαν βόμβα υδρογόνου τον Ιούνιο του 1988, εκλύοντας τεράστιες ποσότητες ενέργειας. Δίχως ίχνος υπερβολής, ο δίσκος έδωσε πραγματικά άλλη διάσταση στον όρο progressive και πέρασε το τεχνικό thrash metal σε πραγματικά άλλο επίπεδο. Οι ιδιοφυέστατες συνθέσεις του Piggy (Denis D’Amour) σχημάτιζαν ένα μοναδικό ηχοτοπίο, όπου τα δυσαρμονικά riffs, οι στριφνές μελωδίες και οι ελάσσονες κλίμακες έμπαιναν στο χωνευτήρι με στοιχεία από το punk μέχρι και τη jazz, συνιστώντας την πιο ιδιαίτερη και εμπνευσμένη μουσική πρόταση που έχει κάνει ποτέ μια thrash μπάντα. Ο prog χαρακτήρας του δίσκου τονιζόταν περισσότερο από την αύρα των VAN DER GRAAF GENERATOR και των KING CRIMSON, αλλά και το “χάσιμο” των HAWKWIND και των πρώιμων PINK FLOYD, που μαεστρικά πλανιούνταν πάνω από τις συνθέσεις. Τα χαοτικά και ψυχωτικά φωνητικά του Snake (Denis Bélanger) έδιναν πνοή στο sci-fi concept του δίσκου, που μέσα από τις αλληγορικές περιπέτειες του λόρδου Voivod, έβαζε στο στόχαστρο την τρομοκρατία, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και τη θρησκεία, σε ένα πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο που παραμένει ακόμα και σήμερα απίστευτα επίκαιρο. Το εκπληκτικό rhythm section των Away (Michel Langevin) και Blacky (Jean-Yves Thériault) συνείσφερε τα μάλα στη μηχανική σπονδύλωση του βιομηχανικού ολέθρου που ξετυλίγεται μέσα στα 40 λεπτά του δίσκου, με τον Away να σχεδιάζει και το καταπληκτικό εξώφυλλο του δίσκου που αντικατοπτρίζει ιδανικά όλο το μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό του “Dimension Hatröss”. Στο 4ο πόνημά τους οι Καναδοί έπιασαν ίσως το peak τους και κατάφεραν να συνδυάσουν με τον καλύτερο τρόπο την ωμότητα και την επιθετικότητα των πρώτων τους δουλειών με την εγκεφαλικότητα και τη space διάθεση των μετέπειτα. Το “Dimension Hatröss” είναι αυτόφωτο και θα παραμείνει για πάντα μνημείο έμπνευσης, δημιουργικότητας και ευφυΐας στα πλαίσια του metal ήχου.
Θανάσης Μπόγρης

 

WINGER – “Winger” (Atlantic)
Από εδώ ξεκίνησαν όλα για τους WINGER. Ξέρετε… Δεν είναι τυχαίο ότι εξετάζουμε μία χρονική περίοδο όπου βγήκαν πάρα πολύ κλασικοί δίσκοι στο (αμερικάνικο, κυρίως) hard rock. Το MTV προωθούσε κατά κόρον αυτό το στυλ αλλά θα επαναλάβω για πολλοστή φορά ότι τα περισσότερα συγκροτήματα εκείνης της εποχής βρίσκονταν σε μία δαιμονιώδη φόρμα που ακόμη και σήμερα προκαλεί εντύπωση. Προσωπικά η πενταετία 1985-1990 είναι η αγαπημένη μου περίοδος στη μουσική και όπως καταλαβαίνετε το λεγόμενο hair metal θα αποτελεί πάντα προσωπική αδυναμία. Οι WINGER ήταν μία τέτοια –όχι και τόσο χαρακτηριστική- περίπτωση. Μπορεί στο ντεμπούτο να μη φάνηκε τόσο πολύ και να έπρεπε να περιμένουμε ως το “In the heart of the young” αλλά η τετράδα που απάρτιζε τους WINGER ήταν όλοι τους παικταράδες και η εμφάνιση (ιδανική για posters σε δωμάτια κοριτσιών των μεσοδυτικών πολιτειών στην Αμερική) πολλές φορές διαθλούσε την πραγματική εικόνα αφού οι WINGER μπορεί να ήταν ποζεράδες αλλά είχαν μέσα τους το μικρόβιο της μουσικής και η τεχνική τους κατάρτιση ήταν απαράμιλλη.
Ωστόσο, στο ντεμπούτο κυριάρχησε η…have a good time αισθητική και τα “Seventeen”, “Madalaine”, “Hungry” κυριάρχησαν έναντι των πιο «σοβαρών» “Headed for a heartbreak” και “Without the night” (όλα μα όλα…κομματάρες)! Οι Kip Winger, Reb Beach, Paul Taylor & Rod Morgenstein έκαναν κάτι παραπάνω από αισθητή την παρουσία τους στο παγκόσμιο hard rock στερέωμα και το ομώνυμο ντεμπούτο τους έγινε εύκολα πλατινένιο.
Σάκης Νίκας