Έφτασε αυτή η Άγια στιγμή που έχω στα χέρια μου το νέο άλμπουμ των DREAM THEATER κι έχουν κλείσει πάνω από 10 μέρες συνεχούς ακρόασης (κάντε την αναγωγή και υπολογίστε πόσες φορές το έχω ακούσει για να βγάλω ασφαλή συμπεράσματα). Όσοι είναι να τους θάψετε εκ των προτέρων, το έχετε ήδη κάνει χωρίς να ακούσετε ούτε μια νότα από τον δίσκο. Όσοι είναι να τους αποθεώσετε εκ των προτέρων, είναι εξίσου εύκολο. Το συγκρότημα αποτελεί καλώς ή κακώς έναν πανεύκολο στόχο των απανταχού εξυπνάκηδων του internet, όπου η αποθέωση του μετρίου καλά κρατεί και δείχνουν να ξεχνάνε πόσο σημαντικό και κομβικό σχήμα έχουν υπάρξει.
Επειδή όμως είσαι τόσο καλός όσο καλός είναι και ο τελευταίος σου δίσκος, οι κάθε DREAM THEATER οφείλουν τουλάχιστον να συντηρούν τον μύθο τους με κάθε τους κυκλοφορία. Το “The astonishing”, είχε διχάσει πολύ κόσμο, επειδή ήταν κάτι διαφορετικό (μία rock opera ουσιαστικά). Ναι, αλλά πιθανολογώ ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ανήκαν στην κατηγορία που τους μέμφονταν επειδή δεν έκαναν αλλαγές στην μουσική τους… Εμένα με βρήκε στην πλευρά των υποστηρικτών του, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ήταν αυτό που γούσταραν εκείνη την περίοδο να κάνουν και δεν τους υποχρέωσε καμία μόδα ή εμμονή του παρελθόντος να κάνουν. Με το “Distance over time”, οι DREAM THEATER μπήκαν σε μία διαφορετική λογική, που την χρησιμοποιούσαν και σε κάποιους δίσκους στο παρελθόν. Κλείστηκαν στο στούντιο, έμεναν μαζί, έκαναν παρέα, έτρωγαν μαζί, έγραφαν τραγούδια και ηχογραφούσαν σχεδόν 12 ώρες την ημέρα. Όπως είχαν κάνει σε κλασικούς δίσκους, σαν το “Scenes from a memory”. Όπως και να έχει, δεν υπήρχε περίπτωση να έχω την απαίτηση να ακούσω δίσκο τέτοιου βεληνεκούς, αφού η έμπνευση του συγκροτήματος τα τελευταία χρόνια, δεν μου έδινε τέτοια δείγματα. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι απογοητευμένος από τους δίσκους του, παρά μόνο από το “Dream Theater”, που το βρίσκω ίσως το λιγότερο καλό άλμπουμ της καριέρας τους.
Ξεκινώ λοιπόν από τα «άσχημα» νέα. Μόνο και μόνο από τις διάρκειες των κομματιών και αργότερα ακούγοντας και τον δίσκο, επιβεβαιώθηκα ότι η λογική του γκρουπ, ήταν αυτή που είχαν και στο “Dream Theater”, δηλαδή να γράψουν σχετικά μικρά σε διάρκεια τραγούδια (για πρώτη φορά στην καριέρα τους, έχουν δύο σερί δίσκους που δεν έχουν γράψει τραγούδι με διάρκεια άνω των δέκα λεπτών), χωρίς να επιχειρούν να πλατειάσουν με τις ιδέες τους. Ευτυχώς όμως, το συνολικό αποτέλεσμα, είναι σαφώς ανώτερο εκείνου του δίσκου. Ο Petrucci, φαίνεται ότι πήρε στα χέρια του την κατάσταση για τα καλά κι ο δίσκος έχει τη μεταλλική λογική του “Train of thought”, σε συνδυασμό με τη διάθεση για compact τραγούδια του “Dream Theater” και την εν γένει ατμόσφαιρα των πρώτων κυκλοφοριών του για τη Roadrunner, κυρίως του “Systematic chaos”.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς είναι ότι το άλμπουμ είναι γεμάτο από δυναμικές κιθάρες και από groove. Ο John Petrucci, μας έχει ξετινάξει πολλές φορές με τα riff και τα σόλο του, νομίζω όμως τώρα πως είναι πιο ουσιαστικός από ποτέ ή για να μην υπερβάλλω, φαίνεται πως έχει κατασταλάξει πλήρως στον ήχο του και δεν αναλώνεται απλά να παίζει διαστημικά γρήγορα solos, αλλά με μελωδία και συναίσθημα, κάτι που έλειπε σε αρκετές από τις προηγούμενες κυκλοφορίες των Theater. Από εκεί και πέρα, ο Jordan Rudess, φαίνεται να πειραματίζεται λιγότερο με τους ήχους και να προτιμά πιο κλασικές φόρμες, λιγότερα εφέ και τελικά είναι πιο πίσω αναγκαστικά λόγω και της υφής των κομματιών. Δεν υπάρχουν ούτε τα κλασικά εφετζίδικα/πλακατζίδικα περάσματα που άλλοι γούσταραν κι άλλοι απεχθάνονταν. Το μπάσο του Myung, νομίζω πως συνολικά στη μίξη ακούγεται περισσότερο από ποτέ, κάτι που προσδίδει στο groove του άλμπουμ (τους πήρε 14 χρόνια, αλλά τα κατάφεραν), ενώ ο Mike Mangini στα ντραμς δείχνει να μην παρασύρεται σε ανούσιους εντυπωσιασμούς και ακολουθεί τα κομμάτια όπως πρέπει. Θα πρέπει όμως να αναφέρω το πόσο ενοχλητικός μου είναι ο ήχος των πιατινιών του, που νομίζω ώρες-ώρες πως ακούω τζιτζίκια τον Αύγουστο… Ο James LaBrie, αγαπημένος «στόχος» των επικριτών του γκρουπ, κυρίως λόγω των επιδόσεών του στις ζωντανές εμφανίσεις, στο “Distance over time”, έχει βάλει πολλά εφέ στη φωνή του σε κάποια σημεία, συνολικά όμως δεν με ενοχλεί, διότι δένει με το τελικό αποτέλεσμα και είναι ταιριαστό στα κομμάτια όπου έχει γίνει κάτι τέτοιο.
Το πρώτο δείγμα γραφής, το “Untethered angel”, ομολογώ πως πέρασε και δεν ακούμπησε ιδιαίτερα. Εντυπωσιάστηκα από την απουσία μίας έστω και υποτυπώδους γέφυρας πριν το πρώτο ρεφρέν, να σας πω την αλήθεια, αλλά δεν απογοητεύτηκα, αφού δεν είναι η πρώτη φορά όπου το πρώτο δείγμα γραφής ενός δίσκου των DREAM THEATER δεν είναι το καλύτερο δυνατό ή το πιο αντιπροσωπευτικό. Δεν μπορώ να κρατηθώ και να μην σχολιάσω πάντως και το εντελώς low budget video, με τον Petrucci να ψήνει μπιφτέκια, κάτι που το βρήκα εντελώς άστοχο ως επιλογή, παρότι πιθανότατα ήθελε να δείξει την ατμόσφαιρα που υπήρχε στο στούντιο. Μάλλον είναι κάτι σαν τον Dickinson στο λιβάδι με τις μαργαρίτες και τον Harris στο τρακτέρ, στο video clip του “Holy smoke”… Αντίθετα, το “Fall into the light”, το βρήκα πολύ πιο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό που είναι και το πιο μελωδικό του μέρος. Οι επιρροές από METALLICA είναι εμφανείς (όπως και σε μεγάλο μέρος του δίσκου), είναι κάτι που ποτέ δεν έκρυψαν όμως και αποτελεί και πολύ σημαντικό μέρος της μουσικής τους, αναμφισβήτητα. Τρίτο τραγούδι που έχει αποκαλυφθεί ήδη και το γνωρίζει όλος ο κόσμος, είναι το “Paralyzed”. Δεν είναι κακό τραγούδι. Αλλά νισάφι πια με αυτό το δεύτερο κομμάτι στο tracklisting που είναι το πιο «εμπορικό» προς την αμερικάνικη αγορά (βλέπε “Build me up, break me down”, “Forsaken”, “A rite of passage” κ.ο.κ., χωρίς να σημαίνει ότι δεν μου αρέσουν τα συγκεκριμένα τραγούδια, τουναντίον). Στην περίπτωση του “Paralyzed”, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι τουλάχιστον το ρεφρέν είναι «καρφί» το “The diary of Jane” των BREAKING BENJAMIN, με πιο βαριές κιθάρες.
Μέχρι εδώ, γνωστά τα πράγματα. Όλοι όσοι ενδιαφέρονται για το γκρουπ, τα έχουν ακούσει τα τραγούδια. Τι γίνεται όμως στην συνέχεια, καθώς αυτά είναι και τα τρία πρώτα κομμάτια του άλμπουμ; Θα ομολογήσω, πως κατά την πρώτη ακρόαση του “Distance over time”, απογοητεύτηκα οικτρά, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, κάτι που με παραξένεψε, διότι δεν μου έχει ξανασυμβεί με δίσκο των DREAM THEATER. Αποφάσισα να κάνω ένα διάλειμμα και να μην ακούσω τίποτα για κάποια ώρα και να επανέλθω. Ειλικρινά, κάθε φορά που το άκουσα έκτοτε, μου φαινόταν ολοένα και καλύτερο και μου άρεσε που όσο προχωρούσε η ακρόαση, έβρισκα το ένα κομμάτι σχεδόν καλύτερο από το προηγούμενο. Είναι δεδομένο πως ο δίσκος έχει αξιοσημείωτη συνοχή από ηχητικής πλευράς, τα τραγούδια όμως έχουν ευδιάκριτες διαφορές μεταξύ τους. Το “Barstool warrior” ακουμπά την πιο prog rock πλευρά του γκρουπ και είναι ένα κομμάτι το οποίο σε κάθε δίσκο περιμένουν οι οπαδοί τους, με την εισαγωγή να είναι κάτι παρόμοιο με το “In the presence of enemies pt 1”, εκεί που το “Room 137” ξεκινά με τις κιθάρες να μοιάζουν με το “Beautiful people” του Marylin Manson, αλλά το ρεφρέν είναι βουτηγμένο μέσα στην ψυχεδέλεια των BEATLES, σε σημείο που να νόμιζα πως επέστρεψε ο Portnoy και κατέθεσε τις επιρροές του από τα «Σκαθάρια» για μία ακόμη φορά. Πολύ ενδιαφέρον άσμα!
Τίγκα γκρουβαριστό είναι το “S2N” που είναι τα αρχικά για το “Signal to noise” που θα το περιέγραφα ως μία μίξη του “Just let me breathe” με τους LTE, με τελείωμα σαν το “Dark eternal night”. Το δεύτερο πιο αγαπημένο μου τραγούδι στο δίσκο, είναι το εννιάλεπτο “At wit’s end”, που είναι το κλασικό μακρόσυρτο κομμάτι που όλοι οι Theater-άδες περιμένουν να ακούσουν. Τεχνικό, δυνατό, γκρουβαριστό, δεν χρειάζονται πολλά παραπάνω. Αναμενόμενη και η μπαλάντα λίγο πριν το τέλος του δίσκου, το “Out of reach”, για να πάρει και μία ανάσα ο ακροατής. Τίποτα το συγκλονιστικό, με τις χαρακτηριστικές μελωδίες και την πολύ καλή ερμηνεία που έχει ο LaBrie σε τέτοιου είδους κομμάτια. Το καλύτερο το άφησαν όμως για το τέλος. Το “Pale blue dot”, είναι το απόλυτο επικό τελείωμα του δίσκου. Το κομμάτι που απογειώνει το “Distance over time”, απολαυστικό και στα οχτώ λεπτά του, σε κάνει να παρατάς οτιδήποτε κάνεις με το που ξεκινήσει και να συγκεντρωθείς στο άκουσμά του. Για να μιλήσουμε με όρους των τελευταίων δίσκων, είναι κάτι ανάλογο του “Breaking all illusions” και του “Lost not forgotten”, απλά η ιστορία θα δείξει αν είναι καλύτερο (κάτι πάρα πολύ δύσκολο). Υπάρχει κι ένα bonus track, το “Viper king”, που είναι εντελώς διαφορετικό από το κλίμα του υπόλοιπου δίσκου, με πολλά DEEP PURPLE στοιχεία, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στον δίσκο των SONS OF APOLLO!!!
Καλός δίσκος το “Distance over time”. Δεν φτάνει το “A dramatic turn of events”, αλλά είναι σίγουρα καλύτερο το “Dream Theater”, με το οποίο έχει αρκετά κοινά σημεία. Συντηρεί τον μύθο των DREAM THEATER, αλλά δεν θα τον μνημόνευα στους 6-7 αγαπημένους μου δίσκους τους, χωρίς αυτό να αφαιρεί από την αξία του (καθώς τη μισή δισκογραφία του γκρουπ, θα τη βαθμολογούσα από 9,5 έως 10). Μην περιμένετε δραματικές αλλαγές στον “Roadrunner” ήχο τους, μα σίγουρα κάτι εντελώς διαφορετικό από το πείραμα του “The astonishing”, το οποίο δείχνουν να το αφήνουν πίσω τους. Έχω την εντύπωση πως και μετά την ακρόαση του δίσκου, όσοι τους περίμεναν στη γωνία για να τους κακολογήσουν, θα βρουν πατήματα, το ίδιο όμως και η απέναντι πτέρυγα, αφού αναμφισβήτητα έχει αρκετές πολύ αξιόλογες στιγμές. Αν ρωτάτε εμένα, μετά την ακρόαση των δύο πρώτων τραγουδιών, ήμουν απολύτως βέβαιος γι’ αυτό που θα άκουγα ως σύνολο και ούτε ενθουσιάστηκα, ούτε απογοητεύτηκα. Είναι ένας πραγματικά καλός δίσκος, με τραγούδια που πολλά γκρουπ θα σκότωναν για να έχουν γράψει και θα ήθελα να τον στήριζαν πολύ περισσότερο από το ξεκίνημα και να μην περιόδευαν παίζοντας ολόκληρο το “Scenes from a memory” ρίχνοντας το βάρος στο ένδοξο παρελθόν τους, από την στιγμή που το παρόν είναι αξιόλογο…
8 / 10
Σάκης Φράγκος