“Fire, steel and heavy metal power”
Οι θρύλοι του heavy metal, JUDAS PRIEST, ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν το καταπληκτικό “Firepower”, 44 χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, δημιουργώντας για μία ακόμη φορά αίσθηση. Ο Σάκης Φράγκος είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει στα μέσα Ιανουαρίου με τον κιθαρίστα του σχήματος, Richie Faulkner –αρχικά- και με το ιδρυτικό μέλος, τον μπασίστα Ian Hill δύο μέρες αργότερα, ώστε να λυθούν όλες οι απορίες μας σχετικά με το συγκρότημα και το νέο τους άλμπουμ. Διαβάστε στις μακροσκελείς συνεντεύξεις που ακολουθούν, όλα όσα θα θέλατε να μάθετε για τους PRIEST, ξεκινώντας από την κουβέντα με τον Richie Faulkner!
Γεια σου Σάκη.
Γεια σου Richie. Ποιος θα φανταζόταν μερικά χρόνια πριν, ότι θα μιλούσαμε δύο φορές για έναν δίσκο των JUDAS PRIEST;
Είναι πραγματικά τρελό αυτό που συμβαίνει. Όταν μπήκα στο γκρουπ πριν από 7 χρόνια, θα κάναμε μία αποχαιρετιστήρια περιοδεία και τελικά έχουμε φτάσει να βγάζουμε δεύτερο στούντιο δίσκο. Το γκρουπ πραγματικά «σκοτώνει». Χαίρομαι πάρα πολύ που τα ξαναλέμε.
Οι JUDAS PRIEST ακούγονται ακόμα καλύτεροι και από το “Redeemer of souls”, που για μένα ήταν ένα πολύ καλό heavy metal άλμπουμ. Τι σας κάνει να ακούγεστε τόσο φρέσκοι; Είναι απλά η έμπνευση;
Καλή ερώτηση… Νομίζω ότι είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. Σαν οπαδός αλλά και μέρος του συγκροτήματος, πάντα έχω έμπνευση να δημιουργήσω καινούργια μουσική με τους θρύλους. Αυτό το γεγονός, από μόνο του, είναι μία έμπνευση. Η διαδικασία ηχογράφησης ήταν διαφορετική από αυτή του “Redeemer…”, δημιουργώντας έξτρα ενέργεια και μία οργανική αίσθηση, είχαμε διαφορετική ομάδα στην παραγωγή… Μπήκαμε να κάνουμε το δίσκο, έχοντας στο μυαλό μας τι μπορούμε να κάνουμε διαφορετικό αυτή τη φορά, κάτι μοναδικό, που να έχει προσωπικότητα. Μαζί μας ήταν ο Tom Allom που έχει δουλέψει με τους PRIEST από το “Unleashed in the east” μέχρι το “Ram it down”. Έχει ιστορία με το γκρουπ, κάποιους κλασικούς δίσκους, υπάρχει τρομερός σεβασμός. Και με τον Andy Sneap, το ίδιο όμως. Είναι πιο μοντέρνος παραγωγός, δεν είχε ξαναδουλέψει μαζί μας, αλλά είχε τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη μας για όλη του την πορεία. Δούλεψαν μαζί και οι δυο τους κι έβγαλαν το αποτέλεσμα που άκουσες. Ηχογραφήσαμε μαζί, κάναμε πρόβες μαζί, είχαμε ετοιμαστεί πολύ καλά, είχαμε demo κι αυτό έδωσε ένα φυσικό «σπρώξιμο» στα κομμάτια και αυτόν τον αυθορμητισμό που βγαίνει όταν έχεις αλληλεπίδραση ανάμεσα σε μουσικούς. Είμαστε όλοι μαζί σ’ ένα δωμάτιο, γράφοντας τα τραγούδια, νιώθοντάς τα και μπαίνοντας σε μία φάση σαν σε κοινότητα ώστε να δώσουμε μία έκρηξη στο τελικό αποτέλεσμα. Νομίζω, για να είμαι ειλικρινής, ότι έτσι πρέπει να γράφονται οι δίσκοι.
Πιστεύεις ότι το γεγονός πως ένας νεαρός μπήκε στην μπάντα, που έχει φρέσκες ιδέες, παρακινεί τους υπόλοιπους θετικά κι έχει ακόμα μεγαλύτερη συμμετοχή από το “Redeemer of souls”, είχε ως αποτέλεσμα αυτό που ακούμε στο “Firepower” ή ήταν το vibe των JUDAS PRIEST έτσι;
Αυτό είναι το vibe των JUDAS PRIEST. Πιστεύω ότι κάθε φορά που αλλάζεις ένα συστατικό, παίρνεις διαφορετική δυναμική. Μπορεί να πάρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, διαφορετικές απόψεις, διαφορετική συμμετοχή. Αυτή είναι η δεύτερη δημιουργική μου πρόταση με το γκρουπ κι έχω πολλές ιδέες και μεγάλο ενθουσιασμό, όπως και οι υπόλοιποι όμως. Και το κάνουν για 45 χρόνια. Όταν κάνεις κάτι για τόσα πολλά χρόνια και τόσο επιτυχημένα, έχεις την ώθηση και το πάθος. Και αυτό το έχει όλη η ομάδα. Τα μέλη του γκρουπ, οι παραγωγοί, όλοι.
Πες μου λίγο για την παραγωγή. Πρώτα απ’ όλα, πιστεύεις ότι το “Redeemer of souls” έπασχε λίγο σ’ αυτόν τον τομέα;
Δεν νομίζω ότι έπασχε στην παραγωγή. Νομίζω ότι ήταν μοναδικό, ότι είχε τον δικό του ήχο. Όπως σου είπα, ένα από τα πράγματα που θέλαμε να κάνουμε τώρα, ήταν να έχουμε διαφορετική ομάδα για την παραγωγή.. Ο Glen Tipton είχε δουλέψει με τον Mike Exeter και νομίζω ότι έκαναν καλή δουλειά. Τώρα θέλαμε κάτι διαφορετικό, οπότε πήραμε δύο παραγωγούς (γέλια).
Ωραία. Το δέχομαι αυτό. Πήρατε όμως, όπως είπες, δύο παραγωγούς. Ο Tom Allom κι ο Andy Sneap, είναι δύο σπουδαίοι παραγωγοί με μεγάλη καριέρα. Πως τα κατάφεραν να μην μπλεχτεί ο ένας στα πόδια του άλλου;
Πολύ ωραία ερώτηση… Δεν ξέραμε αν θα δουλέψουν μαζί ή όχι, στην αρχή. Δεν ξέραμε αν θα λειτουργήσει σωστά ή αν θα μπλέξουν τα μπούτια τους. Το μόνο που ξέραμε είναι ότι και οι δυο τους είναι σπουδαίοι στον δικό τους τομέα. Ο Tom έχει τη δική του ιστορία με τους PRIEST, είναι το παρελθόν και ο Andy έχει τη δική του ιστορία γενικώς. Ο καθένας λοιπόν, είχε τον δικό του ρόλο. Στην πράξη, λειτούργησε ιδανικά. Ο Tom είχε τις δικές τους, παλιομοδίτικες μεθόδους ηχογράφησης, από τις οποίες έμαθε πολλά πράγματα ο Andy, ο οποίος με τη σειρά του, του έδειξε μερικές νεότερες μεθόδους. Δεν υπήρξαν καθόλου εγωισμοί, καμία φορά δεν μπήκε ο ένας στα χωράφια του άλλου, όλα δούλεψαν ασύλληπτα καλά.
Είναι εμφανές ότι δούλεψε καλά. Ο ήχος που βγήκε είναι εκπληκτικός!
Χαίρομαι πολύ που σου αρέσει τόσο. Είναι απίστευτος ο ήχος. Μοντέρνοι PRIEST του 2018, κρατώντας όμως όλα τα κλασικά τους στοιχεία.
Πριν λίγες μέρες, μιας και μιλάμε για παραγωγούς, πέθανε και ο Chris Tsangarides, ο άνθρωπος που έβαλε την υπογραφή του -εκτός τ–ν άλλων- και στο “Painkiller”. Αν δεν κάνω λάθος, δεν έχεις δουλέψει μαζί του, τι λένε όμως οι υπόλοιποι στο γκρουπ για τον χαμό αυτού του σημαντικού ανθρώπου;
Τι κρίμα… Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ το πρωί που ξύπνησα και άκουσα ότι πέθανε… Ήταν ελληνικής καταγωγής, έτσι; Ο Chris, έκανε παραγωγή σε πολλούς και σπουδαίους δίσκους, το “Painkiller” όμως, κατά την άποψή μου, ξεχώριζε. Ποτέ δεν τον γνώρισα προσωπικά, αλλά έχω ακούσει τόσες ιστορίες από τους υπόλοιπους στο γκρουπ, που είναι σαν να τον είχα ζήσει από κοντά. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έβαλε την υπογραφή του σ’ έναν από τους σημαντικότερους δίσκους στο heavy metal. Μπορεί να πέθανε, αλλά ο θρύλος τους θα ζει για πάντα μέσα από τις δουλειές του.
Το να έχετε 14 τραγούδια σ’ έναν δίσκο, είναι λίγο «δίκοπο μαχαίρι» πλέον, αφού πρέπει να κρατάτε ζωντανό το ενδιαφέρον των ακροατών. Είστε τόσο σίγουροι για το υλικό σας, που δεν θέλατε να αφήσετε κανένα τραγούδι έξω; Όπως κάνατε άλλωστε και με το “Redeemer of souls”, που είχε 13 τραγούδια…
Εξαιρετική ερώτηση. Πάντα αναρωτιόμαστε αν πρέπει να βάλουμε 10 τραγούδια και τα υπόλοιπα σε ένα bonus δισκάκι ή αν θα βάλουμε 13-14 μέσα στο δίσκο. Για το “Firepower”, είχαμε ξεκινήσει να γράφουμε κι άλλα κομμάτια, τα οποία δεν τα ολοκληρώσαμε, οπότε σίγουρα υπήρχε αρκετό υλικό. Τέθηκε μέχρι και το ερώτημα να ξανακάναμε διπλό άλμπουμ, αλλά μπήκαν στη μέση τα οικονομικά, η ακριβή τιμή που έπρεπε να πωληθεί και την αφήσαμε την ιδέα στην άκρη. Από αυτά τα 14 κομμάτια, νιώθαμε ότι δεν μπορούσαμε να αφήσουμε τίποτα έξω. Έχεις απόλυτο δίκιο ότι ο κόσμος, όπως κι εγώ άλλωστε, έχει ενδιαφέρον για έναν δίσκο λιγότερη ώρα απ’ ότι παλιότερα. Παλιότερα υπήρχαν δέκα τραγούδια συνήθως, αλλά αυτό καθοριζόταν από τον περιορισμό που έθετε το βινύλιο, χρονικά. Είμαστε πολύ σίγουροι για το υλικό μας, όμως και είπαμε να το κυκλοφορήσουμε χωρίς να αφήσουμε τίποτα έξω. Αν κάποιος δεν μπορεί να το ακούσει ολόκληρο επειδή του φαίνεται μεγάλο σε διάρκεια, ας το ακούσει σε δύο δόσεις. Εμείς δεν μπορούσαμε να αφήσουμε κάποιο κομμάτι.
Υπήρχε μία φήμη ότι τραγουδούσε ο Bruce Dickinson στο “Children of the sun”…
Ναι, την είχα ακούσει κι εγώ αυτή τη φήμη!
…το management σας πάντως, την διέψευσε μόλις χθες (σ.σ. η συνέντευξη έγινε στις 12 Ιανουαρίου) κι εγώ μέχρι τότε έψαχνα να βρω που στο καλό ακούγεται ο Dickinson στο κομμάτι και δεν μπορώ να τον εντοπίσω!
Είδα κι εγώ αυτή τη φήμη στο Twitter και τα social media. Ακούγοντας το κομμάτι, θα ήταν φανταστικό να τραγουδούσε κάπου ο Bruce, τα προγράμματά μας όμως, ούτως ή άλλως, δεν συνέπιπταν σε καμία περίπτωση, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να γινόταν κάτι τέτοιο. Ξέρω ότι έχει τραγουδήσει με τον Rob και μπορεί –γιατί όχι;- στο μέλλον να υπάρξει νέα συνεργασία, αλλά δεν τραγούδησε στον δίσκο μας.
Μιας και μιλάμε για τους IRON MAIDEN, πριν πας στους PRIEST, έπαιζες με την κόρη του Steve Harris, την Lauren Harris, περιοδεύοντας μαζί με τους MAIDEN για αρκετές συναυλίες. Πιστεύεις ότι αυτή η εμπειρία σε βοήθησε μπαίνοντας σ’ ένα επίσης τεράστιο γκρουπ, όπως οι JUDAS PRIEST; Επίσης, με ποιον τρόπο πιστεύεις ότι οι PRIEST και οι MAIDEN λειτουργούν διαφορετικά;
Εξαιρετικά και τα δύο ερωτήματα και πρέπει να πω ότι η εμπειρία μου με τη Lauren και η περιοδεία με τους MAIDEN, με βοήθησαν 1000% μπαίνοντας στους PRIEST. Παρότι ήμουν παντελώς άγνωστος, έχοντας κάνει τόσο μεγάλες παγκόσμιες περιοδείες, ήξερα ακριβώς τι να περιμένω, γνώριζα τους κανόνες των περιοδειών, πώς να έχω καλές σχέσεις με τους ανθρώπους που ταξιδεύουμε και παίζουμε μαζί, φυσικά να μην έχω τρακ παίζοντας μπροστά σε 80.000 κόσμο. Όταν μπαίνεις σ’ ένα θηρίο όπως οι JUDAS PRIEST, αποκλείεται να έπαιρναν κάποιον που να είχαν αμφιβολία αν θα τον έπιανε τρακ επί σκηνής, για παράδειγμα, οπότε η εμπειρία μου με την Lauren και τους MAIDEN, είχε αποφασιστική σημασία. Παρότι δεν είχα παίξει με 20 διαφορετικά γκρουπ, είχα περιοδεύσει με τους MOTLEY CRUE, THUNDER, WITHIN TEMPTATION και είχα παίξει μπροστά σε πολύ κόσμο. Σε ότι αφορά το δεύτερο ερώτημα, νομίζω ότι σε γενικές γραμμές δεν έχουν καμία διαφορά. Είναι μία ομάδα φίλων που παίζουν μαζί τη μουσική που γουστάρουν, μπροστά σε μεγάλο και φανατικό κοινό. Η μοναδική τους έγνοια, είναι να παράγουν καλή μουσική, να παραμένουν ακέραιοι στις αρχές τους, να είναι καλοί άνθρωποι και να σέβονται τους οπαδούς τους.
Με ποιο άλμπουμ των JUDAS PRIEST, θα σύγκρινες το “Firepower”;
Τι δύσκολη ερώτηση, αλήθεια… Ο κατάλογος των PRIEST, είναι τόσο ποικίλος… Έχεις άλμπουμ όπως το “Sin after sin”, το “Sad wings of destiny”, το “British steel”, το “Screaming for vengeance”, το “Turbo”, το “Painkiller”, που είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Υπάρχουν τόσο πολλές διαφορετικές απόψεις για τους δίσκους μας. Το ίδιο θα συμβεί και με το “Firepower”. Ήδη ακούγεται ότι μοιάζει με το “Painkiller”, με το “Defenders of the faith” και τόσα άλλα διαφορετικά μεταξύ τους. Νομίζω ότι το “Firepower” έχει τον δικό του χαρακτήρα και ταυτότητα. Σίγουρα υπάρχουν αναφορές σε ότι έχει να κάνει με την ενέργεια και την επιθετικότητα του “Painkiller”, αναμφισβήτητα έχει τη σκληράδα και το groove του “Sad wings of destiny”, αλλά σίγουρα και τη δική του ταυτότητα, αφού δεν προσπαθήσαμε να το κάνουμε να μοιάζει με οτιδήποτε άλλο παλιότερο.
Πες μου τώρα τρεις δίσκους των JUDAS PRIEST που θα ήθελες να είχες παίξει στο στούντιο και τρία τραγούδια που θα ήθελες να έχεις παίξει σε συναυλία και δεν το έχεις κάνει ακόμα.
Από δίσκους, διαλέξω τους: “Screaming for vengeance”, “Painkiller” και “Defenders of the faith” και από τραγούδια που δεν έχω παίξει ακόμα, θα διάλεγα τα: “The sinner”, “Tyrant” και το “All guns blazing”. Η λίστα όμως είναι ατελείωτη. Αν με ρωτήσεις σε 5’ θα σου δώσω εντελώς διαφορετική απάντηση!!! Το τέλειο σενάριο, θα ήταν να παίζαμε 18 show σε 18 μέρες και να παίζαμε από έναν δίσκο ολόκληρο κάθε μέρα. Εκεί θα ήμουν ολοκληρωμένος!!!
Για μία ακόμη φορά, ήσουν ο συνθέτης, μαζί με τον Halford και τον Tipton, σε όλα τα τραγούδια του δίσκου. Πως νιώθεις που από την πρώτη μέρα που μπήκες στους JUDAS PRIEST, σου δόθηκε η ελευθερία όχι μόνο να γράφεις όλα τα τραγούδια, αλλά και να αντιπροσωπεύεις το γκρουπ δίνοντας συνεντεύξεις, όπως κάνουμε τώρα και είχαμε κάνει και για το “Redeemer…”;
Ήταν κάτι άμεσο. Ένα από τα πρώτα πράγματα που συνέβησαν όταν μπήκα, ήταν πως μου έδωσαν να καταλάβω, ότι δεν χρειάζονταν έναν session μουσικό, αλλά ένα ισότιμο μέλος, που να δίνει την ενέργειά του στο γκρουπ όπως και οι υπόλοιποι. Μου ζήτησαν τη γνώμη για όλα τα θέματα, ακόμα και για την παραγωγή, για το setlist, ακόμα και για το αν θα ήθελα να «χτίσω» έναν δικό μου χαρακτήρα με τα δερμάτινα ρούχα που φοράω στη σκηνή. Όλη τους αυτή η στάση, μ’ έκανε να νιώθω πολύ άνετα στο να προσφέρω τις ιδέες μου, αφού έβλεπα ότι δεν θα γελούσε κανείς με αυτά που θα έλεγα, ούτε θα τις απέρριπταν χωρίς να τις ακούσουν, αφού δεν πρόκειται για καμία μουσική δικτατορία. Γνώριζα ότι ήταν μία τεράστια οικογένεια που δημιουργούσε μουσική και ήταν όλοι στην ίδια σελίδα και η φιλία που αναπτύξαμε στις περιοδείες, έκανε ακόμα πιο άνετη την ύπαρξή μου στο συγκρότημα. Νομίζω ότι μπορείς να ακούσεις αυτήν την ενέργεια, αυτήν την εμπιστοσύνη και αυτόν τον δεσμό στο “Firepower”. Σε ότι αφορά τις συνεντεύξεις, στην αρχή ο κόσμος δεν καταλάβαινε αυτά που έλεγα και γίνονταν συνέχεια misquotes, μεταφέροντας με λάθος τρόπο κάποιες φράσεις μου. Διάβαζα πράγματα κι έβγαινα από τα ρούχα μου, αφού δεν τα είχα πει. Ζήτησα από το management λοιπόν, να με πηγαίνουν στις συνεντεύξεις, μαζί με τον Rob Halford. Φίλε μου, ο Rob είναι ο απόλυτος master στις συνεντεύξεις. Ξέρει πότε να μιλήσει αργά, πότε γρήγορα, είναι ακριβής. Είναι μαγικός. Και μαθαίνοντας από ανθρώπους σαν τον Rob, ξαφνικά διαπίστωσα ότι δεν μεταφέρονται λάθος τα λόγια μου πλέον, μιλάω πιο αργά, είμαι πιο ακριβής. Ήταν μία συνειδητή μου προσπάθεια να μάθω και δεν υπήρχε τελειότερος άνθρωπος από τον Rob να με καθοδηγήσει.
Τελευταία στιγμή και παρόλο που ήταν υποψήφιοι, οι JUDAS PRIEST δεν μπήκαν τελικά στο Rock And Roll Hall Of Fame. Πιστεύεις ότι θα σας έκανε καλό κάτι τέτοιο αν τελικά συνέβαινε; Πως νιώσατε όταν είδατε τους CARS με 6-7 δίσκους μόλις ή τη Nina Simone, να σας ξεπερνούν;
Πολύ ωραία ερώτηση και μάλλον είμαι κάπου στη μέση. Μπορώ να δω και τα δύο πλευρές αυτού του debate. Είναι σπουδαίο για τους οπαδούς να δουν το αγαπημένο τους συγκρότημα να αναγνωρίζεται επιτέλους, επειδή οι PRIEST πάντα ήταν το αουτσάιντερ. Ίσως δεν τους έχει δοθεί ο σεβασμός που αξίζουν. Από την άλλη, πώς να το πω διπλωματικά, το να γράφεις ωραία μουσική, να περιοδεύεις συνεχώς σε όλον τον κόσμο και να έχεις εκατοντάδες χιλιάδες φανατικών οπαδών, 45 χρόνια αργότερα, είναι το βραβείο που χρειάζεται κάθε συγκρότημα. Αυτό που αφήνουμε με το “Firepower”, ύστερα από 45 χρόνια ύπαρξης, είναι πολύ πιο δυνατό από οποιαδήποτε ένταξη σε κάποιον οργανισμό που κάποιοι κριτές αποφασίζουν αν είμαστε αρκετά καλοί ή όχι.
Αν με ρωτάς, το να βγάλεις στα 45 χρόνια ύπαρξής σου έναν δίσκο σαν το “Firepower”, είναι πιο σημαντικό από την ένταξή σου στο Hall OF Fame.
Συμφωνώ κι εγώ μαζί σου. Το να βγάζεις δίσκους με τόσο πάθος κι ένταση μετά από τόσον καιρό και μία δική μας πρόταση, ότι «είτε είμαστε στο Hall Of Fame είτε όχι, αυτό συνεχίζουμε να κάνουμε».
Πριν φτάσουμε στο τέλος, ας σου κάνω μία αστεία, υποθετική ερώτηση. Θέτω ότι επιστρέφει κάποια στιγμή ο K.K. Downing. Τι θα έκανες εσύ αν σου το ζητούσαν; Θα αποσυρόσουν διακριτικά ή θα έμενες σαν τρίτος κιθαρίστας, όπως ο Janick Gers στους IRON MAIDEN;
(γέλια) Αν δεν με ήθελαν στην μπάντα, καταλαβαίνεις ότι δεν θα μπορούσα να χτυπήσω το χέρι μου στο τραπέζι και να τους πω «εγώ δεν πάω πουθενά!!!». Χαχαχαχαχα! Αν επέστρεφε ο Ken όμως, η άποψή μου είναι ότι θα έπρεπε να βγούμε με τρεις κιθαρίστες. Αν δεν ήθελαν οι υπόλοιποι κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να πάρω τον πούλο όπως καταλαβαίνεις! Χαχαχαχα! Ότι και να γινόταν, έχω ήδη δύο στούντιο δίσκους κι ένα live άλμπουμ που έχω συνεργαστεί μαζί τους και θα τους ήμουν αιώνια ευγνώμων για την ευκαιρία που μου έδωσαν, να γράψω μουσική με θρύλους.
Ας ελπίσουμε σε μία περίπτωση “triple axe attack”, να έχεις έναν πιο σημαντικό ρόλο απ’ αυτόν του Gers στους IRON MAIDEN και να μην είσαι αναγκασμένος να κάνεις ακροβατικά με την κιθάρα σου μόνο!!!
Χαχαχαχαχαχα!!! Ξέρεις, από τον καιρό που ήμουν με την Lauren, είχα μάθει ότι όταν επέστρεψε ο Adrian Smith στους IRON MAIDEN, ο Janick Gers, από μόνος του προσφέρθηκε να αποχωρήσει, αλλά ο Steve Harris του έβγαλε οποιαδήποτε τέτοια ιδέα, λέγοντάς του ότι είναι ήδη δέκα χρόνια στο συγκρότημα και δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο. Τέτοιος gentleman είναι ο Steve…
Για το τέλος, η προφανής ερώτηση: Τι να περιμένουμε από τους JUDAS PRIEST που θα είναι headliners στο Rockwave Festival;
Έχω έρθει στην Ελλάδα πολλές φορές. Δυο φορές με τους PRIEST και ισάριθμες με την Lauren Harris. Τη μία φορά που ήταν και οι MOTLEY CRUE, δεν παίξαμε λόγω του πολύ άσχημου καιρού. Μία φορά με του ΜΑIDEN, ο Bruce είχε χάσει την πτήση του και είχαμε καθυστερήσει πολύ. Θυμάμαι υπήρχε πολύς «ηλεκτρισμός» στην ατμόσφαιρα!!! Ο κόσμος περίμενε τόσο πολύ να δει τους MAIDEN, που η κατάσταση δεν ήθελε πολύ να ξεφύγει και να γίνει επικίνδυνη (γέλια). Σε ότι αφορά το τι να περιμένει κανείς, νομίζω τα προφανή. Ωραία τραγούδια. Νομίζω ότι οι PRIEST είναι ένα συγκρότημα που μπορεί να μπει σε μία pub, να βάλει ενισχυτές και να δώσει μία τέλεια συναυλία. Ξέρεις γιατί; Επειδή δεν χρειάζεται φανταχτερή παραγωγή για να τους αναδείξει. Μετά από 45 χρόνια, έχουν πάρα πολλά σπουδαία τραγούδια ώστε να αφήσουν ικανοποιημένο τον κόσμο. Πρόσθεσε λοιπόν και την παραγωγή κι έχεις μία τρομερή εμπειρία, πέραν του ότι θα έχεις την ευκαιρία να δεις τον Rob Halford, τον Scott Travis, τον Glenn Tipton, τον Ian Hill. Η φλόγα θα είναι εκεί και θα σας φέρουμε το “Firepower”!!! Πόσο πιο cheesy μπορώ να γίνω; Χαχαχαχα!
Πόσα καινούργια τραγούδια να περιμένουμε;
Πάντα είναι ένα πολύ δύσκολο ερώτημα αυτό, αλλά λογικά θα παίζουμε τρία. Αν παίξεις πέντε, είναι πάρα πολλά και θα χάσεις κόσμο. Αν παίξεις ένα, δεν αντιπροσωπεύεις αρκετά το νέο σου υλικό και δεν δείχνεις ότι προχωράς μπροστά. Συνήθως λοιπόν, παίζουμε δύο με τρία. Αν ο δίσκος αρέσει πολύ στον κόσμο, γιατί να μην βάλουμε κι άλλα καινούργια τραγούδια, όμως;
Ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτήν την κουβέντα.
Ευχαριστώ πολύ αδερφέ μου. Τα λόγια σου σημαίνουν πολλά για εμάς. Τα λέμε στην Αθήνα.
Σάκης Φράγκος
Και η συνέχεια γίνεται με τον Ian Hill…
Καλημέρα Ian. Χαίρομαι πολύ που μιλάμε μαζί και που έχετε κυκλοφορήσει έναν τόσο ωραίο δίσκο.
Η χαρά είναι δική μου. Ευχαριστώ πολύ.
Ακούγοντας τον δίσκο τόσες φορές, θα έλεγα ότι είναι κάτι αντίστοιχο με το “Painkiller” στα 90’s.
Ξέρεις, δεν είναι η πρώτη φορά που ακούμε κάτι τέτοιο και μας ικανοποιεί αφάνταστα.
Τι έκανε το συγκρότημα να ακούγεται πιο φρέσκο; Ήταν απλά η έμπνευση; Η διαδικασία ηχογράφησης; Κάτι άλλο;
Νομίζω ότι το γεγονός πως χρησιμοποιήσαμε δύο παραγωγούς, έπαιξε μεγάλο ρόλο στο πόσο φρέσκος ακούγεται ο δίσκος. Στην αρχή είπαμε να δουλέψουμε με τον Tom Allom, τον οποίον γνωρίζουμε από το 1979, οπότε και συνεργαστήκαμε για το “Unleashed in the east” και τον είχαμε μαζί μας για πολλά χρόνια και μας ξέρει πάρα πολύ καλά. Όταν έπεσε στο τραπέζι η πρόταση για έναν ακόμη παραγωγό, θέλαμε έναν που να είναι πιο μοντέρνος και ο Andy Sneap ήταν μία προφανής επιλογή, αφού έχει δουλέψει με πολλά σύγχρονα και σπουδαία σχήματα. Ο Andy έφερε μαζί του διαφορετικές τεχνικές ηχογράφησης, διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων και τις συνδύασε με τις προτάσεις που είχε ο Tom, ιδιαίτερα στο θέμα των θεμάτων στα ντραμς και στον ήχο από τις κιθάρες.
Συνεχίζω να απορώ πάντως, πως δεν μπλέχτηκε ο ένας στα πόδια του άλλου!
Ήμασταν πολύ τυχεροί που δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ξέρεις, έχουν πολύ μεγάλο σεβασμό ο ένας για τον άλλο. Πως μπορείς άλλωστε να μην έχεις σεβασμό σ’ έναν θρύλο, όπως ο Tom Allom, που έχει γράψει ιστορία στο heavy metal, αλλά κι ο Tom, τρέφει θαυμασμό και σεβασμό για τις δουλειές του Andy στα σύγχρονα σχήματα που έχει συνεργαστεί. Ουσιαστικά, δεν είχαν καμία διαφορά αντίληψης σε σχέση με το πώς πίστευαν ότι πρέπει να ακούγεται ο δίσκος. Ο Andy, έχει υπάρξει χρόνια οπαδός μας και είχε εμπεριστατωμένη άποψη.
Μιλώντας για παραγωγούς, πριν λίγες μέρες χάσαμε τον Chris Tsangarides που είχε δουλέψει μαζί σας στο “Painkiller” αλλά και στο “Sad wings of destiny”…
Ω, τι λυπηρό… Είναι πολύ μεγάλη η στεναχώρια μας που χάσαμε τον Chris. Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα ότι είχε προβλήματα υγείας. Τον ήξερα από το 1975, όταν δούλευε ως μηχανικός ήχου στο στούντιο που είχαμε πάει να ηχογραφήσουμε το “Sad wings of destiny”. Ήταν τόσο σπουδαίος παραγωγός. Κάποια στιγμή, μετά το “Ram it down”, νιώσαμε ότι φτάσαμε στα όρια που μπορούσαμε να φτάσουμε με τον Tom Allom και θέλαμε να πάμε σε πιο σκληρά μονοπάτια με το “Painkiller”. Θέλαμε να πάμε ένα βήμα παραπάνω και ο Chris ήταν στο επίπεδο που είναι ο Andy σήμερα. Είχε δουλέψει με πολλές μοντέρνες –τότε- μπάντες και είχε ένα πολύ καλό όνομα, ενώ τον γνωρίζαμε και από παλιά. Σοκαριστήκαμε με τον θάνατό του και είναι τεράστια απώλεια για τη μουσική γενικότερα.
Όταν μπήκατε στο στούντιο, ποιος ήταν ο στόχος σας; Να κάνετε κάτι διαφορετικό από το “Redeemer of souls”;
Πάντα ο στόχος μας είναι ο δίσκος που ετοιμάζουμε να είναι καλύτερος και διαφορετικός από τον προηγούμενο. Εδώ και 50 περίπου χρόνια που υπάρχουμε, θέλουμε να μαθαίνουμε και να γινόμαστε καλύτεροι. Πάντα αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε, πριν μπούμε στο στούντιο.
Υπήρξε κι αυτή η φήμη ότι θα τραγουδούσε στο “Children of the sun” ο Bruce Dickinson κι έψαχνα να βρω που ακούγεται!!!
Χαχαχαχα!!! Ναι, το άκουσα κι εγώ. Θα ήταν πολύ ωραίο να τραγουδούσε ο Bruce, αλλά δυστυχώς δεν ήταν καν στο πλάνο μας.
Μετανιώσατε που ανακοινώσατε πως θα κάνετε αποχαιρετιστήρια περιοδεία; Ποιο ήταν τελικά το συστατικό που σας κράτησε «ζωντανούς» τα τελευταία χρόνια;
Ξέρεις, μετά από τόσα χρόνια στις περιοδείες, ιδιαίτερα ο Rob, εγώ κι ο Glenn, είπαμε να αποτραβηχτούμε λίγο, αλλά όταν βγάζεις δίσκο και σε βομβαρδίζουν με προτάσεις για συναυλίες, πως μπορείς να πεις εσύ όχι ή να κάνεις ελάχιστες επιλογές και να απορρίψεις τους περισσότερους; Απλά είδαμε ότι δεν γινόταν αυτό και συνεχίζουμε απρόσκοπτα και διασκεδάζουμε και πάρα πολύ, θα σου έλεγα.
Τελευταία στιγμή και παρόλο που ήταν υποψήφιοι, οι JUDAS PRIEST δεν μπήκαν τελικά στο Rock And Roll Hall Of Fame. Πιστεύεις ότι θα σας έκανε καλό κάτι τέτοιο αν τελικά συνέβαινε; Πως νιώσατε όταν είδατε τους CARS με 6-7 δίσκους μόλις ή τη Nina Simone, να σας ξεπερνούν;
Είναι πολύ τιμητικό να είμαστε ανάμεσα στους υποψηφίους για έναν τέτοιο θεσμό και είμαστε κολακευμένοι. Δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου που δεν μπήκαμε. Για κάποιον λόγο, πιστεύω ότι το Rock And Roll Hall Of Fame δεν πολυγουστάρει το heavy metal. Εδώ οι BLACK SABBATH είχαν 18 υποψηφιότητες, προτού τελικά μπουν. Απογοητευθήκαμε, αλλά δεν πιστεύαμε ότι τελικά θα μπαίναμε, για να είμαστε ειλικρινείς.
Πέρσι βγάλατε την επετειακή επανακυκλοφορία του “Turbo”, ενός από τα πιο πολυσυζητημένα άλμπουμ σας, που σήκωσε πολύ συζήτηση, ιδιαίτερα όταν κυκλοφόρησε. Πως το βλέπετε τώρα;
Έχεις δίκιο έτσι όπως το περιγράφεις. Χάσαμε αρκετούς παλιούς οπαδούς, αλλά κερδίσαμε κάποιους καινούργιους. Αυτό συμβαίνει όταν προσπαθείς συνεχώς να πας τη μουσική σου ολοένα και πιο μπροστά. Νιώσαμε ότι με το “Defenders of the faith” φτάσαμε στο ανώτερο σημείο που μπορούσαμε προς εκείνη την κατεύθυνση. Θα μπορούσαμε να κάνουμε άλλο ένα “Defenders…” και ο κόσμος να το λατρέψει. Εμείς όμως δεν θέλαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, θέλαμε να συνεχίσουμε να ψαχνόμαστε, να αλλάζουμε και να μη μένουμε στάσιμοι, οπότε δοκιμάσαμε αυτά τα synthesizers. Εκτός αυτού, ακολουθήσαμε εκείνο που επικρατούσε τη δεδομένη στιγμή. Ποτέ δεν θέλουμε να βγάζουμε τον ίδιο δίσκο ξανά και ξανά. Δεν έχει ενδιαφέρον για εμάς.
Κανείς, νομίζω, δεν μπορεί να κατηγορήσει τους JUDAS PRIEST ότι παραμένουν στάσιμοι και δεν πειραματίζονται, ιδιαίτερα αν κοιτάξει σε δίσκους όπως το “Point of entry”, το “Turbo”, το “Ram it down”, το “Jugulator” ή το “Nostradamus”. Τώρα, τη στιγμή που μιλάμε το 2018, θα κάνατε τους ίδιους δίσκους που σου ανέφερα εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή που κυκλοφόρησαν;
Είμαι βέβαιος πως ναι. Αν κοιτάξεις τα πράγματα από την οπτική του heavy metal, όλα τα συστατικά του, νομίζω πως συμπεριλαμβάνονται στο “British steel”. Στο “Point of entry” που ακολούθησε, θελήσαμε να πάρουμε μία πιο εμπορική κατεύθυνση, κάτι που εξέπληξε τον κόσμο. Για τον πειραματισμό του “Turbo” μιλήσαμε πριν. Μετά πήγαμε στα όριά μας με τα “Ram it down” και το “Painkiller”, ενώ τα χρόνια με τον Tim “Ripper” Owens ήταν εντελώς διαφορετικά. Σε ότι αφορά το “Nostradamus”, δεν ξέρω αν θα ξαναδούλευα ποτέ 2-3 χρόνια πάνω σ’ έναν και μόνο δίσκο. Κάναμε τόση πολλή δουλειά για εκείνο το άλμπουμ.
Μιας και αναφέραμε την περίοδο με του “Jugulator”, πιστεύεις ότι εκείνη η περίοδος είναι η πιο σκοτεινή στην ιστορία του συγκροτήματος; Πιστεύεις ότι τελικά ήταν σωστή η επιλογή σας να πάρετε για τραγουδιστή τον Tim “Ripper” Owens;
Θεωρώ πως ναι. Θα πρέπει να κοιτάξεις διάφορα πράγματα για εκείνη την περίοδο. Βγάλαμε το “Painkiller” που ήταν ένας αυθεντικός και ιστορικός δίσκος κι έφυγε ο Rob από το συγκρότημα. Ήρθε ο Ripper και βγάλαμε το “Jugulator”, που ήταν ο δίσκος που μας βγήκε με αυτόν τον τραγουδιστή και ακολούθησε το “Demolition”. Μη με παρεξηγήσεις, ο Tim Ripper Owens είναι ένας σπουδαίος τραγουδιστής κι ένας καλός άνθρωπος, αλλά δεν θα βγάζαμε αυτούς τους δίσκους αν ήταν ο Rob Halford στην μπάντα. Όταν επέστρεψε λοιπόν και βγάλαμε το “Angel of retribution”, νιώσαμε ότι δεν έπρεπε να προχωρήσουμε ένα βήμα μπροστά από το “Demolition”, αλλά ένα βήμα μπροστά από το “Painkiller”, τον τελευταίο δίσκο του Rob με τους PRIEST.
Ναι, αλλά όταν δημιουργούσατε το “Jugulator”, δεν θεωρούσατε εκείνον το δίσκο ως τον διάδοχο του “Painkiller”, κάτι που ήταν και στην πραγματικότητα, αφού τον ακολούθησε;
Ναι, ο στόχος μας ήταν να πάμε σε μία πιο σκληρή, πιο thrash κατεύθυνση. Προφανώς όμως, αν ήταν ο Rob στο συγκρότημα, δεν θα ήταν ο ίδιος δίσκος.
Δηλαδή ο Ripper έφυγε επειδή επέστρεψε ο Rob ή επειδή δεν ήσασταν ευχαριστημένοι με την πορεία που έπαιρνε το συγκρότημα μ’ εκείνον πίσω από το μικρόφωνο;
Ίσως να ήταν ένας συνδυασμός και των δύο. Κοίτα, ο Tim είναι μεγάλος οπαδός των JUDAS PRIEST και ήθελε να ακούσει τον Rob Halford στο συγκρότημα όπως όλος ο κόσμος. Οπότε όταν ο Rob εξέφρασε την επιθυμία του να επιστρέψει, εκείνος ευγενικά έκανε στην άκρη…
Αν λοιπόν, ο K.K. Downing, θελήσει να επιστρέψει για ένα αποχαιρετιστήριο άλμπουμ ή μία αποχαιρετιστήρια περιοδεία, τι θα κάνετε εσείς με τον Richie Faulkner;
Αν με ρωτάς, θα σου έλεγα ότι δεν βλέπω την πιθανότητα να επιστρέψει ποτέ ο Ken. Από την άλλη και με όλον τον σεβασμό προς τον Tim, θεωρώ ότι η επιρροή που έχει στο γκρουπ ο Richie Faulkner, είναι πολύ πιο μεγάλη, αφού παίζει καταλυτικό ρόλο στη σύνθεση των τραγουδιών, εκτός του ότι είναι πολύ καλός performer. Για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι θα βρεθούμε ποτέ σ’ αυτήν τη θέση, αλλά αν συμβεί, θα είναι πολύ πιο δύσκολη η απόφασή μας από αυτήν του Tim με τον Rob.
Τι σας έκανε να εμπιστευτείτε τον Faulkner τόσο πολύ, ώστε από τον πρώτο κιόλας δίσκο που συμμετείχε, να τον βάλετε στη συνθετική ομάδα και να του επιτρέπετε να δίνει συνεντεύξεις;
Ο Richie είναι ένας ανερχόμενος κιθαρίστας που έχει μεγαλώσει με όλα τα κλασικά metal ακούσματα, IRON MAIDEN, AC/DC και όλους αυτούς. Όταν τον πήραμε στο γκρουπ, είχε ξεκάθαρη εικόνα του ποιοι ήμασταν, είναι ένας πολύ ωραίος τύπος και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να τον βάλουμε να κάνει συνεντεύξεις από τον πρώτο κιόλας δίσκο που έπαιξε.
Μόλις μας ειδοποίησαν ότι τελείωσε ο χρόνος μας, οπότε θα ήθελα να μου στείλεις ένα μήνυμα για τους Έλληνες οπαδούς που θα μας ξαναδείτε στο Rockwave Festival αυτό το καλοκαίρι.
Ανυπομονούμε να ξαναέρθουμε στην Ελλάδα που την αγαπάμε πολύ. Έχουμε παίξει κι άλλες φορές σ’ αυτό το φεστιβάλ και περάσαμε όλες τις φορές υπέροχα.
Καλημέρα κι ευχαριστώ πάρα πολύ για τη μουσική που μας έχετε προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια.
Η τιμή είναι δική μου. Ευχαριστώ πολύ.
Σάκης Φράγκος