Η περίπτωση των MORBID ANGEL είναι ιδιάζουσα τα τελευταία χρόνια. Πλέον είναι αποκλειστικά η μπάντα του κιθαρίστα τους, Trey Azagthoth, αφού έδιωξε τον «υπαίτιο» της αποτυχίας του “Illud Divinum Insanus”. Για όλα έφταιγε ο David Vincent λοιπόν και η επιστροφή του Steve Tucker θα επανέφερε τους Αμερικανούς θρύλους του death metal στην ομαλότητα…Είναι όμως έτσι τελικά;
Από την πρώτη ακρόαση του δίσκου θα αντιληφθείτε ότι ο Trey μπήκε στη διαδικασία να «κατασκευάσει» ένα αμιγώς ακραίο album, έχοντας παραγωγή με φοβερό όγκο σε όλα τα όργανα. Το αποτέλεσμα θαρρώ πως «πνίγει» την όποια riff-ολογία έχει o ένατος δίσκος τους σε σημείο που η ομοιογένεια του το καθιστά ακόμα και προβλέψιμο. Τουλάχιστον σε επίπεδο ρυθμών οι MORBID ANGEL ακροβατούν σε όλες τις standard νεκρομεταλλικές εναλλαγές ρυθμών. Πιστεύω ακράδαντα ότι είναι το πρώτο album τους που λείπει στον υπέρτατο βαθμό η αρρωστημένη ατμόσφαιρα που είχαν βγάλει ακόμα κι επί Tucker εποχής στο “Gateways to annihilation”. Περίμενα τουλάχιστον κάτι ανάλογο κι ας ήταν παρεμφερές στα όρια να το χαρακτηρίσω ως φόρμα πάνω στην οποία πάτησαν εν έτει 2017 για να βγάλουν ένα ασφαλές αποτέλεσμα. Όμως κάτι τέτοιο απέχει από την πραγματικότητα και μάλλον θα βάλει τους απανταχού φίλους της μπάντας σε διχασμό για το αν το “Kingdoms Disdained” τους ικανοποιεί.
Πέρασαν πολλές ακροάσεις τις τελευταίες τρεις βδομάδες για να καταληξω μέσα μου τι είναι αυτό που με ενοχλεί περισσότερο. Η έλλειψη έμπνευσης στα κιθαριστικά θέματα, τα μονοδιάστατα φωνητικά ή το, χωρίς φαντασία, παίξιμο στα drums από τον Scott Fuller με τον υπερδιογκωμένο ήχο του; Τελικά τίποτα περισσότερο δεν με ενόχλησε όσο ο σχεδιασμός ήχου που κάνει τα όργανα να μην έχουν κανένα διαχωρισμό. Βάλτε και τις χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες να δημιουργούν μια επιτηδευμένη ακρότητα, που δεν ταιριάζει στους MORBID ANGEL. Φανταστείτε τα προηγούμενα albums τους που είναι γεμάτα από εμπνευσμένα riffs να έχουν ανάλογο ήχο! Θα αναγκαζόσασταν να «ψάξετε» τα riffs και το αποτέλεσμα θα ήταν κατώτερο των περιστάσεων.
Αυτή η φρενίτιδα του Trey να ξαναγίνουν death metal μπάντα οι MORBID ANGEL του βγήκε ως ένα βαθμό διώχνοντας την πρώτη φορά τον Vincent στα mid 90s. Η δεύτερη φορά όσο δικαιολογημένη κι αν είναι, δεν αποτελεί άλλοθι για τη μονοδιάστατη προσέγγιση που έχει αυτός ο δίσκος, που έχει ελάχιστα lead τρελαμένα μέρη στην κιθάρα – ακόμα κι αυτά δεν στέκονται επάξια του μύθου που έχει ο Trey. Ακόμα και το εξώφυλλο δείχνει αυτήν την άρπα-κόλλα αντίληψη που έχει και συνολικά ο δίσκος. Πρώτη φορά δεν μπαίνω στη διαδικασία να επικεντρωθώ σε κομμάτια ξεχωριστά ενός δίσκου, γιατί νιώθω το σύνολο τόσο ομοιογενές που καμμία σύνθεση δεν ξεχωρίζει τόσο ώστε να θεωρηθεί άξια αναφοράς.
5 / 10
Λευτέρης Τσουρέας