Γι’ αυτόν εδώ τον δίσκο, το ντεμπούτο αυτής της νέας αθηναϊκής μπάντας, σας είχα κάνει έναν πρόλογο στην προακρόασή του. Εκεί μπορείτε να διαβάσετε τις λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με τους συντελεστές, την παραγωγή, το εξώφυλλο κλπ. Έφτασε όμως πλέον η ώρα να μιλήσουμε για το περιεχόμενο, αυτό που μετράει περισσότερο (ή μήπως είναι το μόνο που μετράει;) απ’όλα. Θα μιλήσουμε για μουσική.
Οι DARKLON ανήκουν στους λιγοστούς εκπροσώπους του βέρου αμερικάνικου heavy/power στην χώρας μας. Μπορεί οι ελληνικές μπάντες του ιδιώματος να κοιτάζουν περισσότερο προς τις Η.Π.Α όσον αφορά τον ήχο τους, αλλά έχουν και την ευρωπαϊκή κουλτούρα μέσα τους. Είναι ένα περίεργο αποτέλεσμα προσμίξεων και τάσεων το οποίο εν τέλει χαρακτηρίζεται άνετα ως «ελληνικό». Οι DARKLON όμως, «αγνοούν» την Γηραιά Ήπειρο. Αυτό, θα είμαι ειλικρινής μαζί σας, τους δίνει έναν πόντο πριν καν να ξεκινήσει η ακρόαση του άλμπουμ. Από την άλλη, ακριβώς επειδή πρόκειται για υπεραγαπημένο είδος, είμαι πολύ αυστηρός με όποιον θέλει να καταπιαστεί μαζί του. Το έγραψα και στο κείμενο της προακρόασης, το μεταφέρω και εδώ αυτολεξεί. «Όταν ξεκίνησε το “Behead” και οι πρώτες νότες του με χτύπησαν στο πρόσωπο όπως χτυπούσε ο Drago τον Rocky, ένα χαμόγελο η αλήθεια είναι πως σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου». Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα «καλλίγραμμο» και «ραφιναρισμένο» power metal άλμπουμ της περιόδου 1986 – 1994. Εδώ τα κιτάπια δείχνουν τις πρώτες μέρες, τους πρώτους «μεγάλους». Καθώς άκουγα το άλμπουμ, σκέφτηκα πως θα μπορούσε να ανήκει σε κάποια μεγάλη μπάντα των Η.Π.Α εκεί γύρω στα 1982 – 1984. Οκτώ συνθέσεις, ούτε 35 λεπτά διάρκεια, όλες μία και μία. Συνθέσεις που έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό την δημιουργία ενός πλαισίου μέσα στο οποίο θα βρει κανείς κολλητικούς ρυθμούς και μελωδίες, refrain που θα τον κάνουν να τα τραγουδήσει και ο ίδιος με την 2η ακόμη φορά και με ένα ακόμη ατού, την μικρή διάρκεια. Αμεσότητα, ευθύτητα, χωρίς πολλά – πολλά, να μην υπάρχει «κοιλιά» και να μην βαριέται ο ακροατής.
Το εναρκτήριο “Behead” λοιπόν, σε στέλνει με ένα κροσέ όχι στα σχοινιά, αλλά στην εποχή του “Battle cry” των OMEN. Επικό, βάρβαρο σχεδόν, με αυξομειώσεις στον ρυθμό (πότε εμβατηριακό mid tempo, πότε χειμαρρώδες up tempo), αποτελεί το απόλυτο opening κομμάτι για τον δίσκο. Η συνέχεια; Ανάλογη. Το “Arise chariot” είναι ένας ακόμη πιο OMEN-oriented power metal ύμνος, με ένα τρομερό riff που πάνω του τα κουπλέ ακούγονται σαν λεπίδια δρεπανηφόρου άρματος την ώρα που κατακόπτει γραμμές πεζικάριων κάπου στα πεδία των μαχών του Τίγρη και του Ευφράτη. Ακούστε προσεκτικά και το τελείωμά του, και παρατηρείστε και σεις έναν μικρό «φόρο τιμής» στον μεγάλο J.D. Kimball. To ομώνυμο κομμάτι που ακολουθεί βάζει στο παιχνίδι τους JAG PANZER όντας γρήγορο, επικό και πιστό στις “Ample destruction” επιταγές και προσταγές. Τους JAG PANZER θα τους ξανακούσουμε στο “Guillotine”, με την μπάντα τη φορά αυτή να προσανατολίζεται προς ένα ακόμη μνημείο του US metal, το “Triumph of steel” (MANOWAR) και στο “On the ashes I stand” (εξαίρετο δείγμα πολεμικού λυρισμού). Το “Sectarian of blood” είναι το χαμένο παιδί του “Night of the Stormrider”. Ναι, το ημερολόγιο προς στιγμή, για τέσσερα λεπτά, έδειξε 1992. Σκοτεινό US metal, στα καλύτερά του. Στα ίδια επίπεδα και τα “Serpent king” και “Hammer on the nail” που κλείνουν το άλμπουμ, με το πρώτο να έχει μια περίεργη «MANILLA ROAD αύρα» στο refrain που θα σε κάνει να το τραγουδάς συνεχώς.
Φίλε, εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές και όταν το μάτι πέρασε από τα συγκροτήματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω ένιωσες κάτι να σκιρτά μέσα σου, να ξέρεις πως σε τούτο το δισκάκι θα βρεις βασικές αρχές του είδους, παιγμένες σωστά, με πάθος και συναίσθηση του τι μπορεί κανείς να πετύχει αν δουλέψει σωστά, μεθοδικά και έχει κάτι που λείπει πολύ στις μέρες μας: ΕΜΠΝΕΥΣΗ. Ντεμπούτο, έτσι; Αν στο δεύτερο τα πάνε καλύτερα, θα πάρουμε τα βουνά. Αβίαστο, εύκολο
8 / 10
Δημήτρης Τσέλλος