A day to remember… 6/4 [THE CULT]













    Όνομα άλμπουμ: “Electric”- THE CULT
    ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ – 1987
    ΕΤΑΙΡΙΑ – Beggars Banquet
    ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ – Rick Rubin
    ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
    Φωνητικά – Ian Astbury 
    Κιθάρες – Billy Duffy  
    Μπάσο  – Jamie Stewart
    Τύμπανα – Les Warner

    Στην τρίτη ολοκληρωμένη κυκλοφορία τους οι THE CULT είναι πια έτοιμοι να κατακτήσουν τον κόσμο. Έχοντας γίνει ένα από τα αγαπημένα παιδιά του Λονδρέζικου punk, post rock, γοτθικού κινήματος, κοιτάνε βαθιά στις ροκ καταβολές τους και αναγνωρίζοντας την ραγδαία άνοδο του hard rock, αποφασίζουν να τοποθετήσουν όλα τα χρήματά τους στον ανερχόμενο σκληρό ήχο. Το βασισμένο στο Texas blues, boogie, σκληρό rock n’ roll  τους, ακούγεται ακόμα μια φορά πιο «ενδιαφέρον» με τους στίχους  ενός μάστορα των πνευματικών και άλλων αναζητήσεων, του Ian Astbury. Με τη βοήθεια του παλιομοδίτη αλλά έμπειρου παραγωγού Rick Rubin παραδίδουν μια σειρά κλασικών τραγουδιών, που ακόμη και σήμερα αποτελούν μεγάλο μέρος του setlist τους. Από το “Littl’ devil”  με τον στακάτο, κοφτό ρυθμό του, μέχρι την μεταλλική  διασκευή τους στο “Born to be wild”,  οι Βρετανοί δείχνουν ότι έχουν γίνει ειδικοί στο να παίρνουν το κλασικό δωδεκάμερο rock n’ roll, blues και να το μετατρέπουν σε μια ρυθμική κόλαση. Οι επιρροές από AC/DC, LED ZEPPELIN  δείχνουν ότι η ώρα της ηλεκτρικής κιθάρας έχει φτάσει και οι τοίχοι από Marshall στα βίντεο, μαζί με τις εμβληματικές ζώνες και τα γούνινα καπέλα του Astbury, δείχνουν ότι στην πόλη του Rock n’ roll έχει έρθει νέος σερίφης. 

    Λιτό, σκληρό, βρώμικο rock n’ roll, με την κιθάρα φορεμένη χαμηλά σαν εξάσφαιρο και τα φωνητικά ανδρικά, σκληρά, σαν ένας Morrison φτιαγμένος από το νερό του Μισισιπή και τη λάσπη της Φλόριντα, βαφτισμένος στο ουίσκι και ποτισμένος με τα πιο δυνατά μανιτάρια, ο Astbury λειτουργεί σαν σαμάνος της νέας θρησκείας του rock n’ roll, που έρχεται να μας κατακτήσει με τον ηλεκτρικό της ήχο. Παθιασμένοι σαν τους νέους Αποστόλους της  θρησκείας του ηλεκτρικού Rock n roll, κηρύττουν τη μουσική τους με πάθος ζηλωτή. Η κιθάρα του Duffy οφείλει τόσα πολλά  στον Angus Young αλλά και τον Jimmy Page. Το rhythm section  είναι λιτό και στεγνό σαν την έρημο Μοχάβε, αλλά πιο σφιχτό από σκοινί γύρω από το λαιμό αυτόχειρα. Η μουσική είναι γνώριμη, αλλά οι συνθέσεις μοναδικές, μια μίξη rock n’ roll, garage, blues, punk rock, metal, δίχως φόβο να κατηγοριοποιηθούν, δίχως τον φόβο της μίμησης, αλλά γεμάτες με την λατρεία του αρχέγονου rock n’ roll. Ο σαμάνος Astbury  μας καλεί σε ένα ξέφρενο rnr  πάρτι και ακόμη και η διασκευή στο κλασικό και πολυδιασκευασμένο  “Born to wild” αποκτά άλλη αίσθηση με την χρήση της χαρακτηριστικής φωνής του και του εξαιρετικά λιτού μεταλλικού ήχου.

    Ανελέητο σφυροκόπημα από κιθαριστικά riff, ταμπούρο, γδαρμένα τομ και το πιατίνι όταν υπάρχει να μας θυμίζει ότι η συναυλία δεν έχει τελειώσει πριν η κιθάρα αγκαλιάσει τον ήχο των Marshall και την παραμόρφωση που έχουν αναγάγει σε θεό. Οι στίχοι βρώμικοι και προκλητικοί, φτύνουν το λουλουδάτο παρελθόν τους σαν παιδιά του γοτθικού κινήματος και αγκαλιάζουν την κλασική παράδοση της rock αποδόμησης κάθε έννοιας κεντρικής εξουσίας. Η κιθάρα του Duffy αποδομεί το μουσικό σύμπαν, το λιώνει κάτω από το ρυθμικό παιχνίδι των Stewart και Warner και το ξαναπλάθει σε μικρά ροκ διαμαντάκια, που θα ζήλευαν οι υποτονικοί AC/DC της εποχής.
     
    Οι THE CULT  δεν είναι παιδιά των λουλουδιών, δεν είναι παιδιά της μόδας και της παραμάνας. Είναι οι τύποι που θα συναντήσεις στο συνοικιακό μπαρ, να τζαμάρουν πάνω σε κλασικά rock n’ roll δωδεκάμετρα και να τα μετατρέπουν σε σύγχρονους αστικούς ύμνους. Οι τύποι που οι Hells Angels θα καλέσουν στο ανοικτό πάρτι τους για να παίξουν μουσική. Αλήτες με αγάπη στις σκληρές κιθάρες και το ποτό και το σκοτάδι, νεορομαντικοί με έφεση στα ντεσιμπέλ.

    Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις την κανονική και την πρώτη ηχογράφηση/μίξη που απορρίφθηκε αλλά  έδωσε σημεία ζωής σε δεύτερες πλευρές και στο “Rare Cult” του 2000. Η έκδοση που όλoι αγαπήσαμε είναι αυτή που είχε σαφή rock προσανατολισμό και έλιωσε τα ηχεία σε χιλιάδες σπίτια και club στα τέλη της δεκαετίας του ‘80.. 
    Ακόμα και σήμερα, η μίξη της χαρακτηριστικής κιθάρας του Duffy με τα έξυπνα, γεμάτα υπονοούμενα , βαφτισμένα στο ουίσκι και το λυσεργικό οξύ φωνητικά του Astbury δημιουργούν ένα άλμπουμ, που έθεσε τα θεμέλια για τους THE CULT να κατακτήσουν τις αρένες των Η.Π.Α και αν αποτελέσουν το πρότυπο για χιλιάδες νέους ρόκερ, να κυκλοφορούν με σχισμένα μπλουζάκια και κιθάρες ή να αδειάζουν τα ράφια των super market με τα rock CD, με την ελπίδα να νιώσουν ξανά την έξαψη που δημιούργησε η κιθάρα του “Electric”. Ο ήχος του πρωτόγονου, γήινου, ατίθασου, αδάμαστου, βρώμικου, ογκώδους rock n’ roll, όπως ποτέ άλλοτε δεν τον βίωσε μια παρέα γότθων, που ανακάλυψαν τον ηλεκτρισμό και φώτισαν τον κόσμο, με την ίδια εμμονή και πάθος που ο Morrison έφτυνε τους στίχους του και τρέλαινε τα ακροατήρια. 

    Το “Electric” αποτελεί την είσοδο στο σκληρό rock n’ roll, μιας μεγάλης μερίδας κόσμου, που κατάλαβε, ότι οι μπούκλες του Coverdale δεν είναι τίποτα άλλο παρά τρίχες και προσκύνησαν την σαμανική φιγούρα του δαιμονισμένου Astbury  και την Gretsch του Duffy, αρχέγονα πρότυπα ροκ θεών, σε μια εποχή που το ροκ δημιουργούσε παραδόσεις που σήμερα δρέπουμε τους καρπούς τους.
    Στέλιος Μπασμπαγιάννης

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here