A day to remember… 16/4 [PORCUPINE TREE]













    ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Fear of a blank planet” – PORCUPINE TREE
    ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2007
    ETAIΡΙΑ: Roadrunner
    ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: PORCUPINE TREE
    ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
    Φωνητικά, κιθάρες, πιάνο, πλήκτρα – Steven Wilson
    Πλήκτρα – Richard Barbieri
    Μπάσο – Colin Edwin
    Ντραμς – Gavin Harrison

    Ποιος θα περίμενε δέκα χρόνια πριν, ότι το “Fear of a blank planet”, θα ήταν το προτελευταίο στούντιο άλμπουμ των PORCUPINE TREE, παρότι ο Steven Wilson είναι κάτι παραπάνω από ενεργός… Με σαφείς υπαινιγμούς στο “Fear of a black planet” των PUBLIC ENEMY, που είχε βγει αρκετά χρόνια πριν κι εστίαζε στο φυλετικό πρόβλημα, το άλμπουμ των PORCUPINE TREE, πρώτο τους στη Roadrunner (που είχε πάρει εκείνη την περίοδο τους DREAM THEATER και RUSH, κάνοντας μία Dream Team του progressive), μιλούσε για τα προβλήματα της σύγχρονης νεολαίας, την αποξένωση εξαιτίας των social media, την διπολική διαταραχή, τα συνταγογραφούμενα ναρκωτικά, τα αίσθημα κενότητας από την υπερπληροφόρηση των ΜΜΕ. Το εκπληκτικό video clip του ομώνυμου τραγουδιού, τα απεικονίζει με αριστουργηματικό τρόπο άλλωστε.

    51 λεπτά διάρκειας, χωρίς καμία διακοπή, χωρίς overtures ή ιντερλούδια, που μοιάζει σαν να πρόκειται για ένα ενιαίο κομμάτι, περιέχει μερικά αριστουργήματα, με κορυφαίο το “Anesthetize” που διαρκεί σχεδόν 18 λεπτά και περιέχει ανατριχιαστικά σημεία. Συνολικά βέβαια, προερχόμενοι από ένα απίστευτο σερί δίσκων από το “Signify” και μετά, βρίσκω ότι το άλμπουμ έχει κάποιες αδυναμίες, όπως το –εξαιρετικό κατά τ’ άλλα “Sentimental”- το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να είναι σε δίσκο των BLACKFIELD ή το “Sleep together” που στο ρεφρέν του μου κάνει πολύ για το “Come together”. 

    Εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι μετά την επιτυχία του “Deadwing”, ο δίσκος δεν είχε κάποιο ευδιάκριτο single και το “Way out of here” που προσπάθησε να πλασάρει η Roadrunner, κάθε άλλο παρά single θα μπορούσε να το πει κανείς. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, κατά την προσφιλή τους τακτική, κυκλοφόρησαν κι ένα EP με 4 κομμάτια και διάρκεια γύρω στα 30’, με τον τίτλο “Nil recurring”. Ο δίσκος εμπορικά, αλλά και από πλευράς αποδοχής από τον κόσμο και τον Τύπο, πήγε εξαιρετικά, αλλά λίγο οι κυκλοφορίες των BLACKFIELD και ακόμη περισσότερο οι solo δουλειές του Wilson, πέρασαν τους PORCUPINE TREE σε δεύτερη μοίρα. Ένα συγκρότημα που αγαπήθηκε από πολύ νωρίς από τους Έλληνες και ο ίδιος ο Wilson θεωρείται εδώ και χρόνια εμβληματική φιγούρα στο χώρο του prog…
    Σάκης Φράγκος

    Ακολουθεί η face to face συνέντευξη που είχε κάνει ο καλός φίλος Λευτέρης Καλοσπύρος στο έντυπο ROCK HARD, λίγο πριν τη συναυλία των BLACKFIELD στην Ελλάδα εκείνη τη χρονιά. Αρχικά μαζί με τον Aviv Geffen και στη συνέχεια μόνο με τον Steven Wilson. Κατατοπιστικότατη και αναλυτική. Όπως και η αυτούσια κριτική που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό.

     


    PORCUPINE TREE 
    “Fear of an epidemic on a blank planet”

    Αυτό το σπάνιο μείγμα ουμανιστικής ευαισθησίας και καλλιτεχνικής υπεροχής που βρίσκει την τέλεια ενσάρκωσή του στον Steven Wilson με έλκει και με συγκινεί βαθιά και έντονα. Σαν να μιλάς με έναν γνήσιο παντεπόπτη ταξιδευτή του νέου κόσμου, με έναν φιλόσοφο των λεπτών αποχρώσεων, των αθέατων πτυχών των πραγμάτων, έναν φίλο παντοτινό, ορκισμένο. Η σχέση μαζί του διαλεκτική, η έννοια της συνέντευξης λειώνει μπροστά στο θάμπος ενός αυθεντικού, οντολογικού, αδιανόητα ανθρώπινου αστέρα. Ο χώρος και ο χρόνος αποκτούν μια καντιανή υπερβατικότητα, μια μπερξονική ευελιξία και πλαστικότητα. Λίγες ώρες πριν από το live των BLACKFIELD στην Αθήνα. Μοιρασμένος ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Με ή χωρίς τον Aviv. 

     

    Λίγα ακόμη λόγια για τους BLACKFIELD. 

    Aviv, μιας κι έχω μιλήσει τηλεφωνικά με τον Steven για το νέο άλμπουμ των BLACKFIELD, θα ήθελα και την δική σου άποψη γι’ αυτό. Εντυπώσεις, συναισθήματα, προσδοκίες.
    Σίγουρα καλύτερο άλμπουμ σε σχέση με το πρώτο. Δουλέψαμε πιο σκληρά και ομαδικά, γιατί εκτός των άλλων οφείλαμε να επιβεβαιώσουμε όλα τα καλά λόγια που είχαν ακουστεί για το πρώτο άλμπουμ. Νομίζω ότι τώρα ακουγόμαστε πραγματικά σαν BLACKFIELD, βρήκαμε τον ήχο που είναι αντιπροσωπευτικός για μας Συγκριτικά με την περιοδεία για το πρώτο άλμπουμ, θα δώσουμε περισσότερες συναυλίες, πράγμα πολύ καλό, που δείχνει ότι η μπάντα ολοένα μεγαλώνει.

    Πάντα το τρίτο άλμπουμ θεωρείται σαν το κρίσιμο για την καριέρα της μπάντας, ωστόσο με σας, δεδομένης της άμεσης επιτυχίας που γνώρισε το πρώτο άλμπουμ, θεωρώ πως μάλλον αυτό παίζει το ρόλο του σηματωρού που παίζει συνήθως το τρίτο.
    Εγώ πάντως εξακολουθώ να πιστεύω ότι το τρίτο άλμπουμ παραμένει το πιο σημαντικό. Είτε θα είναι κάτι φοβερό ή θα είναι χάλια. 

    Πως νιώθεις σαν συνιδρυτής αυτής της μπάντας, που είναι πια φανερό, πως δεν πρόκειται για ένα ακόμη project του Steven, αλλά για μια κανονική μπάντα με όνειρα για καριέρα και επιτυχίες; 
    Για μένα είναι πολύ σημαντικό ότι αρχίζουμε να αποκτούμε τους δικούς μας οπαδούς, οι οποίοι στη συνέχεια λειτουργούν σαν πρεσβευτές του συγκροτήματος με τη βοήθεια όλων αυτών των μέσων που προσφέρει η τεχνολογία, το internet, το i-pod κ.α. Είναι σαν επιδημία που εξαπλώνεται από στόμα σε στόμα. Η σχέση μου με τον Steven ήταν στην αρχή περίεργη. Αυτός ήταν ο ηγέτης, αυτόν ήξεραν όλοι κι εγώ του ζητούσα να μου φανερώσει τα μυστικά, να μου δείξει τον κόσμο και πράγματι έμαθα δίπλα του πάρα πολλά, του χρωστάω όσα ξέρω ως τώρα. 

    Steven πως ήταν η περιοδεία ως τώρα; 
    Όλα τα show που έχουμε δώσει μέχρι στιγμής ήταν sold out εκτός από ένα. Έχουμε παίξει σε 15 πόλεις ως τώρα και εκτός από το live στην Ιταλία, όλα ήταν έξοχα για μας, αφού ο κόσμος τραγουδούσε τους στίχους από κάθε τραγούδι σαν να ήταν βιώματά του. Πρόκειται για μια πολύ εντυπωσιακή εμπειρία που απέχει πολύ από την πρώτη μας περιοδεία στην οποία παίζαμε μπροστά σε μισογεμάτους χώρους και οι αντιδράσεις ήταν πιο χλιαρές, πιο διστακτικές.

    Η αντίδραση στην Αθήνα για το νέο άλμπουμ;
    Το πρώτο άλμπουμ σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα, τέτοια που δεν σημείωσε πουθενά αλλού. Ίσως η επιτυχία στην Πολωνία να πλησιάζει λίγο την επιτυχία στην Ελλάδα. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά καθότι το καινούριο άλμπουμ έχει ξεκινήσει πολύ καλά σε πολλές χώρες. Οι πρώτες ενδείξεις που έχω για την Ελλάδα είναι ότι η εταιρία μας έχει κάνει ήδη τέσσερις φορές παραγγελία για νέο απόθεμα. Αυτό είναι πολύ καλό σημάδι γιατί οι πωλήσεις είναι μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες.

    Ο Jordan Rudess θα ανοίξει για σας τις συναυλίες σας στην Αμερική. Δεύτερη σερί φορά που συνεργάζεστε μαζί του…
    Ο Jordan είναι πολύ καλός φίλος μας. Επίσης επειδή στην Αμερική παίζουμε σε μικρούς χώρους, δεν θέλαμε να έχουμε μια κανονική μπάντα να ανοίγει τις συναυλίες μας. Ήταν δική του ιδέα αφού έχει κάποιο χρόνο ελεύθερο μέχρι τον Ιούνιο που θα κυκλοφορήσει το νέο άλμπουμ των THEATER. Πριν δυο μήνες επίσης τον κάλεσα να παίξει με την μπάντα μου στο Ισραήλ και δέχτηκε αμέσως. Είναι εξαιρετικά φιλικός και συνεργάσιμος καλλιτέχνης. Και οι δυο τον εκτιμούμε αφάνταστα.

    Ο Aviv σηκώνεται, χαιρετά, αποχωρεί. Διαφορετικός σε σχέση με την εικόνα του πριν δυο χρόνια. Η ματαιοδοξία ξεθύμανε, η σοβαρότητα κατίσχυσε. Μένουμε εγώ και ο Wilson να κουβεντιάσουμε για το νέο PORCUPINE TREE. Τώρα αρχίζει η πραγματική συνέντευξη. 

     
    Στην προηγούμενη συνομιλία μας χαρακτήρισες το νέο άλμπουμ των PORCUPINE TREE σαν το πιο φιλόδοξο ως σήμερα. Ποια έννοια έχεις στο μυαλό σου όταν χρησιμοποιείς τη λέξη φιλόδοξος;
    Θα σου εξηγήσω. Είναι η πρώτη φορά που συλλαμβάνουμε την ιδέα ενός άλμπουμ από την αρχή του σαν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο κομμάτι μουσικής. Ουσιαστικά είναι μια συνεχής μουσική ενότητα 55 λεπτών που χωρίζεται σε 6 υπό-ενότητες. Αυτό και μόνο το γεγονός αρκεί για να χαρακτηρίσει το άλμπουμ φιλόδοξο. Έπειτα και οι στίχοι πραγματεύονται πολλές παραμέτρους της μοντέρνας ζωής έτσι όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στις αρχές του 21ου αιώνα: τεχνολογική έκρηξη, υπερπληροφόρηση, ναρκωτικά με ιατρική συνταγή σε ανήλικους, reality τηλεόραση, βία, πορνογραφία, i-pods, plasma τηλεοράσεις, Big brother…τα πάντα! Είναι όλα εκεί ιδωμένα από την προοπτική των παιδιών, διότι η νέα γενιά είναι αυτή που μεγαλώνει σε έναν κόσμο που έχει διαμορφωθεί για εκείνη από άλλους. Το “Fear of a blank planet” είναι λοιπόν ένα φιλόδοξο άλμπουμ τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά και είναι επίσης ένα άλμπουμ που λόγω της δομής και του στυλ του δεν πρόκειται να έχει καμία σχέση με το ραδιόφωνο ή με άλλα μέσα εμπορικής προώθησης. Σίγουρα η εταιρία μας δεν θα μείνει αδιάφορη, ωστόσο πιστεύω πώς συνθέσαμε το πιο αγνό κι αντιπροσωπευτικό άλμπουμ μας, γράψαμε το είδος της μουσικής που γνωρίζουμε καλύτερα. Ξέρεις, το “Deadwing” ήταν ένα περίεργο άλμπουμ για μας, ασφαλώς και είμαι περήφανος για αυτό, το θεωρώ πάρα πολύ καλό άλμπουμ, όμως περιέχει κάποια τραγούδια σαν το “Shallow” ή το “Lazarus”, που …δεν ξέρω… Παρά-είναι εμπορικά για το πειραματικό στυλ που μας χαρακτηρίζει εδώ και χρόνια. Στο νέο άλμπουμ, παρότι γράψαμε περισσότερο υλικό, δουλέψαμε πολύ έντονα ώστε να συνθέσουμε ένα πολύ συμπαγές κομμάτι μουσικής που δεν θα ξεπερνούσε τη διάρκεια των 51 λεπτών. Είναι από τους δίσκους που πρέπει να ακούσεις πολλές φορές για να ξεκλειδώσεις ένα ένα τα μυστικά του.

    Πως θα αξιοποιήσετε το υλικό που περίσσεψε; 
    Αρχικά ηχογραφήσαμε 70 λεπτά, συνεπώς για να φτάσουμε στην επιθυμητή διάρκεια των 50 λεπτών, κόψαμε περίπου 20 λεπτά. Δεν θέλαμε να πλατειάσουμε, επιδιώξαμε να ηχογραφήσουμε κάτι έντονο και συμπαγές που θα κρατάει τον ακροατή σε εγρήγορση από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Νομίζω ότι αυτός ο ψυχαναγκασμός του μαξιμαλισμού, να γεμίσεις όλη την χωρητικότητα του CD, συνθέτοντας και ηχογραφώντας 80 λεπτά, έχει δημιουργήσει προβλήματα σε αρκετές μπάντες. Θεωρώ πως όλα τα σπουδαία, τα κλασικά άλμπουμ έχουν κυκλοφορήσει την εποχή του βινυλίου, όταν υπήρχε ο περιορισμός των 40-45 λεπτών, εκτός βέβαια αν επιθυμούσες να ηχογραφήσεις διπλό δίσκο. Ακόμη πάντως, δεν γνωρίζω ακριβώς με ποιόν τρόπο θα εκμεταλλευτούμε το περισσευούμενο υλικό. Μπορεί μέσω single download, ή κάποιου EP. 

    Έχουμε συζητήσει μαζί αρκετές φορές το ζήτημα concept για μια prog μπάντα και γνωρίζω την αντιπάθεια που τρέφεις απέναντι σε αυτό τον όρο. Όμως, από καταλαβαίνω από όσα μου λες, το νέο άλμπουμ είναι ότι κοντινότερο σε αυτό τον όρο έχετε δοκιμάσει ως σήμερα, πιο κοντινό σε σχέση και με το “In Absentia”. Βέβαια, μιλάμε για άλλο είδος concept, σε σχέση με το παραδοσιακό μοτίβο που ξεκινάει με “Overture” συνεχίζει με παραλλαγές του ίδιου θέματος κτλ.
    Ναι, βέβαια το “Fear of a blank planet” είναι όντως ένα concept άλμπουμ, όχι όμως με την παραδοσιακή έννοια που σημαίνει πως το άλμπουμ είναι πομπώδες. Τα τελευταία χρόνια μπάντες σαν τους MARS VOLTA έχουν επεκτείνει πολύ τα όρια της συγκεκριμένης έννοιας. Όταν λέμε “concept” εννοούμε κάτι πολύ πιο ευρύ και ανοιχτό σε προσδιορισμό και ερμηνεία. Όπως συνέβαινε στα 70’s, οπότε και μπάντες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, σαν τους PINK FLOYD, GENESIS, JETHRO TULL, GENTLE GIANT – σκέψου πόσο μεγάλη διαφορά υπάρχει ανάμεσα στους FLOYD που έπαιζαν πιο απλά βασισμένοι σε blues κλίμακες και τους GENTLE GIANT που ήταν τόσο πολύπλοκοι ώστε θα μπορούσες να τους θεωρήσεις μέχρι και κλασικούς – ενώνονταν μέσα από την κοινή φιλοδοξία να συνθέσουν ένα σπουδαίο άλμπουμ και όντως τα άλμπουμ που έγραψαν έμειναν στην ιστορία, χωρίς κανένα να μοιάζει πολύ με κάποιο άλλο. Ο όρος concept εκφυλίστηκε σε κάτι στενόμυαλο και περιορισμένο στα 80’s και δυστυχώς η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και στα 90’s, οπότε και ο όρος progressive concept έγινε τόσο συγκεκριμένος και περιορισμένος που αρκούσε να πεις «θυμίζει GENESIS του 1972» για να το χαρακτηρίσεις. Ευτυχώς λοιπόν, σήμερα μπάντες σαν τους MARS VOLTA, FLAMING LIPS, OPETH, MASTODON, TOOL, RADIOHEAD έχουν επεκτείνει ξανά τα όρια του prog concept με μια νέα δυναμική προσέγγιση, πράγμα που θεωρώ φανταστικό. Αν αντιστάθηκα τόσα χρόνια στον όρο αυτό, ήταν επειδή αισθανόμουν ότι αντιπροσώπευε κάτι παρωχημένο, παλιομοδίτικο, πομπώδες με την κακή έννοια. Αντίθετα σήμερα το 2007, τα concept έχουν αποκτήσει μια νέα διάσταση, την χαμένη αίγλη τους κατά κάποιο τρόπο.

    Στο “Deadwing” είχατε σαν guests τους Mikael Akerfeldt και τον Adrian Belew. Αν ο πρώτος δεν ήταν έκπληξη, τον δεύτερο κανείς δεν τον περίμενε. Στο νέο άλμπουμ υπάρχει επίσης η αναμενόμενη έκπληξη καθώς ο Robert Fripp είναι γνωστός σου επί χρόνια αλλά και η ευχάριστα αναπάντεχη αφού ο Alex Lifeson όπως και τα υπόλοιπα μέλη των RUSH είναι κάτι σαν ερημίτες αφού έχουν να επιδείξουν ελάχιστες guest συμμετοχές σε άλμπουμ άλλων σχημάτων. Μήπως σε αυτό συνηγόρησε ο θαυμασμός του Neil Peart για τους PORCUPINE TREE;
    Σίγουρα νιώθω μια ιδιαίτερη σύνδεση με τους ερημίτες της μουσικής κοινότητας (γέλια) αφού για πάρα πολλά χρόνια οι PORCUPINE TREE ήταν τελείως απομακρυσμένοι από κάθε έννοια κοινωνικότητας. Για τον Alex όπως και για τα υπόλοιπα μέλη των RUSH έχεις δίκιο, σπάνια συμμετέχουν σε άλμπουμ διεθνών καλλιτεχνών, αντίθετα παίζουν συχνά σε άλμπουμ φίλων τους από τον Καναδά, πάντως σίγουρα για τον Alex είναι η πρώτη φορά που συμμετέχει σε μια μπάντα που έχει κοντινό ήχο σε αυτόν της μπάντας του.

    Όντως. Γενικά δεν τα πηγαίνουν καλά με τις prog μπάντες, τουλάχιστον αυτές που δεν εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στις συνθέσεις. Κάποτε είχαν δηλώσει πως θεωρούσαν τους DREAM THEATER μια “pub band”, εννοώντας πώς είναι καλοί στο εκτελεστικό κομμάτι αλλά υστερούν στο συνθετικό. Πες μου όμως το παρασκήνιο με τον Alex.
    Ο Alex αναφέρθηκε στους PORCUPINE TREE στο Classic Rock. Η ερώτηση του δημοσιογράφου ήταν «τι αισθάνεσαι για τη νέα γενιά των prog σχημάτων που έχουν επηρεαστεί από τους RUSH»; Κι εκείνος ξεχώρισε τρεις μπάντες: τους OPETH, τους TOOL και τους PORCUPINE TREE. Η μπάντα όμως που τον ενθουσιάζει περισσότερο από όλες είναι οι PORCUPINE TREE και προφανώς τα συναισθήματα που με κατέκλυσαν αφότου διάβασα αυτή τη δήλωση ήταν απερίγραπτα. Αμέσως λοιπόν αισθάνθηκα την ανάγκη να επικοινωνήσω μαζί του για να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου κι έτσι ζήτησα την μεσολάβηση του Dave Ling για να έρθω σε επαφή μαζί του και του έστειλα ένα mail με τις ευχαριστίες μου. Ο Alex απάντησε λέγοντάς μου πως ήταν ευχαρίστησή του και πως θαυμάζει πολύ τους PORCUPINE TREE τους οποίους ακούει πολύ τα τελευταία χρόνια. Έπειτα λοιπόν του είπα πως ήμουν στην μέση των ηχογραφήσεων ενός άλμπουμ και πως θα ήταν τιμή μου αν συμμετείχε σε αυτό, κι εκείνος απάντησε πως θα το θελε πολύ κι έτσι… απλά έγινε! Τόσο απλό ήταν. Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Μακάρι να σου έλεγα πόσο περίπλοκο ήταν, όμως δεν μπορώ διότι δεν ήταν έτσι. Φαντάζομαι πως ήταν απλό γιατί ελάχιστοι άνθρωποι θα πήραν το θάρρος να του το ζητήσουν. Όσον αφορά αυτό που είπαν για τους THEATER, νομίζω πως έχουν κάθε δικαίωμα να το λένε αφού οι ίδιοι έχουν εξαιρετικά τραγούδια σαν το “Tom Sawyer” ή το “Closer to the heart”, δηλαδή μπορούν την ίδια στιγμή να αντιμετωπιστούν σαν μια arena rock μπάντα, χωρίς όμως να υστερούν στο progressive στοιχείο, τα άλμπουμ τους είναι εξαιρετικά δείγματα progressive, ενώ δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για τους DREAM THEATER. Αυτό που είναι όμως πιο σημαντικό για μένα, είναι ότι ο Alex είναι ένας αρκετά παραγνωρισμένος μουσικός, που δεν έχει γνωρίσει την αποδοχή που του αξίζει, καθώς δεν τον κατατάσσουν ανάμεσα στους prog guitar heroes σαν τον Hackett, τον Gilmour, τον Howe ή τον Fripp, όμως για μένα είναι ένας από τους σπουδαιότερους κιθαρίστες όλων των εποχών και ίσως ο καλύτερος στα solos. Τα solos του είναι τόσο ξεχωριστά, τόσο ιδιαίτερα, τόσο γνήσια, τόσο κομψά. Ο Alex ενσαρκώνει το ιδανικό πρότυπο κιθαρίστα που συνδυάζει τέλεια την μελωδία με την τεχνική. Τον Robert Fripp τον ξέρω χρόνια, από την εποχή που είχε επιλέξει να παίζει σαν session μουσικός κι έτσι είχε παίξει μαζί μου στους NO-MAN. Είναι μάλλον ο μουσικός που με έχει επηρεάσει περισσότερο από κανέναν άλλο ως σήμερα. Είναι ο ήρωάς μου από την παιδική μου ηλικία και σαφώς είναι μεγάλη η τιμή που νιώθω όταν σκέφτομαι ότι συμμετέχει στο άλμπουμ. Επίσης το σκηνικό της συμμετοχής του δεν διαφέρει από αυτό του Alex. Τον ρώτησα αν ήθελε να συμμετάσχει στο άλμπουμ και μου είπε «Βεβαίως» και απλά έγινε. Αυτό ήταν όλο. Τελικά, όλα έχουν να κάνουν με αυτό που λέμε «αμοιβαίος σεβασμός». Κάποιοι από τους μουσικούς με τους οποίους μεγάλωσα ακούγοντας την μουσική τους, τώρα ακούνε την δική μου μουσική, γεγονός που με τιμά αφάνταστα. Μουσική ακούνε την μουσική άλλων μουσικών. Όπως δηλαδή πρέπει να γίνεται.

    Επειδή δεν μας έχει στείλει η εταιρία το άλμπουμ ακόμη, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι υποθέσεις. Μια από αυτές είναι ότι ίσως το νέο άλμπουμ να ανταγωνιστεί σε νοσηρότητα το “Ιn absentia” λόγω κάποιων κοινών παραμέτρων στην θεματολογία τους, τόσο σε ακουστικό όσο και σε οπτικό επίπεδο.
    Ναι, αλλά αυτή είναι μια μόνο πλευρά όσων παρουσιάζονται στο άλμπουμ. Το βασικό θέμα που αναπτύσσεται στο άλμπουμ είναι η έκρηξη του internet και οι τρόποι με τους οποίους επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων σήμερα. Ασφαλώς μπορούμε να συζητάμε για αυτό το θέμα επί ώρες. Αφιέρωσα πολύ χρόνο να σκεφτώ όλα όσα συνδέονται με αυτό το θέμα πριν αρχίσω να συνθέτω την μουσική και συνοπτικά μπορώ να σου πω πως αυτό που με απασχόλησε περισσότερο απ’ όλα, δεν ήταν το θέμα του internet καθαυτό, αλλά η υπερτροφία της πληροφόρησης που δεν προέκυψε μόνο μέσω internet αλλά και άλλων μέσων όπως η τηλεόραση, το i-pod, τα κινητά τηλέφωνα. Ενώ λοιπόν μέσα σε μια περίοδο 100 χρόνων η τεχνολογία αναπτύχθηκε με αργούς και φυσιολογικούς ρυθμούς, τα τελευταία χρόνια έχει συμβεί μια επανάσταση στην τεχνολογία που δεν έχει προηγούμενο. Είναι εκπληκτικό να σκέφτεσαι ότι έφτασα στα 14 μου για να δω το γυμνό σώμα μιας γυναίκας, ενώ οι σημερινοί 14χρονοι έχουν συνηθίσει εικόνες ακραίου πορνογραφικού περιεχομένου. 

    Όπως είπε ο Mc Ewan, πρόκειται για τη γενιά του i-pod. 
    Μπορείς να την πεις όπως θες: Γενιά του MTV, γενιά του σεξ. Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που έχουν συμβεί κι έχουν αλλάξει τα δεδομένα της νέας γενιάς. Δεν διαφωνώ πως πολλά από αυτά έχουν δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες ποιότητας ζωής, ωστόσο αυτό που με ανησυχεί είναι οι μακροπρόθεσμες συνέχειες του θέματος. 
    Μεγαλώνουμε μια γενιά που δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σε ένα μόνο ζήτημα για παραπάνω από 30’’, για μια γενιά ανθρώπων που δέχονται πολλή περισσότερη πληροφόρηση από όση μπορούν να επεξεργαστούν και να αφομοιώσουν. Είναι τόσες πολλές οι διαθέσιμες πληροφορίες που μετατρέπονται σε «Λευκό Θόρυβο». Για μένα η λέξη-κλειδί είναι η λέξη περιέργεια. Τα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς να διαθέτουν το παραμικρό ίχνος περιέργειας. Η περιέργεια είναι η πιο υποτιμημένη αρετή του ανθρώπου. Χωρίς την περιέργεια τίποτα δεν είναι ξεχωριστό, τίποτα δεν μπορεί να γίνει αισθητό. Μόνο με την περιέργεια μπορείς να ψάξεις τα πράγματα σε βάθος. Χωρίς την περιέργεια δεν θα είχα ακούσει ποτέ όλα αυτά τα υπέροχα συγκροτήματα που λατρεύω, τα βιβλία ή τα φιλμ που έχω απολαύσει. Χωρίς την περιέργεια δεν θα είχα ταξιδέψει σε όλα αυτά τα μέρη που έχω επισκεφτεί. Πώς λοιπόν μπορεί κάποιος να έχει περιέργεια όταν όλα του παρουσιάζονται από άλλους από την αρχή; Όταν όλα – ενηλικίωση, σεξουαλικότητα, πληροφορίες, έργα – τα προσφέρει κάποιος άλλος, το Internet δηλαδή, αντί να τα ψάξουν και να τα εξερευνήσουν μόνοι τους; 
     
    Λευτέρης Καλοσπύρος

    PORCUPINE TREE – “Fear of a blank planet”  (Roadrunner)
    Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, ο Steven Wilson ισχυρίζεται πως το “Fear of a blank planet” είναι ό,τι πιο παράτολμο και προοδευτικό, με την ετυμολογική και όχι εθιμοτυπική έννοια του όρου, έχουν επιχειρήσει να συνθέσουν οι PORCUPINE TREE ως τώρα. Ριψοκίνδυνη δήλωση, ανάλογη ωστόσο με το φημολογούμενο ως τολμηρό, περιεχόμενο του άλμπουμ. Κατά μία έννοια, ο Wilson δεν έχει καθόλου άδικο και φαίνεται πως δεν ετοιμάζεται να πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το άλμπουμ είναι ότι εγγύτερο στο πάλαι ποτέ αποκηρυγμένο από τον ίδιο ως ανελέητο πισωγύρισμα, εννοιολογικό πλαίσιο του concept άλμπουμ. Έχουμε το σενάριο και το χαρακτήρα: το πέρασμα από την παιδική ηλικία στη σταδιακή ενηλικίωση ενός τυπικού νεαρού των 00’s, που έχει αποκοπεί από τους ούτως ή άλλως αδιάφορους, προσηλωμένους στα προσωπικά προβλήματά τους γονείς του και ζει στο μικρόκοσμο του δωματίου του, περνώντας όλα όσα κάποτε οι έφηβοι περασμένων γενιών θεωρούσαν ψεύτικα, για αληθινά- προσομοιώνει το φλερτ στην αρρωστημένη θαλπωρή που του προσφέρει το ίντερνετ, ακκίζεται πως κάνει σεξ και συνάπτει φιλίες και σχέσεις κάθε είδους, ενώ αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να πατάει μανιασμένα το πληκτρολόγιο έχοντας τον καβάλο μονίμως φουσκωμένο, ξεγελιέται πως ρουφάει γνώση, ενώ στην πραγματικότητα διαβάζει χωρίς να απορροφάει πληροφορίες, είτε άχρηστες είτε αποσπασματικές είτε περισσότερες από όσες έχει ανάγκη και μπορεί συνάμα ο εγκέφαλός του να κωδικοποιήσει κι επεξεργαστεί. 

    Έχουμε επίσης ένα συμπαγές μουσικό corpus: 51 λεπτά, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω, όπως τον παλιό καλό καιρό που ο χρονικός περιορισμός του βινυλίου καθόριζε τη διάρκεια των αριστουργημάτων στα 45-50 λεπτά, μιας γιγάντιας ουσιαστικά σύνθεσης, χωρισμένης σε 5 ενότητες, που με τη σειρά τους χωρίζονται σε περισσότερες επιμέρους. Έχουμε και τη συνάφεια του όρου concept με τη σημερινή δομή που έχει αποκρυσταλλωθεί, χάρη σε αριστουργηματικά άλμπουμ από καταξιωμένες μπάντες σαν τους RADIOHEAD και τους THE MARS VOLTA: δεν υπάρχει overture, γιατί δεν μιλάμε πια για συμφωνικό art rock, δεν υπάρχει απαραίτητα επανάληψη ομόηχων μουσικών θεμάτων, υπάρχει δηλαδή μια ουσιαστική και δημιουργική ελευθερία μέσα στο κατά τ’ άλλα αυστηρά οροθετημένο πλαίσιο της ιστορίας, που υποχρεώνει, ως ένα βαθμό, τον καλλιτέχνη να μην παρεκκλίνει κραυγαλέα από το χαραγμένο αυλάκι. Παρόλα αυτά και πολλά άλλα, όπως την αξεπέραστη παραγωγή και το αναλλοίωτο γεγονός πως αναφερόμαστε σε μια μπάντα που εμφανίζει μια καλλιτεχνική συνέπεια στο χρόνο την οποία μόνο οι DREAM THEATER, οι MARILLION και οι KING CRIMSON έχουν να επιδείξουν σε μεγαλύτερο βαθμό, κι ευτυχώς, και σε αυτό το άλμπουμ κατάφεραν να μην ντεραπάρουν από την πορεία τους, όπως το θεαματικό 17λεπτο “Anesthetize” με τον απίστευτο groovy ρυθμό και τις εντυπωσιακές ιδέες του και την υπέροχη, αιθέρια ορχηστρική μπαλάντα “My ashes” – από τα πιο όμορφα τραγούδια των τελευταίων σεζόν – εντούτοις υπάρχουν πολλές ενστάσεις που μπορεί να επικαλεστεί κανείς για να υποστηρίξει την άποψη πως το πρώτο τιτλοφορημένο concept άλμπουμ των PORCUPINE TREE δεν είναι με κανένα τρόπο, και σε κανένα αντικειμενικό σύστημα αξιών, το καλύτερό τους. 

    Υπάρχει το τεκμήριο του εναρκτήριου “Fear of a blank planet” που αν και καλό τραγούδι, θυμίζει εκπληκτικά το αντίστοιχο εισαγωγικό του “Deadwing”, πράγμα που δεν αφήνει την καλύτερη πρώτη εντύπωση. Υπάρχουν οι αποδείξεις των πολλών κενών, ανούσιων σημείων ακόμη και στις κορυφαίες συνθέσεις του άλμπουμ, σαν αυτές που ακούμε πριν το τέλος του “Anesthetize”. Υπάρχει επίσης μια φανερή πτώση στην ποιότητα στα τρία τελευταία τραγούδια του άλμπουμ τα οποία δεν είναι από τα καλύτερα που έχει γράψει o σπουδαίος Wilson και είμαι βέβαιος πως κανένα δεν θα μπορούσε να σταθεί μόνο του έξω από την προστασία των φρακτών του concept. Υπάρχει ακόμη και η σύγκριση που τυχαία όσο και αναπόφευκτα έκανα ανάμεσα σε ορισμένες συνθέσεις του άλμπουμ και τις συνθέσεις του EP “Futile” το οποίο περιέχει τα τραγούδια που κόπηκαν από το “In absentia”, τα οποία σας διαβεβαιώνω είναι μια κλάση πάνω από τουλάχιστον δύο που θα ακούσετε στο νέο άλμπουμ. Κοντολογίς, πρόκειται για καλό άλμπουμ, και μάλιστα από τα καλύτερα που θα ακούσετε αυτή τη χρόνια, που σαν τις αμέσως προηγούμενες και ίσως τις αμέσως επόμενες, δεν θα μας καλομάθει με συνταρακτικά ακούσματα από φοβερά καινοφανή άλμπουμ, ωστόσο είμαι πεπεισμένος πως όπως και οι THEATER – ειδικά με το απογοητευτικό “Octavarium”- έτσι και οι PORCUPINE TREE, δεν διανύουν την πιο δημιουργική φάση της καριέρας τους και μόνο το αστείρευτο ταλέντο του ηγέτη τους και η κεκτημένη ταχύτητα από μια ορμητική σειρά άλμπουμ σαν τα “Signify”, “Stupid dream”, “Lightbulb sun”, “In absentia” τους επιτρέπει να συνθέτουν ακόμη άλμπουμ ευπρόσωπα και αρκετά αξιόλογα. Οι συμμετοχές των Robert Fripp και Alex Lifeson δεν συνεισέφεραν κάτι ουσιαστικό. 

    7,5 / 10

    Λευτέρης Καλοσπύρος

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here