ΑΛΜΠΟΥΜ: “Bloody blasphemy – GOD DETHRONED
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1999
ΕΤΑΙΡΙΑ: Metal Blade Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Berthus Westerhuys
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Henri Sattler – Φωνητικά, κιθάρες
Jens Van Der Valk – Κιθάρες
Beef – Μπάσο
Roel Sanders – Τύμπανα
-Do you believe in Jesus?
-Yes I do.
-Now you’re gonna meet him!
…BOOM!
Έτσι ΑΚΡΙΒΩΣ ξεκινάει το τρίτο και καλύτερο μέχρι σήμερα άλμπουμ των Ολλανδών μαστόρων του ακραίου μελωδικού ήχου GOD DETHRONED. Ήταν τέτοιες μέρες του 1999, όπου το κουαρτέτο του κιθαρίστα/τραγουδιστή/ηγέτη Henri Sattler, συνεπικουρούμενο από το σταθερό για δεύτερο σερί δίσκο –μετά το καταπληκτικό “The grand grimoire”- line up των Jens Van Der Valk (κιθάρες), Beef (μπάσο) και Roel Sanders (τύμπανα), θα παρέδιδε το απόλυτο έργο μίας πορείας η οποία του χρόνου θα κλείσει 30 χρόνια συνολικά. Παρότι ενδιάμεσα έχουν υπάρξει χρόνια αδράνειας (μετά το πρώτο άλμπουμ και πριν το “The grand grimoire” αρχικά και μετά το “Under the sign of the iron cross” το 2012 για 2 χρόνια στη συνέχεια), το συγκρότημα –δηλαδή ο Henri και όσοι κατά καιρούς το απάρτιζαν, υπήρξαν συνεπέστατοι με την ποιότητα, άλλες φορές όντας τέλειοι –όπως εδώ- κι άλλες όχι τόσο, αλλά χωρίς ποτέ να ισχυριστεί ποτέ ότι ήταν έστω μέτριοι. Το “Bloody blasphemy” έσκασε τότε σαν βόμβα και ακόμα και πολλοί που περίμεναν μετά το “The grand grimoire” να γίνει το μπαμ, πιάστηκαν αδιάβαστοι όταν μπήκε η προαναφερθείσα εισαγωγή του τιτάνιου “Serpent king”. Επειδή για κάθε συγκρότημα υπάρχει η νομοτελειακή μεγάλη στιγμή και οι ίδιοι οι GOD DETHRONED ήξεραν ότι η δική τους ήταν αυτό το άλμπουμ.
Αυτή η φρενήρης απόδοση, το πανέμορφο πάντρεμα της black αισθητικής στο death metal τους και οι υπέροχες –και ουσιαστικές- μελωδίες τους που έσπαγαν την ομοβροντία από τα blast-beats και τα thrash-αριστά riff, είχε τελειοποιηθεί σαν πατέντα και πραγματικά το συγκρότημα έδειχνε να πετάει εκείνο τον καιρό. Είχαν γράψει ακόμα καλύτερα και πιο ακραία κομμάτια από παλιά και δίκαια κάνανε τον κόσμο να χαζέψει με την ποιότητα τους εκείνη την εποχή. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για 1999, πάνω στην αλλαγή της χιλιετίας και σε μία από τις καλύτερες χρονιές ποιοτικά στη δεκαετία του ’90 συνολικά, όπου δισκάρες κάθε είδους κρατούσαν αμείωτο το ενδιαφέρον του κόσμου και με ένα μεταλλικό μέλλον που έδειχνε ευοίωνο για την αυγή της ερχόμενης δεκαετίας του ’00. Οι GOD DETHRONED με το “Bloody blasphemy” πέρασαν στο επόμενο επίπεδο και από μία ελπιδοφόρα μπάντα έγιναν μία άκρως υπολογίσιμη αξία. Ο τρόπος με τον οποίο μπορούσαν να γεφυρώνουν μαζί τους MORBID ANGEL, DISSECTION, SLAYER και τα καλύτερα σημεία των τριών μεγάλων άκρων του extreme ήχου ήταν κάτι το μοναδικό και πολύ λίγες –αν όχι μετρημένες στα δάχτυλα- μπάντες κατάφεραν να κάνουν κάτι ανάλογο στα επόμενα χρόνια, πράγμα που τους προσθέτει πλέον -20 χρόνια μετά- ακόμα περισσότερους πόντους σε ότι κάνανε τότε.
Δίπλα στο “Serpent king” που σήμανε την επίθεση για τα επόμενα 40’, υπήρξαν δυναμίτες που κανένα συγκρότημα δεn μπορεί να παράγει πλέον, όπως το “Nocturnal”, το “Firebreath” ή και το ομότιτλο κομμάτι, ενώ υπήρξαν στιγμές άκρατου μεγαλείου όπως το “Soul capture 1562” και το “Under the golden wings of death”, το οποίο μάλιστα γυρίστηκε και σε βίντεο. Σε ένα δημιούργημα που όποια στιγμή κι αν πάρεις θα αδικήσεις τα υπόλοιπα, πρέπει όπως και δήποτε να αναφέρω δύο συγκλονιστικά κομμάτια που έδειχναν τα δύο άκρα απόδοσης της μπάντας, με το “The execution protocol” να είναι ίσως το πιο ευφάνταστο σε δομή κομμάτι που γράψανε ποτέ (αρχή-μέση-τέλος για Ο-Σ-Κ-Α-Ρ) και το υπερκαταστροφικό “Boiling blood” που ξεκινάει με τον Henri αφιονισμένο να ουρλιάζει “BASTARD, BASTARD”και το κομμάτι να παίρνει αμπάριζα ότι βρεθεί στο δρόμο του. Θεωρώ ότι οι GOD DETHRONED συνολικά άξιζαν πολύ μεγαλύτερη δημοτικότητα και αποδοχή από το μεταλλικό κοινό στο σύνολο του όλα αυτά τα χρόνια. Από την άλλη ο σεβασμός που έχουν επάξια κερδίσει, ακόμα κι από πιο σκληροπυρηνικές μορφές κάφρων χωρίς διαλλακτικά γούστα, είναι ακόμα σημαντικότερο από όλα τα χρήματα που δεν βγάλανε ενώ θα μπορούσαν (και θα άξιζαν περίτρανα). Το σερί που ξεκίνησε με το “The grand grimoire” και θεμελιώθηκε στο “Bloody blasphemy”, θα συνεχιζόταν και στο επόμενο καταπληκτικό άλμπουμ “Ravenous”, αλλά αυτό είναι μία ιστορία που γεροί να είμαστε, θα την αναλύσουμε μία άλλη φορά.
Did you know that:
– Σύμφωνα με τις σημειώσεις του δίσκου, το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε «ανίερο έδαφος» μεταξύ του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1998.
– Η επιτυχία του δίσκου τους έφερε σε συνεχείς περιοδείες, όπου μεταξύ άλλων υποστήριξαν τους MARDUK, DEICIDE και IMMORTAL. Mε τους MARDUK εμφανίστηκαν και στην πρώτη τους συναυλία στη χώρα μας στα τέλη του 2001, όπου και με συνοπτικές διαδικασίες κατατρόπωσαν τους πολυφημισμένους Σουηδούς blacksters.
– Ο Jens Van Der Valk ποτέ δεν ήταν υπέρμαχος των αντιχριστιανικών πεποιθήσεων του Henri Sattler και δίστασε πολύ να μπει στο συγκρότημα, παρόλα αυτά η κιθαριστική τους χημεία επί σκηνής ήταν το κάτι άλλο.
– H digipack συσκευασία του cd περιέχει μία επανηχογράφηση του ομότιτλου “The christhunt” από το πρώτο τους άλμπουμ, πανέμορφο collector’s item πλέον το οποίο όπου βρείτε, χτυπάτε σαν καρχαρίες που μυρίζονται αίμα.
Άγγελος Κατσούρας