Μετά τους IRON MAIDEN, σειρά να παρουσιαστούν στη στήλη μας έχουν οι πρωτομάστορες του κλασσικού Heavy Metal ήχου, το συνώνυμο του δεύτερου συνθετικού του όρου, JUDAS PRIEST, headliners της πρώτης μέρας του ROCKWAVE FESTIVAL και έτοιμοι για ένα ακόμη εξαιρετικό show για μια ακόμη φορά. Έχουν αλήθεια οι Βρετανοί “underrated” τραγούδια; Και όμως! Διαβάζουμε για κάποια από αυτά και όπως πάντα τα ακούμε μέσω της Spotify list στο τέλος του αφιερώματος!
Run of the Mill (“Rocka Rolla” – 1974)
Το ντεμπούτο των JUDAS PRIEST τους βρίσκει αρκετά διαφορετικούς απ’ αυτό για το οποίο έγιναν γνωστοί παγκοσμίως. Εδώ, δεν ακούς το κλασσικό metal το οποίο δίδαξαν στο κόσμο, ως μια από τις τρεις μεγαλύτερες μπάντες όλων των εποχών (ξέρετε καλά ποιες είναι οι άλλες δύο). Στο “Rocka Rolla” οι PRIEST παίζουν hard rock, με πολλά στοιχεία από το progressive rock των 70’s. Το κάνουν καλά; Ναι, αναμφισβήτητα. Ακριβώς όμως επειδή είναι εδώ τόσο διαφορετικοί, κάπου ο δίσκος έμεινε πίσω, σε σχέση με όσους ακολούθησαν. Μέγα σφάλμα, αφού στις δύο του πλευρές βρίσκει κανείς ωραία κομμάτια και κυρίως αυτό εδώ το αριστούργημα. Λυρισμός, προοδευτικό συναίσθημα αλλά και ύφος (νότες δηλαδή), κιθάρες που «προσκυνούν» τους WISHBONE ASH του “Argus” στο καταπληκτικό του solo, o Ian Hill να παίζει μπάσο με δάκτυλα και να «γεμίζει» τον ήχο μαεστρικά (δώστε προσοχή στο τελευταίο μέρος του τραγουδιού), έξυπνο drumming από τον John Hinch και πάνω απ’ όλα ένας συγκλονιστικός (και μακρυμάλλης τότε) Robert Halford, σε μια θεόρατη ερμηνεία, από τις καλύτερες της καριέρας του.
Let Us Prey – Call For The Priest (“Sin after Sin” – 1977)
Εισαγωγή a la QUEEN, μια διπλή αρμονία στις κιθάρες που «φωνάζει» THIN LIZZY και εκεί που λες πως πάλι εδώ έχεις να κάνεις με μια λυρική, ατμοσφαιρική σύνθεση (διλογία στην ουσία), να σου στο 01:20 ένα ξεκάθαρο heavy riff στο άκουσμα του οποίου καταλαβαίνεις από πού μας ήρθε το NWOBHM και ποιος το «γέννησε»! Το κομμάτι αποκτά «γκάζια», γίνεται «αιχμηρό» και «απειλητικό», ο Halford «πατά» πάνω στη μουσική αριστοτεχνικά, οι Tipton – Downing σε μια trademark μονομαχία η οποία καταλήγει σε μια δισολία που «παίρνει κεφάλια» και κάπως έτσι ένα από τα καλύτερα κομμάτια του αριστουργήματος που ακούει στο όνομα “Sin after Sin” φτάνει στο (σχετικά απότομο είναι η αλήθεια) τέλος του. Ύμνος που ζωντανά έχει παιχτεί ως τώρα… οκτώ φορές. Σίγουρα θα μπορούσε να έχει τη φήμη του διαχρονικού, όσον αφορά τις συναυλίες!
Here come the Tears (“Sin after Sin” – 1977)
Επιστροφή στις ρίζες! Τι συμβαίνει; Μάλλον η μπάντα θυμήθηκε τις πρόσφατες μέρες του “Rocka Rolla” και του “Sad Wings of Destiny” και θέλησε να μας χαρίσει άλλη μια μεγαλειώδη, progressive rock ελεγεία. Εκτός πάλι αν έχουμε να κάνουμε με “leftover” το οποίο ακριβώς επειδή είναι εξαιρετικό, ήταν κρίμα να μείνει εκτός δισκογραφίας οπότε συμπεριλήφθηκε στον επόμενο (τότε) δίσκο. Από τις περιπτώσεις εκείνες όπου από το τρίο Tipton/Halford/Downing δεν συμμετείχε ο ξανθομάλλης κιθαρίστας, αλλά τις τύχες του τραγουδιού ανέλαβαν εξολοκλήρου οι δύο πρώτοι. Ο «πολύς» Simon Phillips στα τύμπανα είναι για μια ακόμη φορά εκπληκτικός, ο Halford στα γνωστά του standards και τρομερό το σημείο όπου το εκθαμβωτικό solo του Glenn Tipton ενώνεται με τις «φωνές» του χαρισματικού frontman, ο οποίος τραγουδά εν είδη χορωδίας ως background, αλλά αναλαμβάνει ξανά τα ηνία για να κλείσει αυτό το άσμα ασμάτων όπως του πρέπει. Από τις φορές εκείνες που ένα «κοψοφλέβικο» τραγούδι που μιλά για την ανάγκη κάποιου να αγαπηθεί και να αγαπήσει, δεν ακούγεται εμετικά μελιστάλαχτο, αλλά λυρικά μεγαλειώδες! Αν θέλετε να μάθετε πόσες φορές αποδόθηκε live, κάντε το γνωστό σήμα της νίκης και είστε μέσα!
Dissident Aggressor (“Sin after Sin” – 1977)
Τρίτο τραγούδι από το “Sin after Sin”; Ναι! Γιατί; Γιατί πρέπει! Εντάξει, εδώ μιλάμε για τον ορισμό της λέξης «υποτιμημένος ύμνος». Έρχεται σιγά σιγά από «μέσα» (ή από «κάτω» άραγε;) για να σου δώσει τα μυαλά ανά χείρας, μόλις εκτοξεύεται ταυτόχρονα το βασικό του riff και η τσιρίδα του θεού. Ο Simon Phillips «αστράφτει και βροντάει» σε ένα τραγούδι που το προσδιοριστικό επίθετο «επικίνδυνο» ίσως είναι αυτό που θα το περιέγραφε καλύτερα. Το speed metal έχει ήδη αρχίσει να παίρνει μορφή και υπόσταση και κάπου εδώ αρκετός κόσμος «οσμίζεται» τι μας ετοιμάζουν για τη συνέχεια (“Stained Class”) οι Βρετανοί. Δεν είναι τυχαίο πως το έχουν διασκευάσει επιτυχημένα μεταξύ άλλων οι SLAYER και οι FORBIDDEN. Και τι κιθάρες είναι αυτές; Σαν ακονισμένο Δαμασκηνό ατσάλι, έτοιμο να λάμψει. Όταν το ακούσαμε ζωντανά το 2008 στη Μαλακάσα, γιατί προς τιμή τους οι JUDAS PRIEST ανακυκλώνουν το setlist τους ανά τακτά χρονικά χρονικά διαστήματα και μας πετούν έστω και προσωρινά μερικά τέτοια διαμάντια, προσκυνήσαμε άπαντες.
Stained Class (“Stained Class” – 1978)
“Stained Class” το λένε, και όλα τα παιδάκια κλαίνε! Ο πιο επιδραστικός δίσκος των Ιερέων (δεύτερο έρχεται σε απόσταση αναπνοής το “Sad Wings of Destiny” μαζί με το “Defenders of the Faith”), αυτός που επηρέασε όσο λίγοι το NWOBHM (εντάξει, μαζί με το “Sad Wings of Destiny” εδώ έχει σημαντική θέση και το “Sin after Sin”), το speed, το thrash και αυτόφωτες μονάδες σαν το “Mellissa” των MERCYFUL FATE και το επίσης θρυλικό “Breaker” των… κάποιων Γερμανών που επίσης θα δούμε στο Rockwave φέτος. Το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, είναι μια mid tempo classic heavy σύνθεση, με τρομερό καλπάζον riff, ευφάνταστο drumming από τον καλύτερο drummer που είχε ποτέ της η μπάντα (Les Binks – ο Simon Phillips δεν μετρά καθότι session), επιβλητική ερμηνεία από τον Rob και στίχους που μέσα από τη περιγραφή βασανιστηρίων κλπ, είναι μια ευθεία κατακραυγή προς την αλλοίωση των όποιων κοινωνικών αξιών και ένας ύμνος προς τη προσωπική στάση ζωής. Αν γραφόταν σήμερα, δεν ξέρω πόσο πιο καταγγελτικό θα μπορούσε να είναι. Αν θέλετε να το ακούσετε/απολαύσετε στη καλύτερή του version, δεν έχετε παρά να τσεκάρετε το τρομερό “Live Insurrection” των HALFORD, όπου ο Metal God με τη μπάντα του πραγματικά το εκτόξευσαν σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
Saints in Hell (“Stained Class” – 1978)
TO RIFF. TO RIFF. Η μπότα του Binks αρχίζει να μετρά και ο Halford εξιστορεί πως…“They laughed at their gods, and fought them in vain…” σε ένα ασύλληπτο μεγαλούργημα που πολύ θα ήθελε να έχει στο παλμαρέ του ο King Diamond. «Κοφτερές» κιθάρες που ενίοτε «παιχνιδίζουν», rhythm section – όνειρο που «χτίζει» έναν πωρωτικό ρυθμό και φυσικά ο Rob να ταιριάζει απόλυτα τη φωνή του πάνω στη μουσική με τρομερά «σπασίματα» και ανεβοκατεβάσματα (ακούστε πως τραγουδά το “we’re going down into the fire” και θα καταλάβετε τι λέω). Το μεσαίο τμήμα με τους στίχους “We are Saints in Hell…” είναι από άλλο ανέκδοτο πραγματικά, ενώ το “Abattoir, abattoir, mon Dieu quelle horreur” σε στέλνει άμεσα σε φροντιστήριο Γαλλικών. Καθώς η μάχη στη Κόλαση έχει τελειώσει και η μπάντα μας περιγράφει πως οι Άγιοι έχουν ανακηρυχθεί θριαμβευτές, το κομμάτι οδηγείται σε ένα κορυφαίο finale. Αλήθεια, πότε διαπιστώσατε εσείς πως μέσα σε 05:28 λεπτά της ώρας, δεν ακούγεται ούτε ένα solo; Μετά από 40 χρόνια, εντάσσεται για πρώτη φορά στη λίστα της μπάντας για τη περιοδεία του φετινού “Firepower” και εγώ τουλάχιστον είμαι έτοιμος να ζήσω καταστάσεις πρωτόγνωρες. Είστε μαζί μου; The Saints are in Hell! Το ξέρουν καλά αυτό και οι FATES WARNING, σε μια από τις καλύτερες διασκευές όλων των εποχών. Έστω και αν ο Ray Alder σε μια παρόλα ταύτα συγκλονιστική στιγμή του, ψιλο-έσφαξε τον «φράγκικο» στίχο…
Savage (“Stained Class” – 1978)
Μπορεί να είσαι μέρος ενός τόσο σημαντικού δίσκου, αλλά οι πραγματικά τεράστιες στιγμές του (“Exciter”, “Beyond the Realms of Death”) και η πληθώρα μεγάλων ύμνων μιας πλούσιας 45ετούς σχεδόν καριέρας, δεν σε έχουν αφήσει να λάμψεις όπως σου αξίζει. Για αυτό είμαστε εδώ εμείς αγαπητέ Άγριε, για να διορθώσουμε κατά το μέτρο του δυνατού αυτή την αδικία. Οι PRIEST σε τούτο το σχεδόν «μονολιθικό» κομμάτι καταπιάνονται με το πώς η Λευκή Φυλή εισχώρησε και άλωσε τους απανταχού ιθαγενείς σε Λατινική Αμερική και Αφρική κυρίως (“to you it’s a jungle, to me it’s a kingdom, where people are free there to roam”), καθώς το βασικό riff επαναλαμβάνεται την ώρα που ο Halford παραδίδει μαθήματα άρθρωσης έτσι όπως τοποθετεί τις λέξεις μία-μία πάνω στη μουσική. Το refrain είναι από τα πιο δυνατά «χαρτιά» και πρέπει να σημειωθεί πως στην εισαγωγή ακούγονται μερικές από τις υψηλότερες νότες που έχει «πιάσει» ποτέ ο (τότε καστανομάλλης) καραφλός frontman. Από τη κλασσική τριπλή υπογραφή, εδώ λείπει αυτή του Glenn Tipton.
Burnin’ Up (“Killing Machine” – 1978)
Μια παραλίγο εισαγωγή στο ύφος του “Exciter”, δεν οδηγεί σε ένα ταχύ riff τη φορά αυτή, αλλά σε ένα ρυθμικό, σχεδόν πεταχτό mid tempo. Με διαφορετικό «περιτύλιγμα», το “Burnin’ Up” θα ήταν πρώτη μούρη σε κάποιον δίσκο των VAN HALEN ή κάποιου άλλου hard rock ως και glam συγκροτήματος. Οι στίχοι προκλητικοί, αφηγούνται ερωτικά παιχνιδίσματα και καπρίτσια και τη προσμονή της ερωτικής πράξης εκ στόματος ενός άριστου Halford, ο οποίος είναι τέλειος στις χαμηλές και μεσαίες οκτάβες. Η ατμοσφαιρική παύση στη μέση οδηγεί ιδανικά σε ένα εξαιρετικό solo από τον Tipton, με τον Binks να βάζει τη δική του πινελιά σε έναν ρυθμό που με άλλον drummer θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο απλός, χωρίς πολλές εναλλαγές. Αλλά μιλάμε για τον Binks, έτσι; Όχι για κανέναν τυχαίο. Πολύ ωραία το έχει τραγουδήσει αυτό και ο Bush (άσχετο, αλλά το θυμήθηκα).
The Rage (“British Steel” – 1980)
Ο Ian Hill, αν και ιδρυτής – αρχηγός του γκρουπ, δεν έχει το ρόλο που θα μπορούσε και αυτό ελέω του συνεσταλμένου χαρακτήρα του. Η υπογραφή του όμως σε τούτο το διαμάντι, είναι φαρδιά – πλατιά. Έστω χωρίς το όνομά του στα credits. Το “The Rage” οδηγείται από το μπάσο του αρχηγού, αυτό έχει ως φάρο αλλά και ως βάση. Οι κιθάρες των Downing – Tipton (ποτέ δεν είχε σημασία στους PRIEST ποιανού το όνομα αναφέρεται πρώτο) τρομερές, το συνοδεύουν ιδανικά μαζί με το απλό και εύστοχο παίξιμο του νεοφερμένου Dave Holland στα τύμπανα. Ο Halford συναντάται σε μια από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του, τραγουδώντας πανέμορφους στίχους. Δεν έχει σημασία που δεν ακούμε τις υψηλότατες νότες που έπιανε για πλάκα τότε ο μεγαλύτερος metal τραγουδιστής και frontman όλων των εποχών. Οι μεσαίες του οκτάβες, το πάθος που βγάζει, το γρέζι του και κυρίως το πώς ανεβαίνει (όσο ανεβαίνει) στο refrain, καθιστούν την ερμηνεία αυτή Oscar-ική. Τελεία, παύλα και πάμε παρακάτω. Τρομερή και η εκτέλεση στο επετειακό live του 2010, για τα 30 χρόνια του “British Steel”, όπου ο δίσκος παίχτηκε ολόκληρος.
Steeler (“British Steel” – 1980)
NWOBHM και τα μυαλά στο τοίχο! Είπαμε πως ο Ιερέας δεν ήταν μέλος – μέρος του κινήματος, αλλά βασική επιρροή του, παρόλα ταύτα δεν το είχε και πολύ να γράψει μερικά κομμάτια που να έχουν αυτή τη ταμπέλα. Απλό αλλά όχι απλουστευμένο, σχεδόν «δωρικό», με άλλοτε συμπαγείς και «κοφτές» και άλλοτε «απλωτές» (γκραααν – γκρααν – γκραααααν) κιθάρες, υπέρβαρο ρυθμικό μέρος και τον Rob ιδανικό για audiobook εκμάθησης της Αγγλικής έτσι όπως τραγουδά, ευκρινέστατα, καθάρια, άψογα. Από το δεύτερο μέρος και μετά, το κομμάτι προσφέρεται για ατελείωτο jamming, όπου μπορεί κανείς να «χώσει» όσα και ό,τι λογής sola θέλει, χωρίς να κουράσει λεπτό. Όπως και το “The Rage”, έτσι και τούτο συναντάται σε μια σούπερ απόδοση (ο Scott Travis του προσδίδει μια επιπλέον δυναμικότητα που το καθιστά πραγματικό δυναμίτη) στο ίδιο, προαναφερθέν live.
Solar Angels (“Point of Entry” – 1981)
Δεν ξέρω για ποιο λόγο κυκλοφόρησε το “Point of Entry”, αλήθεια. Δεν μπορώ να μπω στο μυαλό των μελών της μπάντας (στην ουσία του γνωστού συνθετικού trio) ώστε να δικαιολογήσω αυτή την αλλαγή στον ήχο. Το “Point of Entry” είναι το πιο rock oriented, driving friendly (φωνή Σάκη Νίκα από το βάθος: «Τι λες πάλι μωρέ…») άλμπουμ του σχήματος, με τραγούδια που εκτός από τέσσερα, περνούν απαρατήρητα. Ποια είναι αυτά; Το ένα είναι φυσικά Ο ΥΜΝΟΣ (δεν χρειάζεται όνομα, όλοι ξέρουμε ποιος είναι και όποιος δεν ξέρει ΝΑ ΜΑΘΕΙ), τα άλλα είναι το “Heading out to the Highway”, το πιασάρικο “Hot Rockin’” και φυσικά το “Solar Angels”, το οποίο θα μπορούσα να το παρομοιάσω ως ένα πιο rock, fm friendly “Metal Gods”. Έχει πάνω κάτω τον ίδιο ρυθμό (το δεύτερο είναι σχετικά πιο up tempo), ίδια τεχνοτροπία στις κιθάρες, μόνο που στο “Solar…” ο Rob ακούγεται πιο «αέρινος» και όχι «μιλιταριστής». Δεν μπορείς με τίποτα να πεις πως δεν αξίζει μια θέση στα καλύτερα κομμάτια της μπάντας. Το γιατί δεν παίζεται ζωντανά, εκτός από κάποια live κατά τη περιοδεία προώθησης του “Point…”, είναι το μεγάλο ερώτημα…
Fever (“Screaming for Vengeance” – 1982)
Το πιο διαφορετικό τραγούδι του δίσκου. Μελωδικό, με τα “pedals” να κυριαρχούν και ένα ultra catchy refrain, το οποίο χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο, κολλά σαν τσίχλα σε θρανίο. Σίγουρα το pre-chorus είναι πολύ ανώτερο. Το “Fever” διαθέτει επίσης μια υποβλητική, ατμοσφαιρική εισαγωγή για να σε βάλει σιγά σιγά στο κλίμα, όπου την αποστολή αυτή έχει αναλάβει στο μεγαλύτερο βαθμό ο Halford και με riff-ολογία που παραπέμπει στο “Point of Entry” ξεκάθαρα, το ίδιο και η ερμηνεία του Rob. Δεν έχει σχέση με το “in your face metal” που συναντούμε στο μεγαλύτερο μέρος του “Screaming…” και αυτό το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον, αν θέλετε τη γνώμη μου. Γενικά, κάθε δουλειά των PRIEST από το ντεμπούτο τους ως και το “Painkiller”, είχε τα «απόνερα» της προηγούμενης και αποτελούσε προοίμιο της επόμενης. Τσεκάρετε και θα με επιβεβαιώσετε.
Night Comes Down (“Defenders of the Faith” – 1985)
Όταν αναφερθήκαμε στο “Stained Class”, είπαμε πως είναι ένα από τα δύο πιο επιδραστικά JUDAS PRIEST albums. Αναφέραμε και μερικούς από τους λόγους. Ε, ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε για το δεύτερο. Και αυτό είναι το ΘΕΟΥΡΓΗΜΑ που ονομάζεται “Defenders of the Faith”. Ο λόγος; Δημιούργησε, μεταξύ άλλων, μαζί με το “Piece of Mind” των IRON MAIDEN, αυτό που λέμε “US (power) metal”. Τι άλλο να πει κανείς; Για ποιον ακριβώς λόγο να ψάξει για επιπλέον επιχειρήματα, όταν η συζήτηση έρχεται στη σημασία του; Το “Night Comes Down” είναι συγκλονιστικό. Μελωδικό, λυρικό, συναισθηματικά φορτισμένο, με υπέροχα φωνητικά. Δυστυχώς όμως, θα μένει πάντα πίσω, στις τελευταίες θέσεις (μεταξύ ίσων) ενός δίσκου γεμάτου κλασσικές στιγμές, ικανές να τραντάξουν συθέμελα το οικοδόμημα που λέγεται “Heavy Metal” με μια μόνο νότα. Μια αναφορά, απλή, του τίτλου του.
Hot for Love (“Turbo” – 1986)
Το “Turbo” ήρθε τη περίοδο που ο εμπορικός ήχος στο metal περνούσε ημέρες δόξης. Οι Βρετανοί δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από όλο αυτό το hype και έδωσαν μια μεγάλη δόση ποιοτικής εμπορικότητας στη μουσική τους. Γενικά ο δίσκος στο ύφος αυτό είναι «μπόμπα» και αφού είναι νόμος να προσέχουμε πρώτα τη ποιότητα των συνθέσεων, δεν καταλαβαίνω για ποιον ακριβώς λόγο δεν ανήκει στη πρώτη γραμμή. Το συγκρότημα ακούγεται σε μεγάλη φόρμα, ο Halford διανύει τη καλύτερη φάση της καριέρας του (1986-1990) και το “Hot for Love” ξεσηκώνει με τον ρυθμό και τα εκπληκτικά sola του. Ειδικά η δισολία του είναι «δώσε μου παντού αυτιά να ακούω»! Πέντε φορές παιγμένο στη σκηνή σε 32 χρόνια, είναι πολλές;
Heart of a Lion (“The Turbo Sessions” – 1986)
Από τα «κρυμμένα» κομμάτια της μπάντας, που βγήκαν στην επιφάνεια με την επανέκδοση της δισκογραφίας τους το 2001, αν και αυτό περιλήφθηκε στη συλλογή “Metallogy” του 2004. Πιο πριν, το είχαμε ακούσει από τους RACER X (πρώην γκρουπ του Travis) καθώς και από τους HALFORD. Το όλο «γκελ» που έκανε στον κόσμο λοιπόν έκρινε περίπου επιτακτική την ανάγκη να κοσμήσει τη προαναφερθείσα συλλογή. Mid tempo σύνθεση, με κάποιο μικρό (αντεστραμμένο) δάνειο από το “Some Heads Are Gonna Roll”, ταίριαζε έτσι κι αλλιώς πολύ περισσότερο στο “Defenders…” παρά στο “Turbo”, οπότε μάλλον δεν χώρεσε σε κανένα από αυτά. Πολύ καλό κομμάτι, με δυνατότερο σημείο το refrain του. Η αλήθεια είναι πάντως, πως η εκδοχή των HALFORD το απογειώνει πραγματικά!
Hard as Iron (“Ram It Down” – 1988)
Από έναν δίσκο που εγκληματικά στέκει στη δισκογραφία των JUDAS PRIEST παραγνωρισμένος και παραγκωνισμένος, διάλεξα τούτο δω το θεϊκό άσμα μέσα από τα υπόλοιπα. Ναι, έχει drum machine. Και; Πωρωτικό μέχρι τέλους, με απάτητα φωνητικά από τον Rob (ο καλύτερος Rob που ακούσαμε ποτέ ήταν, είναι και θα παραμείνει σε αυτόν εδώ το δίσκο καθώς και στη περιοδεία που ακολούθησε, τσεκάρετε οπωσδήποτε bootlegs), κιθάρες που «ξυρίζουν κόντρα με αλατόνερο», κάποια όμορφα effects που στολίζουν τη μουσική ταιριαστά και ανθεμικό, ξεσηκωτικό chorus που ανασταίνει και πεθαμένους! Καθαρό US metal από τη Γηραιά Αλβιώνα; Και όμως! Οκ, ο Holland δεν μπορούσε να το καταφέρει. Ο Travis όμως; Είμαι βέβαιος πως το “Hard…” μαζί με τον ασύλληπτο εναρκτήριο ομώνυμο κεραυνό, αποτελούν τα προεόρτια του “Painkiller”. Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στην επετειακή του παρουσίαση από τον Ντίνο Γανίτη. Εγώ θα προσθέσω επίσης πως έπρεπε να παιχτεί το κομμάτι αυτό έστω μία (1) φορά live, ήμαρτον, μιλάμε για ΕΠΟΣ! “Hard as Iron, sharp as steel, beg and kneel!”. Και οι κουφοί άκουσαν!
Thunder Road (“The Ram It Down Sessions” – 1988)
Άλλο ένα κομμάτι από αυτά που «έμειναν πίσω». Αρχικά, ήταν προγραμματισμένο να μπει στο “Twin Turbos” (η αρχική ιδέα που περιλάμβανε έναν διπλό δίσκο με τα καλύτερα κομμάτια από το “Turbo” και το “Ram It Down”), στη συνέχεια αφού το project δεν έλαβε έγκριση η μπάντα θέλησε να το εντάξει στο “Ram It…”, αλλά τελικά τίποτα από αυτά δεν έγινε και το “Thunder Road” ξεχάστηκε. Ως το 2001, όπου το ακούσαμε για πρώτη φορά ως bonus track στο “Point of Entry”. Και εδώ πραγματικά, έχω απορία. Δηλαδή, ακούς αυτό το τραγούδι, ξέρεις τι έχεις γράψει, και το αφήνεις έξω; Περιττό να γράψω πως σε οποιοδήποτε από τα δύο άλμπουμ και να έμπαινε, θα ήταν από τα κορυφαία τραγούδια του. Γρήγορο, μελωδικό, riff-άτο, ταξιδιάρικο hard ‘n’ heavy με εξαιρετικό chorus και pre-chorus, κερδίζει ακόμη και τον πλέον «βαμμένο» οπαδό των HEAVY LOAD και MANILLA ROAD.
Leather Rebel (“Painkiller” – 1990)
“Painkiller”. Δίσκος – συνώνυμο του “metal”, δίσκος – πεμπτουσία της περιγραφής “no fillers, all killers”. Μέσα λοιπόν από τα τόσα τρομερά που συμβαίνουν εκεί, θα διαλέξουμε δύο συνθέσεις που ομολογουμένως δεν έχουν τιμηθεί από τη μπάντα όσο θα έπρεπε. Πρώτη το “Leather Rebel”. Τρομερό, επιθετικό riff στην εισαγωγή, ο Travis «κατεδαφίζει» τα πάντα με τις διπλομποτιές του, το solo πιστοποιεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως δεν χρειάζεται να παίξεις 500/sec για να ακουστείς ευφάνταστος, ο Rob σε γενικά χαμηλές συχνότητες επιβλητικός όσο δεν φαντάζεσαι και ένα από τα καλύτερα finale στην ιστορία της μπάντας, ακούγεται στα τελευταία 30 δευτερόλεπτα του τραγουδιού. Live έχει παιχτεί μόλις δύο φορές. Τι άλλο να ζητήσει κανείς ως απόδειξη, για να του δώσει το χαρακτηρισμό “underrated”;
One Shot at Glory (“Painkiller” – 1990)
Το δεύτερο αριστούργημα του άλμπουμ, που μάλιστα έχει χειρότερη αντιμετώπιση ακόμη και από το “Leather Rebel”. Ουδέποτε το συγκρότημα το ενέταξε σε κάποια setlist. Υμνικό, ανθεμικό, με – θα το πω, δεν γίνεται – τις καλύτερες κιθάρες ολόκληρου του δίσκου, οι οποίες «μιλούν» με νότες για μια ακόμη φορά! Ακούστε το σημείο από το οποίο ξεκινούν οι «μονομαχίες» των Tipton – Downing και μετά, και θα έχετε πλήρη εικόνα. Στο 03:00 ξεκινά το πανηγύρι. Για το rhythm section το οποίο παραδίδει μαθήματα δεν χρειάζονται πολλά λόγια, (ειδικά ο Travis ο οποίος ζει το όνειρο όντας μέγας οπαδός του γκρουπ ο ίδιος) και ΦΥΣΙΚΑ ουδεμία λέξη, ουδένα σχόλιο για την Αυτού Μεγαλειότητα στα φωνητικά. Απίστευτο, ιδανικό κλείσιμο ενός μουσικού αραβουργήματος. Κάπου εδώ να ρίξω ακόμη μια προβοκατόρικη δήλωση και να πω πως ο ομότιτλος ιστορικός «κεραυνός» του δίσκου, είναι μέσα στα χειρότερά του. Τι, όχι; Δηλαδή για παράδειγμα το “Hell Patrol” δεν είναι καλύτερο;
Cathedral Spires (“Jugulator” – 1997)
Δίσκος – αμαρτία. Κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Tipton, η μπάντα παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στο χώρο του «σκληρού» ήχου τότε, οπότε θεωρώ βέβαιο πως είχε αποφασιστεί αυτή η στροφή πριν ακόμη προσληφθεί ο νέος (όποιος και να ήταν αυτός) τραγουδιστής. Μάλλον για αυτό το λόγο λοιπόν, επιλέχθηκε ο Tim Owens. Όταν τον κυκλοφόρησαν οι Βρετανοί, δεν μας άρεσε ιδιαίτερα. Με τη πάροδο των ετών όμως, ο κόσμος καταλάβαινε την αξία του. Η αλήθεια είναι πως αν το “Jugulator” το είχαν κυκλοφορήσει οι PANTERA, θα τα είχαμε χ@σει τα βρακιά μας. Μια από αυτές είναι αυτό το μεγαλεπήβολο κομμάτι, το οποίο θέλησε να αναβιώσει, υπό σύγχρονη τότε οπτική, την αύρα του ανυπέρβλητου “Beyond the Realms of Death” (το καλύτερο κομμάτι των JUDAS PRIEST και ένα από τα πέντε καλύτερα στην ιστορία του heavy metal). Το αποτέλεσμα καταδικασμένο να αποτύχει σε κάθε σύγκριση, αλλά… υπάρχει ένα μεγάλο «αλλά». Ο “Ripper” κάνει τρομερή δουλειά εδώ (γενικά σε ολόκληρο το δίσκο «σπέρνει»), ο ήχος σαρωτικός, ογκώδης, «γεμάτος», τσιρίδες «συνεργάζονται» με δεύτερα brutal και χορωδίες, όλα τοποθετημένα όπως πρέπει σε τούτο το έπος. Ναι, έπος. Το συγκρότημα είχε σκοπό να το εντάξει για πρώτη φορά στον κατάλογό του κατά τη περιοδεία της προώθησης του τρίτου δίσκου με τον Owens στη φωνή, ο οποίος όμως δεν ήρθε ποτέ. Κρίμα… Μήπως να το τραγουδήσει ο Καραφλός έστω μια φορά; Του πάει γάντι!
Sands of Time – Pestilence and Plague (“Nostradamus” – 2008)
Ξέρω πολλούς οπαδούς των JUDAS PRIEST και καθένας έχει τον δικό του αγαπημένο δίσκο. Δεκτό. Για τον συγκεκριμένο, καθένας έχει τη δική του άποψη. Άλλος τον θεωρεί αριστούργημα, άλλος πολύ καλό, άλλος αξιόλογο, άλλος άνισο. Επίσης δεκτό. Αλλά η πλήρης ισοπέδωση, δεν γίνεται δεκτή. Ούτε με σφαίρες. Ναι, είναι διαφορετικό. Δύσκολο άλμπουμ, ίσως. Έχει πολλά ατμοσφαιρικά και instrumental σημεία, που μπορεί κάποιους να τους κουράζουν. Αλλά πραγματικά, όποιος ακούσει αυτήν εδώ τη διλογία και δεν πάθει κοκομπλόκο ολικό και ανεπανόρθωτο, μπορεί να παρατήσει το sport. Υπάρχουν και τα πανηγύρια με τη Γωγώ Τσαμπά, να βγάλει τα γούστα του. Πίσω στο κομμάτι, όπου μια επιβλητική εισαγωγή δίνει τη σκυτάλη σε τρομερές κιθάρες που «κεντούν» έναν ξεσηκωτικό ρυθμό, με γνήσιο επικό συναίσθημα, εξαιρετικό, απλό, λιτό solo και τη φωνή του Θεού να ακούγεται ως άλλος Προφήτης, ειδικά στο σημείο με τα ιταλικά. Στο 04:21 που ο Halford τραγουδά τον τελευταίο στίχο και οι κιθάρες ακολουθούν με το χαρακτηριστικό riff αντάμα με τα πλήκτρα, δεν γίνεται να μη πάθεις αυχενικό σύνδρομο από το headbanging. Ονομάζεται “Underrated” γιατί δεν έχει ακουστεί ποτέ «από άμβωνος» και ας πρόκειται για τη κορυφή του «Νοστράδαμου». Κατά τα λοιπά, είναι καθρεπτάκι προς τους αδαείς, παρωπιδικούς ΞΕΡΟΛΕΣ που ακόμη θεωρούν πως το άλμπουμ αυτό δεν έχει μεγάλες στιγμές, ικανές να αποτελέσουν μέρος μιας JUDAS PRIEST ανθολογίας.
Δημήτρης “Exciter” Τσέλλος
(Όσα τραγούδια δεν υπήρχαν στο Spotify, τα παραθέτουμε με τα σχετικά YouTube links)