A Day To Remember… 30/10 [ANTHRAX, RUNNING WILD]

0
125

 

 

 

 

OΝΟΜΑ ALBUM: ‘Spreading The Disease’ – ANTHRAX
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1985
ΕΤΑΙΡΙΑ: Megaforce, Island
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Carl Canedy – Jon Zazula
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Joey Belladonna
Lead Κιθάρες – Dan Spitz
Rhythm Κιθάρες – Scott Ian
Μπάσο – Frank Bello
Τύμπανα – Charlie Benante

Tι χαρά να ξανακούς (χωρίς κανένα ίχνος παρελθοντολαγνείας) ένα από τα άλμπουμ που σε κάνουν να θυμάσαι πως και με τι τρόπο ανακάλυπτες την μουσική που αγάπησες και θα σε συντροφεύει μέχρι σήμερα αλλά και προφανώς για πάντα!  
Μια από τις δυνάμεις λοιπόν του λεγόμενου Big 4 του thrash και συγκεκριμένα οι ANTHRAX, τριάντα χρόνια πριν, μπαίνουν σε τροχιά κορυφής,  κάνοντας το μεγάλο βήμα προς αυτήν με το εξαιρετικό “Spreading The Disease”.
Ένα χρόνο πριν, έχουν κάνει τις απαραίτητες συστάσεις με την metal κοινότητα μέσω του “Fistful Of Metal”, μια δουλειά που ήταν αρκετά καλή για ντεμπούτο, ενώ τους έδωσε και μια σχετική φήμη, μολονότι στον αντίποδα είχε και πολλά σημάδια «ανωριμότητας», κάτι που βέβαια ήταν απόλυτα φυσιολογικό.
Στην δεύτερη αυτή στούντιο κυκλοφορία τους όμως, αφενός μας δείχνουν τα σημάδια της βελτίωσης τους και αφετέρου θα προσθέσουν δυναμικό τους δυο πολύ σημαντικά γρανάζια τους, όπως θα αποδειχθεί και στην πορεία. Για πρώτη φορά λοιπόν στις τάξεις τους εμφανίζονται ο Joey Belladonna πίσω από το μικρόφωνο και o Frank Bello στο μπάσο, που τύχαινε να είναι και ανηψιός του ντράμερ τους Charlie Benante. Οι προσθήκες αυτές σε συνδυασμό με το ήδη υπάρχον δυναμικό, θα θέσουν τις βάσεις για τη δημιουργία μιας σειράς από μεγαλειώδεις και ιστορικές κυκλοφορίες που θα ανάγουν τους  ANTHRAX σε υπερδύναμη του thrash metal και όχι μόνο.
Η προσθήκη του Belladonna είναι καθοριστική, αφού είναι σαφώς καλύτερος του προκατόχου του, Nick Turbin, διαθέτοντας ξεχωριστή φωνή, με μεγάλο εύρος, που μπορεί να είναι τόσο μελωδική, όσο και επιθετική και έντονη όταν χρειάζεται. Έτσι καταφέρνει να αναδείξει τα τραγούδια και να τα κάνει να ακουστούν εκτός από επιθετικά και πιο μελωδικά.
Ο Frank Bello από την άλλη αποδεικνύει πως ήταν ο κατάλληλος αντικαταστάτης του Dan Lilker, όντας μάλλον καλύτερος και πιο ταιριαστός στη θέση του μπασίστα της μπάντας,  μιας και διαθέτει ένα άψογο παίξιμο που αναμειγνύεται ιδανικά με το συνολικό ύφος της μουσικής της μπάντας.
Ο ήχος τους μπορεί να επικεντρώνεται στο thrash/speed, έχοντα επίσης αρκετά στοιχεία τόσο από το punk όσο και από το κλασικό heavy metal.
Οι νεοεισερχόμενοι ναι μεν φέρνουν σημαντική βελτίωση, αλλά η πρόοδος που επιτυγχάνεται είναι αποτέλεσμα συνολικής δουλειάς αφού συνοδεύεται από σημαντική βελτίωση στο συνθετικό τομέα κάτι για οποίο όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης. Επιπλέον οι παλιοί δείχνουν αμέσως την χημεία και το άμεσο δέσιμο με τους καινούργιους και παιχτικά.
Ο Scott Ian διακρίνεται με το πραγματικά εκπληκτικό riffing του που διατηρεί φοβερό ρυθμό και σου τριβελίζει το μυαλό. Ο έτερος κιθαρίστας τους Dan Spitz είναι εκπληκτικός με πανέμορφα solos είτε αυτά κινούνται σε ιλιγγιώδεις ταχύτητες είτε σε πιο μελωδικές γραμμές. Ο Charlie Benante από την άλλη είναι σωστό πολυβόλο στα τύμπανα με εξαιρετικό rhythm και δυναμικότατα breaks που αρκετές φορές κλέβουν την παράσταση.
Η παραγωγή του Carl Canedy με την βοήθεια του αφεντικού της ανεξάρτητης εταιρείας της μπάντας τότε Megaforce Jon Zazula αν και είναι μακράν καλύτερη από το ντεμπούτο τους, είχε όμως σαφώς περιθώρια για ένα καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά για τα δεδομένα και τα μπάτζετ της εποχής τα πράγματα είναι αρκετά ικανοποιητικά σε αυτό τον τομέα.
Το “Spreading The Disease” πέραν του ότι θεωρείται και όχι άδικα από τις κορυφαίες δουλειές των ANTHRAX, ήταν και ο θεμέλιος λίθος για την άνοδο τους στο πάνθεον του thrash και του metal γενικότερα μιας και περιέχει κομμάτια υπέρ κλασσικά και χιλιοτραγουδισμένα. Κομμάτια όπως τα ‘A.I.R.’, ‘Lone Justice’, ‘Madhouse’ και ‘Medusa’ είναι από αυτά που χαρακτηρίζονται highlight και που δεν λείπουν σχεδόν ποτέ από το set list των live εμφανίσεων τους.

Did you know that:

–    Το βίντεο κλιπ για το τραγούδι ‘Madhouse’ λογοκρίθηκε από το MTV και η αναμετάδοση του ήταν ελάχιστη διότι θεωρήθηκε ότι πρόσβαλε τους διανοητικά παράφρονες.
–    Στα credit των κομματιών ‘Armed Dangerous’ και ‘Gung-Ho’ θα είναι η τελευταία φορά που θα μπει το όνομα του πρώην τραγουδιστή της μπάντας Neil Turbin.
–    Το κομμάτι ‘Medusa’ είναι το μοναδικό κομμάτι που έγραψε ο Jon Zazula μαζί με την μπάντα, στην original έκδοση αναγράφεται μόνο το όνομα του Zazula, αλλά στην επανέκδοση αυτό διορθώθηκε.
–    Μετά από αυτό το άλμπουμ οι Scott Ian και Charlie Bennante ίδρυσαν τους S.O.D. Και κυκλοφόρησαν το ιστορικό “Speak English Or Die” που έμελλε να είναι ένα από τα άλμπουμ που όρισαν το crossover thrash. Mια μικρή υποψία αυτού ίσως κρύβεται και στο άλμπουμ στο κομμάτι ‘S.S.C./Stand Or Fall’.

 

 

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: ‘Masquerade’ – RUNNING WILD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Noise
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Rock ‘n’ Rolf & Gerhard “Anyway” Wolfle
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά/Κιθάρα – Rock ‘n’ Rolf
Lead Κιθάρα – Thilo Hermann
Μπάσο – Thomas “Bodo” Smuszynski
Drums – Jorg Michael

Το να διαδέχεσαι ένα άλμπουμ όπως το “Black hand inn”, δεν είναι εύκολο, ακόμα και αν είσαι ο Rock ‘n’ Rolf εκείνης της μαγικής περιόδου των 10 πρώτων δίσκων των πιο διάσημων πειρατών του heavy metal.
Δύσκολη δουλειά για το ένατο λοιπόν άλμπουμ των RUNNING WILD, το “Masquerade”, και ίσως και εκεί οφείλεται και το αρνητικό ρεκόρ του, ως το χειρότερο άλμπουμ των Γερμανών από άποψη πωλήσεων! Γιατί το “Masquerade” είναι υποτιμημένο άλμπουμ.
Η παραγωγή του δεν το βοήθησε είναι η αλήθεια. Πολύ… «περίεργη», με διακυμάνσεις μάλιστα ανάλογα το κομμάτι, οριακά ανεκτή, δεν αφήνει να φανούν τα πολύ καλά στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου τραγούδια.
Γιατί τέτοιο είναι το ομότιτλο, τέτοιο είναι το “Demonized”, τέτοιο είναι το “Lions of the sea”, τέτοιο είναι το “Wheel of doom”, τέτοιο είναι το “Soleil royal”, τέτοιο και το “Men in black”. Με τα υπόλοιπα να ακολουθούν, χωρίς όμως να είναι αρνητικά σε καμία περίπτωση και να δικαιολογούν το εμπορικό του «θάψιμο». Βέβαια, βάζοντάς το δίπλα στα προηγούμενα, αλλά και στο επόμενο (και τελευταίο έπος των Γερμανών), το “Rivalry”, μάλλον προς το τέλος της λίστας πάει, αλλά και πάλι, δεν είναι τρομακτικές οι διαφορές με αρκετά από τα άλμπουμ αυτής της πρώτης δεκάδας.
To περίεργο, είναι ότι ο Rolf κράτησε την ίδια ομάδα που είχε μαζί του και στο “Black hand inn” (οι αλλαγές μελών στους RUNNING WILD είναι περισσότερες και από τις κωλοτούμπες του Αλέφαντου) και παρά την αποτυχία του δίσκου, την κράτησε και στο “Rivalry”, όπου εκεί τον έβγαλε ασπροπρόσωπο αυτή τη φορά.
Το “Masquerade” πάντως, άνοιξε την τριλογία που συνεχίστηκε με το “Rivalry” και ολοκληρώθηκε με το “Victory”, η οποία είχε ένα γενικότερο θέμα σχετικά με το καλό εναντίον του κακού.
Είπαμε, το χειρότερο άλμπουμ των RUNNING WILD από άποψη πωλήσεων, με πωλήσεις που φθάνουν τις 130.000 κόπιες. Όμως πραγματικά λέει κάτι αυτό; Όταν πχ το “Victory” (ας πιάσουμε την concept τριάδα) έχει πουλήσει 250.000 κόπιες και το “Rivalry” 200.000; Δε νομίζω ότι υπάρχει πολύς κόσμος που έχει παραπάνω το “Victory” από κανένα από τα δύο άλμπουμ. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι αριθμοί δε λένε την αλήθεια στη μουσική άλλωστε…

 

Κείμενο RUNNING WILD: Φραγκίσκος Σαμοΐλης
Χαρά Νέτη & Παναγιώτης ‘The Unknown Force’ Γιώτας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here