AMORPHIS – “Queen Of Time” (Nuclear Blast)













    Επιστρέψαμε!

    Είχαμε που είχαμε την αρρώστια μας, βγήκε και η δισκάρα το “Under the red cloud” πριν 3 χρόνια και έτσι η ανυπομονησία για το επόμενο βήμα δεν είχε απλά βαρέσει κόκκινο, αλλά είχε μετατραπεί σε εμμονή. Ρωτήστε και τον καημένο τον Φράγκο τι τράβηξε μέχρι να το πάρω στα χέρια μου αυτό το νέο άλμπιουμ.

    Άλμπουμ Νο 13 λοιπόν για τα παιδιά (αν και το 12 θα ήταν πιο σωστό αφού υπάρχει και αυτή η σάπια στιγμή στην καριέρα μας) και μόνο γρουσούζικο δεν είναι τελικά.

    Σίγουρα οι AMORPHIS είχαν μία δύσκολη δουλειά στο “Queen of time”. Να ξεπεράσουν τον εξαιρετικό προκάτοχό του, που πλέον συγκαταλέγεται εύκολα στα κορυφαία άλμπουμ της καριέρας τους. Μου φαινότανε αδιανόητο να τα καταφέρουν, όχι γιατί δεν υπάρχει το ταλέντο (κάθε άλλο), αλλά γιατί παραήταν καλό το προηγούμενο και δεύτερο σερί τόσο καλό άλμπουμ θα ήτανε ιδανικό μεν για εμάς, αλλά «ανησυχητικό» από την άλλη για την καρδιά μας. Τουλάχιστον έπρεπε να βγάλουν ένα δίσκο αντάξιο. Κατώτερο μεν, αντάξιο συνεχιστή δε. Και υπό αυτό το πρίσμα, τα κατάφεραν μια χαρά. Γιατί όσο και να το λιώνω τόσο καιρό, το “Queen of time” είναι ένα (σίγουρα) κλικ πιο κάτω από το “Under the red cloud” και νομίζω πως η βασικότερη διαφορά τους και αυτό που λείπει εδώ σε σχέση με το προηγούμενο, είναι οι πιο πιασάρικες και καλές μελωδικές γραμμές, στο σύνολό τους, γιατί εννοείται πως υπάρχουν μεμονωμένες. Δεν υπάρχει άλλωστε δίσκος AMORPHIS χωρίς ωραίες μελωδικές γραμμές. Ας τα δούμε όμως όλα, ξεκινώντας με μία πιο γενική παρουσίαση του άλμπουμ και μετά αναλύουμε τα κομμάτια.

    Στο “Queen of time”, έχουμε και μία μεγάλη επιστροφή. Ο Olli-Pekka Laine, πρώτος μπασίστας της μπάντας και μαζι τους στην πρώτη χρυσή δεκαετία (1990-2000), επιστρέφει μετά από 17 χρόνια και όχι μόνο γυρνάει, αλλά σύμφωνα με τους ίδιους συμμετέχει και στη σύνθεση των κομματιών. Άλλωστε δεν είχε μείνει σε απραξία, αφού ειδικά με τους BARREN EARTH (δεν έφερνες και τον Kasper μαζί να γουστάρουμε;) έχει βγάλει μερικά πάρα πολύ ωραία δισκάκια.

    Μουσικά τώρα, σε αυτό το δίσκο τα παιδιά προσπαθούν και καταφέρνουν να πειραματιστούν και πάλι με τον ήχο τους. Πατάνε σαφώς γερά στο δρόμο που έχουν χαράξει τα τελευταία χρόνια, όμως κυρίως στο “Under the red cloud” (ΕΥΤΥΧΩΣ) και συνεχίζουν εκείνο το παρακλάδι του δρόμου. Λίγο πιο επιθετικοί συνολικά, με περισσότερα brutal φωνητικά στο σύνολο του δίσκου, με τις ταχύτητες ένα κλικ πάνω (στο σύνολο και πάλι) και με στοιχεία που δεν είχαμε συνηθίσει από αυτούς στο παρελθόν, όπως τη χρήση χορωδίας και βιολιών. Μία χρήση όμως που έχει γίνει πολύ στοχευμένα και μετρημένα, χωρίς αυτά να γίνονται βασικό συστατικό, αλλά να εμφανίζονται όπου πρέπει για να δώσουν αυτό το διαφορετικό στίγμα και ηχόχρωμα στα τραγούδια. Και από τη στιγμή που είναι γνωστή η αγάπη της μπάντας για τις ανατολίτικες μελωδίες, είναι κάποιες στιγμές που η χορωδία και τα βιολιά θυμίζουν και τις πολύ καλές και σοβαρές στιγμές των ORPHANED LAND (πχ στα “The golden Elk” και “Heart of a giant”). Μη φανταστείτε αντιγραφές και τέτοια. Απλά τους φέρνουν στο μυαλό. Υπάρχει φυσικά το αγαπημένο σαξόφωνο (από τον κύριο Jorgen Munkeby), υπάρχει και πάλι ο Chrigel Glanzmann των ELUVEITIE με τις πίπες του (ε σοβαρευτείτε!!!), υπάρχει η συμμετοχή ενός λαρυγγικού τραγουδιστή, του Albert Kuvezin, που δίνει ένα πιο «άρρωστο» τόνο, υπάρχει όμως και απαγγελία από τον επί χρόνια «κρυφό» έβδομο μέλος της μπάντας, τον άνθρωπο που γράφει όσους στίχους έχουν σχέση με το Kalevala, τον κύριο Pekka Kainulainen. Για το τέλος, υπάρχει και η θεάρα που όμως δυστυχώς δεν είναι αυτό που περιμέναμε (θα το αναλύσουμε πιο κάτω), η Anneke Van Giersbergen που συμμετέχει σε ένα τραγούδι. Και πίσω από όλα αυτά, τα παιδιά επέλεξαν να δουλέψουν (ολόσωστα) για ακόμη μία φορά με τον Jens Bogren, τον καλύτερο Ευρωπαίο παραγωγό αυτή τη στιγμή στο χώρο του heavy metal. Ο Bogren τους έχει βοηθήσει πάρα πολύ, επεκτείνοντας τον ήχο τους, καθώς δουλεύουν μαζί και την παραγωγή του και τους ωθεί σε κάποια πράγματα, όπως για παράδειγμα στην προκειμένη στο να παίξουν πιο γρήγορα μερικά σημεία ή και ολόκληρα τραγούδια ή στο πώς να ενορχηστρώσουν κάποια άλλα. Μία συνεργασία που δείχνουν οι AMORPHIS να απολαμβάνουν και προσωπικά μόνο καλό κάνει, αφού βοήθησε στο να ξεφύγει η μπάντα από αυτό το τέλμα που είχε πέσει στα αμέσως προηγούμενα άλμπουμ. Και ενορχηστρωτικά ο δίσκος είναι πιο πειραματικός από το “Under the red cloud”, πιο απαιτητικός, πιο μουσικός ακόμα, με τα παιδιά να δείχνουν ότι δεν κοιτάνε μόνο το τι είναι πιο πιασάρικο (δεν ήταν και ποτέ άλλωστε αυτή η κατεύθυνσή τους, ασχέτως αν είχανε και καραεμπορικά τραγούδια), αλλά ψάχνουν και τα παιξίματα, τις διαφοροποιήσεις και τις εναλλαγές. Και το ωραίο είναι ότι το κάνουν μπλέκοντας και στοιχεία του παρελθόντος, κυρίως από δίσκους όπως το “Elegy” (ΑΧ) και το “Tuonela” κυρίως, χωρίς να ακούγεται πισωγύρισμα, αλλά να έρχονται και να προστίθενται στο σήμερα του σχήματος. Στα αρνητικά του δίσκου τώρα, είπα και παραπάνω για τις μελωδίες, όπου ναι μεν υπάρχουν οι πάρα πολύ καλές, αλλά υπάρχουν και αυτές που ενώ περιμένεις το ρεφρέν να μπει και να σου πάρει τα μυαλά, κάπου σε καθίζει. Ή ας πούμε ξεκινάει το κομμάτι και γίνεσαι ιδανικός για το διαφημιστικό της Colgate και σκάει μία μελωδία που στο μετριάζει, σαν να έχεις μπροστά σου ένα τιμιότατο λαχταριστό πιάτο (γαβάθα) μακαρόνια με κιμά που σου έχει ξετινάξει τη μύτη και σου φέρνουν για τυρί γκοργκοντζόλα! Βάλε ρε φίλε παρμεζάνα, βάλε κάτι καλύτερο! Μια χαρά είναι και πάλι, αλλά θες και περιμένεις το κάτι παραπάνω, γιατί έτσι σε έχουν συνηθίσει. Εκεί είναι το θέμα. Πως έχεις μάθει με κάθε μπάντα, πως σε έχει μάθει για την ακρίβεια. Ένα άλλο αρνητικό, είναι η αχρείαστα μεγάλη διάρκεια σε κάποια κομμάτια, που δεν προσδίδει τίποτα απολύτως, καθώς μερικές φορές έχουν σημεία που δε δίνουν το παραμικρό, αλλά το αντίθετο, μετριάζουν το κομμάτι. Κάτι που θα δούμε παρακάτω αναλυτικά. Τέλος, η ποιότητα των κομματιών έχει αρκετές διαφοροποιήσεις, με τα πολύ δυνατά χαρτιά του άλμπουμ να είναι στη μέση του και συγκεκριμένα από το 3ο και μέχρι το 7ο. Εκεί είναι όλο το ζουμί πραγματικά. Εκτός αυτών όμως υπάρχουν και στιγμές που είναι είτε λίγο, είτε αρκετά κατώτερες ποιοτικά και φυσικά ρίχνουν το σύνολο του δίσκου. Όχι όμως και στα τάρτατα. Είπαμε. Μια χαρά είναι. Αλλά ας δούμε αναλυτικά τα τραγούδια.

    • “The Bee”: Μόνο και μόνο που έγραψαν ωραίο τραγούδι για μέλισσα και έχοντας να αντέξουν το βάρος της σύγκρισης με τον Μπίγαλη (έλα τώρα και καλά που δεν ξέρεις τι λέω), respect. Πέραν της βλακείας, το κομμάτι το ξέρετε όλοι, καθώς είναι το πρώτο που κυκλοφόρησε. Δε βρίσκω λόγο που βγήκε πρώτο, καθώς σίγουρα δεν είναι στα κορυφαία του δίσκου. Είναι όμως ένα τίμιο ορεκτικό και στη δεύτερη κατηγορία ποιοτικά.
    • “Message In The Amber”: Groove-άτο ξεκίνημα, με πολύ ωραίο lead, αυτά τα λίγο folky που έχουν οι AMORPHIS, ατμοσφαιρικό κουπλέ με καθαρά φωνητικά και ωραία μελωδία, brutal φωνητικά στη γέφυρα (ωραίο θέμα μουσικά), αλλά και στο ΟΚ ρεφρέν που έχει και το lead της αρχής. Η μεγάλη διάρκεια του κομματιού (6:44) είναι ψιλοαχρείαστη, καθώς ναι μεν έχει ένα πάρα πολύ ωραίο πέρασμα με χορωδίες, όμως ψιλοκουράζει μέχρι να έρθει το πολύ ωραίο κλείσιμό του. Καλό κομμάτι όμως, μια χαρά είμαστε.
    • “Daughter Of Hate”: Εδώ ξεκινάνε τα πολύ καλά του δίσκου. Αυτό είναι οπαδικό κομμάτι AMORPHIS. Main riff που σε πάει πίσω, πολύ πίσω, “Elegy” και “Tales from the thousand lakes” εποχές. Και τότε αδειάζει και μπαίνει κουπλέ με καθαρά φωνητικά και πιο ατμοσφαιρικό με ωραία μεν μελωδία (ειδικά στο δεύτερο μισό της), λίγο έξω από αυτό που ίσως θα ήθελες, αλλά είμαστε μια χαρά και το ρεφρέν σε ξεπληρώνει απόλυτα. Λίγο «μαύρο», λυρικό με ωραίο lead, με brutal και πιο σκιστά φωνητικά, καπάκια σόλο σαξόφωνο, κουπλέ και πάμε πάλι. Θα βρούμε και εδώ πολύ ωραίες χορωδίες, συνοδευόμενες και από brutal φωνητικά, θα το ρίξουμε στην ατμόσφαιρα και σε ένα πολύ ωραίο και όπως πρέπει κιθαριστικό σόλο, θα ακούσουμε και τον κύριο Kainulainen να απαγγέλει, θα ξανακούσουμε το ρεφρέν μας και θα κλείσουμε μια χαρά. Από τα πολύ αγαπημένα του δίσκου. Οπαδικό.
    • “The Golden Elk”: Αυτό περίμενα να είναι το πρώτο βίντεο για να είμαι ειλικρινής και όχι το “Wrong direction”. Up tempo, groove-άτο, στα χνάρια των “hits” των τελευταίων ετών της μπάντας, με τις μελωδίες στις κιθάρες και το πιο πιασάρικο ρεφρέν με καθαρά φωνητικά. Ξεκινάει κλασικά μελωδικό και ωραίο, για να μπει η κουπλεδάρα που groove-άρει άσχημα και με τα brutal στο μισό και τα καθαρά στο άλλο μισό, είναι super και όπως πρέπει. Το ρεφρέν είναι τύπου “Sacrifice”, “Wanderer” (όχι τόσο έπος) και λοιπών τέτοιων δυνάμεων. Μετά το δεύτερο ρεφρέν θα εμφανιστούν τα βιολιά που θα θυμίσουν ORPHANED LAND και θα δώσουν ένα πολύ ωραίο χρώμα στο τραγούδι και μετά ρίξουμε και την «πενιά» μας και θα φτιάξουμε και ατμόσφαιρα να αδειάσει το κομμάτι από τα γκάζια, ώστε να αρχίσουμε να το χτίζουμε ξανά για να πάμε σε ρεφρέν, να πέσουμε σε ταχύτητες να βάλουμε τα brutal μας και τα βιολιά μας και να κλείσουμε όμορφα και ωραία. Έστω δεύτερο βίντεο πιστεύω θα γίνει, ίσως με κάποιο edit (;) αφού είναι 6:23 λεπτά.
    • “Wrong direction”: Και αυτό το κομμάτι το ξέρετε πλέον όλοι, αφού είναι το πρώτο βίντεο για το δίσκο. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι το intro με πήρε και με σήκωσε και θύμησε μεγάλες στιγμές του παρελθόντος. Επικό. Για να είμαι ειλικρινής θα ήθελα ένα καλύτερο ρεφρέν σε αυτό το κομμάτι, όχι ότι είναι κακό, αλλά προφανώς μπορούν πολύ καλύτερα τα παιδιά. Θα μπορούσε να λείπει και το αχρείαστο σημείο πριν το τέλος, αλλά η εξέλιξη μέχρι το κλείσιμο μετά είναι super.
    • “Heart Of The Giant”: Ανατολίτικο intro που περνάει σε δίκασο power-άδικο και μελωδικό με ωραίο lead τίγκα Amorphis-ικό, πολύ ωραίο κουπλέ με brutal φωνητικά, ωραία γέφυρα με καθαρά φωνητικά που «ανοίγει» το κομμάτι και groove-άτο ρεφρέν με brutal φωνητικά πάλι (και εδώ θα μπορούσαν λίγο καλύτερα είναι η αλήθεια). Μετά το δεύτερο ρεφρέν εμφανίζονται και πάλι πολύ ωραίες χορωδίες, το σολίδι μας, γέφυρα, ρεφρέν, αντίο σας. Μια χαρά είμαστε. Όχι φοβερά, αλλά μια χαρά.
    • “We accused”: Εδώ έχουμε μία ομορφιά. Up tempo, εξάρι, lead-άρα από τις καλές των παδιών, πολύ ωραίο λυρικό groove-άτο κουπλέ με brutal και ωραία πλήκτρα από πίσω και καπάκια το πολύ ωραίο ρεφρέν (πάλι με brutal) και το lead από πίσω. Super. Κουπλέ και πάλι, μια χαρά, για να έρθει το παντελώς αχρείαστο (και κακό) σημείο μετά, που θα οδηγήσει πάντως σε ένα μία «σολιστική κόντρα» κιθάρας και πλήκτρων, για να ξαναμπει το «κακό» (sic) και να αρχίσει μετά η εξέλιξη προς το ρεφρέν, με ένα ωραίο σημείο με καθαρά φωνητικά, για να μπει το ρεφρέν. Κλείσιμο πάλι με το «κακό» σημείο για κάποιο λόγο, αλλά άντε στο καλό, το υπόλοιπο είναι super.
    • “Grain Of Sand”: Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα από κλασικά πιο mid tempo Ανατολίτικα με brutal των AMORPHIS, αφού για εκεί πάει και έτσι ξεκινάει, όμως είναι ίσως το πιο αδύναμο τραγούδι του δίσκου. Μέτριες μελωδίες, κάποια καλά μουσικά ξεσπάματα, κάποια πιο progy, λίγες χορωδίες, κακό ρεφρέν. Πάμε παρακάτω.
    • “Amongst stars”: Το κομμάτι που περίμενα όσο κανένα στο δίσκο αφού τραγουδάει η θεάρα η Anneke. Δεν περίμενα να είναι up tempo βασικά, αλλά είναι. Κουπλέ με καθαρά από τον Tomi, γέφυρα με Anneke, ρεφρέν με brutal και Anneke, αλλά οι μελωδίες δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Όχι κακές, όχι όμως και αυτές που περίμενα από αυτή τη συνεργασία. Γενικά το κομμάτι χωρίς να είναι αρνητικό, είναι κατώτερο των προσδοκιών του. Κρίμα. Ήθελες κάτι άλλο γαμώτο.
    • “Pyres On The Coast”: Εδώ στο μεγαλύτερο μέρος κάνουμε μία πολύ ωραία βουτιά στο παρελθόν. Mid tempo, «σκοτεινό», με στοιχεία από το “Tales…”, ωραίο ατμοσφαιρικό κουπλέ με μικτά φωνητικά (και τη συμμετοχή του Albert Kuvezin), για να μπει το πολύ ωραίο melodic doom/death ρεφρέν με τα brutal, τα lead, τα σέα του, τα μέα του. Είναι από αυτά τα κομμάτια που ναι μεν κοιτάζουν και εμπνέονται από το παρελθόν, όμως παίζονται από τους AMORPHIS του σήμερα, αν γίνομαι κατανοητός εδώ. Αλλά είναι και αυτό οπαδικό. Έχει σημεία που σε καρφώνουν στο “Tales…” ειδικά και αυτό δε σε αφήνει ασυγκίνητο. Μετά το δεύτερο ρεφρέν ανεβάζει την ταχύτητα, εξακολουθεί με brutal φωνητικά, περνάει σε σόλο κιθάρα, σε ένα μικρό πλήκτρων και αδειάζει τελείως με πιανάκι και ωραίους πιο ψυχεδελικούς ήχους, σε ένα πολύ ωραίο μουσικό μέρος, που χτίζεται σιγά σιγά για να μπούμε σε ρεφρέν και να κλείσουμε πιο up tempo και με ωραίο τρόπο όλο το δίσκο.

    Εν κατακλείδι, γιατί πάλι έγραψα έκθεση ιδεών! Το “Queen of time” θέλει τα ακούσματά του και με αυτά μεγαλώνει αρκετά μέσα σου. Είναι ένας άξιος διάδοχος του “Under the red cloud”. Όχι ισάξιο ποιοτικά, πόσο μάλλον καλύτερο, αλλά είναι όπως πρέπει για να διατηρήσει τη μπάντα στην ανοδική της πορεία, ίσως να της δώσει και μεγαλύτερη ώθηση (άλλωστε όταν μία μπάντα έχει πάρει «φόρα» που λέμε, δε χρειάζεται καλύτερο δίσκο για να πάει καλύτερα, αλλά αρκεί και ένας πολύ καλός όπως εδώ… και τα παραδείγματα άπειρα) και σίγουρα δε θα απογοητεύσει τους οπαδούς του σχήματος. Σίγουρα όχι τους νεότερους (ειδικά όσους τους έμαθαν και γούσταραν με τον πρώην ρασταμάνο στα φωνητικά), αλλά ούτε αυτούς που ακολουθούν πιστά το σχήμα από την αρχή και μέχρι και τώρα. Απλά σου αφήνει την αίσθηση ότι με μερικές τροποποιήσεις και με περισσότερη προσοχή στα αρνητικά που ανέφερα παραπάνω, θα μπορούσε να φτάσει ακόμα ψηλότερα ποιοτικά. Αρκετά κιόλας. Γιατί μουσικά τα παιδιά συνεχίζουν και δείχνουν ότι το έχουν για τα καλά. Οι AMORPHIS παραμένουν μία μπάντα που παίζουν μπάλα μόνοι τους, σε ένα δικό τους ιδίωμα, με τα δικό τους ηχοχρώματα και με την είσοδο του Bogren στην ομάδα, έχουν καταφέρει και έχουν αναζωογονηθεί και πάλι (δεν είναι πρώτη φορά) για τα καλά. Προσαρμόζουν στο σήμερα του ήχου τους στοιχεία από το παρελθόν και κυρίως των “Tuonela” και “Elegy” σε στιγμές, δίνοντας έναν έξτρα ξεχωριστό και ωραίο νοσταλγικό τόνο, χωρίς όμως να κοιτάνε πίσω, αλλά μπροστά. Και δείχνουν ότι είναι σε πολύ καλά φεγγάρια. Μια χαρά είμαστε και ας έχουμε αυτό το τραγικό εξώφυλλο που μοιάζει με διαφημιστικό του μέλι Αττική. Σας χαιρετούμε.

    7.5/10

    Φραγκίσκος Σαμοΐλης

     

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here