Οι CLUTCH είναι από κείνες τις μπάντες που δεν απαιτούν πολλά ακούσματα για να ξέρεις αν είναι ο νέος δίσκος τους καλός ή μέτριος (πιστεύω ακράδαντα πως η μπάντα του Neil Fallon είναι απλά ανίκανη να βγάλει κακό δίσκο). Το θέμα είναι πως οι CLUTCH με το πρώτο άκουσμα μπορούν να σε κάνουν ταυτόχρονα να κάνεις headbanging, να χοροπηδάς σαν παρδαλό κατσίκι, να κουνάς απλά το κεφάλι ρυθμικά, να χορεύεις και να σηκώνεις τις γροθιές στον αέρα. Από το πρώτο άκουσμα ξέρεις αν αυτό που ακούς αξίζει περισσότερες αυτιές όχι όπως συμβαίνει με μπάντες που θέλουν το χρόνο τους. Από μια hardcore post grunge μπάντα τύπου PRIMUS με μερικές αναφορές στο heavy metal, εξελίχθηκαν σε heavy blues rock συγκρότημα και τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να ξεφεύγουν από τον βρώμικο, άξεστο και τραχύ σε έναν πιο καλογυαλισμένο ήχο που αρμόζει στα πιο blues/funk/Motown meets stoner κομμάτια που έχουν αρχίσει να ορίζουν τους CLUTCH από το “Earth rocker” και έπειτα. Με το τελευταίο, κάποια μικρά σημάδια κορεσμού έκαναν την εμφάνισή τους καθώς και μια διάθεση για πειραματισμό πράγμα που διασαφηνίστηκε καλύτερα με το “Psychic warfare” που ήταν σαφώς κατώτερο του προκατόχου. Τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα με το “Book of bad decisions” αλλά όπως περίμενα, υπάρχουν πολύ καλά νέα και δυσάρεστα νέα. Ας αρχίσω με τα δυσάρεστα.
Ο δίσκος περιέχει 15 κομμάτια που για μένα είναι μάλλον πέντε πέραν του δέοντος. Πόσες μπάντες ξέρετε που μπορούν να γράψουν 15 κομμάτια, στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου μουσικού είδους, και να κρατάνε όλα αμείωτο το ενδιαφέρον; Ε λοιπόν, αυτό που φοβόμουν περίπου συνέβη με το νέο δίσκο των Αμερικάνων. Τα single που κυκλοφόρησαν μήνες πριν την επίσημη κυκλοφορία ανέβασαν το πήχη και τις προσδοκίες μας πολύ μα πολύ ψηλά και αυτό διότι τα “Gimme the keys”, “How to shake hands”, “In walks Barbarella”, “Hot bottom feeder”, είναι κομματάρες ένα προς ένα. Όχι μόνο αυτό αλλά θυμίζουν απίστευτα παλιές καλές εποχές τύπου “The mob goes wild” χωρίς να ηχούν ρετρό. Τα “In walks Barbarella” και “Hot bottom feeder” (με τους στίχους-συνταγή για καβουρομεζέ αλά Fallon!) δείχνουν πως η μπάντα έχει τελειοποιήσει την πιο funk και blues αντίστοιχα στροφή τους (μα πόσο τέλειο είναι αυτό το slide guitar intro στο “Hot bottom feeder”;) ενώ τα άλλα δύο είναι δυναμίτες για κούνημα και χτύπημα ατελείωτο. Ο Fallon όπως πάντα είναι σε τοπ φόρμα και ερμηνεύει τους στίχους/ιστορίες/καυστική σάτιρα με τη γνωστή μειλίχια φωνή. Είπα όμως πως εδώ είναι τα δυσάρεστα νέα. Με τα single τους βασικά η μπάντα έδειξε όλα της τα χαρτιά προτού καν τελειώσει η παρτίδα! Έτσι λοιπόν, ενώ ο δίσκος ανοίγει με το ξεσηκωτικό “Gimme the keys”, ακολουθούν κομμάτια που ρίχνουν απότομα τη χορευτική και σχεδόν moshing διάθεση με πιο light κομμάτια που δε συγκινούν και δεν σου μένουν όσες φορές και αν τα ακούσεις. Η καλή διάθεση και έμπνευση επανέρχεται με το δεύτερο single αλλά σε γενικές γραμμές η μορφή του δίσκου είναι όπως προανέφερα – άνιση. Μετά το “How to shake hands” πάλι κάπως πέφτει η διάθεση με κομμάτια που σαφώς δεν είναι κακά (είπαμε έτσι;) αλλά απλά δεν σου μένουν τόσο όσο τα άλλα και έτσι τα προσπερνάς. Ο κορεσμός και απουσία έμπνευσης φαίνεται να κρατάνε παρά τις επιτυχημένες εξορμήσεις σε funk/blues εδάφη και την επιστροφή σε παλιότερες φόρμες.
Τα καλά νέα τώρα: τα single είναι όντως εκπληκτικά και μπαίνουν σε λίστα με τη μία. Με κάθε άκουσμα τα γουστάρω ακόμα περισσότερο. Άσε που τα βίντεο είναι επίσης κορυφαία, οι trademark Fallon στίχοι πάντοτε επίκαιροι και καυστικοί και η spoken word ερμηνεία του, αντρίκεια. Αυτό που σώζει το δίσκο όμως είναι, ευτυχώς, μερικά ακόμα κομμάτια που δεν κυκλοφόρησαν ως single και δείχνουν πως η μπάντα δεν ξεχνάει το παρελθόν της (και ας μην ηχούν πλέον τόσο βρόμικα όπως κάποτε). Τα “Ghoul wrangler” και “H.B is in control” είναι βγαλμένα από τα απομεινάρια του “Pure American fury” με ρυθμό και έναν Fallon που φαίνεται να έχει ξαναβρεί τον Freddy King (βλέπε το fan favorite “Electric worry”). Είναι ξεσηκωτικά, διασκεδαστικά και εμπνευσμένα, από μια μπάντα που συνεχίζει να δείχνει πως έχει ένα από τα καλύτερα και στιβαρά rhythm section στο είδος τους. Το “Vision quest” φανερώνει μια έφεση προς το κλασσικό rock n’ roll με πιάνο, ύφος και δομή τύπου Jerry Lee Lewis, τόσο μάλιστα που ένα “Hot balls of fire!” κάπου θα κόλλαγε. Άλλα κομμάτια ακούγονται σαν μια απόμακρη ηχώ του “Earth rocker” (“Sonic counselor”) ή σαν αποτυχημένες προσπάθειες να ακουστεί η μπάντα σκόπιμα σαν μια CLUTCH tribute μπάντα (“Weird times”, “A good fire”) ενώ το “Lorelei” που κλείνει το δίσκο είναι εντελώς αχρείαστο χωρίς να είναι και πάλι κακό. Αλλά μέσα στο χαμό 15 κομματιών, πιστεύω πως οι CLUTCH θα μπορούσαν άνετα να έβγαζαν έναν δίσκο με οχτώ ή εννιά κομμάτια που θα ήταν όλα ένα προς ένα. Τα κομμάτια υπήρχαν και περίσσευαν προφανώς. Αν απουσίαζαν τα “fillers” θα μιλούσαμε για ένα απίστευτο comeback από μια κορυφαία μπάντα του 21ου αιώνα αλλά για τώρα ας αρκεστούμε στα καλά κομμάτια του δίσκου που είναι περισσότερο από απλώς καλά.
7 / 10
Φίλιππος Φίλης