BLACK COUNTRY COMMUNION – “BCCIV” (Mascot)













    Η επιστροφή του συγκεκριμένου supergroup, με υποχρέωσε να παραδεχτώ πως επιτέλους έχουν λόγο ύπαρξης. Κουρασμένος από τις συγκρούσεις των εγώ και τις δηλώσεις του χαρισματικού τραγουδιστή αλλά υπέρ του δεόντως ομιλητικού Hughes, δεν περίμενα κάτι περισσότερο από ένα ακόμα αναμάσημα των καλών ιδεών/ημερών των 70’s στο οποίο συνήθως επικεντρώνονται τέτοιου είδους σχήματα, λόγω της ιστορίας τους. Όμως το “IV”, με διαψεύδει. Με υποχρεώνει να ανακαλέσω και να ανασκευάσω δημόσια. Με τέσσερα τραγούδια πάνω από τα 7 λεπτά, καταλαβαίνει κανείς ότι δέκα τραγούδια από ένα τέτοιο σχήμα θα είναι είτε το Bιετνάμ τους είτε σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, όπως εδώ, ο κολοφώνας της επιτυχίας τους. Ειδικά όταν προέρχονται από μια μικρή αλλά σημαντική περίοδο, που ουσιαστικά είχαν διαλύσει.

    Τα “Collide” είναι ένα γρήγορο hard rock τραγούδι με το χαρακτηριστικό funky μπάσο του Hughes και τα συνεχόμενα γεμίσματα του Bonham, είναι εύκολο να βρεθούν στα πρώτα άλμπουμ των LED ZEPPELIN, DEEP PURPLE, όμως όλα ηχούν πιο φρέσκα και η παρέα έχει διάθεση να είναι δημιουργική και ζωντανή .Άλλωστε η ηχογράφηση μέσα σε επτά ημέρες, αυτή την αίσθηση της αμεσότητας είχε σκοπό να κρατήσει, πέρα από το λουστραρισμένο ήχο που έχει κάθε παραγωγή του Kevin Shirley. Ξεκινάνε με κλασικό hard rock, για να μπουν στο πιο ραδιοφωνικό “Over my head” με έντονο το PURPLE συναίσθημα στα πλήκτρα, που σε φέρνει σε εποχές “In rock”, με τον Hughes γεμάτο αίσθημα και θυμό. Tο τρίτο τραγούδι το “The last song for my resting place” είναι αφιερωμένο στον βιολιστή της ορχήστρας του Τιτανικού, με τον Bonamassa στα φωνητικά, σε πιο rock και ιρλανδέζικες folk φόρμες. Ένα επικό τραγούδι γεμάτο συναισθηματική ένταση, αντίστοιχη με ότι προκαλεί η εικόνα της ορχήστρας που παίζει για να κρατήσει ήρεμους τους συνεπιβάτες της, μέχρι λίγο πριν το πλοίο βυθιστεί στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού. Tο βιολί και το μαντολίνο βοηθάνε στην δημιουργία μιας αίσθησης πέραν της συνηθισμένης του σχήματος, με αναφορές στην ιρλανδέζικη μουσική παράδοση. 

    Το εξαγριωμένο “Awake” έχει τον Hughes να θυμάται τις μέρες του “Seventh star” χωρίς τα ναρκωτικά και τον Sherinian ακόμα μια φορά να είναι πιο Lord από τον Lord, ενώ το funky μπάσο του Hughes, μας μεταφέρει σε μέρες των TRAPEZE. 

    Το δυναμικό κύρια λόγω ρυθμικού μέρους “Sway” με τα ανατολίτικα περάσματα στα πλήκτρα, θα ταίριαζε και σε άλμπουμ των RAINBOW, Το “Crow” ξεχωρίζει με το γρήγορο τέμπο του και την 70’s PURPLE αίσθηση που φέρνει στο σήμερα ο Hughes με τα φρενήρη φωνητικά του, ενώ το προσωπικό αγαπημένο του Hughes είναι το αργόσυρτο επικό “Cove” με θέμα τα δελφίνια.
     
    Η εναλλαγή των φωνητικών ανάμεσα σε Bonamassa και Hughes, η φρεσκάδα των συμμετεχόντων και το 70’s πνεύμα, που επιδεικνύεται με αυτοσχεδιασμούς που αναδεικνύουν το δυναμικό των μελών και όχι αναπαραγωγή του ήχου του παρελθόντος, κάνει το άλμπουμ θελκτικό, όσο η Μόνικα Μπελούτσι στην «Αδελφότητα των λύκων». Επιφανειακά έχουμε μια παρέα ηλικιωμένων μουσικών, με τον πιο νέο να είναι εκ των βετεράνων της μπλουζ σκηνής, παρά το νεαρό της ηλικίας του 40 ετών. Όμως όπως στις σχέσεις που η απουσία μπορεί να αναζωογονήσει τον έρωτα, έτσι και εδώ, οι συνθετικοί χυμοί ρέουν άφθονοι και προς κάθε κατεύθυνση. Το BAD COMPANY τύπου μπαλαντοειδές “When the morning comes” , εξελίσσεται σε μια power soul μπαλάντα, με τις ζεπελινικές αναφορές στο ρυθμικό κομμάτι να δίνουν ακόμη πιο πομπώδη χαρακτήρα σε ένα τραγούδι, από αυτά που δεν γράφονται πια.

    Το πιο pop rock “Wanderlust” με το ξεχωριστό πιάνο του Sherinian να δίνει μια πιο ραδιοφωνική, up τέμπο κατεύθυνση, μέχρι την γέφυρα, που ο καπετάνιος Hughes, αποφασίζει ότι το τραγούδι έχει hard rock κατεύθυνση και ανεβάζει στροφές.
    Το “Love remains” με το ανατολίτικο αίσθημα, το στακάτο ρυθμικό τμήμα και τη ευαισθησία του Hughes είναι αφιερωμένο στους γονείς του που έφυγαν πρόσφατα, τελευταία η μητέρα του και δείχνει πως αυτός ο χαρισματικός μουσικός συνδυάζει την εμπειρία του σε συνθέσεις, που θα κάνα τον Iommi να παρακαλά να συμμετάσχει, τον δε Blackmore, να έχει τον Romero με ξερό ψωμί και νερό, μέχρι να σκεφτεί αν φέρει έστω και μια τέτοια μελωδική γραμμή

    Ο όγκος σε κάθε όργανο, χαρακτηρίζει το άλμπουμ. Η φωνή του Hughes είναι λες και είναι ξανά εικοσάρης, με την ωριμότητα των δεκαετιών περιοδειών και ηχογραφήσεων, να προσθέτουν στο θεϊκό ταλέντο του. Ο Bonamassa, αποφασίζει να αυτοσχεδιάσει και να πάει περισσότερο προς τον ήχο του Page που του ταιριάζει, εμπλουτίζοντας τον, με την έμφυτη αίσθηση του μπλουζ που κατέχει όσο κανείς άλλος. Το μπάσο του Hughes, δεν έχει μάθει ποτέ να συνοδεύει και ούτε τώρα θα τιθασευτεί. Funky γραμμές αλλά και rock ογκόλιθοι ρυθμικής χροιάς είναι σε κάθε κομμάτι παρόντες, μαζί με τον Bonham που ακούραστος, αλλά όχι ταπεινός εργάτης χτίζουν τη ραχοκοκαλιά των τραγουδιών που σπάνια θα είναι κάτω από τέσσερα λεπτά. Ο Bonham, γεμίζει τον ήχο σε κάθε ευκαιρία, οδηγώντας τα τραγούδια σε ρυθμικά ξεσπάσματα, επιτρέποντας στον να έρθει σαν το χιόνι στην κορυφή του δυναμικού αλλά συνάμα γεμάτου και ογκώδους παιξίματος, ενός ντράμερ που το όνομα του πατέρα του καταδίκασε στην αιώνια αφάνεια. 

    Ξεχωριστή αναφορά χρειάζεται στον Sherinian που δεν αφήνει ευκαιρία να δείξει ότι ο Lord τον έχει στοιχειώσει, όχι σαν αντιγραφέας αλλά σαν συνεχιστής του επικού έργου, που καθιέρωσε τον ρόλο των πλήκτρων στο hard rock, σε μια πιο νέα εκδοχή. Η παραγωγή, έχει περισσότερο χρώμα και τονίζει τις μεσαίες συχνότητες, αφαιρώντας τον αποστειρωμένο, τέλειο ήχο που τις περισσότερες φορές πετυχαίνει ο Shirley. Ικανοποιεί τον τεχνοκράτη, αλλά διαθέτει τη ζωντάνια του ήχου που μιλά στον μέσο ακροατή, που θέλει αμεσότητα και ροκ αίσθημα.

    Ειλικρινά χαίρομαι που διαψεύστηκα και με αυτό το άλμπουμ τους οι BLACK COUNTRY COMMUNION έρχονται να δείξουν ότι το κλασικότροπο hard rock, έχει λόγο ύπαρξης, δείχνοντας στις νέες γενιές, πως η μουσική είναι διαχρονική και το ταλέντο δεν έχει ηλικία.

    8.5 / 10

    Στέλιος Μπασμπαγιάννης

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here