ONOMA ALBUM : The rivarly
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ : 1998
ΕΤΑΙΡΕΙΑ : GUN
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ : Rolf Kasparek
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Rolf Kasparek – vocals, guitar
Thilo Herman – guitars
Thomas Smuszynski – bass guitar
Jörg Michael − drums
Οι RUNNING WILD ανήκουν σε μία κατηγορία συγκροτημάτων, σε μία ελίτ αν μου επιτρέπετε, που έχουν καταφέρει επί μία σειρά ετών να κυκλοφορήσουν ένα σύνολο δίσκων που δυσκολεύεσαι να βρεις ψεγάδι. Για πολλούς οπαδούς των δικών μας metal πειρατών, η περίοδος αυτή διήρκεσε μέχρι και το “The rivalry”. Αν και δεν συμφωνώ εντελώς με αυτή την άποψη, καθώς πιστεύω πως τα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν μετά δεν είναι όλα κακά, απλά τα περισσότερα εξ αυτών είναι άνισα μπροστά στο μεγαλείο που άφησε η εποχή “Gates to purgatory”-“The rivalry”. Παρόλα αυτά όμως, το τελευταίο μεγάλο και επικό πόνημα της αρμάδας του καπετάνιου Kasparek είναι το “The rivalry”. Και σε αυτό δεν υπάρχει διαπραγμάτευση.
Πως να υπάρξει άλλωστε, όταν αναφερόμαστε σε έναν δίσκο που κρατάει τις μαύρες σημαίες ψηλά και που συνεχίζει ακάθεκτος σε δυναμική αλλά και σε έμπνευση, όπως οι προηγούμενοι. Αν υπάρχει ίσως κάτι που επηρέασε αρνητικά αρκετό κόσμο σχετικά με το “The rivalry”, αυτό είναι πως σε αυτό το άλμπουμ υπήρξαν περισσότερα κομμάτια με μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, και σε συνδυασμό με τα 13 τραγούδια που αποτελείται ο δίσκος, μπορεί κάπου να κούρασε τον ακροατή. Τα τραγούδια όμως του “The rivalry” είναι εξαιρετικά και ικανά να σε κάνουν να αγαπήσεις αυτό το άλμπουμ. Δεν μπορώ να φανταστώ πως υπάρχει άνθρωπος που δηλώνει ότι του αρέσει το heavy metal και στο άκουσμα του εισαγωγικού riff του “The rivalry” δεν του σηκώνεται.. η τρίχα κάγκελο! Δεν είναι όμως μόνο το ομώνυμο τραγούδι που κερδίζει τις εντυπώσεις. Τα “Kiss of death”, “Return of the dragon”, “Agents of black”, “Fire & thunder”, είναι μερικά από τα τραγούδια που δίνουν στον δίσκο το μέγεθος που του αξίζει, ενώ τα επικά “Ballad of William Kidd” και “War & peace”, είναι αυτά που τον εκτοξεύουν.
Αξίζει να σημειωθεί και το γεγονός πως οι RUNNING WILD είχαν πάντα έναν τρόπο να δίνουν νόημα στα εισαγωγικά intros του κάθε τους δίσκου και στο “The rivalry” αυτή η παράδοση δεν σπάει. Όπως και στο “Pile of skulls” με το “Chamber of lies”, στο “Black hand inn” με το “The curse” και στο “Masquerade” με το “The contract / the crypts of hades”, έτσι και στο “The rivalry”, το “March of the final battle” σηματοδοτεί μία εισαγωγή που προμηνύει το μακελειό που έπεται στην συνέχεια.
Πέραν όμως από τις συνθέσεις, η μπάντα εξακολουθεί και βρίσκεται σε πολύ καλή φόρμα. Με σταθερό μέλος από το “Pile of skulls”, τον Thomas Smuszynski στο μπάσο, και τον Jörg Michael να βρίσκεται πίσω από τα ντραμς από το “Black hand inn”, το rhythm section συνεχίζει και στο “The rivalry” να προσφέρει την απαιτούμενη στιβαρότητα που απαιτείται σε έναν δίσκο των RUNNING WILD. Στις κιθάρες, τα πιασάρικα και επιθετικά riff του Kasparek κάνουν για ακόμα μία φορά την διαφορά, ενώ στα φωνητικά ο καπετάνιος δίνει ρεσιτάλ και κερδίζει εύκολα μία θέση ανάμεσα στους κορυφαίους τραγουδιστές της γερμανικής heavy/speed metal σκηνής.
Το “The rivalry” είναι άδικο να συγκριθεί με τους γιγαντιαίους ογκόλιθους, “Port royal”, “Pile of skulls” και “Black hand inn”. Είναι όμως ένας εξαιρετικός δίσκος, που δυστυχώς όμως θα μας κάνει να σκεφτόμαστε πως πρόκειται για τον κανονιοβολισμό που σήμανε το τέλος της χρυσής εποχής των RUNNING WILD.
Did you know that:
-Το “The rivalry” είναι ο τελευταίος δίσκος του συγκροτήματος που συμμετείχε ο Jörg Michael, ο οποίος συνέχισε την καριέρα τους στους STRATOVARIUS.
-Το “The rivalry” είναι το δεύτερο μέρος μίας τριλογίας, που ξεκίνησε από το “Masquerade” και τελείωσε στο “Victory”, με θέμα την μάχη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Στο “Masquerade” διαδραματίστηκε η αποκάλυψη του Κακού, το “The rivalry” αποτέλεσε το κεφάλαιο της μάχης του Κακού με το Καλό, ενώ το “Victory” έφερε την νίκη του Καλού ενάντια του Κακού.
– Ο δίσκος έχει πουλήσει πάνω από 200.000 αντίτυπα παγκοσμίως.
Δημήτρης Μπούκης