Αυτό το mini festival, το περίμενα πως και πως η αλήθεια είναι. Μια αγαπημένη εγχώρια μπάντα, να ανοίγει για το μεγαλύτερο επικό συγκρότημα που έβγαλε ποτέ ο τόπος μας, και στο ενδιάμεσο, ένας guest – εγγύηση. Όμορφα πράγματα, το δίχως άλλο. Με καλή διάθεση λοιπόν, έφτασα στο Κύτταρο στην ώρα μου, 10-15 λεπτά πριν το ρολόι δείξει 19:50 ακριβώς και βγουν σύμφωνα με το πρόγραμμα πρώτοι-πρώτοι οι ACHELOUS. Έχοντας έναν πρόσφατο δίσκο σαν το “Macedon” να έχει λάβει τις θετικότερες των κριτικών από Τύπο και κόσμο, βγήκαν με περίσσιο πάθος και έδειξαν πως η σκηνή τους ανήκει. Ο τραγουδιστής Χρήστος Κάππας είναι αεικίνητος και έχει εξαιρετική επαφή με το κοινό, οι τρεις «έγχορδοι» (Chris Achelous, Γιώργος Μαυρομάτης και Χάρης Ντίνος) στον δικό τους τομέα αποδίδουν τα μέγιστα, ειδικά ο δεύτερος που ως lead κιθαρίστας δίνει ένα δικό του μικρό show κάθε φορά, ενώ ο Γιάννης Ρούσσης στα τύμπανα είναι πραγματική μηχανή. “Macedon”, “Blood” (αγαπημένο, αν το είχαν γράψει αυτό το έπος οι JAG PANZER θα παραμιλούσε το σύμπαν), “Gordian Knot”, “Myrmidons” (ύμνος), τα χτυπήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, η μπάντα είναι σε μεγάλη μέρα, και από κάτω γίνεται ένας μικρός χαμός. Τρεις φορές έχω δει ζωντανά τους ACHELOUS, κάθε φορά ήταν και καλύτεροι, αλλά τις δύο τελευταίες (release party του “Macedon” και τώρα), βλέποντας από κάτω τον κόσμο νόμιζες πως στη σκηνή είναι οι IRON MAIDEN στο Ruskin’ Arms και το ημερολόγιο γράφει 1980. Ταξιδέψαμε ως τα Γαυγάμηλα (“Gaugamela”), από κει στην ερειπωμένη Περσέπολη (“Persepolis”) για να ανέβουμε ως άλλοι Αγριάνες στον βράχο της Σογδιανής (“Warriors with wings” – δεύτερο αγαπημένο). Επιστροφή στο ep “The Cold winds of Olympus” με το ομώνυμο κομμάτι για τη συνέχεια και για το τέλος “Guardians of the light”, εκτός προγράμματος και κατόπιν λαϊκής απαίτησης. Περιττό να πω πως ο Ρούσσης έσπασε το ένα ταμπούρο την ώρα που έπαιζε. Για τέτοια σκηνικά μιλάμε. Περιμένω με ανυπομονησία την επόμενη φορά που θα παίξουν, πρώτη σειρά θα είμαι.
Ολιγόλεπτη διακοπή για να περάσει η σκυτάλη στα χέρια των LONEWOLF. Εδώ, ειλικρινά, είχα ένα χαμόγελο καθ’ όλη τη διάρκεια του set τους. Ο ορισμός της απροβλημάτιστης μπάντας και η μεταλλοσύνη προσωποποιημένη. Τα πάντα, μα τα ΠΑΝΤΑ, θύμιζαν RUNNING WILD, με ολίγη από GRAVE DIGGER, ειδικά στα φωνητικά. To στήσιμο στη σκηνή, η μουσική, μέχρι και η προφορά του κιθαρίστα – τραγουδιστή Jens Börner που καίτοι Γερμανογάλλος, νόμιζες πως ήταν γέννημα – θρέμμα Βαυαρός! Ώρες ώρες απορώ, πως γίνεται να μνημονεύονται συνεχώς οι κλώνοι BLAZON STONE και όχι τούτοι δω, όταν η συζήτηση πάει σε συγκροτήματα που «φέρνουν» προς την αρμάδα του Rolf. Υπέροχο placebo για όσους μας λείπουν οι παλαιές, ένδοξες μέρες της. Μεράκι, πάθος, ένταση και πάνω απ’ όλα ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ. Οι άνθρωποι δεν είναι απλοί καπηλευτές ενός ήχου, είναι πρωτίστως οπαδοί, αυτό που κάνουν από τα μέσα του ’90 είναι ένας φόρος τιμής στους RUNNING WILD. Intro υπό τους ήχους του “Valhalla” του Harry Gregson – Williams (πόντος) και στη συνέχεια, για μια ώρα, γέμισε η πλατεία Βικτωρίας πειρατικές γαλέρες. Οι Γάλλοι είναι από εκείνες τις μπάντες που στη σκηνή είναι κλάσεις ανώτερες από τις studio ηχογραφήσεις τους. Πραγματικά, είναι απολαυστικότατοι ζωντανά! Και τίμησαν ολόκληρη σχεδόν τη δισκογραφία τους, προς τιμήν δική τους αλλά και των οπαδών τους που είχαν συγκεντρωθεί μπροστά. Κάπου εδώ να αναφέρω πως στο κοινό υπήρχε Γερμανός ο οποίος για τη Γκάμπια ξεκίνησε, αλλά στην Αθήνα βρέθηκε, όταν έμαθε πως εμφανίζονται εδώ οι LONEWOLF. Και με ρώτησε ευγενέστατα, αν επιτρέπεται το κάπνισμα στο Κύτταρο. Άξιος! Άξιοι και οι συμπαθέστατοι Γάλλοι metallers!
Το πλήρες set: 1. Intro/Wolfsblut 2. Souls of black 3. Behind the Cross 4. Divine art of lies 5. Viktoria 6. SPQR 7. Hellbent for metal 8. The Fourth and final Horseman 9. Warrior priest 10. Holy evil 11. Through fire, ice and blood 12. Hellenic warriors 13. Made in hell
Τηρώντας το πρόγραμμα κατά γράμμα, στις 22:05 ακριβώς οι headliners ανέβηκαν στη σκηνή και για τις επόμενες δύο σχεδόν ώρες, πρώτον παρέδωσαν μαθήματα σχετικά με το πώς πρέπει να ακούγεται μια μπάντα που θέλει να παίζει επικό heavy metal, και δεύτερον απέδειξαν για πολλοστή φορά πως στη χώρα μας, ο ήχος τους ανήκει. Οι BATTLEROAR είναι μεγάλο όνομα στο χώρο, στο εξωτερικό θεωρούνται από τα «βαριά χαρτιά» και στη παρούσα φάση, μπορώ να πω πως διανύουν τη καλύτερή τους περίοδο. Τα νέα μέλη – Μιχάλης Κοντογιώργης στη κιθάρα, Σωτήρης Τσολάκογλου στο μπάσο και Γιώργος Τσινάνης στα τύμπανα – έχουν ήδη «δέσει» εξαιρετικά με τον αρχηγό Κώστα Τζώρτζη και τον Gerrit Mutz, και μόνο τα καλύτερα μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον. Αλήθεια, γίνεται να υπάρξουν καλύτερα από το εκπληκτικό πρόσφατο “Codex Epicus”; Ναι, γιατί εχθρός του καλού είναι το καλύτερο και αυτή η μπάντα μπορεί! Το «μπάσιμο» του “We shall conquer” ήταν ιδανικό, «άρπαξε» το κοινό από τον «λαιμό» με τη μία και η μέγγενη δεν χαλάρωσε παρά μόνο με τη τελευταία νότα. Παλαιά και νέα έπη αποτέλεσαν τα κομμάτια ενός όσο το δυνατόν πληρέστερου σετ, δημιουργώντας συνθήκες μάχης. Διδαχτήκαμε τις ανώτερες πολιορκητικές τακτικές (“Siegecraft”, μια ονειρεμένη μίξη DOOMSWORD και JAG PANZER) και ταξιδέψαμε ως την Ιβοριανή Υρκανια για να λάβουμε γνώση για το μυστικό του ατσαλιού (“Hyrkanian blades”) ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο μονοπάτι (“Victorious path”). Το 1860 το πλοίο «Μέδουσα» (“The doom of Medusa») αποτέλεσε έμπνευση για ένα παιδικό τραγουδάκι του οποίου η ανατριχιαστική ιστορία για τη μοίρα 147 ψυχών, κρύβεται έκτοτε αριστοτεχνικά πίσω από μια χαρωπή μελωδία. Στις μέρες μας, αποτέλεσε έμπνευση για έναν επικό ύμνο. Το βιολί στο “Poisoned well” είναι ακόμη και προηχογραφημένο, χαρακτηριστικά ανατριχιαστικό… και αυτό το πολεμικό, ηρωικό βαλσάκι του “Chronicles of might” είναι που χαρακτηρίζει με τη σειρά του ένα από τα πλέον μεγαλειώδη τραγούδια των τελευταίων ετών. Και αν είναι τέτοιο το “Chronicles…”, στην ασύλληπτη εκτέλεση του ΥΠΕΡ – ΕΠΟΥΣ “Dyvim Tvar” λύγισαν ατσάλια. Άνοιξε η γη στα δύο. Εξαϋλώθηκαν γαλαξίες ολόκληροι, που λέει και μια ψυχή.
Η συνέχεια ήταν εξαιρετικά φορτισμένη συναισθηματικά για όσους «νιώθουν». Ο Mark Shelton στην τελευταία του ερμηνεία, «ανέβηκε» στη σκηνή μαζί με τη μπάντα (μέσω του video wall πίσω από τα τύμπανα) για να αποδώσουν «μαζί» όπως του πρέπει το “Sword of the flame”. Το τριχωτό σηκώθηκε, ρίγη μας διαπέρασαν. Μπράβο στο group για αυτόν τον φόρο τιμής στη μνήμη μιας τεράστιας προσωπικότητας. Η υμνική δυάδα των “Finis Mundi” και “Valkyries above us” ένωσε ιδανικά δυο διαφορετικές μα και τόσο ίδιες εποχές, για να κλείσει η βραδιά με τη θυελλώδη εκτέλεση του ομότιτλου, πρωτόλειου παιάνα των Αθηναίων. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Ναι, λογικό να υπάρχουν πάντα μικρά παράπονα (εγώ ας πούμε ήθελα και το “Wrathforge”, μεταξύ άλλων), αλλά μιλάμε για πταίσματα, μπροστά σε αυτή τη τρομερή εμφάνιση.
Το πλήρες set: 1. Awakening the Muse/We shall conquer 2. Siegecraft 3. Hyrkanian blades 4. The doom of Medusa 5. Victorious path 6. Poisoned well 7. Chronicles of might 8. Dyvim Tvar 9. Sword of the flame 10. Finis Mundi 11. Valkyries above us 12. Battleroar
Ας μου επιτραπούν και κάποια πιο προσωπικά σχόλια στο σημείο αυτό. Δύσκολη μέρα η Κυριακή για συναυλίες, το ξέρω. Και αυτή εδώ που μας πέρασε, ακόμη πιο δύσκολη. Είχε βλέπεις και derby, ΠΑΟΚ – ΟΣΦΠ (λες και δεν ξέραμε ποιος θα κερδίσει, αλλά τέλος πάντων). Αλλά όχι, δεν θα αναφερθώ στους ποδοσφαιρόφιλους που προτίμησαν να δουν Super League (γελάω) από αυτό το μεταλλικό πανηγύρι. Σε σας τους true metal οπαδούς αναφέρομαι, που αν σας θίξουν τους CLOVEN HOOF (θεούληδες, δεν λέω) κάνετε λες και σας έθιξαν την οικογένεια. Που αν έρχονταν οι GASKIN με τους TRESSPASS θα κάνατε ουρά για να δείτε NWOBHM Γ’ εθνικής κατηγορίας. Πού ήσασταν; Και κάτι προς τους «επικούς»: υπάρχουν και άλλα πράγματα πέραν από τους MANOWAR. Τι, δεν είναι έτσι; “Prove me wrong” την επόμενη φορά, που λένε και στην Άνω Πετρομαγούλα. Και μεταξύ μας, μακάρι οι MANOWAR του 1992 και έπειτα, να έπαιζαν όπως οι BATTLEROAR. Όσο για το 15άρι της προπώλησης, που κάποιοι θεωρείτε «τσιμπημένο», η συναυλία είχε ανακοινωθεί 20 Σεπτεμβρίου. Ήτοι με δέκα λεπτά του ευρώ στην άκρη κάθε μέρα, χονδρικά, το παίρνατε το εισιτήριο τη παραμονή του live. Ή αλλιώς, 3-4 μπύρες λιγότερες στο αγαπημένο σας μεταλλάδικο. Περιμένω την επόμενη φορά που θα βγείτε να γκρινιάξετε για την ελληνική σκηνή που δεν την υποστηρίζουν (ποιοι άραγε;)… κατά τ’ άλλα, η διοργάνωση πήρε άριστα σε όλα, οι τιμές στο merch ήταν εξαιρετικές, και μπράβο σε όλους σας που το τιμήσατε και με το παραπάνω. Όσοι πήγαμε, περάσαμε τέλεια. Εύχομαι από καρδιάς καλή αρχή σε αυτή τη νέα προσπάθεια της ΗΜRΜ & Iron On Iron Productions, αφού μετά το πολύ επιτυχημένο live των Q5, αυτή ήταν μόλις η δεύτερή της συναυλιακή προσπάθεια. Εις το επανιδείν λοιπόν!
Κείμενο: Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες ACHELOUS: Ηλίας Φωλιάς
Φωτογραφίες BATTLEROAR, LONEWOLF: Δέσποινα Σταματάκη/Δημήτρης Τσέλλος/Αντώνης Ξενάκης