ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Stigmata” – ARCH ENEMY
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1998
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Century Media
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Fredrik Nordström, Michael Amott
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Johan Liiva: φωνητικά
Michael Amott: κιθάρα
Christopher Amott: κιθάρα
Martin Bengtsson: μπάσο
Daniel Erlandsson: τύμπανα
Είκοσι χρόνια μετά τη κυκλοφορία του, μπορώ άνετα να πω πως το “Stigmata” των ARCH ENEMY παραμένει ο καλύτερος δίσκος τους. Αποτελεί κορυφαία παρακαταθήκη για το μελωδικό death metal και, πάνω απ όλα, απόδειξη της ιδιοφυίας του Michael Amott. Για όσους ακολουθούν τα βήματα του Σουηδού βιρτουόζου, ξέρουν πως πρόκειται όχι μόνο για όντως έναν βιρτουόζο, καινοτόμο του μελωδικού και τραχύ heavy metal αλλά και μουσικός που ισορροπεί τέλεια μεταξύ δύο κόσμων – του μελωδικού death metal με τους ARCH ENEMY και παλιότερα με τους CARCASS, και παράλληλα καινοτομεί στο χώρο του stoner/μελωδικού heavy rock με τους SPIRITUAL BEGGARS. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως καταφέρνει και μετουσιώνει την αγάπη του για τον Michael Schenker και τον Uli Jon Roth και στις δύο μπάντες, εφαρμόζοντας αντίστοιχα τις νόρμες κάθε είδους. Ο Amott είναι πράγματι ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες στο χώρο ακόμα, με αστείρευτη έμπνευση και προσφορά. Είμαστε εδώ όμως να μιλήσουμε για το “Stigmata”.
Αναπόφευκτα, όταν μιλάμε και για τις δύο μπάντες του Σουηδού, θα αναφερθούμε στο τότε και στο σήμερα όχι γιατί, όπως αρμόζει στη παρελθοντολαγνία που βιώνουμε, το παρελθόν είναι ντε και καλά καλύτερο αλλά επειδή οι ARCH ENEMY σήμερα είναι μια εντελώς διαφορετική μπάντα από κάθε άποψη. Είκοσι χρόνια μετά το δεύτερο δίσκο της μπάντας έχει αλλάξει άρδην το line-up, ο ήχος, το στήσιμο και έχουν αλλάξει τελείως οι προσδοκίες των οπαδών και της μουσικής βιομηχανίας. Αν λοιπόν είσαι σαν και μένα και νιώθεις πως τα τελευταία δέκα και χρόνια οι ARCH ENEMY παράγουν σωρηδόν «ρεφραινοτράγουδα», με επιτηδευμένη καφρίλα και μελιστάλαχτη μελωδία και συνάμα εφηβικούς στίχους που αντικατοπτρίζουν το απλοϊκό επίπεδο των συνθέσεων τους, τότε μάλλον έχεις κοντά στη καρδιά σου το “Stigmata”. Είκοσι χρόνια μετά, αποτελεί ένδειξη των όσων έκαναν τη μπάντα, και φυσικά τον Amott, αναπόσπαστα κομμάτια του μελωδικού death metal στα 90’s.
Αυτό που πρέπει επίσης να συγκρατήσουμε είναι πως η μπάντα δεν είχε την απρόσμενα τεράστια επιτυχία και απήχηση που έχει με το σύγχρονο line-up, έχοντας κάνει μόδα τη φιγούρα της death metal frontwoman αρχικά με την Angela Gossow και σήμερα με την Alissa White-Gluz. Αν συνέχιζε με το παλιότερο line-up τα πράγματα θα ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικά με τον Johan Liiva στα φωνητικά και τον αδελφό του Michael Amott, Christopher στη δεύτερη κιθάρα. Είκοσι χρόνια μετά το “Stigmata” η μπάντα έχει λάβει οικουμενική αναγνώριση και πλέον είναι μια πλήρως εμπορική μπάντα, με όλα τα θετικά και αρνητικά του όρου. Αυτό που πραγματικά λείπει από τον ιμάντα παραγωγής που λέγεται ARCH ENEMY σήμερα είναι όλα όσα βρίσκονται στο “Stigmata” και φυσικά στον ακόλουθο, το αριστουργηματικό “Burning bridges”: συνθέσεις που δεν υπακούουν στις νόρμες που ο ίδιος ο Amott έθεσε και στις προσδοκίες των οπαδών. Εν ολίγοις, ακούστε τα “Beast of man”, “Sinister mephisto”, “Dark of the sun” και “Black earth” και θα καταλάβετε: ριφάρες που αντηχούν μένος και υποβλητικότητα, άψογος συνδυασμός τραχύτητας και ταχύτητας με Schenker-ική μελωδία και MAIDEN-ικές δισολίες και πάνω απ όλα μια ανεπιτήδευτη προσέγγιση στο κομμάτι της σύνθεσης: σε αντίθεση με το σήμερα, δεν υπάρχει αυτή η εμμονή με το εύκολο γηπεδικό ρεφραίν-ύμνος για τις τάχα μου επαναστατημένες μάζες εφήβων. Οι συνθέσεις είναι ώριμες και μεστές, με τρομερή υποβλητικότητα και ατμόσφαιρα και δεν βασίζονται στο βαθμό απήχησης και επανάληψης ενός επίπεδου ρεφραίν. Κάθε κομμάτι του “Stigmata” είναι περιπετειώδες, με απίστευτα τεχνικά κιθαριστικά μέρη και μια παραγωγή επίσης βρώμικη, υποβλητική και μπάσα. Βλέπετε, είχαν περάσει μόλις πέντε χρόνια από το θρυλικό “Heartwork” των CARCASS όπου ο Σουηδός κιθαρίστας έθεσε τις βάσεις για το ύφος του που έμελλε να γίνει ξεχωριστό είδος. Εδώ πρέπει και να πλέξω το εγκώμιο του Johan Liiva ο οποίος δεν είχε τη δύναμη και τη τεχνική της Alissa που ξέρει πώς να κάνει growls που ηχούν σαν υπόγεια κραυγή οργής. Αντιθέτως, ο Liiva τραγουδούσε δεν γκάριζε με επιτηδευμένα growls που δεν έχουν ίχνος μελωδίας λες και δεν αρθρώνει και ερμηνεύει στίχους. Ο Liiva έδινε διάθεση και χρώμα στη μουσική με τα φωνητικά του που ηχούσαν σαν κάτι πιο κοντά στους ENTOMBED παρά στους ARCH ENEMY του σήμερα. Βλέπετε, ειδικά στο μελωδικό death metal, τα φωνητικά δε χρειάζεται να ακούγονται σαν βόθρος αλλά να έχουν χροιά, κάτι που λείπει παντελώς από τη μπάντα μετά τον Liiva.
Το μοναδικό παράπονο που έχω είναι πως, αν και ο σεσσιονίστας ντράμερ που είχε προσλάβει η μπάντα παραδίδει και με το παραπάνω, ο τιτάνας Daniel Erlandsson που είχε μόλις εισέλθει στις επάλξεις της μπάντας, με αφήνει πάντοτε με το σαγόνι στο πάτωμα όταν τον ακούω το “Beast of man” όπου ανέλαβε τα τύμπανα. Είναι αναμφίβολα το καλύτερο κομμάτι που έχει ανοίξει μελωδικό death metal δίσκο. Σε πετάει με τα μούτρα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο ταχύτητας και τραχύτητας που για 3:36 λεπτά δεν αφήνει σβέρκο για σβέρκο, δίνοντας χώρο για μελωδία και επικό συναίσθημα χωρίς όμως να θυσιάζει το τεχνικό death metal. Αν ήταν ο Erlandsson στα τύμπανα για ολάκερο το δίσκο θα μιλούσαμε για έναν δίσκο που πάει από το 10 στο 11 (βλέπε “Spinal tap”). Αυτό ήταν και θα είναι πάντοτε για μένα οι ARCH ENEMY, με αυτό το line-up, ήχο και ύφος. Αν και το ντεμπούτο της μπάντας “Black earth” είναι πολύ καλό, το “Stigmata” μαζί με το “Burning bridges” παραμένουν διαχρονικά άλμπουμ του heavy metal εν γένει.
Did you know that:
– Στο “Stigmata” όντως πρωταγωνιστεί στα τύμπανα ο session ντράμερ Peter Wildoer με την εξαίρεση δύο κομματιών, του εναρκτήριου “Beast of man” και του “Diva satanica” στα οποία ακούγεται ο Erlandsson.
– Είναι ο πρώτος δίσκος της μπάντας με ομώνυμο κομμάτι, το instrumental MAIDEN-ίζον “Stigmata”. Το κομμάτι “Black earth” είναι επιπλέον αναφορά στο ομώνυμο ντεμπούτο του 1996.
Φίλιππος Φίλης