OPETH – LEPROUS (Λυκαβηττός, 3/7/2024)

0
298

Ο όρος support αδυνατεί να περιγράψει την επαγγελματική στόφα και τον δυναμισμό που διαθέτουν σε άπειρες δόσεις οι Νορβηγοί LEPROUS. Η σχέση τους με το ελληνικό κοινό, συνιστά γεγονός αδιαμφισβήτητο, εξ ου και η περίσσια άνεση του frontman τους, Einar Solberg, από το εναρκτήριο –μη προβλέψιμο- “Have you ever?”. Αυτό σημαίνει να έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου.

Καλό θα είναι να μην ξεχνάμε ότι «δεν μάσησαν» όταν κλήθηκαν να μπουν σφήνα στους SUICIDAL ANGELS, ROTTING CHRIST και SLAYER στο Athens Rock Festival. Επέμειναν σε ότι πρεσβεύουν, δίχως αναστολές και «εκπτώσεις». Στο μυαλό μου κέρδισαν πολλά παράσημα και τότε και τώρα.

Άλλοτε εκρηκτικοί σαν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, άλλοτε πάλι ευαίσθητοι, προσιτοί και γήινοι, όλες οι πλευρές των LEPROUS καλύφθηκαν επιτυχώς και δικαίως κέρδισαν τους πάντες! Αν και είχα τους ενδοιασμούς μου για το κατά πόσο η απόδοσή τους εντός κλειστού χώρου (που πιστεύω ότι ταιριάζει περισσότερο στο ιδιόμορφο progressive metal τους), στα “The price”, “Illuminate”, “From the flame”, “Below”, οι δεύτερες σκέψεις εξαφανίστηκαν.

Κατόρθωσαν να χωρέσουν δύο συνθέσεις από το πολυαναμενόμενο νέο τους άλμπουμ (“Silently walking alone” και “Atonement”, που έχουν ήδη βγει σε video clip), που το κοινό φρόντισε παθιασμένα να αγκαλιάσει, ενώ μέσα σε γενικές επευφημίες έκλεισαν το set list τους με το “The sky is red”… Απλά υπέροχοι.

Οι OPETH έχουν μεγαλώσεις αισθητά με την πάροδο των χρόνων. Όταν ο φυσικός τους ηγέτης αποφάσισε πως το κεφάλαιο prog death metal έκλεισε μέχρι νεωτέρας, η εντρύφησή του στα άδυτα του 70s progressive rock, ξένισε (ίσως και «ξίνισε») ένα σεβαστό ποσοστό του fan base τους. Έθεσε παράλληλα μία σειρά από εύλογα ερωτήματα που εστίαζαν πρωτίστως στη διατήρηση της δημοφιλίας τους και κατά συνέπεια πως αυτή θα αποτυπωθεί σε διατήρηση ή και ενδεχόμενη επέκταση των ήδη κατακτηθέντων

Από τη στιγμή που η ηχητική παλέτα άνοιξε ακόμα περισσότερο ή αν προτιμάτε, μετατοπίστηκε και σε άλλες τεχνοτροπίες, οι Σουηδοί βρέθηκαν όχι μόνο ενώπιον ενός διαφορετικού κοινού αλλά και σε μία σειρά από προκλήσεις. Ο οργανισμός ανταποκρίθηκε σε πολύ υψηλό επίπεδο και όσο και αν στα μάτια ορισμένων η περίοδος από το “Heritage” έως και το “In cauda venenum” υπολείπεται σε σχέση με την post “Blackwater park” αντίστοιχη, η αλήθεια λειτουργεί περισσότερο ως παραδοχή πως τα καλούδια, οι εκπλήξεις και η μαγεία βρίσκεται παντού! Εννοείται και στην πρώιμη death metal εποχή τους.

Σε αυτό ακριβώς το γεγονός γίνεται αυτήκοοι μάρτυρες το βράδυ της 3ης Ιουλίου, υποβοηθούμενοι από τον μαγευτικό χώρο και της δεδομένης ακουστικής του (παρά τα προβλήματα στην κιθάρα του Akesson και του ελαφρώς «μπουκωμένου» ήχου στην αρχή του set list), της εξαιρετικής διάθεσης όχι μόνο των παρευρισκόμενων αλλά και του ίδιου του Akerfeldt, ότι βιώσαμε θα αποτελεί σημείο αναφοράς.

Να δεχτώ ότι για το αφοσιωμένο κοινό του οποιουδήποτε καλλιτέχνη η εννιάχρονη live μη αλληλεπίδραση, αποτελεί διάστημα στο οποίο μπορούν να συμβούν πολλά. Εκείνη την Τετάρτη, όμως ανανεώθηκαν οι όρκοι πίστης και είμαι 100% πεπεισμένος πως μία νέα γενιά οπαδών πήρε το βάπτισμα του πυρός με το φαινόμενο OPETH. Κι αυτό που διαπίστωσαν είναι πως οι Σουηδοί διαθέτουν όλα εκείνα τα συστατικά προκειμένου να «γεφυρώσουν» φαινομενικά αντίρροπες ηχητικές κατευθύνσεις.

Υπό αυτή την λογική, δεν θα πρέπει να μας κάνει την παραμικρή αίσθηση η συνύπαρξη του “Heir apparent” ή του θηριώδους “Black rose immortal” με τα “In my time of need”, “Sorceress” και “Eternal rains will come”. Διαφορετικές εκδοχές του ίδιου νομίσματος. Το έρεβος και το σκοτάδι αγκαλιά με την μελαγχολία και την πολυπλοκότητα. Ή αλλιώς, πως το death metal όταν ωριμάζει, μπορεί να καταλήξει σε progressive rock ατραπούς.

Όπως την αντιλαμβάνονται απειροελάχιστοι καλλιτέχνες. Οι OPETH ανήκουν στην elite (με τη σωστή έννοια του όρου)! Η ανανεωμένη αποθέωση στο άκουσμα των “Demon of the fall”, “The drapery falls”, “Deliverance” (το μοναδικό encore) μόνο έκπληξη δεν προκάλεσε, αν και θα ήταν ψέμα αν ισχυριζόμουν ότι δεν μου έλειψαν τα “The leper affinity” και “Ghost of perdition”. Ποτέ δεν θα μάθουμε αν οφείλονταν σε συνειδητή επιλογή ή αναγκαστικό «κόψιμο»… Και δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Ίσως πάλι, η έκπληξη του “Black rose immortal”, που παίχτηκε μόνο στη χώρα μας, να ισοστάθμισε αυτήν την «απώλεια» των συγκεκριμένων τραγουδιών.

Η συνολική απόδοση του σχήματος ήταν αψεγάδιαστη, η ενσωμάτωση του Φινλανδού ντράμερ Waltteri Vayrynen επί σκηνής απόλυτα πειστική, ο mainman Mikael Akerfeldt σε εντυπωσιακά καλό mood… Γελάκια, αστεϊσμοί, αυτοσαρκασμοί, αναφορές σε Ντέμη Ρούσο και Βαγγέλη Παπαθανασίου (μόνο τυχαίο δεν ήταν το “Seven bowls” intro των APHRODITE’S CHILD), στον συμπατριώτη του Yngwie J. Malmsteen, στη δισκοθήκη της μητέρας του, σαφέστατα δεν πρόκειται για τον τυπικό Σουηδό. Τουλάχιστον όπως τον έχουμε εμείς στο μυαλό μας. Το μόνο που εύχομαι, είναι η χώρα μας να αποτελέσει σταθμό για περιοδεία για το επόμενό τους πόνημα, που περιμένουμε με κομμένη την ανάσα! Μέχρι τότε, «λιώσιμο» της δισκογραφίας τους!

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here