Εάν έπρεπε να περιγράψουμε το τέταρτο live των LEPROUS στην Αθήνα με δύο λέξεις, αυτές θα ήταν «αλλαγή επιπέδου». Πλέον είναι τόσο εμφανής η βελτίωση του group επί σκηνής, που δύσκολα θα βρει κάποιος στο επίπεδο τους, κάτι αρτιότερο να παρακολουθήσει. Εάν θεωρήσουμε τις δύο πρώτες εμφανίσεις τους ως ερασιτεχνικές προσπάθειες μιας μπάντας που ξεκίναγε να διαμορφώνει τον χαρακτήρα της, τότε μπορούμε σίγουρα να πούμε πως η εμφάνιση τους το 2015 μας είχε αφήσει με μια γλυκόπικρη γεύση αφού η φωνή του Einar Solberg ήταν εμφανώς καταπονημένη και αποτελούσε (πραγματικά και αλληγορικά) την μοναδική παραφωνία μιας καλοκουρδισμένης μηχανής. Το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου 2018 όμως θα σβήσει την πρότερη μνήμη μας από την συναυλιακή υπόσταση των LEPROUS, μιας και το group έδωσε μια εμφάνιση μοναδική, αψεγάδιαστη, πάνω και πέρα από το τέλειο που έχει ο καθένας θέσει ως standard. Ας τα πιάσουμε από την αρχή.
Με το χρονοδιάγραμμα να κυλάει με ακρίβεια δευτερολέπτου και τους 22 να ανεβαίνουν στην σκηνή, το κοινό που μαζευόταν σιγά-σιγά δεν έδειξε να συγκινείται από την προοδευτική pop/indie πρόταση των Νορβηγών. Ενώ στουντιακά το group ακούγεται ενδιαφέρον, φαίνεται να μην έχει κατακτήσει τον ήχο τους, δείχνοντας σημαντικές αδυναμίες να τον αποδώσει. Στα θετικά να επισημάνουμε την επιθυμία τους να οργώνουν την σκηνή, να διαφέρουν (οι ημίγυμνες παρουσίες τους, με φωσφορίζουσες μπογιές στα πρόσωπα τους γαρ), να τιμούν το μεροκάματο τους γενικότερα.
Οι AGENT FRESCO, ως πιο έμπειρο group δεν έχει τέτοια θέματα. Καλός ήχος, πληθωρική παρουσία από τον frontman, Arnór Dan Arnarson (ο οποίος διαθέτει και πολύ καλή φωνή) και πολλά κομμάτια από το “Destrier”, που ήδη κλείνει 3 χρόνια από την κυκλοφορία του. Ο ήχος τους ομοιάζει αρκετά των LEPROUS, όμως δεν διαθέτουν τις συνθέσεις που μπορούν να ακουμπήσουν μεγάλο τμήμα του (ανυποψίαστου) κοινού. Όμως η συναυλιακή τους δυναμική τους βοηθά, φαίνεται να το έχουν και αν στο επόμενο άλμπουμ, κατασταλάξουν ανάμεσα στην pop, την indie, την metal και την ηλεκτρονική μουσική, ίσως δούμε κάτι παραπάνω από απλά ενδιαφέρον, από αυτούς.
Ξεστήσιμο, στήσιμο και ένας τσελίστας εκτελεί, ηχογραφεί και λουπάρει θέματα, ως εισαγωγή στο “Bonneville” που εκκινεί το live των LEPROUS σε αυτή την περιοδεία. Αρχικά θεώρησα ως αχρείαστο, δείγμα νεοπλουτισμού την παρουσία του εν λόγω οργάνου στο εισαγωγικό μέρος. Μέγα λάθος εκ μέρους μου, όπως φάνηκε στην πορεία, αφού πλέον επί σκηνής οι Νορβηγοί είναι πέντε μέλη, με το cello μάλιστα να προσφέρει καίρια γεμίσματα σε ολόκληρη την διάρκεια. Η μπάντα εξαιρετικά δεμένη, ο ήχος ακούγεται καθαρά και δυνατά μέχρι και τις πιο πίσω σειρές, η φωνή του Einar είναι κρύσταλλο και ειλικρινά τι μπορεί να χαλάσει σε αυτό το live. Τίποτα. Από το “Third Law” και έπειτα, οι LEPROUS σφυροκοπούν το αθηναϊκό κοινό με συνθέσεις κυρίως από τα δύο τελευταία album τους και ειδικά στα hits του “Malina” (“Illuminate”, “From the Flame”), φαίνεται ότι η περίπτωση τους έχει ξεφύγει. Singalongs και παρατεταμένο χειροκρότημα σε κάθε διακοπή, μου φέρνει στην μνήμη τα live των PAIN OF SALVATION και OPETH που έγιναν στην ακμή της καριέρας τους (αν και αυτές οι μπάντες είχαν εμφανώς περισσότερο κόσμο στις συναυλίες τους) στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας.
Η παρουσία του ψηφιακού single “Golden Prayers” στο setlist, δεν αποτέλεσε έκπληξη αφού πρόκειται περί μιας αξιόλογης σύνθεσης και μάλιστα με όμορφο refrain, ενώ η διασκευή στο “Angel” των MASSIVE ATTACK, αποτελεί τρανό δείγμα της ρέντας των Νορβηγών. Επιτυχημένη επιλογή, με το τραγούδι να φαντάζει μέρος του set εδώ και χρόνια (κακά τα ψέματα, το “Mezzanine” έχει επηρεάσει καίρια τον τρόπο που συνθέτουν οι Νορβηγοί) με το group να το επιμεταλλώνει αρκούντως για να ταιριάζει πλήρως με τον ήχο του. Το “The Price” θα ολοκληρώσει θριαμβευτικά το πρώτο μέρος του live, με το κοινό να κινείται/χορεύει ρομποτικά στον ρυθμό της κιθάρας του Tor Suhrke. Το “Mirage” αλλά και το δεύτερο (απροσδόκητο) encore, με μια εκπληκτική εκτέλεση του “Slave” αποτελειώνει ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ δεύτερη σκέψη για το ποιος ηγείται πλέον του προοδευτικού metal εις τας Ευρώπας.
Θέλετε αρνητικά;
Καλή δύναμη και καλή υπομονή σε όσους δεν μπορούν να “επιστρέψουν” από το Fuzz τις επόμενες μέρες.
Αλέξανδρος Τοπιντζής
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας