ORANGE GOBLIN / SADHUS @Fuzz (21/9/2019)













    Όγδοη φορά για ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα πάνω στη σκηνή όλων των εποχών στη χώρα μας και φυσικά ήταν μονόδρομος για άλλη μία φορά η παρακολούθηση τους. Έκτη φορά θα είχα την τύχη και χαρά να παρακολουθήσω τους ORANGE GOBLIN, για τους οποίους βάζω το χέρι στη φωτιά εδώ και πολλά χρόνια ότι είναι μία από τις 10 καλύτερες ζωντανές μπάντες και που σαν να μην περνάει ούτε μέρα από πάνω τους, όσες φορές και να ’ρθουν μέσα στα χρόνια με δικαιώνουν πανηγυρικά. Αυτή τη φορά ήρθαν για να υποστηρίξουν το νέο και ένατο πολύ καλό άλμπουμ τους “The wolf bites back”, το οποίο συνεχίζει το κρεσέντο αδρεναλίνης που προσφέρουν εδώ και 24 χρόνια από τη δημιουργία τους. Η μπάντα όπως κάθε φορά στην Ελλάδα, έδωσε το 101% των δυνατοτήτων της και απέδειξε σε όσους τους έβλεπαν πρώτη φορά και είχαν ακούσει διάφορες ιστορίες από παλιούς παρόντες, γιατί ξανά και ξανά είναι εκεί όποτε μας επισκέπτονται οι Λονδρέζοι. Από την άλλη, κι ο ίδιος ο θηριώδης Ben Ward, ένας από τους καλύτερους frontmen όλων των εποχών, δε διστάζει σε κάθε του επίσκεψη στη χώρα μας να τονίζει πόση τιμή νιώθουν που το Ελληνικό κοινό τους στηρίζει, χτυπώντας με δύναμη την καρδιά του.


    Το μακελειό που ακολούθησε στη συνέχεια όμως, είχε και αρχή. Και ποια καλύτερη αρχή από τους SADHUS: THE SMOKING COMMUNITY, οι οποίοι κάθε φορά που τους βλέπω (και είναι τόσο πολλές που έχω χάσει τον αριθμό), έχουν βαλθεί να με κάνουν να έχω ένα χαμόγελο επιβεβαίωσης όπως την πρώτη φορά που τους είδα και ήξερα ότι έχει δημιουργηθεί μία πολύ ωραία σχέση με το συγκρότημα. Άλλο όμως να ακούτε τα φοβερά άλμπουμ των παιδιών του Πειραιά κι άλλο να τους βλέπετε ζωντανά. Εκεί είναι το ζουμί της υπόθεσης, το real deal Αμερικανιστί, όπως Αμερικάνικη ξεκάθαρα είναι και η προσέγγιση τους, καθώς είναι βέβαιο ότι μεγάλωσαν έχοντας ως εικόνισμα τους EYEHATEGOD, IRON MONKEY, CROWBAR, BUZZOVEN, BONGZILLA και όλα τα αργά, λασπώδη και μπαφόπληκτα ακούσματα από την άλλη όχθη του Ατλαντικού. Κορυφαία παρουσία, απέριττο παίξιμο, ο καθένας τους παίζει με τσίτα, ο ντράμερ βαράει πραγματικά Δ-Υ-Ν-Α-Τ-Α και έχουν το χάρισμα να σου δίνουν αυτή την αίσθηση ότι θα παίζουν ακόμα κι αν ξέρουν ότι όλα γύρω τους θα καταστραφούν σύντομα. Μπράβο στα παιδιά και μακάρι να τους βλέπουμε ακόμα πιο συχνά.


    Στις 22:30 έρχεται η ώρα που περιμένουν όλοι μέσα στο Fuzz και κατά τον παραδοσιακό τρόπο των τελευταίων ετών, η μπάντα βγαίνει Γ@ΜΙΩΝΤ@Σ με το “Scorpionica” για να βάλει φωτιά στο χώρο. Είναι ξεκάθαρο ότι πολύς κόσμος τους βλέπει πρώτη φορά, καθώς τα σαγόνια τους έχουν πέσει κάτω στο πάτωμα και μάλλον ήρθαν με ελαφρά τη καρδία χωρίς να περιμένουν ότι ακολούθησε. O Ben Ward μας καλωσορίζει με την αγριοφωνάρα του, “Come on Atheeeeens”, το κοινό δε θέλει και πολύ, και καπάκι το ένα μετά το άλλο δεχόμαστε πλήγματα που κάνουν το σβέρκο να πονέσει αλλά και την καρδιά να ξανανιώσει. “The filthy & the few”, “Sons of Salem”, “Saruman’s wish” (αθάνατο έπος από το ντεμπούτο “Frequencies from planet Ten”), “The fog” (κλασικό κι αγαπημένο), το ομότιτλο από το νέο τους άλμπουμ “The wolf bites back” κάνει χώρο για το λατρεμένο “Some you win, some you lose” και το “Stand for something” είναι η τελευταία ηρεμία (λέμε τώρα) πριν την καταιγίδα που θα ακολουθήσει στη συνέχεια. “Your world will hate this”, όπως την πρώτη φορά που ήρθαν στην Ελλάδα 17 χρόνια πριν και άνοιξαν μ’ αυτό το δίλεπτο μαδομ…. Οκ το έκοψα, μη βαράτε.


    Γινόμαστε μαλλιά-κουβάρια, μικροί/μεγάλοι, καράφλες/μαλλιάδες, έμπειροι και άμπαλοι, δεν έχει σημασία, ήταν το σημείο ανάφλεξης για τη συναυλία η οποία απογειώνεται με το άνοιγμα του κορυφαίου δίσκου της ύπαρξης τους “Time travelling blues”, έτσι ακούμε το “Blue snow” κατευθείαν και χάνουμε τα λίγα λογικά που μας έχουν μείνει. Ο Ward παίρνει την ευκαιρία να αναφέρει ότι σ’ αυτό τον κόσμο χάνονται σταθερές αξίες και με αφορμή την απώλεια του παλιού κιθαρίστα των MOTORHEAD, Larry Wallis, αναφέρει με συγκίνηση «το έχετε καταλάβει ότι δεν έχουμε πια τους MOTORHEAD ανάμεσα μας;» για να προχωρήσουν σε μία φοβερή, εκπληκτική, ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ διασκευή του “No class” και να χαθεί πλήρως κάθε επαφή με την πραγματικότητα στο τέλος του όπου παίζεται το ομότιτλο “Time travelling blues”, μιλάμε για σερί που στέλνει τον κόσμο για υπογλώσσια και με τη μπάντα να μην καταλαβαίνει Χριστό. Μαζί όλοι από το 1995, είναι πιο δεμένοι από δεσμός που δε σπάει και αν και ο κιθαρίστας Joe Hoare είναι που συνήθως δίνει το έναυσμα με τα riff του για να ξεκινήσει η πώρωση, η ρυθμική βάση του Chris Turner στα τύμπανα και του φρεσκοκουρεμένου Martyn Millard (που πήγε η ξανθιά μαλλούρα) είναι που κάνει την απόλυτη διαφορά στις συναυλίες τους. 


    Ο μεν πρώτος βαράει όσο δυνατά και ουσιαστικά μπορεί χωρίς ποτέ να χάνει νότα, ενώ όσα χρόνια βλέπουμε τους ORANGE GOBLIN, πάντα η ίδια εικόνα δεξιά της σκηνής, με ένα τύπο που είναι πιο στα @@ του απ’ όσο μπορεί να φανταστεί κανείς και να μαλώνει με κάθε τρόπο για 80’ με το μπάσο του. Το τραβάει, το βαράει, του βγάζει την πίστη και το Θεό μαζί και λειτουργεί σαν ρυθμικός κιθαρίστας που εξαπολύει riff υπόγειων συχνοτήτων. Χάρμα ιδέσθαι όλοι τους, ξεφτιλίζουν την έννοια του encore λέγοντας «δεν φεύγουμε και ξαναρχόμαστε για άλλο ένα, παίζουμε άλλα τρία και τελειώνουμε». Πάρε λοιπόν την άλλη MOTORHEAD-ιά ονόματι “The devil’s whip”, πάρε το δυναμίτη “Quincy the pigboy” και φυσικά τελειώνουν με το κλασικό πλέον μοτίβο, ο κόσμος περιμένει, όλοι τα βλέπουν όλα κόκκινα και το “Red tide rising” κλείνει άλλο ένα νιοστό θρίαμβο της μπάντας στα μέρη μας με τον ιδανικότερο τρόπο. Η συναυλία τελειώνει με το όνομα της μπάντας να το φωνάζουν εν χορώ οι οπαδοί, δίπλα μου αποχωρούν πρόσωπα με ζωγραφισμένο το χαμόγελο της ευτυχίας και της πληρότητας, κάποιοι προσπαθούν να καταλάβουν τι είδαν για πρώτη φορά και το μόνο που μένει είναι να πω ότι μπορώ να τους βλέπω ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ χωρίς να βαρεθώ ΠΟΤΕ! Σε 2 χρόνια το πολύ εδώ τους βλέπω πάλι, ξέρουμε όλοι τι πρέπει να κάνουμε και τότε.

    Άγγελος Κατσούρας
    Photo: Έλενα Βασιλάκη

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here