ΟΝΟΜΑ ALBUM: “Ghosts” – RAGE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1999
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: GUN Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Christian Wolff, Charly Czajkowski, Peter Wagner, Victor Smolski
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά/Mπάσο – Peter “Peavy” Wagner
Κιθάρα – Σπύρος Ευθυμιάδης
Κιθάρα – Sven Fischer
Τύμπανα – Xρήστος Ευθυμιάδης
Φαντάσματα και σύννεφα μαζί είχαν αρχίσει να πλανούνται πάνω από το στρατόπεδο των RAGE στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αν και το επιτυχημένο πείραμα με τη συμφωνική ορχήστρα της Πράγας που οδήγησε αρχικά στο καταπληκτικό “Lingua mortis” κι από ’κει και μετά πολλοί (μέχρι και οι METALLICA) προσπάθησαν να εισάγουν συμφωνική προσέγγιση στα κομμάτια τους, στους RAGE το πρόβλημα είχε αρχίσει να γίνεται τεράστιο. Ούτε ακόμα το πανέμορφο “XIII” που αγκαλιάστηκε κι από κόσμο που δεν τους είχε ακούσει ποτέ ή που τους είχε κάνει για χρόνια στην άκρη θεωρώντας τους αφελείς και παγιδευμένους σε ένα συγκεκριμένο στυλ, δεν μπόρεσε να εμποδίσει την σύγκρουση που θα ερχόταν μεταξύ του ηγέτη/μπασίστα/τραγουδιστή/κύριου συνθέτη Peavy Wagner και των υπόλοιπων τριών στο συγκρότημα, των δύο αδερφών Ευθυμιάδη και του Sven Fischer. Προσθέστε σε όλα αυτά την μετά χωρισμού κατάθλιψη που βίωσε ο αρχηγός κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “XIII” και που γιγαντώθηκε στο “Ghosts” και καταλαβαίνετε γιατί οι συνθήκες γύρω από το 13ο άλμπουμ των RAGE δεν ήταν οι ιδανικές. Ένα άλμπουμ το οποίο έφαγε πόλεμο εξ αρχής όσο ελάχιστες κυκλοφορίες που έχω να θυμάμαι (ειδικά τότε) και όλο το περιβάλλον έμοιαζε λίγο να στρέφεται εναντίον τους λες και οι RAGE ξαφνικά ευθύνονταν για όλα τα κακά του κόσμου.
Ο ψηλός παλεύοντας με τα ψυχολογικά του εκείνη την εποχή (αχ ρε Χριστιάνα…) και με έκδηλη και την κακή ατμόσφαιρα μέσα στο συγκρότημα, ένιωσε την προδοσία στο πετσί του όπως συνηθίζει μέχρι σήμερα να δηλώνει και ειδικά από τη μεριά του κιθαρίστα Σπύρου Ευθυμιάδη, τον οποίο και θεωρεί ηθικό αυτουργό για το γεγονός ότι οι άλλοι τρεις στη μπάντα αυτομόλησαν και τον άφησαν στα κρύα του λουτρού. Οι άλλοι τρεις, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, δημιούργησαν στη συνέχεια τους SUBSE7EN, ο Πίβης βγήκε ισχυρότερος από όλα αυτά αλλά το “Ghosts” όπως τιτλοφορήθηκε ο δίσκος υπέφερε από το βάρος της σύγκρισης με το παρελθόν τους και από το τι άλμπουμ έβγαιναν εν έτει 1999. Σε χρονιά που το “Metropolis part II: Scenes from a memory” ή το “Dreaming neon black” την όρισαν εξ ολοκλήρου, ε ναι, το αυτί σου δε θα πήγαινε στο “Ghosts”. Ένα άλμπουμ που πάτησε κατά πολύ στη λογική του “XIII” αλλά δεν είχε την ίδια έμπνευση (για την ακρίβεια κανένα άλλο άλμπουμ εκεί έξω δεν έχει αυτή την έμπνευση) και το συγκρότημα ακουγόταν εκτός από κουρασμένο κι επαναλήψιμο, ιδιαίτερα παγιδευμένο στη λογική της χρήσης της συμφωνικής ορχήστρας, έχοντας χάσει κατά πολύ αυτό που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του: Η ΔΥΝΑΜΗ!
RAGE χωρίς δύναμη, συγνώμη παίδες αλλά δεν πάνε μαζί. Όχι ότι στο “XIII” είχαν πάρει φωτιά οι δίκασες και οι τριπλές στα riff, αλλά ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση πάνω στην οποία ξεκάθαρα θέλησαν να επενδύσουν και τελικά έφαγαν τα μούτρα τους. Ο ίδιος ο Πίβης φρόντισε να τα βγάλει όλα αυτά και στον εαυτό του, με την ραγδαία αύξηση του βάρους του και την σταδιακή απώλεια των μαλλιών του, πράγματα τα οποία κρατάνε μέχρι και σήμερα χωρίς γυρισμό, αλλά τουλάχιστον πλέον είναι χαρούμενος. Τότε όμως δεν ήταν, ενώ δε δίστασε στις φωτογραφίες του δίσκου να χρησιμοποιήσει τα δύο νέα μέλη, τον παιχταρά κιθαρίστα Victor Smolski και τον γεννημένο με τις μπαγκέτες στα χέρια Mike Terrana, οι οποίοι και δώσανε νέα ζωή στη μπάντα για τα επόμενα πολλά χρόνια. Το “Ghosts” κάθε άλλο παρά κακό άλμπουμ ήταν. Ειδικά το ξεκίνημα με το πομπώδες και δραματικό “Beginning of the end” και το κορυφαίο του δίσκου “Back in time” άφηνε υποσχέσεις και έκανε κόσμο να απορεί που έβλεπε βαθμολογίες τύπου 5 ή 6. Όσο και να το θέλουν ακόμα μερικοί για 5 και 6 δεν είναι αυτό το άλμπουμ, όπως φυσικά δεν είναι για 9 και 10 και έχουν (αρκετά) χειρότερα ή αδιάφορα αν θέλετε.
Υπάρχουν στιγμές όπου υπάρχει η παλιά δύναμη και φοβερή συνθετική έμπνευση όπως στο “Wash my sins away” ή το “Fear” με το κορυφαίο ξέσπασμα του δίσκου, αλλά για πολλούς το δεύτερο μισό του δίσκου είναι από απάλευτο ως ανέμπνευστο και η λογική κομματιών όπως τα “Vanished in haze”, “More than a lifetime” και “Tomorrow’s yesterday” δεν βοηθάνε και πολύ τον μέσο ακροατή να σχηματίσει την καλύτερη γνώμη, ενώ ας πούμε το “Love after death” νιώθεις ότι το έχεις ξανακούσει να το κάνουν καλύτερα και αν και το “Spiritual awakening” ξεχωρίζει σε σχέση με τα προαναφερθέντα, πνίγεται σε μία ροή δίσκου που η μπάντα δε μας είχε συνηθίσει. Απορίας άξιο είναι γιατί το μπόνους κομμάτι “End of eternity” δεν συμπεριλήφθηκε ούτως ή άλλως στο δίσκο, καθώς είναι εμφανέστατα ανώτερο (τουλάχιστον) από τα μισά κομμάτια. Αλλά είπαμε, γυναίκα, κατάθλιψη, προδοσία, ΔΕΝ ήθελες να είσαι ο Πίβης εκείνη την εποχή, πίστεψε με. Το “Ghosts” αιώνια θα είναι ένα χαμένο στοίχημα για ένα επίσης «χαμένο» εν έτει ’99 συγκρότημα, με το μέλλον τους αρχικά αβέβαιο, τον κόσμο να θεωρεί ότι έφαγαν τα ψωμιά τους (με το χαρακτηριστικό εμετικό σχόλιο «κι ο Peavy το έφαγε όλο κι έγινε διπλάσιος» που διάβασα κάποτε).
Οι Smolski/Terrana δώσανε στον Peavy την απαραίτητη κλωτσιά στον κώλο για να συνέλθει και η επόμενη δεκαετία θα χάριζε μόνο διαμάντια, τα οποία θα αναλύσουμε άλλη φορά.
Ο ίδιος ο Peavy, μας μίλησε πριν λίγες μέρες για τον δίσκο, ύστερα από επικοινωνία μαζί του και μας είπε τα εξής:
«Το “Ghosts” ήταν το άλμπουμ που επέφερε μία τεράστια αλλαγή στη σύνθεση των RAGE. Στα μέσα των ηχογραφήσεων, έπρεπε να αντικατασταθούν όλοι οι μουσικοί, οπότε αυτό που ακούει ο κόσμος είναι μία μίξη της παλιάς σύνθεσης, που έπαιζε στο γκρουπ από το 1994 μέχρι το 1998 και του τρίο που ακολούθησε με τους Terrana και Smolski. Η πρώτη μου επιλογή για ντράμερ, ήταν ο Marco Minnemann, ο οποίος όμως δυστυχώς, δεν είχε χρόνο να παίξει στην περιοδεία που θα κάναμε για εκείνον το δίσκο, αλλά μου έδωσε την επαφή για τον Mike Terrana, οπότε συμπλήρωσα τη σύνθεση μ’ εκείνον. Το άλμπουμ είχε αρκετή επιτυχία και μας έδωσε ένα καλό ξεκίνημα για το Millenium…».
Άγγελος Κατσούρας