Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, η ακρόαση του –εκάστοτε- νέου δίσκου των DREAM THEATER, είναι μία ιεροτελεστία, την οποία συνήθως μοιράζομαι με αγαπημένους φίλους αι συν-οπαδούς του συγκροτήματος (καθότι τα ωραία, είναι ακόμη καλύτερα όταν τα μοιράζεσαι). Το προξενιό δεν χάλασε και στην περίπτωση του “The astonishing”. Όταν έφτασε το link με το δίσκο, δούλευα βράδυ και δεν μπορούσα να το ακούσω. Οπλίστηκα με υπομονή, περίμενα σχεδόν μία ολόκληρη μέρα, ώσπου με την ησυχία μου και με εκλεκτή παρέα, βρεθήκαμε ινκόγνιτο στα γραφεία του ROCK HARD για την ακρόαση του 13ου στούντιο δίσκου τους, για τον οποίο είχα την απορία αν θα ήταν και γρουσούζικος…
Πολύς κόσμος γνωρίζει την «πετριά» που έχω φάει εδώ και 25 περίπου χρόνια με το συγκεκριμένο σχήμα, είμαι όμως ένας από εκείνους που απογοητεύτηκαν αρκούντως από το προηγούμενο, ομώνυμο άλμπουμ τους. Αυτό που τόνιζα σε κάθε κουβέντα, ήταν ότι μου φαινόταν να έχει χαθεί το συστατικό “dream” από το συγκρότημα, που ακουγόταν ως ένα απλό, γήινο συγκρότημα, σαν αρκετά, πολύ καλά σχήματα που υπάρχουν εκεί έξω. Όχι όμως μαγικά. Όχι ονειρεμένα. Και περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία το “The astonishing”, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι πληροφορίες έλεγαν ότι πρόκειται για διπλό, concept άλμπουμ!!! Ακούγοντας το μοναδικό κομμάτι που έχει διαρρεύσει μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το “The gift of music”, εννοείται ότι δεν μπορούσα να βγάλω κάποιο συμπέρασμα, όπως δεν κάνω σε καμία περίπτωση από ένα τραγούδι. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το πρώτο απόσπασμα ενός διπλού δίσκου. Ακόμα θυμάμαι όμως τον Γιώργο Κόη, να μου τηλεφωνεί για το κομμάτι που διέρρευσε, ενώ εγώ ήμουν πηγμένος στην κίνηση με το αυτοκίνητο κι έκανα στη άκρη με alarm, μπήκα στο internet από το τηλέφωνο και το άκουσα, δύο φορές για να έρθω στα ίσα μου…
Επειδή καταλαβαίνω ότι πρόκειται να μακρηγορήσω, θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο ουσιαστικός με την παρουσίαση του “The astonishing”, λοιπόν. Η πρώτη απορία που μου δημιουργήθηκε, είναι ότι ΟΚ, μπορεί να μιλάμε για έναν διπλό δίσκο, αλλά για πόση διάρκεια μιλάμε; Οι αθεόφοβοι έγραψαν ένα δίσκο που διαρκεί 130 λεπτά!!! Ναι, 2 ώρες και 10 λεπτά διάρκεια. Αν εξαιρέσει κανείς 4 μονόλεπτες εισαγωγές με τους ήχους από τα NOMACS (τα ρομπότ που είναι στο εξώφυλλο), μιλάμε για 125 λεπτά καθαρής μουσικής. Ούτε samples, ούτε κακοκαιρίες (που έλεγε κάποτε μία ψυχή), ούτε απαγγελίες. Η έμπνευση για το άλμπουμ, φαίνεται ότι ξεχείλιζε από τον John Petrucci και τον Jordan Rudess, που έγραψαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τη μουσική (ο Petrucci έγραψε το concept, το οποίο του πήρε σχεδόν δύο χρόνια να το ολοκληρώσει). Όσο για την ποιότητά της; Ένα κινηματογραφικό άλμπουμ, που αγγίζει τα όρια της μουσικής παράνοιας, με πολλές 70’s επιρροές, που μοιάζει σε πολλά σημεία με την ατμόσφαιρα και την παραγωγή των “Scenes from a memory” και του “Six degrees of inner turbulence”. Είναι εξωφρενικό το πόση αυθεντική μουσική έχει γραφτεί, με ελάχιστα μέρη να επαναλαμβάνονται, με τα τραγούδια που διαρκούν κατά μέσο όρο 4-5 λεπτά το καθένα, να έχουν απίστευτα χαλαρές δομές, σε σημεία που να υπάρχουν κάποια που να μην έχουν καν ευδιάκριτα ρεφρέν. Όσο για τον παραδοσιακό τρόπο γραφής, δηλαδή κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-γέφυρα-ρεφρέν-σόλο-ρεφρέν, «να φύγετε, να πάτε αλλού» που έλεγε και ο συμπαθής γεροντάκος της διαφήμισης.
Ανέκαθεν, θεωρούσα ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να γράψεις πεντάλεπτα, solid κομμάτια, από το να γράφεις δεκάλεπτα έπη, που μπορείς να τα «ξεχειλώσεις» όσο θέλεις. Το ίδιο πιστεύουν και τα μέλη των DREAM THEATER σε κάθε κουβέντα που κάναμε. Και ο δίσκος αυτός έχει 30 (!!!) τέτοιου είδους τραγούδια!!! Τραγούδια στο ύφος του “Spirit carries on” (με πιο χαρακτηριστικό το “Brother can you hear me”) και του “Solitary shell”. Κομμάτια ύφους “Fatal tragedy” ή “The test that stumped them all”. Σαλεμένες αλλαγές, ταγκό ρυθμοί (ναι, ακούστε το λυσσασμένο “Lord Nafaryus”), μαγικές μελωδίες κι ένας LaBrie να ερμηνεύει οχτώ διαφορετικούς χαρακτήρες, άντρες – γυναίκες, καλούς – κακούς, χαρούμενους – οργισμένους, στην μακράν πιο απαιτητική ερμηνεία της καριέρας του και τολμώ να πω, αν όχι την καλύτερη, σίγουρα την πιο ποικίλη. Ο Jordan Rudess, δοκιμάζει κάθε πιθανό και απίθανο ήχο στα πλήκτρα του, ενώ παίζει και με vintage όργανα, δίνοντας μία διαφορετική διάσταση στον ήχο του γκρουπ. Ο Petrucci κάνει μαγικά, αφού είναι πολλές οι φορές που δεν υπάρχουν ευδιάκριτα βασικά riff στα κομμάτια, αλλά στηρίζονται σε μελωδίες που έχουν γραφτεί για τα πλήκτρα και την κιθάρα, ενώ και πολλά κομμάτια «χτίζονται» στην πορεία, ξεκινώντας μ’ ένα απλό πιάνο ή κιθάρα και στην πορεία γιγαντώνονται και παίρνουν ανέλπιστη τελική μορφή. Ο Mangini, επιτέλους απέκτησε προσωπικό ήχο και ταυτότητα στο γκρουπ, παίζοντας σαν τον εαυτό του κι όχι σαν τον προκάτοχό του, ενώ ο Myung ακούγεται λιγότερο απ’ όσο θα ήθελα, η αλήθεια είναι… Όσο για τις χορωδίες και τα ορχηστρικά μέρη, το μόνο που θα πω, είναι ότι ο πολύπειρος Phil Campbell, ο οποίος έχει δουλέψει με καλλιτέχνες του εύρους και του βεληνεκούς των MUSE, RUSH, METALLICA, Adele, U2 και άπειρους άλλους, δήλωσε ότι το ‘The astonishing” ήταν το μεγαλύτερο project που έχει δουλέψει στην καριέρα του (και είναι 68 ετών με περισσότερους από 450 χρυσούς ή πλατινένιους δίσκους στο ενεργητικό του).
Το ακούω και αδυνατώ να το πιστέψω. 130 λεπτά άλμπουμ. Σε καταστρέφει. Κάθε φορά που το ακούς και αυτή η διαδικασία διαρκεί πάνω από δύο ώρες, ανακαλύπτεις τόσα διαφορετικά πράγματα, επιρροές και ήχους, που όταν φτάσει το τελικό προϊόν με τους στίχους και την ιστορία που φαντάζει περίπλοκη, μάλλον θα κλείσουμε 2-3 μήνες να ακούμε μόνο αυτό το άλμπουμ. Ένα άλμπουμ που θεωρώ ότι είναι τόσο κομβικής σημασίας, όσο το “Scenes from a memory”. Όχι επειδή μπορεί να «σώσει» την καριέρα των DREAM THEATER, όπως είχε γίνει μετά το “Falling into infinity”. Αυτή τη στιγμή οι DREAM THEATER είναι στο ανώτερο σημείο της καριέρας τους, με πωλήσεις υψηλότερες από ποτέ, με συναυλιακές παραγωγές απλησίαστες για τα δεδομένα των γκρουπ του βεληνεκούς τους, με πάρα πολύ νέο κόσμο που έχει μπει στο τριπάκι να τους παρακολουθεί και φυσικά με πολύ πιο υψηλό κασέ από παλιότερα. Είναι όμως κομβικής σημασίας, επειδή το συγκρότημα αποφάσισε να βγάλει τον ίσως πιο περιπετειώδη δίσκο της καριέρας του, τον πιο μεγαλεπήβολο, ένα πάρα πολύ δύσκολο project σε μία περίοδο που είναι «στα πάνω» του, δείχνοντας για μία ακόμη φορά, ότι τα δύσκολα δεν τους τρομάζουν.
Ας ξεχάσουμε τους copy-paste δίσκους στις αρχές του συμβολαίου τους με τη Roadrunner, τους δίσκους με την πανομοιότυπη δομή, τα κομμάτια που έλεγες «αυτό είναι METALLICA, αυτό είναι TOOL, αυτό είναι MUSE» κτλ, τα medley για τον αλκοολισμό. Εδώ μιλάμε για ένα άλμπουμ που κατά τη γνώμη μου, ακούγεται μόνο «μονορούφι», χωρίς να μπορείς να απομονώσεις εύκολα κάποια αποσπάσματά του, ένα άλμπουμ που θα ξαναφέρει πίσω πολλούς old school οπαδούς που είχαν απομακρυνθεί ή αποστασιοποιηθεί με την πρόσφατη μουσική τους πορεία. Εξ ου και το γεγονός ότι θα παρουσιαστεί καθ’ ολοκληρία στην περιοδεία που ακολουθεί την κυκλοφορία του, σ’ ένα show που αναμένεται να είναι εμπειρία ζωής (ακόμα απορώ πως θα μάθει ο LaBrie απ’ έξω τόσους στίχους και οι υπόλοιποι τόση μουσική!!!). Κάποτε ήταν «μόδα» και ψαγμενιά να λες ότι ακούς DREAM THEATER. Όπως συμβαίνει και με άλλους μεγάλους, τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μία προσπάθεια αποδόμησής τους, σε σημείο να θεωρούνται «ξεπερασμένοι» και να βάζουμε στην πρώτη γραμμή πιο «μονδέρνους» προοδευτικούς μουσικούς. Ας πάρουν λοιπόν όλοι αυτοί στη μάπα το “The astonishing”, να μπουν στα λαγούμια τους να εμπνευστούν, ώστε να μπορέσουν να βγάλουν κάτι που να το πλησιάζει σε ποιότητα, ακόμη και γράφοντας 40-50 λεπτά μουσικής κι όχι 130… Για μία ακόμη φορά leaders. Για μία ακόμα φορά, οι απόλυτοι Θεοί…
9,5 / 10 (με προδιάθεση για το απόλυτο)
Σάκης Φράγκος
DREAM THEATER – “The astonishing” (Roadrunner)
Είμαι από αυτούς που ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί προς τους DREAM THEATER μετά την φυγή του Mike Portnoy. Ενός ανθρώπου που παρά τις εμμονές του, τον συγκεντρωτισμό του και την εμφανή έπαρσή του, ήταν το απόλυτο αφεντικό στις τάξεις του συγκροτήματος. Και ο οποίος μετά από μια μικρή περίοδο αποπροσανατολισμού (“Octavarium” και “Systematic chaos” σε μικρότερη κλίμακα), έδειχνε να έχει βρει ξανά τα σωστά πατήματα με το ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ “Black clouds and silver linings”.
Με την έλευση του Mike Mangini και με τον John Petrucci να κατέχει τα ηνία, τα δύο πρώτα δείγματα έδειχναν αποπροσανατολισμένα, κινούμενα σε μια εντελώς άλλη κατεύθυνση από αυτήν που ήξερε ο οπαδός, είτε αυτό αφορούσε το μουσικό κομμάτι που κινούνταν σε εντελώς ασφαλή μονοπάτια, όπως και στις συναυλίες, όπου το στοιχείο της έκπληξης είχε χαθεί οριστικά. Και για να είμαι ειλικρινής, μόλις ανακοινώθηκε το τι πρόκειται να συμβεί με το “The astonishing”, το καλάθι που κουβαλούσα ήταν πολύ μικρό.
Ας καταπιώ τη γλώσσα μου λοιπόν! Το νέο album των DT έχει αυτό που αναζητούσα καιρό τώρα από αυτούς, να με ξαφνιάζουν με κάθε τραγούδι, την ανάγκη να θέλω να το ξανακούσω πάλι γιατί δεν έπιασα τη μεγαλύτερη εικόνα, να γίνω πάλι οπαδός, κάτι που το είχα αφήσει πίσω εδώ και δύο χρόνια. Από την άλλη με μπέρδεψαν. Με μπέρδεψαν πολύ.
Όσοι νομίζατε ότι το “The astonishing” είναι ένα ακόμα «ορθόδοξο» concept album, προλαβαίνετε να το σκεφτείτε ξανά μέχρι την κυκλοφορία του. Η γενικότερη αίσθηση που σου αφήνει είναι του μιούζικαλ και όχι της απλής αφήγησης μιας ιστορίας. Εδώ δεν θα βρεις επαναλαμβανόμενα μέρη, ούτε καν refrains, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Ναι, καλά διάβασες, τα περισσότερα τραγούδια δεν ανταποκρίνονται στην παραδοσιακή έννοια του όρου. Πολλή, υπερβολικά πολλή μουσική, ένα ή το πολύ δύο κουπλέ και πάμε παρακάτω.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν άφθονοι στίχοι, τους οποίους και θέλω να μελετήσω, για να καταλάβω πλήρως το φουτουριστικό concept του “The astonishing”. Ο LaBrie εδώ αποδεικνύεται εξαιρετικός αφηγητής, βάζει συναίσθημα, μπαίνει πλήρως στον ρόλο του, βγάζοντας όλες τις πιθανές διαθέσεις. Μυστήριο (“Lord Nafaryus”), αισθαντικότητα (“Ravenskill”), αισιοδοξία (“Hymn of a thousand voices”), οργή (“The walking shadow”). Από μόνος του δηλαδή έχει επιφορτιστεί με ένα πολύ δύσκολο έργο στην πλάτη του, αν σκεφτούμε ότι όλα αυτά θα πρέπει να τα ερμηνεύσει στο ακέραιο για τουλάχιστον 130 λεπτά, όσο διαρκεί το album αυτό.
Το ίδιο και ακόμα πιο δύσκολο έργο έχουν οι υπόλοιποι και ειδικά ο Jordan Rudess. Τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν σε αυτόν. Τα πλήκτρα του βρίσκονται παντού εδώ, λες και ο Petrucci του παρέδωσε τα κλειδιά των DREAM THEATER, κάτι που έχει να συμβεί από το “Awake”. Εδώ μεγαλουργεί απελευθερωμένος και παραδίδει τις καλύτερες στιγμές του στην πολυετή καριέρα του.
Εξίσου απελευθερωμένος είναι και ο Mangini. Τα σχετικά απλά χτυπήματά του στα δύο προηγούμενα albums εδώ δεν υπάρχουν. Ξεδιπλώνει όλο το δεδομένο ταλέντο του, κάνει το παίξιμο του ακόμα πιο περιπετειώδες και πλέον είναι ένα με τους υπόλοιπους. Όσο δε για τον mainman Petrucci, τα πράγματα είναι λίγο έως πολύ δεδομένα.
Ιδανικά δένει και η κλασική ορχήστρα υπό τις οδηγίες του διάσημου μαέστρου David Campbell. Είτε αυτή αφορά την εκτεταμένη χρήση βιολιών, είτε το χρωματισμό των τραγουδιών με sopranos, είτε με πνευστά. Τα πάντα για την εξυπηρέτηση της ιστορίας.
Γενικά οι DREAM THEATER ακούγονται όπως πρέπει. Ο καθένας να δίνει το δικό του ρεσιτάλ και όλοι μαζί να ακούγονται σαν ένα σώμα. Υπάρχουν πολλές παραπομπές στα δύο γνωστά τους concepts “Scenes from a memory” και το ομώνυμο τραγούδι του “Six degrees of inner turbulence”, αλλά μόνο από την άποψη της τεχνοτροπίας, κάποιες από τα θρυλικά “Images and words” και “Awake”, καθώς και κάποιες ελάχιστες στο πρόσφατο παρελθόν τους, όπως το “A life left behind” που είναι καρφί το “Breaking all illusions”.
Υπάρχουν όμως και εξωτερικές επιρροές. Διάχυτη είναι το στίγμα των ELP, των KANSAS, των PINK FLOYD, ακόμη και των κολλητών τους SYMPHONY X σε σημεία (“The path that divides”). Υπάρχουν επίσης και πολλά ΣΠΟΥΔΑΙΑ τραγούδια, μέσα σε όλον αυτόν τον καταιγισμό μουσικής. Ενδεικτικά να αναφέρω τα “A savior in the square”, “Three days”, το αγαπημένο μου “A new beginning”, “Moment of betrayal” και “Our new world”. Ρωτήστε με όμως ξανά σε μερικές ημέρες και ίσως πω διαφορετικά.
Το “The astonishing” δε μπορείς να το κάνεις κτήμα σου με την πρώτη ακρόαση. Έχει τόσα αμέτρητα πράγματα που σε περιμένουν να τα ανακαλύψεις, που θα χρειαστεί χρόνο και αφοσίωση για να το καταλάβεις. Έχει μια συναρπαστική ιστορία να σου αφηγηθεί, που θα πρέπει προσεκτικά να τη διαβάσεις. Έχει τόση θαυμάσια μουσική, που θα πρέπει να το λιώσεις για να την ευχαριστηθείς.
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: Οι DREAM THEATER στο “The astonishing” ρισκάρουν πολλά. Θα χάσουν πολλούς πρόσφατους φίλους τους, αλλά θα κερδίσουν όλους τους παλιούς οπαδούς τους. Αυτούς που τους κατηγορούσαν για στασιμότητα, σαν κι εμένα. Και δεν έχω άλλη επιλογή από τα να υποκλιθώ μετά από καιρό στο μεγαλείο τους.
9 / 10
Γιώργος Κόης
10 σκέψεις για το “The astonishing” από τον Σάββα Στανή (www.rockyourlife.gr και ιδρυτή του fan club των DREAM THEATER στην Ελλάδα)
Πριν πατήσω το play είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα έχω μεγάλες προσδοκίες. Οι DREAM THEATER εδώ και καιρό, έχουν την ανάγκη να μπουν στο studio να γράψουν δέκα κομμάτια και τέρμα. Ούτε περίεργα concept, ούτε φανταστικούς χαρακτήρες, ούτε promo tricks στο διαδίκτυο ούτε τίποτα. Τίποτα που να τους κάνει ακόμα πιο εμπορικούς, ακόμα πιο mainstream, ακόμα πιο εύπεπτους σε κοινό και κριτικές επιτροπές που αποφασίζουν για βραβεία Grammy. Έχουν την ανάγκη για καθαρή μουσική που θα τους βγάλει από τη λούπα τις συγγραφικής πατέντας που ακολουθούν τα τελευταία χρόνια.
Ευτυχώς όμως πριν πατήσω το play ξέχασα το πιο βασικό. Ότι πρόβλεψη, ότι σκέψη και να κάνεις πριν την πρώτη ακρόαση ενός album των DREAM THEATER πάει στράφι.
1. Όσοι από εσάς χρησιμοποιείται ως «Ευαγγέλιο» ή ως σημείο αναφοράς της μουσικής ζωής σας το “Scenes from a Memory” και το “Six Degrees of Inner Turbulence”, ετοιμάστε αρκετό χώρο στη δισκοθήκη και στην καρδιά σας για το “The Astonishing”.
2. Έχουμε να κάνουμε με 130 λεπτά μουσικής χωρισμένη σε δύο μέρη με το δεύτερο να υστερεί, κατά τη γνώμη μου, σε σχέση με το πρώτο.
3. Είναι με διαφορά ότι πιο «θεατρικό» έχει κυκλοφορήσει το συγκρότημα μέχρι σήμερα και σίγουρα είναι ένα album που επιβάλλεται να ακούγεται ολόκληρο και όχι τμηματικά.
4. Όλες οι επιρροές της μπάντας βρίσκονται εδώ με αυτές των RUSH και KANSAS να έχουν τον πρώτο λόγο. Δύσκολο, πολύπλοκο, προοδευτικό, καθόλου εύπεπτο, τεχνικό, μέχρι εκεί που δεν παίρνει, με κάνει να αναρωτιέμαι πως θα μπορέσει να αποδοθεί, άρτια, live. Στοίχημα που οι THEATER καλούνται να κερδίσουν με την επιβεβλημένη βοήθεια video wall. Δεν μπορώ να το φανταστώ διαφορετικά…
5. Επικό, κλασικό, μεσαιωνικό, αναγεννησιακό με χορωδίες, ήχους πίπιζας και βιολιών που στιγμιαία φέρνουν στον μυαλό συνθέσεις των James Horner & Hans Zimmer. Ήχοι και μελωδίες που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε soundtrack από το “Braveheart” μέχρι τους “Πειρατές της Καραϊβικής”.
6. Αργεντίνικο τάγκο, swing από τα 50s, jazz από τα 60s κάνουν το “The Astonishing” ίσως το πιο «σκεπτόμενο», συνθετικά, album έχουν κυκλοφορήσει οι DREAM THEATER μέχρι σήμερα. Αν μη τι άλλο δείχνει ότι το συγκρότημα «παιδεύτηκε» πολύ στο studio.
7. O James LaBrie, εξιστορεί την ιστορία αψεγάδιαστα (όπως συνήθως όταν βρίσκεται στο studio), θυμίζοντας τρουβέρο του 11ου αιώνα, αλλάζοντας συνεχώς χροιές και κλίμακες.
8. Ο Jordan Rudess έχοντας τον βασικότερο ρόλο όλων, χρησιμοποιεί χιλιάδες ήχους ενώ είναι από τις φορές που αυτοί έχουν πραγματική ουσία διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του concept. Οι περισσότερες συνθέσεις έχοντας αφετηρία το πιάνο, κλιμακώνονται κιθαριστικά λίγο πριν το τέλος, συνθετική συνταγή στην οποία ποντάρει και δείχνει να εμπιστεύεται την τελευταία δεκαετία το συγκρότημα.
9. Ο John Petrucci διανύει μια από τις πιο μελωδικές στιγμές της καριέρας του, με τον ήχο της κιθάρας, μετά από πολύ καιρό, να ακούγεται διαφορετικός.
10. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον εκτός του Mike Mangini και John Myung που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αρτιότερο rhythm section γι’ αυτό το album. Ειδικά ο Mangini «βγαίνει εκτός εαυτού».
Σάββας Στανής