LYNYRD SKYNYRD – “Pronounced ‘Lĕh-‘nérd ‘Skin-‘nérd’”… και η γέννηση ενός Μύθου

0
1874

Στα μέσα των 60s, γίνονταν κοσμοϊστορικές «ζυμώσεις» στον Αμερικανικό Νότο. Κατά κάποιους βέβαια, τίποτα το αναπάντεχο δεν συνέβαινε, τα πράγματα απλά έπαιρναν την τροπή που ήταν δρομολογημένο να πάρουν, σε έναν rock ‘n’ roll κόσμο που αποφάσιζε να αλλάξει όψη, να γίνει rock (σκέτο) και να αποκτήσει… τσαμπουκά! Τσαμπουκά που θα του τον έφερναν, μαζί με την ορμή και το πάθος της νιότης τους, διάφοροι περίπου αμούστακοι νεανίσκοι, που ότι τελείωναν ή είχαν τελειώσει το σχολείο.

Σαν τους THE ALLMAN BROTHERS BAND, ZZ TOP, BLACKFOOT, MOLLY HATCHET, .38 SPECIAL, ATLANTA RHYTHM SECTION, BLACK OAK ARKANSAS… όλοι τους πάνω-κάτω της ιδίας «φουρνιάς» και μεγαλωμένοι με τον ίδιο τρόπο, κάτι που έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στη μουσική τους. Γιατί ο Νότος φίλε μου, ήταν και είναι ακόμη, ιδιάζουσα περίπτωση. Μια ξεχωριστή χώρα, μέσα στη χώρα των Η.Π.Α. Άλλη νοοτροπία, άλλος τρόπος ζωής, άλλη ιδιοσυγκρασία, άλλες αρχές και ήθη…

Οι LYNYRD SKYNYRD ήταν αυθεντικά τέκνα εκείνης της «χώρας μέσα στη χώρα». Έμελλε δε, να γίνουν οι μεγαλύτεροι πρεσβευτές της κουλτούρας της. Όλα ξεκίνησαν σε ένα λύκειο της περιοχής του Riverside στη Florida, το “Riverside High School”, που τότε λεγόταν “Robert E. Lee High School”, από το όνομα του μεγάλου στρατηγού των Νοτίων. Εκεί, σε εκείνα τα μέρη του δυτικού Jacksonville, της «παραγκούπολης» (Shanty town) όπως την έλεγαν οι ντόπιοι, μεγάλωσαν μαζί οι οικογένειες των Van Zant, Rossingtons, Collins και Burns.

Τέσσερα από τα παιδιά τους, ο Ronnie, o Gary, o Allen και ο Bob αντίστοιχα, ταίριαξαν, «έδεσαν» και πορεύτηκαν μαζί στη ζωή, κάποιοι από τα «μικράτα» τους, κάποιοι μπαίνοντας στην παρέα λίγο πιο μετά. Και μεγάλωσαν όπως μεγάλωνε κάθε Νότιο παιδί εκείνη την εποχή: αρχικά παίζοντας στις αλάνες και γυρνώντας όλο το Jacksonville με ποδήλατα, στην εφηβεία βλέποντας ιππόδρομο, κυνηγώντας όμορφα κορίτσια, οδηγώντας το αμάξι των γονιών και παίζοντας baseball.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ LYNYRD SKYNYRD

Το «μικρόβιο» της μουσικής το είχαν όλοι τους, αλλά πρώτοι οι Gary Rossington και Bob Burns θέλησαν να φτιάξουν μια μπάντα. Κιθαρίστας ο ένας, drummer o άλλος, ξεκίνησαν τις διαδικασίες με το να βρουν τραγουδιστή. Κανείς δεν πέρασε από το μυαλό του Gary, παρά μόνον ο «κολλητός» του, ο Ronnie Van Zant, το αστέρι στην παιδική ομάδα baseball των Green Pigs αλλά και εξαιρετικός πυγμάχος, που τότε αμφιταλαντευόταν ακόμη σε ποιο από τα δύο αθλήματα ήθελε να ακολουθήσει επαγγελματική αθλητική καριέρα.

Πήγαν λοιπόν να τον βρουν, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα. Δε χρειάστηκε να κάνει τις συστάσεις ο Gary… «Έφαγε» μια μπαλιά από τον Ronnie κατά λάθος ο Bob και ξαπλώθηκε «τέζα» στο έδαφος. Όταν συνήλθε, ο Ronnie στεκόταν από πάνω του, δίνοντάς του το χέρι για να σηκωθεί, μ’ ένα απλό sorry, kid να «σπάει» εκείνο το χαρακτηριστικό του, a la Mona Lisa χαμόγελο. «Μου κόπηκε η ανάσα!», θα έλεγε χρόνια μετά ο καψερός ο Bob. Τι ωραίος τρόπος να γνωρίσεις κάποιον, ε;

Αφού τελείωσε το παιχνίδι, έλαβε χώρα στο γκαράζ του Burns το πρώτο τζαμάρισμα. Το γκαράζ αυτό έγινε χώρος μάζωξης και «ζύμωσης», εκεί έμαθαν, μόνοι τους εννοείται, τα βασικά, παίζοντας διασκευές. Για τη δεύτερη κιθάρα, όλοι σκέφτηκαν τον Allen Collins, που ήταν πεπειραμένος (ας πούμε), αφού «γρατζούναγε» την εξάχορδη στους THE MODS. Όταν πήγαν να τον βρουν, αυτός είχε «τσουρνέψει» το ποδήλατο του Ronnie και «έκοβε βόλτες». Μόλις είδε λοιπόν τον κάτοχο του ποδηλάτου, το παράτησε κι ανέβηκε σε ένα δέντρο, θεωρώντας σίγουρο πως είχε φτάσει η ώρα να «φάει τις ψιλές του». Φυσικά, οι άλλοι τρεις έσκασαν στα γέλια, με πρώτο και καλύτερο τον Ronnie που μάλλον πετούσε την σκούφια του για τέτοια σκηνικά!

Στο μπάσο ήρθε για να συμπληρώσει την ομάδα ο Larry Junstrom, μαθητής και αυτός του Λυκείου Robert E. Lee και μετέπειτα συνοδοιπόρος του «μεσαίου» αδελφού Van Zant, Donnie, στους .38 SPECIAL. Με αυτήν την σύνθεση, ξεκίνησαν τις πρόβες και τις «ζωντανές» εμφανίσεις, παίζοντας κυρίως σε σχολικές εκδηλώσεις και parties. Το πρώτο τους όνομα ήταν MY BACKYARD, μετά άλλαξαν σε THE NOBLE FIVE για να καταλήξουν στο ONE PERCENT, που το έγραφαν και ως “1%”. Ούτε αυτό όμως θα το κρατούσαν για καιρό, κι ας είχαν τυπώσει μέχρι και κάρτες με το τηλέφωνο του πατρικού των Van Zant επάνω, για όποιον ήθελε να τους φωνάξει να παίξουν. Ο Leonard Skinner είχε άλλη άποψη…

«Ο πιο επιδραστικός γυμναστής στην ιστορία των Η.Π.Α» κατά τους New York Times (εγώ πάντως θα έδινα τον τίτλο στον James Naismith, τον «μπαμπά» του μπάσκετ), ήταν ο γυμναστής του Λυκείου τους και είχε ένα μεγάλο πρόβλημα, που έφτανε στα όρια της ψύχωσης: Δεν του άρεσαν οι μακρυμάλληδες! Αν η φράντζα μπροστά έφτανε στο φρύδι και τα μαλλιά στα πλάγια στο αυτί, έπαιρνες αποβολή χωρίς προειδοποίηση. Ένα τέτοιο «μέτρημα», θα ήταν αυτό που θα ξεχείλιζε το ποτήρι της υπομονής του Gary Rossington, ωθώντας τον να παρατήσει το σχολείο.

Την ίδια εποχή, κυκλοφορούσε ένα σατυρικό τραγουδάκι του κωμικού Allan Sherman, το “Hello muddah, hello fadduh (A letter from Camp)”, γνωστό και ως “Camp Granada”, όπου μέσα υπήρχαν οι στίχοι “You remember Leonard Skinner, he got ptomaine poisoning last night after dinner. Βέβαια, ο Leonard του τραγουδιού ήταν ένα παιδάκι της κατασκήνωσης, αλλά η σύμπτωση αρκούσε για να κάνει τον Bob Burns να ξεκινήσει μια ακατάσχετη πλάκα με το ονοματεπώνυμο του καθηγητή του, η οποία υιοθετήθηκε απ’ όλους. Για οτιδήποτε συνέβαινε, η απάντηση ήταν μια… Leonard Skinner! Χτυπά το κουδούνι στην πόρτα; Θα είναι ο Leonard Skinner. Πέρασε ένα αμάξι κορνάροντας; Θα είναι ο Leonard Skinner. Χτυπά το τηλέφωνο; Θα είναι ο Leonard Skinner κ.ο.κ.

Συνεπώς, ο αυστηρός κ. Skinner δε μπορούσε να συμβαδίσει με τα όνειρα των νεαρών που ήθελαν να γίνουν rock stars. Ωστόσο, τους βοήθησε με τον τρόπο του. Ο Ronnie είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως με το 1% για όνομα δεν πας πουθενά και έσπαγε το κεφάλι του να βρει καινούργιο. Σε ανύποπτο χρόνο, ο Burns «πέταξε» τη γνωστή ατάκα προτείνοντας το ονοματεπώνυμο του καθηγητή τους ως νέο όνομα. Οι υπόλοιποι όμως, νόμιζαν πως πάλι τους κάνει πλάκα…

Leonard Skinner!
– Πού;
Leonard Skinner ρε!
– Ναι ρε
Bob, πού είναι;
– Το όνομα της μπάντας ρε σεις!

Αυτό ήταν. Έπεσαν ξεροί όλοι από τα γέλια και δεν υπήρχε κανένας λόγος για να σκεφτούν κάποιο εναλλακτικό. Το άλλαξαν βέβαια λίγο για να μην προκαλέσουν, σε LYNARD SKYNARD. Όσο για τον ίδιο τον καθηγητή; Σε αντίθεση με όσα θα περίμενε κανείς, μόνο πρόβλημα δεν είχε. Μέχρι που έφτασε να προλογίσει ο ίδιος το group, πριν από ένα live, κάποια χρόνια μετά. Θεούλης!

Οι «ζωντανές» εμφανίσεις συνεχίζονταν με δυσκολίες, αφού το Jacksonville στα 60s ήταν μια πόλη γεμάτη rednecks (δηλαδή υπερσυντηρητικούς αγρότες, για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται) και μόνο δύο-τρία μέρη υπήρχαν όπου θα μπορούσες να παίξεις rock ή χίππικη μουσική, όπως την έλεγαν τότε οι ντόπιοι. Σαν να μην έφτανε αυτό, σε αυτά γίνονταν πλείστοι τσαμπουκάδες, αλλά δε βαριέσαι, «καθάριζε» ο Ronnie, που παράλληλα δούλευε σε μια αντιπροσωπεία των αυτοκινήτων Morris («σκυλιά» τα Morris), φορώντας περούκα για να μη φαίνεται η χαίτη του. Ποτέ δεν «κώλωνε», δεν το είχε σε τίποτα να κάνει πρώτος «ντου» και πάντα έμπαινε μπροστά σε όλα για τα φιλαράκια του.

Αν ήθελες να δώσεις συναυλίες μακριά από rednecks, δεύτερή σου επιλογή αποτελούσαν οι πολλές ναυτικές βάσεις της περιοχής. Για να το καταφέρεις όμως αυτό, έπρεπε να σε δεχτούν οι ναύτες. Και πως θα γινόταν κάτι τέτοιο; Με αγώνες πυγμαχίας. Yep… καλά διάβασες. Πάλι ξύλο. Αν κατάφερνες να κερδίσεις, το ίδιο βράδυ έπαιζες. Και οι LYNARD SKYNARD έδωσαν πολλά live, γιατί ο εκπρόσωπος του συγκροτήματος σε αυτό το περίεργο «παιχνίδι» ήταν, ποιος άλλος, ο μαθημένος στους τσαμπουκάδες του δρόμου, πρώην πια πυγμάχος και «ψημένος» στις μπούφλες, Ronnie Van Zant.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η μπάντα έπαιζε αρκετά και σιγά-σιγά δοκίμαζε και δικές της συνθέσεις, εκτός από διασκευές, έχοντας ήδη φτιάξει ένα κάποιο όνομα. Κάποια στιγμή, σ’ένα τοπικό club, τους άκουσε ο Alan Walden, που μαζί με τον αδερφό του Phil, ήταν managers soul καλλιτεχνών. Έχοντας αποφασίσει να στραφούν προς τη νέα «φουρνιά» του rock n’ roll (εκεί υπήρχε τότε «ψωμί»), ξεκίνησαν να «ανιχνεύουν» τις Η.Π.Α για νέα ταλέντα. Ένα βράδυ λοιπόν, ο Alan βρέθηκε στον ίδιο χώρο με τους Skynyrds. «Άκουσα 187 μπάντες εκείνον τον καιρό, ώσπου κάποια στιγμή πέτυχα, σε μια αποθήκη, ένα συγκρότημα με το όνομα LYNYRD SKYNYRD. Ένοιωσα λες και έπαθα καρδιακή προσβολή! Μόλις άκουσα το ‘Freebird’, αμέσως κατάλαβα ότι θα γίνουν μεγάλο συγκρότημα. Ξέχασα μονομιάς τα υπόλοιπα 186…» θα έλεγε ο ίδιος.

HELL HOUSE

Με τους αδερφούς Walden να τους κατευθύνουν, οι υπόλοιποι Skynyrds είχαν πια το νου τους μόνο στο πώς να συνθέσουν μουσική. Σωστά; Μπα, γράψε λάθος. Δεν είχαν προβάδικο. Πού θα δούλευαν τις ιδέες τους, σε γκαράζ και σπίτια; Τους βρήκε τον κατάλληλο (ή και όχι, αναλόγως από ποια πλευρά το βλέπει κανείς) χώρο ο road manager και φίλος της μελλοντικής δεύτερης συζύγου του Ronnie, της Judy, ο Dean Kilpatrick. Ήταν μια αποθήκη στο Green Cove Springs, σε έναν τόπο γεμάτο κουνούπια, κατσαρίδες, κροταλίες, νερόφιδα, αλιγάτορες και άλλα συμπαθέστατα «κατοικίδια», που γρήγορα ονομάστηκε “Hell house”, λόγω της γύρω… ομορφιάς.

Ναι, μπορεί το Hell house να ήταν μια καλύβα σε ένα μέρος που και τον εχθρό σου που λέει ο λόγος δύσκολα τον πας, αλλά για το συγκρότημα ήταν ένας μαγικός χώρος, όπου θα μπορούσε να συνθέσει και να προβάρει χωρίς να ανησυχεί μήπως και τους συλλάβει η αστυνομία για διατάραξη κοινής ησυχίας μετά από καταγγελία, ή μήπως τους την «πέσουν» rednecks. Η τελευταία τους έγνοια ήταν οι διάφοροι που έρχονταν με βάρκες και έκλεβαν τον εξοπλισμό τους, κάτι που σταμάτησε «όλως τυχαίως», όταν τα μέλη του group μετακόμισαν στο Hell house και έφεραν, μαζί με τα όργανά τους… τα όπλα τους. Σύμπτωση θα ήταν.

Στην εποχή μας όλη η περιοχή έχει αλλάξει. Έχουν φτιαχτεί σύγχρονες κατοικίες και πάρκα για πικ-νικ, τα «κατοικίδια» έχουν φύγει, ο βάλτος έχει καθαριστεί… Το μόνο που θυμίζει τις εποχές που ακούγονταν εκεί οι πρώτες νότες του “Simple man”, του “Free bird και του “Sweet home Alabama”, είναι τα ονόματα των δρόμων: Free Bird Loop, Southern Oaks Drive, Tuesdays Cove, Noble Court… Ωστόσο, πολλά memorabilia από εκείνη την καλύβα, έχουν σωθεί.

Είμαστε στην «αυγή» των 70s και οι LYNYRD SKYNYRD ετοιμάζονταν να πατήσουν για πρώτη φορά το πόδι τους σε επαγγελματικό μέρος ηχογραφήσεων. Επρόκειτο για τα Muscle Shoals Sound Studios στην Alabama, «σπίτι» καλλιτεχνών σαν τους Aretha Franklin, Wilson Pickett, Percy Sledge, THE ROLLING STONES, Leon Russell… Εντάξει, αν το συγκρότημα ένιωθε ωραία στο Hell house, φαντάσου σε ένα σύγχρονο studio σαν τα Muscle Shoals Sound Studios πως θα ένιωθε!

Αλλά τι να το κάνεις… Για τις ηχογραφήσεις των demos χρειάζονταν χρήματα και οικονομικά, οι Skynyrds τα έφερναν πολύ δύσκολα. Έδιναν live για λίγα δολάρια τη βραδιά, μάζευαν καπάκια αναψυκτικών και τα πωλούσαν. Πολλές φορές δεν είχαν να φάνε και έφτιαχναν τσάι από τα μανιτάρια που φύτρωναν στα περιττώματα των αγελάδων που έβοσκαν εκεί γύρω. Μανιτάρια παραισθησιογόνα, που τους έκαναν να «βλέπουν» και να «φαντάζονται» διάφορα. Η ζέστη ήταν αφόρητη, η υγρασία επίσης, αλλά είχαν βάλει έναν στόχο και έπρεπε να τον πετύχουν: Ήθελαν να γίνουν οι THE ROLLING STONES των Η.Π.Α!

Σαν γνήσιοι Νότιοι, οι γονείς τους πάντα τους βοηθούσαν, πληρώνοντας κυρίως την ασφάλεια του ενοικιαζόμενου εξοπλισμού και μεταφέροντας τους, έστω κι αν η μαμά Marion Virginia Van Zant γκρίνιαζε συνέχεια για το πότε θα βρουν τα παιδιά της μια κανονική δουλειά. Αιώνιες μαμάδες… Πάντως, καλύτερα απ’ όλους, τα εξήγησε ένας: «Αν οι φυλακές, τα φορτηγά τραίνα, οι βάλτοι και οι αλιγάτορες δεν σε παρακινήσουν να γράψεις μουσική, τότε μεγάλε, δεν κάνεις για αυτό. Και δεν είχαμε φράγκο στην τσέπη, ζούσαμε με ψωμί και φυστικοβούτυρο αλλά γαμώτο, δε μετανιώνω, μου άρεσε!». Α ρε Ronnie…

Τότε ήρθαν και οι πρώτες αλλαγές. Οι Junstrom και Burns αποχωρούν, μην αντέχοντας τις άθλιες συνθήκες, για να αντικατασταθούν από τους Greg T. Walker και Rickey Medlocke, αντίστοιχα. Κι ενώ αρχικά ο Ινδιάνος μπήκε στο συγκρότημα πριν να φύγει ο Burns ως δεύτερος (!) drummer, γρήγορα έγινε ο μοναδικός για να μετατεθεί εκ νέου στην τρίτη κιθάρα, όταν επέστρεψε ο μεταμεληθείς Burns. Οι LYNYRD SKYNYRD θα έπαιρναν έτσι μια γεύση για το πώς είναι να είσαι επτάδα, έστω σε πειραματικό στάδιο. Ο Rickey δεν ήταν ξένος, ήταν και αυτός οικογενειακός φίλος του group. O παππούς του, ο Paul Robert “Shorty” Medlocke, ήταν πολύ γνωστός country και bluegrass μουσικός στην περιοχή, έπαιζε banjo και φυσαρμόνικα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Rickey, Ronnie και Gary άραζαν με τις ώρες μαζί του, σαν έπαιζε στη βεράντα του σπιτιού του, θαυμάζοντάς τον.

Φαίνεται όμως πως για τον Rickey, δεν ήταν ακόμη η ώρα του για να είναι στους Skynyrds. Έφυγε, για να σχηματίσει τους BLACKFOOT, παίρνοντας μαζί του τον Greg T. Walker… Η φυγή τους, άφηνε τη μπάντα με δύο κιθάρες και ορφανή από μπάσο. Το πρώτο δεν ήταν πρόβλημα, το δεύτερο λύθηκε άμεσα. Στο μπάσο επιλέχθηκε ο Leon Wilkeson, η έτσι κι αλλιώς αρχική επιλογή για τη θέση. Ένας καταπληκτικός μπασίστας («ότι του έλεγες να παίξει το έπαιζε με την πρώτη, όσο δύσκολο και να ήταν», σύμφωνα με τον Gary), που ταίριαξε απόλυτα με τους υπολοίπους μουσικά ενώ εμφανισιακά, έμοιαζε σαν να είχε έρθει από τα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου!

Σημείωση: Πολύ και εξαιρετικό υλικό από το 1968 μέχρι το 1972, θα βρεις στις συλλογές Collectybles και “Skynyrd’s first: The complete Muscle Shoals album”. Μιλάμε για πραγματικό θησαυρό, που εκτός του ότι μουσικά είναι ΕΠΟΣ, θα σε βοηθήσει να καταλάβεις πως διαμορφώθηκε ο ήχος του group και πως από τα γκαράζ και τα μπουνίδια με τους γείτονες, έφτασε να γεμίζει αρένες. Τώρα αν μπερδεύτηκες με τα ονόματα, τις μεταξύ τους σχέσεις και τα συνεχή πήγαινε-έλα, κράτα στο νου σου πως όλα τα groups που έπαιζαν southern rock συνδέονταν μεταξύ τους φιλικά ή συγγενικά και «καθάρισες».

Ο AL KOOPER

Το ημερολόγιο δείχνει 1972. Ο Walden αρχίζει να ψάχνει για εταιρείες, ώστε να γράψουν οι Skynyrds τον πρώτο δίσκο τους. Οι οιωνοί είναι ξεκάθαρα ευνοϊκοί, είναι η εποχή που οι THE ALLMAN BROTHERS BAND γνωρίζουν τεράστια επιτυχία μπαίνοντας στο US top-10 με το “Eat a peach” και το southern είναι το next big thing στο rock. Με το demo του “Free bird” ανά χείρας, o Alan χτυπούσε την πόρτα των μεγάλων εταιρειών, για να βρει το πολυπόθητο συμβόλαιο. Κι όμως, για λόγους πέραν πάσης λογικής, εννιά εταιρείες άκουσαν το demo, εννιά ήταν και οι «χυλόπιτες» που εισέπραξε ο Walden…

Καλύτερα. Γιατί κάπου σε ένα club της Atlanta, το Funochio στην Peachtree St., η μπάντα πέφτει πάνω στον Al Kooper. Ο Kooper ήταν σπουδαίο όνομα. Ιδρυτής των BLOOD, SWEAT AND TEARS, είχε παίξει ως τότε με τους Jimi Hendrix, Bob Dylan, Bo Diddley, BB King, THE ROLLING STONES, THE WHO, οπότε ήταν αυτός που χρειαζόταν το συγκρότημα για να ανοίξουν οι «μεγάλες πόρτες». «Ήταν ένα από εκείνα τα πραγματικά επικίνδυνα bar όπου όλοι κουβαλούν όπλα και πέφτουν πυροβολισμοί κάθε νύχτα», θυμάται ο Al σε μια συνέντευξή του. «Όταν άκουσα τους LYNYRD SKYNYRD, πετάχτηκα όρθιος από τη θέση μου. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου!»

Ο Kooper λοιπόν ενθουσιάστηκε τόσο, που τους υπέγραψε έναντι 9.000 δολαρίων, ποσό που ξοδεύτηκε άμεσα, προς αγορά εξοπλισμού. Συνάμα, μίλησε με τους ανθρώπους του δισκογραφικού κολοσσού MCA, όπου δούλευε ως παραγωγός και τους έπεισε να αναλάβουν τη διανομή της δικής του εταιρείας, Sounds of the South, την οποία έστησε μόνο και μόνο για να υπογράψουν οι LYNYRD SKYNYRD!

THE GUITAR ARMY AT STUDIO ONE

Πριν μπουν στο studio, οι LYNYRD SKYNYRD ήταν ακόμη μια καθαρά κιθαριστική μπάντα, χωρίς πλήκτρα, με δύο κιθάρες. Κουιντέτο. Ένα προσωρινό «μπες – βγες» του Wilkeson δημιούργησε αρχικά την εξάδα, από σπόντα. Πρόσεξε τι συνέβη… Παλαιότερα, όταν έπαιζαν στο club Comic Book, ανάμεσα στους πολλούς θαμώνες του ήταν και ο Ed King των ψυχεδελικών Καλιφορνέζων rockers STRAWBERRY ALARM CLOCK (είχε περάσει επίσης από τους BEACH BOYS) ο οποίος, αφού άκουσε συγκλονισμένος το “Need all my friends” (μια από τις πρώιμες συνθέσεις του group), δήλωσε στον Ronnie πως οποτεδήποτε το συγκρότημα έχει ανάγκη από κιθαρίστα ή μπασίστα, να μην το σκεφτεί δεύτερη φορά και να του τηλεφωνήσει. Καταλαβαίνεις λοιπόν, ποιος ανέλαβε το μπάσο κι έγινε, για τις ανάγκες του δίσκου, διπλοθεσίτης.

Στις 27 Μαρτίου 1973 η ομάδα μπήκε στο Studio One, στο Doraville της Georgia. Το Studio One ήταν ένας καταπληκτικός χώρος, δημιούργημα του μηχανικού ήχου Rodney Mills. Την Πρωτομαγιά, είχαν όλα τελειώσει. Ήταν βέβαια και οι επτά απίστευτα έτοιμοι. Είχαν παίξει τόσο πολύ επί σκηνής και είχαν τόσο πολύ προβάρει στην αποθήκη – σπίτι τους που στο studio πήγαιναν, «κάρφωναν» τα κομμάτια με την πρώτη και έφευγαν. Ο Kooper με τον Mills, τον Danny Turbeville και τον Bob Langford (οι υπεύθυνοι για τον εκπληκτικό ήχο του δίσκου) είχαν μείνει άφωνοι, σε βαθμό που ο δεύτερος έβαλε τα κλάματα, μετά από ένα solo του Collins. Αν τον ρωτήσεις τώρα δε θυμάται ποιο ήταν, αλλά η τελική ΣΟΛΑΡΑ του “Free bird”, πληροί όλες τις προϋποθέσεις μιας ολοκληρωτικής ανατριχίλας. Μάλλον εκεί τα «έμπηξε».

Πηγαίνει ακόμη κόσμος στο Studio One, που πλέον είναι μια αποθήκη εταιρείας, για να νιώσει λίγη από τη μαγεία της ηχογράφησης. Αν βρεθείς κάποτε εκεί, στο 3864 Oakcliff Industrial Court, μη ντραπείς. Μπες, θα σε κατατοπίσουν οι υπάλληλοι.

Όταν ο Wilkeson, καθώς προείπαμε, επέστρεψε μετά τις ηχογραφήσεις, ο King έγινε αυτόματα ο τρίτος της εξάχορδης παρέας, του The guitar army όπως θα τους έλεγαν από τότε και στο εξής. Χρυσή ευκαιρία… Τους αγαπημένους τους BUFFALO SPRINGFIELD ήθελαν να μιμηθούν, από εκεί είχαν πάρει εξαρχής την ιδέα να κρατήσουν τις τρεις κιθάρες, τελικά κατάφεραν κάτι πολύ καλύτερο. Η τελευταία προσθήκη, που θα έφτανε τον αριθμό στον μαγικό αριθμό επτά, θα ήταν ο πιανίστας Billy Powell, μέχρι τότε roadie τους. Θα δούμε παρακάτω πως εντάχθηκε στο group.

H σύνθεση είχε ολοκληρωθεί. Leon Wilkeson, Billy Powell, Ronnie Van Zant, Gary Rossington, Bob Burns, Allen Collins, Ed King. Δηλαδή, όπως τους βλέπεις από αριστερά προς τα δεξιά στο εξώφυλλο (δε ζει κανείς τους πια), στη φωτογραφία του Thomas Hill. Ναι, φαίνονται ταλαιπωρημένοι, αλλά φωτογραφίζονταν όλη μέρα, με τον Gary στο τέλος, ακριβώς μετά τη λήψη του εξωφύλλου, να ξερνάει στο πεζοδρόμιο. Επίσης, αν παρατηρήσεις, πάνω από το κεφάλι του King, στο βάθος, φαίνεται να «σκάει» ένας κεραυνός. Δεν είναι effect. Όντως, εκείνη την ώρα, έπεσε κεραυνός. Σημαδιακό;

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Τούτο το album είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, ίσως να είναι και η πλέον χαρακτηριστική, που η μουσική αντικατοπτρίζει/περιγράφει με όσο το δυνατόν καλύτερο τρόπο, μια ολόκληρη κοινωνία, έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής – συγκεκριμένα αυτόν του Αμερικανικού Νότου. Rock ‘n’ roll, βρετανικό rock, blues, bluegrass, Americana, boogie – woogie, country… απ’ όλα τους πήραν στοιχεία οι LYNYRD SKYNYRD και θεμελίωσαν αυτό που θα ονομαζόταν “southern rock”. Πόσο μα πόσο εύστοχη η περιγραφή του, δε νομίζεις;

Οι πρώτες νότες της κιθάρας του Gary και το σφύριγμα του Ronnie στο I aint the one, είναι το εισιτήριό σου για την Dixieland. O ξανθομάλλης frontman έπιανε το μολύβι και έγραφε στίχους απλούς, να τους καταλαβαίνει ο καθένας, να μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους. Στίχους που έβγαιναν από τη ψυχή και ως εκ τούτου, δεν υπολείπονταν σε ποιητικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε, στο rock, μερικοί από τους μεγαλυτέρους ποιητές, ήταν τελικά αυτοί του δρόμου και της βιοπάλης, έτσι δεν είναι; Τα εξίσου μάγκικα Things goinon, Poison whiskey και Mississippi kid σε συντροφεύουν και σου κάνουν εξαιρετική παρέα, όσο εσύ περιδιαβαίνεις νοερά τις Νότιες Πολιτείες, από τη Louisiana μέχρι τη Virginia και από το Kentucky μέχρι τη Florida.

Το τελευταίο μάλιστα, μπορεί να το έγραψε ο Ronnie για να περιγράψει έναν “badass” τύπο της Άγριας Δύσης που δεν «σηκώνει» και πολλά-πολλά (“I’ve got my pistols in my pockets boys, Im Alabama bound/Well, Im not looking for no trouble, but nobody dogs me ’round”), αλλά για έναν περίεργο λόγο, συνέδεσε και τον εαυτό του με αυτό. Ίσως έβλεπε τον ίδιο στο πρόσωπο του πιστολέρο, μόνο που αντί για εξάσφαιρα, είχε τις γροθιές του. Ήταν κι ο ίδιος ένα “Mississippi kid” όπως έλεγε, χωρίς να ξέρει το γιατί. Το ήξερε η μοίρα, που φρόντισε να γίνει όντως ένα «παιδί του Μισισιπή», μιας και εκεί βρήκε τραγικό θάνατο.

Μια κορυφαία τετράδα τραγουδιών, που μπορεί σε οποιονδήποτε άλλον δίσκο να μην είχε αντίπαλο, σε τούτο το ντεμπούτο όμως υπάρχουν άλλα τόσα, που δεν αφήνουν περιθώρια για πολλά debates. Το ρομαντικό, ψυχοπονιάρικο Tuesdays gone πάντα θα δημιουργεί μια υπέροχη αντίθεση με το αλανιάρικο Gimme three steps που το διαδέχεται. Το πρώτο υμνεί με τον δικό του τρόπο την απώλεια της αγάπης, σου «σφίγγει» την καρδιά και το τελείωμά του σε ρίχνει «στα πατώματα». Και εκεί που αναρωτιέσαι για το πώς θα συνέλθεις, ο μάστορας Ronnie χαλαρώνει την ατμόσφαιρα, καθώς σου διηγείται τα… κατορθώματά του στο bar “Little Brown Jug”, στη γωνία Edison και Acosta, στο Jacksonville. Εννοείται μαζί με τους Gary και Allen, δεν τα ρωτάνε αυτά.

Στο bar αυτό ο ξανθομάλλης frontman «χαλβάδιαζε» και χόρευε (αυτό σημαίνει το cutting the rug των στίχων) με μια κοπέλα, τη Linda Lou. Ξάφνου, μπαίνει στο bar ο αγαπητικός της Linda, τους βλέπει και του ζητάει «τα ρέστα». Μετά από μερικές… κουβέντες, ο ντόπιος, που ήταν lean, mean, big and bad, τραβάει όπλο. Το βλέπει ο Ronnie, τα «κάνει πάνω του» (“I was scared and fearing for my life, I was shaking like a leaf on a tree”) από φόβο… «Άσε με να φύγω, δεν τη ξέρω τη κοπέλα, δε θέλω να τη ξαναδώ και δε θα με ξαναδείς κι εσύ. Αλλά αν πρόκειται να με πυροβολήσεις, να ξέρεις, θα πρέπει να με πυροβολήσεις στον κώλο ή στους αγκώνες», λέει στον οργισμένο redneck, τρέχει προς την έξοδο κι από δω παν’ κι άλλοι. Δεν τον πυροβόλησε ο τύπος, παίρνω δε όρκο πως μετά, θα έπεσε ΤΟ γέλιο στο bar. Το ίδιο βράδυ, στο «αρχηγείο» του Hell house, θα γραφόταν το “Gimme three steps”.

Οκτώ κομμάτια έχει μέσα το “Pronounced ‘Lĕh-‘nérd ‘Skin-‘nérd’”, για έξι διάβασες μέχρι τώρα. Ποια μένουν; Αντικειμενικά, ψυχρά, δύο από τα καλύτερα rock τραγούδια όλων των εποχών, τα καλύτερα τραγούδια της μπάντας χωρίς δεύτερη σκέψη. Δύο έπη ισάξια/ανάλογα/αντίστοιχα με το “Stairway to Heaven”, το “Child in time” ή το “Bohemian rhapsody”.

“’Freebird’ is an anthem, and ‘Simple Man’ is a very nice song” – Gary Rossington

Το αγαπημένο τραγούδι του μικρού Van Zant, του Johnny, που κρατά το μικρόφωνο της μπάντας από το 1987, το Simple man είναι ένας ύμνος στην οικογένεια, στις απλές, διαχρονικές αξίες που την ορίζουν και στην πίστη προς τον Θεό, πράγματα που ένας Νότιος, σε σχέση με τον Αμερικανό του Βορρά, «κουβαλά» ως «φυλαχτό» μαζί του, όσα χρόνια και να περάσουν. Η έμπνευση ήρθε μετά από μια συζήτηση που είχε ο Ronnie με τη γιαγιά του, που τον συμβούλεψε περίπου όσα γράφονται στους στίχους. Δε γινόταν λοιπόν να μη γράψουν οι Skynyrds ένα τέτοιο κομμάτι.

Το αστείο της υπόθεσης είναι πως αυτό το αριστούργημα, ήθελε να το «κόψει» ο Al Kooper, θεωρώντας το βαρετό (ό,τι πεις). Τελικά, κατάλαβε και πείστηκε με το ζόρι πως τούτο δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί, όταν τον τραμπούκισε ο Ronnie, κλειδώνοντάς τον στο αμάξι και λέγοντάς του «άκου εδώ Βόρειε τσάτσε (“Yankee slicker”), δε θα βγεις από δω μέσα, αν δεν το τελειώσουμε». Και ο Kooper, που ισόποσα φοβόταν, θαύμαζε και ολίγον τι αντιπαθούσε τον ξανθομάλλη frontman (φοβερός συνδυασμός συναισθημάτων), έμεινε όντως κλειδωμένος στην πολυτελή του Bentley.

“To me there’s nothin’ free-er than a bird. You know? Just flyin’ wherever it wants to go. And uh, I duno, that’s what this country’s all about you know, you know, being’ free. I think everybody wants to be a free bird…” – RVZ

“Free bird”… Αφιερωμένο στους αδικοχαμένους Duane Allman και Raymond Berry Oakley των THE ALLMAN BROTHERS, που σκοτώθηκαν με ένα χρόνο διαφορά, στο ίδιο σημείο, με τον ίδιο τρόπο… Όταν οι εναπομείναντες LYNYRD SKYNYRD βρέθηκαν ξανά στην σκηνή το 1979, στα πλαίσια του Volunter Jam V, παίχτηκε σε instrumental μορφή. Ποιος να το «αγγίξει»; Η σκιά του Ronnie έπεφτε ακόμη βαριά επάνω του. Με την επανασύνδεση του 1987, κάθε βράδυ τα μάτια σηκώνονταν ψηλά, οι καρδιές χαιρετούσαν όλους τους νεκρούς συντρόφους και τραγουδούσε ο κόσμος. Η πρώτη φορά που ξανακούστηκαν οι στίχοι του επί σκηνής ήταν το 1991, κατά την περιοδεία του ομότιτλου δίσκου (“1991”) και μάλιστα στο Baton Rouge, στη Louisiana, στο μέρος δηλαδή που θα έπαιζαν τον μοιραίο Οκτώβριο του 1977. Ρίγος…

Ως προς τη δομή και τη μορφή του, το «νήπιο» “Free bird” ήταν μια αργή και σαφώς μικρότερη σύνθεση, σαν το “Tuesday’s gone” δίχως να περιέχει, φυσικά, πιάνο. Το riff του το είχε γράψει ο Collins στο Λύκειο, το ολοκλήρωσε μαζί με τον Ronnie αργότερα. Όταν ο roadie Billy Powell, με τις σπουδές στο κλασσικό πιάνο, στην κλασσική μουσική και τα prog rock ακούσματα τύπου YES, EMERSON LAKE AND PALMER, WISHBONE ASH κλπ, το άκουσε, είπε στους υπόλοιπους πως αν ήταν στο χέρι του, το κομμάτι θα το έπαιζαν αλλιώς και θέλησε να τους δείξει τι εννοεί. Κανείς στη μπάντα δεν έδωσε σημασία…

… μέχρι που ο Billy ξεκίνησε να παίζει. Σαν το άκουσαν όλο στο πιάνο και τους έπεσαν τα σαγόνια στο πάτωμα, η εισαγωγή κρατήθηκε αυτούσια, το τραγούδι εμπλουτίστηκε, η ενορχήστρωση άλλαξε και ο Billy έγινε αυτόματα ο μόνιμος πιανίστας, σε ένα συγκρότημα που ως τότε χαρακτηριζόταν μόνον από τις κιθάρες του. Και ήταν τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός των υπολοίπων για τις ικανότητές του, που τον άφησαν να παρέμβει και να παίξει όπως θέλει και στις υπόλοιπες συνθέσεις του album. Το πιάνο είχε γίνει μεμιάς, πρωταγωνιστής.

Το γρήγορο, δεύτερο μέρος του τραγουδιού προστέθηκε ως συναυλιακό κόλπο, για να τζαμάρουν οι υπόλοιποι και να ξεκουράζεται ο Ronnie. Κι ενώ αρχικά είχε διάρκεια ένα λεπτό, ολοένα και μεγάλωνε, φτάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις ως και τα είκοσι! Αναλόγως τα κέφια. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως ο πρώτος στίχος είναι αυτούσια τα λόγια της κοπέλας και μετέπειτα συζύγου του Allen Collins, της Kathy, η οποία ήθελε μάλλον να μάθει πόσο την αγαπούσε ο ψηλολέλεκας κιθαρίστας. Ευχαριστούμε, Kathy!

Άλλη μια σημείωση: Εκτός από τους έξι Skynyrds (πλην Leon), στο album συμμετείχαν ο ίδιος ο Al Kooper (ως Roosevelt Gook, έπαιξε μπάσο, μαντολίνο, όργανο και mellotron), ο drummer Robert Nix των ATLANTA RHYTHM SECTION, η Bobbye Hall στα κρουστά και ο Steve Katz των BLOOD, SWEAT AND TEARS στη φυσαρμόνικα.

ΟΙ ΤΗΕ WHO ΚΑΙ Η ΕΚΤΟΞΕΥΣΗ

Το group είχε πια μια δισκάρα και με αυτή, ξεκίνησε περιοδεία σε όλες τις Πολιτείες του Νότου. Η υποδοχή ήταν απίθανη. Από καμάρια του Jacksonville, οι LYNYRD SKYNYRD έγιναν τα καμάρια του Νότου και όλοι μιλούσαν για το νέο «καυτό» όνομα στο rock ‘n’ roll. Ο Al Kooper όμως, ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να τους μετατρέψει σε πραγματικά μεγάλη μπάντα. Εκμεταλλευόμενος τις σχέσεις του με τους THE WHO, μίλησε στον Pete Townsend που έψαχνε ένα ζόρικο support και κανόνισε αυτό να είναι οι Skynyrds. Βλέπεις, τότε, οι τεράστιες μπάντες ήθελαν supports που να ανοίγουν όσο γίνεται καλύτερα τα shows τους, δε φοβούνταν μήπως και παίξουν οι «μικροί» καλύτερα και τους ρεζιλέψουν.

Όλα ξεκίνησαν στις 20 Νοεμβρίου 1973, στο Cow Palace του San Francisco, μπροστά σε 18.000 άτομα. Σοκαριστικό αλήθεια, για μουσικούς που μέχρι τότε έπαιζαν σε 100 ως 200 ανθρώπους. Ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους σε κάθε live ήταν από 20 μέχρι 30 λεπτά και οπωσδήποτε σε αυτά θα έπαιζαν το “Free bird”. Το κοινό παραληρούσε, η μπάντα «γάζωνε» ώσπου ένα βράδυ, πήρε καλύτερες κριτικές από τους THE WHO. Αυτό ήταν κάτι που δεν άρεσε. Όχι στους Βρετανούς, αυτοί ήταν ακομπλεξάριστοι. Στους ιδίους, γιατί ένιωθαν πως προσβάλουν τα ινδάλματά τους. Πλην του Ronnie ο οποίος, αν και συμμεριζόταν τα συναισθήματα των συντρόφων του, ήταν ξεκάθαρος – έπρεπε να αποδίδουν με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος, λες και έπαιζαν ακόμη στα μικρά, κακόφημα bars, ισοπεδώνοντας όποιον έβγαινε μετά από αυτούς, είτε αυτός λεγόταν THE WHO είτε όπως αλλιώς.

Γράφτηκε ότι τους Βρετανούς, τους έκαναν να δείχνουν σαν «παιδιά του κατηχητικού, μετά την Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία». Δε δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Σε κάποιο finale, όταν επικρατούσε standing ovation, o Townsend συνομιλούσε στα παρασκήνια. Σταμάτησε, κοίταξε την σκηνή και απευθύνθηκε στους συνομιλητές του: «Είναι πραγματικά πολύ καλοί, έτσι δεν είναι;». Θες καλύτερο παράσημο;

Η περιοδεία πήγε περίφημα, το album «έσκισε», τον Δεκέμβριο του 1974 έγινε «χρυσό», ανέβηκε στην 27η θέση του US Billboard 200 το 1975 και «χτύπησε» διπλή πλατίνα τον Ιούλιο του 1987. Το “Free bird” έγινε το νέο magnum opus του rock, τα υπόλοιπα απέκτησαν κλασσικό status και κάπως έτσι, όλα πήραν τον δρόμο τους, μπαίνοντας στην τελική ευθεία για την εκτόξευση με το Second helping. Κάπως έτσι κι εμείς φτάσαμε στο τέλος, διότι αυτό το κεφάλαιο θα το μελετήσουμε όταν πρέπει…

Πενήντα χρόνια “Pronounced ‘Lĕh-‘nérd ‘Skin-‘nérd’”, τι άλλο να γράψει κανείς; Φίλε, αυτά που μας έδωσαν οι LYNYRD SKYNYRD από το 1973 ως το 1977, είναι αξεπέραστα και μη συγκρίσιμα με οτιδήποτε άλλο. Ήταν ένα group με όλα τα φόντα να γίνει το μεγαλύτερο στην rock σκηνή των Η.Π.Α, μόνο με τη μουσική του ως εφόδιο. Χωρίς φαντασμαγορικά shows, χωρίς κοστούμια, χωρίς «φτιασίδια». Και έφτασε «μια ανάσα» από το να γίνει. Για όποιον εξακολουθεί να αγνοεί ολόκληρο τον θησαυρό που κρύβουν οι νότες των LYNYRD SKYNYRD, δεν υπάρχει άλλο σημείο εκκίνησης από τούτο δω το θρυλικό album. Κι αν έρθω τώρα εγώ και πω ότι είναι το καλύτερο rock album που βγήκε από τη χώρα του Θείου Sam, ποιος ακούει τον Σάκη Νίκα από το τηλέφωνο, όταν θα με καλέσει «οργισμένος», για να υπερασπιστεί κάποιον δίσκο των KISS. Αλλά διάολε, θα το πω! Σάκη, πάρε τηλέφωνο.

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here