Για τους ACHELOUS, έχουμε γράψει πολλά. Έχουμε πει πολλά, έχουμε αφήσει να εννοηθούν άλλα τόσα. Σε κάθε δυνατή ευκαιρία, αναγνωρίζουμε την εργατικότητά τους, το πόσο βελτιώνονται χρόνο με τον χρόνο, το πόσο καλοί είναι στο «καθαρτήριο» του heavy metal που ονομάζεται «συναυλιακό σανίδι», εξαίρουμε τη μεθοδικότητα, τη διακριτικότητα και την σύνεση που τους διακατέχουν και τους χαρακτηρίζουν. Να τα συνοψίσουμε όλα αυτά; Μπάντες σαν τους ACHELOUS, θα έπρεπε να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση και αντικείμενο μελέτης, για πολλούς εκεί έξω. Και κάπου εδώ, σταματώ. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Δύο χρόνια πέρασαν από το απόλυτα επιτυχημένο “The Icewind Chronicles”. Αν το ντεμπούτο “Macedon” ήταν το ενθουσιώδες, ενθαρρυντικό πρώτο βήμα, τα «Χρονικά» έμελλε να βγάλουν το όνομα της μπάντας για τα καλά προς τα έξω. Να την καθιερώσουν ως ανερχόμενη δύναμη, να δημιουργήσουν προσδοκίες, ομοίως και απαιτήσεις. Το τρίτο full length album και πέμπτη επίσημη κυκλοφορία στο σύνολο, το “Tower of High Sorcery”, έχει να φέρει εις πέρας ακόμη δυσκολότερη αποστολή. Πρέπει να αντέξει στο «σύνδρομο του τρίτου δίσκου». Στην προάκρόασή του, οι εντυπώσεις όλων των παρευρισκομένων ήταν παραπάνω από θετικές. Η πρώτη γνωμάτευση, έλεγε πως το τρομερό αυτό «σύνδρομο», δε θα τους άγγιζε.
Το concept, συγγενικό με αυτό του προηγουμένου album, μα διαφορετικό ταυτόχρονα. Οι ACHELOUS αφήνουν τον κόσμο του Icewind Dale, για να εισέλθουν σε αυτόν του Dragonlance. Όπερ μεθερμηνευόμενον εστί δράκοι, μαγικές πολιτείες, θρυλικοί πολεμιστές και μυθικές μάχες με ζώντες και νεκροζώντανους… κλασσικό “sword and sorcery” περιβάλλον, που ποτέ δε θα χάσει τη θέση του στην heavy metal στιχουργική «δεξαμενή». Για την ώρα, έχουμε τη δυνατότητα μόνο να ακούσουμε τον δίσκο. Περισσότερα, θα μάθουμε όταν «στριμώξουμε» τη μπάντα, για να μας πει το «τι και πως». Για να δούμε…
Κατά την παρθενική ακόμη ακρόαση, είναι ολοφάνερο πως, έχοντας πάντα ως εφαλτήριο τις epic heavy metal καταβολές τους, οι ACHELOUS εκδηλώνουν τάση και θέληση να δοκιμάσουν αρκετά καινούργια πράγματα και να ακουστούν πιο “grande” από ποτέ. Ανοίγουν τη βεντάλια των επιρροών και βγαίνουν “out of the box”, εκτός “comfort zone” (οι αγγλικές φράσεις όντως αποτυπώνουν τέλεια το νόημα του τι θέλω να πω) δοκιμάζοντας και τεστάροντας τον εαυτό τους. Να σημειωθεί παρακαλώ, πως αυτό ήταν που εξέπληξε και συζητήθηκε περισσότερο στην προακρόαση, με θετικό, όπως είδαμε παραπάνω, πρόσημο.
Τα πάντα, παρουσιάζονται αναβαθμισμένα. Το εξώφυλλο πανέμορφο, λεπτομερέστατο και με πολύ ταιριαστά χρώματα, εξυπηρετεί και αντιπροσωπεύει πλήρως τη θεματουργία του νέου δίσκου. Ο αναλογικός ήχος, ογκώδης χωρίς να «συμπιέζεται», ένα πραγματικό σεμινάριο για το πώς πρέπει να ακούγεται σωστά ένα album τέτοιας ηχητικής κατεύθυνσης. Η μπάντα στην καλύτερή της φόρμα, από πλευράς απόδοσης, τα φωνητικά έχουν σημειώσει απίστευτη πρόοδο… η βελτίωση είναι, στο σύνολο, αλήθεια σπουδαία!
Αν με ρωτούσες πριν 4-5 χρόνια, για το πώς θα ήταν η μουσική των ACHELOUS σήμερα, το μόνο σίγουρο είναι πως δε θα φανταζόμουν το group να παίζει γρήγορο, μελωδικό, σουηδικό metal όπως οι AMON AMARTH των τελευταίων δίσκων (“The oath”)! Ούτε καθαρό, ατόφιο, σαρωτικό US power metal (“Into the shadows”) με galloping riff που ξαναφέρνει κοντά μας albums σαν το “Casting the stones” των JAG PANZER και τραγούδια σαν το “The mission (1943)”. Αν στο “Blood” από το “Macedon” ντεμπούτο είχαμε το πρώτο φλερτ με το US metal, εδώ το κομμάτι είναι τόσο «αμερικανικό», που η συμμετοχή του Tyrant (ένας είναι ο Tyrant!) ήταν περίπου… υποχρεωτική!
Στην παρουσίαση του “Northern winds” EP, είχα υποθέσει πως ίσως δούμε στο μέλλον, ρετουσαρισμένο, το “Pagan child” από το demo “Al Iskandar”. Ναι, αυτό είναι το “Pagan fire” κι ουδεμία η σχέση του με την αρχική ιδέα. Εδώ το κομμάτι αλλάζει εντελώς σε μια ποιητική ωδή, που ενώνει το μεσαιωνικό/αναγεννησιακό πρόσωπο των BLACKMORE’S NIGHT και RAINBOW, με τις ακουστικές στιγμές των MSG (!) και DOKKEN (!!). Αν το ακούσουν ποτέ οι Hansi Kürsch και André Olbrich, το πιθανότερο είναι να ενθουσιαστούν και να καταθέσουν και τα δικά τους εύσημα.
Τα απόλυτα highlights του δίσκου, βέβαια, είναι τα τρία «μεγάλα» του τραγούδια. Πρώτο κατά σειρά το “Istar (Blood red sea)”, ένα Μεσανατολικό διαμάντι, στο ύφος των THERION (ναι γαμώτο, ναι!) και ARRAYAN PATH. Αξιοσημείωτη η χορωδιακή προσέγγιση στην ερμηνεία, με τα ανδρικά και τα γυναικεία φωνητικά σε πλήρη ισορροπία. Γενικά, παρατηρώ ότι σε ολόκληρο σχεδόν το album, τα γυναικεία φωνητικά έχουν ρόλο πρωταγωνιστικό, δεν περιορίζονται μόνο σε backing βοήθειες. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα πλήκτρα, με τον τύποις δευτερεύοντα, εν τοις πράγμασι πρωτεύοντα ρόλο…
Η oriental αισθητική υπάρχει και στην ομώνυμη σύνθεση. Το επικό heavy metal ενώνεται με το εξίσου επικό doom, το «αδελφό» group των REFLECTION μπαίνει στην κουβέντα, ομοίως μπαίνουν και οι SORCERER με τους CANDLEMASS. Όπως στο “Istar…”, έτσι κι εδώ βαρύτατα riffs εναρμονίζονται με πανέξυπνες «φράσεις», τα leads των κομματιών είναι ταυτόχρονα βιρτουόζικα και άμεσα, με συνέπεια να μπορείς να φέρεις τη μελωδία τους στο μυαλό σου πανεύκολα και το rhythm section στοχεύει στην «ωμή», άκρως δυναμική απόδοση. Ειδικά τα τύμπανα σου δίνουν την εντύπωση πως λοξοκοιτούν προς το ακραίο metal, με την εκτεταμένη χρήση της δίκασης.
Όταν στο τέλος της χρονιάς γίνει λόγος για τα καλύτερα τραγούδια αυτής, το “When the angels bleed” θα είναι από τα πρώτα που θα πέσουν στο τραπέζι. Πρόκειται για το πλέον συναισθηματικά φορτισμένο τραγούδι της μπάντας, η στιγμή όπου οι επιρροές από την ελληνική παραδοσιακή μουσική βγαίνουν πιο καθαρά από ποτέ στην επιφάνεια, δοσμένες και περασμένες πάντα μέσα από το φίλτρο του επικού heavy metal. Τολμώ να ισχυριστώ ότι σε τούτο το σημείο οι ACHELOUS βρήκαν επιτέλους την πραγματική τους ταυτότητα και πάνω σε αυτήν πρέπει να επενδύσουν στο μέλλον.
Η κιθάρα ακολουθεί μελωδικούς δρόμους που κάλλιστα θα μπορούσε να τους έχει χαράξει ένα κλαρίνο ή μια τσαμπούνα, τα φωνητικά στα κουπλέ έρχονται απευθείας από τα βάθη της παράδοσης, θυμίζοντας μοιρολόι… Το τέλειο, συγκλονιστικό grand finale, για έναν δίσκο τέτοιας «κοπής», θα ταρακουνήσει όλους όσους έχουμε ριγήσει έστω και μια φορά με τους WARLORD και τους LORDIAN GUARD… Πραγματικά, έμεινα άφωνος! Μακάρι οι ACHELOUS να γίνονταν μπροστάρηδες μιας «κίνησης» που θα έβρισκε ακολούθους/μιμητές αλλά ναι, αναγνωρίζω ότι ένα τέτοιο σενάριο ακούγεται μακρινό και ουτοπικό, για όλους τους γνωστούς και ΛΑΘΟΣ λόγους, που δεν είναι της παρούσης να αναφέρω…
Μπορεί οι Αθηναίοι αναπόφευκτα να έχουν κοινά σημεία με όμορα σχήματα, μπορεί να μη θέλουν και οι ίδιοι να κρύψουν τις επιρροές τους, αλλά απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν «μιμητές» κι έχουν κάθε δικαίωμα να υπερηφανεύονται, στο τέλος της ημέρας, πως γίνονται αναγνωρίσιμοι από τις πρώτες νότες του οποιουδήποτε τραγουδιού τους, προτού «μπει» η φωνή. Λαμβάνοντας υπόψη τον τεράστιο όγκο «πληροφοριών» που κατακλύζει τη μουσική καθημερινά, τις ηθελημένες και ακούσιες ομοιότητες και αντιγραφές και τον πλήρη αποπροσανατολισμό, αρκετές φορές, του κόσμου, ειλικρινά, στη θέση τους, θα ήμουν τρισευτυχισμένος και μόνο που κατάφερα κάτι τέτοιο.
Τέλος, επιτέλους, αφήνουν μια και καλή πίσω τους τα «κατάλοιπα» του ελληνικού 80s-90s metal. Αυτό ίσως «ξινίσει» κάποιους οδηγώντας τους στην «πόρτα της εξόδου», στον αντίποδα όμως, θα καταστήσει το “Tower of High Sorcery” ελκυστικό σε πολλαπλάσιους άλλους. Αναντίρρητα, πρόκειται για το καλύτερο album των ACHELOUS κι ένα από τα καλύτερα στη μακρά πορεία του ελληνικού μετάλλου, προϊόν έμπνευσης και σκληρής δουλειάς, από μια ομάδα προσγειωμένων καλλιτεχνών. Είναι ΒΕΒΑΙΟ, πως στο τέλος του «κύκλου» του, ο χαρακτηρισμός «απόλυτα επιτυχημένο», θα το αδικεί.
9 / 10
Δημήτρης Τσέλλος