A Day To Remember… 14/04 [CLUTCH]













    ΟΝΟΜΑ ALBUM: “The Elephant Riders” – CLUTCH
    ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1998
    ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Jack Douglas
    ΕΤΑΙΡΙΑ: Columbia
    ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
    Neil Fallon – Φωνητικά
    Tim Sult – Κιθάρα
    Dan Maines – Μπάσο
    Jean-Paul Gaster – Τύμπανα

    Πίσω σε μια εποχή όπου ο Tim Sult είχε ακόμα μαλλούρα και ο Neil Fallon δεν είχε αφήσει το -πλέον trademark- γένι του, όταν ακόμα οι blues αναφορές δεν είχαν εισχωρήσει στον ήχο της μπάντας σε μεγάλο βαθμό, το κουαρτέτο από το Maryland έπαιζε ίσως το πιο διασκεδαστικό, απολαυστικό heavy rock της εποχής. Πριν το “The Elephant Riders” οι CLUTCH είχαν ήδη 2 ολοκληρωμένες κυκλοφορίες στο ενεργητικό τους, αλλά όλο το ζουμί βρίσκεται στο δεύτερο, ομώνυμο άλμπουμ της μπάντας, που κυκλοφόρησε το 1995 και που μετά από μια εικοσαετία και βάλε παραμένει αξεπέραστο. Μιλάμε για δίσκο-σταθμό τόσο για την μπάντα, μιας και σηματοδότησε στροφή στον ήχο τους, όσο και για τη heavy rock/stoner σκηνή που τότε γεννούσε τη μια δισκάρα μετά την άλλη. Πώς διαδέχεσαι λοιπόν ένα τέτοιο αριστούργημα; Στη συγκεκριμένη περιπτωσάρα, με ένα ακόμα ατόφιο δεκάρι!

    Πέρα από το βήμα μπροστά όσο αφορά το δισκογραφικό συμβόλαιο, μιας και το “The Elephant Riders” κυκλοφόρησε από την Columbia Records εξαργυρώνοντας την επιτυχία του προηγούμενου δίσκου, οι Αμερικανοί πραγματοποίησαν εμφανή μετακίνηση και στο μουσικό κομμάτι. Σε σχέση με το spacey και αρκετά trippy “Clutch”, το “Elephant Riders” ακούγεται πιο άμεσο και γήινο, κάτι που είναι εμφανές από το εξώφυλλο κιόλας. Ωστόσο το άλμπουμ είναι κάθε άλλο παρά μονότονο, με μια αξιοσημείωτη ποικιλία ήχων, με σαφείς επιρροές από southern rock μέχρι funk και κομμάτια που κυμαίνονται από τρίλεπτους heavy rock ύμνους (“The Elephant Riders”, “The Soapmakers”) μέχρι μακροσκελή τζαμαρίσματα (“Crackerjack”, “The Dragonfly”) και όλα τα ενδιάμεσα στάδια. Οι hardcore επιρροές του παρελθόντος είναι ακόμη πιο σποραδικές –στα όρια της αφάνειας-, με μια μπάντα που ναι μεν ακούγεται ίσως πιο laid back συνολικά, αλλά σε καμία περίπτωση άνευρη, όμως δεμένη όσο δεν πάει και που ξέρει να “δαγκώνει” όταν χρειάζεται. Και επιβάλλεται να σταθούμε στο προαναφερθέν δέσιμο γιατί μιλάμε για την επίτευξη του ΑΠΟΛΥΤΟΥ groove. Ο Jean-Paul Gaster, ένας από τους καλύτερους rock drummers της γενιάς του, παίζει με τέτοια άνεση και φυσικότητα και ταυτόχρονα πιάνει το απόλυτο, μην αφήνοντας περιθώρια να μείνεις ακούνητος, ενώ ο Dan Maines παίζει μερικές από τις καλύτερες μπασογραμμές που έχουμε ακούσει σε δίσκο των CLUTCH. Τα riffs και τα solos που μοιράζει απλόχερα ο Tim Sult μέσα στον δίσκο είναι ένας από τους σημαντικούς λόγους που επιμένω πως είναι από τους πιο υποτιμημένους κιθαρίστες, ενώ για τον Neil Fallon τα λόγια είναι περιττά. Το swag με το οποίο τραγουδάει τις κλασικά απίστευτα ευρηματικές όσο και αξιομνημόνευτες στιχάρες του και γκαρίζει τα φτιαγμένα για sing-along στις συναυλίες refrains είναι από μόνο του ικανό να σε κάνει να ερωτευτείς την γκρουπάρα αυτή.    

    Δεμένος με μια άψογη, ζεστή παραγωγή, που δεν ήταν και ό,τι πιο συνηθισμένο ή μοδάτο για την εποχή (respect), ο 3ος ολοκληρωμένος δίσκος των CLUTCH αποτελεί όχι μόνο ένα απολαυστικό treat για όσους αρέσκονται στο να καταναλώνουν μουσικές από το heavy φάσμα του rock ήχου, αλλά και έναν από τους πιο παραγνωρισμένους και υποτιμημένους στην τελική δίσκους στο ύφος αυτό αλλά και μέσα στην δισκογραφία των CLUTCH. Ενώ άλμπουμ όπως το “Blast Tyrant” ή το “Clutch” αναφέρονται συνεχώς στην κουβέντα για τον κορυφαίο δίσκο της μπάντας, ποτέ δεν έχω ακούσει το “The Elephant Riders” να πέφτει στο τραπέζι, γεγονός κατά τη γνώμη μου ατυχές, μιας και περιέχει μερικά από τα αδιαπραγμάτευτα κορυφαία τους κομμάτια όπως τα “Muchas Veces”, το “The Yeti” κι ένα σωρό άλλα. Διάολε, μέχρι κι τα hidden tracks του φυσάνε! Όπως και να ’χει, σέβας για ένα από τα πιο συνεπή ποιοτικά γκρουπ του ήχου που δείχνουν σαν να έχουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας, συνεχίζοντας δυνατά μέχρι σήμερα. Long live Clutch!  
    Νίκος Χασούρας

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here