Στο μυαλό μου εξακολουθούν να δεσπόζουν τρεις κατηγορίες rock συγκροτημάτων. Εκείνων που έχουν χτίσει το όνομα και το image τους πάνω στο μοναδικό τους ταλέντο να γράφουν συμπαθητικά κομμάτια που καμουφλάρουν εντέχνως την ροπή τους στην μετριότητα. Εκείνων, επίσης, που ξεκίνησαν με τις αγαθότερες των προθέσεων, κατάφεραν να βγάλουν και 1-2 υποσχόμενα δισκάκια αλλά κατέληξαν να ακροβατούν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, όντας μονίμως κατατρεγμένοι από τους δαίμονες των υψηλών προσδοκιών. Υπάρχουν όμως και οι ALL THEM WITCHES. Ταπεινοί αλλά όχι καταφρονεμένοι, γνήσιοι ήδη από το ξεκίνημα τους και χωρίς κανένα σημάδι ματαιοδοξίας, προορισμένοι αποκλειστικά και μόνο για το καλύτερο.
Η επιστροφή με το αισίως τέταρτο άλμπουμ τους, το “Sleeping Through the War”, προσθέτει ένα ακόμη διαμάντι στην διαρκώς ανοδική τους πορεία. Ενδεχομένως όχι το ίδιο λαμπερό και αστραφτερό με τα προηγούμενα, αλλά σαφώς πιο καλοδουλεμένο, συνεκτικό και με σύμμαχο του έναν ήχο που, ελέω του αγγίγματος του πολύπειρου Dave Cobb από την θέση του παραγωγού, εσωκλείει στην εντέλεια το vibe από τις ζωντανές εμφανίσεις του κουαρτέτου από το Nashville. Φυσικά, από την στιγμή που οι διαφοροποιήσεις από το συμβιβαστικό μοτίβο των blues, με την ψυχεδέλεια και το heavy rock, είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες, η μπάντα καταφέρνει να σμιλέψει το μουσικό είδωλο της με τέτοια χειρουργική μεστότητα ώστε να διαφανεί εκ νέου η οργανική πρόοδος της ακόμα και στις παραμικρές λεπτομέρειες.
Στα των κομματιών, πρέπει να ομολογήσω πως μου έλειψε το συγκινησιακό διαμέτρημα ενός “Talisman” μαζί με την ροκάδικη ευθύτητα ενός “When God comes back” ή ενός “The urn”. Τους βγάζω όμως το καπέλο γιατί εκτός από τις μικρές λεπτομέρειες φρόντισαν πάνω απ’ όλα να (ξανα)γράψουν συνθέσεις που στέκονται με άνεση στο ύψος των περιστάσεων, σφύζοντας από ψυχή και ένα αίσθημα ευφορίας που σε κρατάει από την αρχή μέχρι το τέλος. Η τριάδα των “Don’t bring me coffee”, “Bruce Lee” και “3-5-7” συνοψίζει με τον ιδανικότερο τρόπο το πνεύμα του “Sleeping Through the War”. Φανταστικές μπασογραμμές μαζί με αιθέρια mellotron-ικά χαϊδολογήματα σε παρασύρουν αμέσως μια γλυκιά ψυχεδελική μέθη. Στο ζεστό σαν ανοιξιάτικο όνειρο, “Am I going up?” τα ίδια και καλύτερα. Ανάλαφρη τζαμαριστή ροή, εκλεπτυσμένες ambient πινελιές και την φωνή του Michael Parks Jr. να πιστοποιεί πως έχει κάνει άλμα προόδου. Στο “Alabaster” αφήνεσαι ολοκληρωτικά στις psych/stoner ορέξεις της κιθάρας του Ben McLeod, οι οποίες συνοδεύονται από το ύποπτο funk ερωτοτρόπημα του rhythm section.
Το κλείσιμο με το “Guess I’ll Go Live on the Internet” είναι κάτι περισσότερο από μια συνηθισμένη blues ελεγεία επιπέδου ALL THEM WITCHES. Είναι ο σιωπηλός χορός κάτω από το σεληνόφως, εκείνο το καλά καταχωνιασμένο malt που σου κάνει το καλύτερο κεφάλι, η ολοκληρωτική και άνευ όρων παράδοση.
Δίσκοι σαν το “Sleeping Through the War”, λοιπόν, αποτελούν τον λόγο για τον οποίο η σημαία του rock θα συνεχίζει κυματίζει περήφανη για πολύ καιρό ακόμα, ενάντια στην οποιαδήποτε αντιξοότητα. Η πραγματική πρό(σ)κληση του όμως δεν έχει να κάνει με την αναγνώριση του, έτσι κι αλλιώς, ποιοτικότατου songwriting του αλλά με το κατά πόσο είσαι έτοιμος να απογυμνωθείς από τις προσωπικές σου εμμονές και να υποταχτείς αμαχητί στην γοητεία του.
Φρόντισε μόνο να μην ξεμείνεις νωρίς από whiskey.
8/10
Πάνος Δρόλιας