Σε μια περίοδο που η Θεσσαλονίκη έχει γίνει μια περιοχή αντιφατικών συγκρούσεων που την διατηρούν σε ένα καθεστώς παρανοϊκής σύγχυσης σε σχέση με την σκληρή πραγματικότητα της εποχής, στο δικό μου σύμπαν παραμένει η πόλη που εδρεύει η αγαπημένη μου ομάδα, η πόλη που διαθέτει το καλύτερο φαγητό που έχω φάει και η πόλη που ζουν και αναπνέουν τα μέλη της καλύτερης prog μπάντας που έχει η χώρα μας. Οι MOTHER TURTLE επανέρχονται στο προσκήνιο (στο ποιο;) με το τρίτο τους άλμπουμ, που τιτλοφορείται “Zea Mice” και αντικατοπτρίζει εξαιρετικά επιτυχημένα για ακόμη μια φορά το όραμά τους για την προοδευτική μουσική. Και μάλιστα σε αυτό το άλμπουμ, θεωρώ ότι συνδέουν με περίσσια επιτυχία την εντοπιότητα τους με την μουσική που συνθέτουν, προσθέτοντας ακόμα περισσότερα στοιχεία από την βαλκανική μουσική στα τραγούδια, με συνέπεια να δημιουργούν κάτι ολότελα ξεχωριστό και διαφορετικό, σε σχέση με την υπόλοιπη σκηνή.
Το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το “Kukuruzu”, επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω σε υπερθετικό βαθμό και μάλιστα προσθέτει στον ευμετάβλητο χαρακτήρα του group μια ασυνήθιστη δυναμική που θυμίζει τις πιο σκληρές πτυχές των PORCUPINE TREE. Στο “Corn Hub” αντίθετα, το group με βασικά συστατικά: ακουστική κιθάρα, πλήκτρα, βιολί, μπάσο δημιουργεί την πρώτη «psych flamengo prog» σύνθεση που έχει γραφτεί ίσως ποτέ, δείγμα της αποκόλλησης του από εμφανείς επιρροές. Η folk προσέγγιση του “Sea Mice” ίσως αποτελεί και την πιο εύπεπτη στιγμή του album, κυρίως λόγω των γνώριμων μελωδιών που του προσάπτουν αυτόν τον χαρακτήρα. Η βαλκανική μουσική περιλαμβάνει πλήθος από νοσταλγικές, τέτοιες μελωδίες και οι MOTHER TURTLE τις ενσωματώνουν ευφυέστατα στον προοδευτικό χαρακτήρα της μουσικής τους.
Το “Vermins” έρχεται να μας θυμίσει αρκετά τον χαρακτήρα του δεύτερου άλμπουμ τους και με τους συνεχείς αυτοσχεδιασμούς, επαναφέρει το κλασικό prog στο προσκήνιο, ενώ με το διάλογο κρουστών και πιάνο στο αγαπημένο μου “Fourward” επιβεβαιώνουμε ακόμη μια φορά ότι όλα τα μέλη των MOTHER TURTLE είναι υπέροχοι μουσικοί, υψηλής κατάρτισης αλλά και μουσικής “αίσθησης”. Ο 16λεπτος “Nostos” στο τέλος του album ολοκληρώνει ένα ακόμα θαυμάσιο δίσκο με τον καλύτερο τρόπο. Όλα τα χαρακτηριστικά που βρίσκουμε στην μουσική της Μητέρας Χελώνας, σε μια ελευθεριακά δομημένη σύνθεση που ενώ θα μπορούσε άνετα να χωριστεί σε τρία και τέσσερα μέρη, λειτουργεί εκπληκτικά χωρίς να υπακούει σε κανόνες. Ακριβώς όπως πρέπει, δηλαδή, να γράφεται η μουσική.
9 / 10
Αλέξανδρος Τοπιντζής