Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να αποτελεί σύμπτωση. Για τους πιο υποψιασμένους, εξάλλου, το timing θύμισε τόσο διαβολεμένα ύποπτα το αντίστοιχο του 1991. Και τότε ο Wino τα έχει «τσουγκρίσει» με τους SAINT VITUS και τότε (όλως τυχαίως) είχε βρει αμέσως καταφύγιο στην αιώνια αγάπη του, τους THE OBSESSED, με τους οποίους θα προσπαθούσε ανεπιτυχώς να κερδίσει το εισιτήριο για την, έστω και στιγμιαία, απεμπλοκή του από τα περιοριστικά δεσμά του underground.
Μπορεί, βέβαια, οι μουσικές διαφορές ανάμεσα στο 1991 και το 2017 να είναι κάτι παραπάνω από χαώδεις, μπορεί στην θέση των Greg Rogers και Scott Reeder να βρίσκονται πλέον οι Brian Costantino και Reid Raley (ο Dave Sherman ήταν αυτός που έπαιξε μπάσο στις ηχογραφήσεις), παρόλα αυτά το “Sacred” μοιάζει να συνεχίζει ακριβώς από το σημείο που σταμάτησε το αρκετά υποτιμημένο “The Church Within”, σαν να μην κύλισε μια μέρα. Τα δομικά του υλικά είναι πάνω κάτω τα ίδια: χορταστικές δόσεις στιβαρότατου heavy rock, ευλαβικά όσο και λατρεμένα doom περάσματα από όλη σχεδόν την λαμπρή καριέρα του Weinrich, καθώς και στα ενδιάμεσα ηλεκτρισμένες punk σφήνες, μυρωμένες από τον ιδρώτα του εικονίσματος του Lemmy και των BLACK FLAG. Η μεγάλη κατάκτηση όμως του “Sacred” και συνάμα η σημαντική διαφοροποίηση του από τους προκατόχους του είναι ότι δεν καταβάλλει καμία απολύτως προσπάθεια να ακουστεί ρετρό. Τουναντίον, αναβλύζει μια φρεσκάδα και μια ορμητικότητα που περισσότερο θυμίζει μπάντα στα ντουζένια της παρά μια που βγαίνει από το ντουλάπι έπειτα από μια αραχνιασμένη δισκογραφική αφλογιστία 23 (!) ετών.
Ίσως αυτό να μην γίνεται άμεσα κατανοητό από το εναρκτήριο “Sodden Jackal”, το οποίο λειτουργεί ως ο μοναδικός συνδετικός κρίκος με το παρελθόν, όντας επαναηχογράφηση από το ομώνυμο EP του 1983, ωστόσο στα υπόλοιπα έντεκα κομμάτια το τριμελές συγκρότημα κυριολεκτικά του δίνει και καταλαβαίνει. Το χαλί από riffs που στρώνει το μαεστρικό δεξί χέρι του Wino είναι και πάλι όλα τα λεφτά. Γκρουβάρει ασύστολα στα μαγκιόρικα heavy rock-άδικα “Punk Crusher”, “Perseverance of Futulity” και “Razor wire”, την ίδια στιγμή που η γουστόζικη διασκευή του “It’s only money” των ύψιστων THIN LIZZY σου κλείνει τσαχπίνικα το μάτι. Ορθώνει το ποιοτικό doom ανάστημα του στα στακάτα “My daughter my son” και “Sacred”, με τον Wino να βροντοφωνάζει στο δεύτερο “We’re gonna live forever anyhow”. Προβάλλει το εσωστρεφές του πρόσωπο στο “Stranger things”, ενώ το instrumental του “Cold blood” είναι πιο ξεσηκωτικό κι από την κατάποση μιας κούτας από viagra. Κι αν τυχόν όλα τα παραπάνω δεν αρκούν, υπάρχει και η έκδοση με τα εκπληκτικά “On so long” και “Crossroader Blues” ως bonus, για να κάνει την ανταμοιβή του “Sacred” ακόμα μεγαλύτερη και θελκτικότερη.
Πέρα από τον διόλου υπερβολικό χαρακτηρισμό της δισκάρας, το “Sacred” έχει φαρδιά πλατιά γραμμένη πάνω του την λέξη της έκπληξης. Όχι μόνο επειδή πρόκειται ενδεχομένως για τον πιο ανέλπιστο προσωπικό θρίαμβο του Wino. Αλίμονο, άλλωστε, αν έπρεπε να φτάσουμε μέχρι εδώ για να αντιληφθούμε το πραγματικό μέγεθος της μουσικής προσωπικότητας του. Είναι κυρίως έκπληξη, και μάλιστα μεγατόνων, διότι βγάζει μια τόσο σπάνια και ανεπιτήδευτη αυθεντικότητα, δίχως να χαϊδεύει αυτιά και δίχως να πάσχει από το σύνδρομο της υπερβολικής επίδειξης. Κυκλοφορία-λουκούμι για τους παλιότερους, μεγάλη ευκαιρία για τους νεότερους ώστε να μάθουν έστω και την ύστατη στιγμή τι πραγματικά εστί THE OBSESSED.
8,5 / 10
Πάνος Δρόλιας