Πέρασαν 12 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που οι PELICAN επισκέφτηκαν τη χώρα μας σ’ εκείνη τη θρυλική συναυλία τους για την περιοδεία του “City of echoes”. Πλάι στους HIGH ON FIRE, οι PELICAN ήταν τόσο καλοί και είχαν μαγέψει τόσο τον κόσμο εκείνο το βράδυ που μετά την εμφάνιση τους, το μισό σχεδόν κλαμπ είχε αδειάσει και ήταν πολύ λίγοι όσοι παρακολούθησαν τους HIGH ON FIRE στο τέλος. Με το νέο τους πολύ καλό άλμπουμ στις αποσκευές τους ονόματι “Nighttime stories” και με πρώτο κομμάτι του που είχε γίνει γνωστό το “Midnight and mescaline”, έτσι ακριβώς άνοιξαν τη συναυλία τους στις 22:32 στο Fuzz Club. Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν είδα το χώρο γεμάτο αλλά αντίθετα πρέπει να ήμασταν το πολύ 300 νοματαίοι, πράγμα απαράδεκτο για την αξία αυτού του συγκροτήματος και αδικαιολόγητο ακόμα και για τους οπαδούς του συγκεκριμένου ήχου.
Ο ήχος είναι καθαρός, με τις κιθάρες αρκετά μπροστά, η χωρίς στίχους και λόγια λογική των PELICAN ήταν και πάντα θα είναι ιδιαίτερη και για λίγους, οι ίδιοι από τη σκηνή στα λιγοστά που μας είπαν, αφήνοντας πρώτα τη μουσική τους να μιλήσει, ζήτησαν συγνώμη που έλειψαν 12 χρόνια και τόνισαν ότι είναι πολύ χαρούμενοι που επέστρεψαν και ότι το θεωρούν προνόμιο ότι οι Έλληνες οπαδοί τους στήριξαν όλα αυτά τα χρόνια. Δυνατές κιθάρες, πεντακάθαρα τύμπανα, ασήκωτο μπάσο, σε ένα ήχο που είχε λίγο μπούκωμα στην αρχή αλλά στη συνέχεια έφτιαξε και άφησε τους πάντες στο χώρο ευχαριστημένους. Ένα μικρό σοκ το πάθαμε όταν παίξανε το “Full moon, black water” και έφυγαν από τη σκηνή μετά από 63’, αλλά ευτυχώς επέστρεψαν δύο φορές και παίξανε πρώτα το “Cold hope” και μετά το “Arteries of blacktop” για να φτάσουν τα 80’ καθαρού συναυλιακού χρόνου. Όχι ότι και πάλι ήταν αρκετά ειδικά με 6 άλμπουμ κι άλλα τόσα ΕΡ που έχουν, αλλά τουλάχιστον το έσωσαν και γλυτώσαμε μεγάλη γκρίνια. Δεν ξέρω αν και πότε θα τους ξαναδούμε, ξέρω ότι είδαμε μία ιδιαίτερη εμφάνιση η οποία άξιζε κανείς να παραβρεθεί σ’ αυτήν και εύχομαι ολόψυχα να έρθει η εποχή που οι χώροι θα είναι περισσότερο γεμάτοι παρά άδειοι.
Άγγελος Κατσούρας
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας