RELEASE ATHENS FESTIVAL: JUDAS PRIEST – CRADLE OF FILTH – THE DEAD DAISIES – BLACK SOUL HORDE (Πλατεία Νερού, 15/7/2022)

0
1382












 

Η 15η του Ιουλίου, σημαδεύτηκε ως μία μέσα που οι JUDAS PRIEST, μας χάρισαν μία από τις συγκλονιστικότερες εμφανίσεις τους στη χώρα μας, με τρομερή προσέλευση κόσμου, αλλά και πολύ καλές εμφανίσεις πρωτίστως από τους DEAD DAISIES, αλλά και τους CRADLE OF FILTH, ενώ οι εγχώριοι BLACK SOUL HORDE που άνοιξαν, έδειξαν πάρα πολύ καλά στοιχεία.

Στις 18:00 με το ρολόι (τονίζουμε το ότι οι ώρες γενικά ήταν “αλφάδι”) βγήκαν οι ντόπιοι heavy metallers BLACK SOUL HORDE. Στα λεπτά που είχαν στη διάθεση τους, ακούσαμε 5 κομμάτια από το τελευταίο τους (τρίτο) πόνημα ”Horrors from the void” (2021) (“Beware the mountains of madness”, “Beware the deep”, “God of war” με το οποίο και κλείσανε, συν “The betrayal of the king”, “Lair of the wolf”) συν το “Soulships” από τον προκάτοχό του, “Land of demise” (2020).


Η αλήθεια είναι πως από live τους που ήμουν παρόν στο παρελθόν, είχα πολύ όμορφες μνήμες, αλλά θεωρώ ότι έχουν ανέβει σαφώς επίπεδο έκτοτε σε όλους τους τομείς. Έτσι, με σύμμαχο τη πολύ καλή διάθεση, ανέλαβαν να ζεστάνουν το κόσμο που είχε πιάσει στασίδι μπροστά στη σκηνή εκκινώντας την ημέρα του Release festival εμφατικά. Πολύ όμορφο να βλέπεις μεγαλύτερο κοινό από αυτούς που έχεις σε ένα τοπικό live, μπροστά σου, ενώ παίζεις σε μια μεγάλη σκηνή. Ο ήχος ήταν με το μέρος τους και το γρέζι του Δημήτρη Κώτση αποτέλεσε το ατού του ήχου τους. Ενός ήχου που ενώ είναι καθόλα παραδοσιακός ακούγεται και αποδίδεται με μια σημαντική φρεσκάδα. Εύγε από μένα. Κέρδισαν άλλον έναν οπαδό. 

Γιάννης Σαββίδης

Η μεγάλη ατραξιόν και ο λόγος που αρκετές χιλιάδες κόσμου θα γέμιζαν την Πλατεία Νερού, ήταν αναμφίβολα οι JUDAS PRIEST. Υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν και για μένα. Αφενός όμως έχουν προηγηθεί άλλες έξι φορές, οπότε καλώς ή κακώς δε γίνεται ο ενθουσιασμός να είναι ο ίδιος, αφετέρου υπήρχε στο billing μια μπάντα της οποίας τα «παράσημα» είναι τόσα πολλά και τόσο βαριά στο πέτο, που σχεδόν με «ανάγκασαν» να τους τοποθετήσω πάνω-πάνω στο καλεντάρι μου. Μπορεί να με βρίσκεις υπερβολικό, αλλά το πόσο περίμενα να δω τους THE DEAD DAISIES, από την ώρα που ανακοινώθηκαν, δε λέγεται και δεν περιγράφεται. Βλέπεις δεν ήμουν, λόγω ανωτέρας βίας, ένας από αυτούς που είχαν την τύχη να θαυμάσουν από κοντά τον Glenn “The Voice of Rock” Hughes και την τότε μπάντα του (μαζί με τους THE LIZARDS των Rondinelli/DiMeo), το 2005 στο Gagarin, σε μια βραδιά μουσικά ονειρική όσο και ντροπιαστική, καθώς παρόντες ήταν οι «300 του Λεωνίδα». Και φαντάσου, πως το νούμερο θα μπορούσε να μη μπει ΚΑΝ σε εισαγωγικά…

Ίσως και λίγο νωρίτερα από την προκαθορισμένη (19:00) ώρα και με τον ήλιο να μας ψήνει, δημιουργώντας συνθήκες που δεν ταίριαζαν στο ύφος αλλά και στο status τους, οι David Lowy, Brian Tichy και φυσικά οι Doug Aldrich και Glenn Hughes, πατούν το «σανίδι» του Release. O κόσμος μπορεί να μην ήταν ο αναμενόμενος (πάντα παίζει ρόλο η ώρα, σε συνδυασμό με το αν είναι καθημερινή ή αργία), αλλά τουλάχιστον οι THE DEAD DAISIES δε θα έπαιζαν μπροστά σε μια άδεια Πλατεία Νερού. Η έναρξη του “Long way to go”, από το “Make some noise” του 2016, έκανε εξαρχής πεντακάθαρες τις προθέσεις του κουαρτέτου, έστω κι αν ο ήχος δεν ήταν ο καλύτερος δυνατός και ο ηχολήπτης «ψαχνόταν» ακόμη. Θα ακούγαμε βέρο, ανόθευτο, ατόφιο, κλασσικό, πες το όπως θες, hard rock, ή μάλλον, HARD ROCK, από ένα συγκρότημα το οποίο δε χρειάζεται να μιλήσει για να μας πείσει πως είναι από εκείνα τα λίγα, τα πολύ λίγα, που όχι μόνον αξίζουν να φέρουν τον τίτλο του “Super Group”, αλλά τον δικαιολογούν κιόλας.

Εν συνεχεία, ο ήχος βελτιώθηκε και όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο η μπάντα απογειωνόταν. Όπως ήταν αναμενόμενο, το μικρό, δυστυχώς, set στηρίχτηκε στο πρόσφατο, εξαιρετικό τους album “Holy Ground” απ’ όπου και ακούσαμε τρία τραγούδια (“Bustle and flow”, “Like no other”, “Unspoken”), από το “Burn it down” απολαύσαμε τα “Dead and gone” και “Rise up” ενώ άριστη ήταν η πρώτη εντύπωση από τον επερχόμενό τους, άτιτλο ακόμη δίσκο, με τις εκτελέσεις των «νεότευκτων» “Radiance” και “Shine on”. Απόδοση στα όρια της «καταπληκτικής», attitude πηγαίο, μηδαμινό ποζεριλίκι, πλήρης απουσία του εμετικού «ύφους χιλίων καρδιναλίων», που δυστυχώς έχουν «τσουτσέκια» με το 1/100 της ιστορίας των THE DEAD DAISIES, ταπεινότητα, ενθουσιασμός και «αέρας» ανωτερότητας. Αυτά ήταν όσα εισέπραττε κανείς από την εμφάνιση της παρέας του αειθαλούς Hughes, ενός καλλιτέχνη ολοκληρωμένου, στον οποίο ο χρόνος έχει φερθεί παραπάνω από καλά.

Πριν το live, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου όσα έγραψα στην πρώτη παράγραφο, ήθελα να δω, ειλικρινά, πόσοι θα «τιμούσαν» και πόσοι θα «αγνοούσαν» αυτό το super group. Έτσι, από περιέργεια. Αυτό που είδα τελικά, ήταν και αυτό που περίμενα να δω. Είπαμε πως ο κόσμος δεν ήταν ο αναμενόμενος, αλλά ο χώρος μπροστά στην σκηνή και μέχρι την κονσόλα ήταν γεμάτος και συνεχώς προστίθεντο νέοι θεατές. Έχοντας παρακολουθήσει το live ως και το έκτο τραγούδι από το πλάι, έβλεπα ότι ο νεοαφιχθείς θεατής ερχόταν με ενθουσιασμό και με περιέργεια να ακούσει και να δει καλύτερα, πηγαίνοντας όσο πιο μπροστά γινόταν, τη ΜΠΑΝΤΑΡΑ που εκείνη την ώρα βρισκόταν επί σκηνής και φαινόταν από τα πρώτα δευτερόλεπτα της επαφής του μαζί της, πως απλά… σπέρνει. Μιλάμε δε, για θεατές όλων των ηλικιών. Δε θα κρύψω τη χαρά μου, όταν είδα μπροστά μου μια παρέα πιτσιρικάδων, να μένει με ανοικτό το στόμα όταν ο Doug ξεκίνησε το riff του “Mistreated”. «Συγγνώμη, αυτή η κομματάρα ποια είναι;», με ρώτησε ο ένας από αυτούς. «Το ‘Mistreated’ των DEEP PURPLE φίλε μου, έπαιζε σε αυτούς κάποτε ο τραγουδιστής», του απάντησα όσο πιο λιτά και επεξηγηματικά μπορούσα.

Γιατί η νεολαία, έχει ακόμη κριτήρια. Έχει αισθητήρες ικανούς να «αρπάξουν» την ποιότητα και να την «φιλτράρουν». Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους φέρει κάποιος, κάπως, σε επαφή μαζί της. Έφυγα από το σημείο εκείνο που καθόμουν, μετά το “Mistreated”, όπου ο Hughes τρέλανε τον κόσμο και μετακινήθηκα προς το κέντρο. Έτσι, δεν ξέρω αν εκείνα τα παιδιά έμειναν άναυδα και στο “Burn”, το δεύτερο DEEP PURPLE κομμάτι της βραδιάς, ή σωστότερα, του απογεύματος. Από την σαρωτική του εκτέλεση όμως, στοιχηματίζω πως μάλλον μάζεψαν το σαγόνι τους από το τσιμέντο της Πλατείας Νερού… Όπως μείναμε στήλη άλατος όλοι, μα ΟΛΟΙ, με τις φωνητικές ακροβασίες του Hughes και το πάθος των ερμηνειών του. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, έχει γίνει λάθος στην ημερομηνία γέννησης η οποία αναγράφεται στην ταυτότητα. Ο άνθρωπος αυτός είναι σαραντάρης, δεν είναι δυνατόν να είναι πάνω από εβδομήντα!

Να παραπονεθώ και λίγο; Ούτε μια ώρα δεν έπαιξαν, καλά-καλά. Και δεν είναι μόνο ότι δε μου έφτασε. Είναι πως μια τέτοια μπάντα, είναι έτσι κι αλλιώς για παραπάνω. Ναι, το ξέρω, οι CRADLE OF FILTH είναι εμπορικότεροι και μπλα μπλα μπλα. Δεκτά όλα. Αλλά, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αδυνατούν και να σταθούν ακόμη μπροστά στη Φωνή του Rock, τον Lowy (Fire from Down Under), τον Tichy (ογκόλιθος) και τον «είμαι τόσο άνετος και τόσο παικταράς που γίνομαι εκνευριστικός» Aldrich. Ελπίζω η υπόσχεση περί επιστροφής, διά στόματος Hughes, να υλοποιηθεί σε χώρο κλειστό, επαρκή για το μέγεθος της αξίας και της ιστορίας τους και να συνοδεύεται από περισσότερες «κλασσικές Hughes στιγμές». Άντε, μήπως και ακούσουμε ένα “Jury”, ένα “Medusa”, ένα “You keep on moving” και… γενικά, χορτάσουμε rock-ιά! Την επόμενη φορά, μην τους χάσεις.

Δημήτρης Τσέλλος

Οι CRADLE OF FILTH διανύουν μια περίοδο αναγέννησης τα τελευταία χρόνια, γεγονός που φάνηκε και στην παρουσία τους στο Release festival. Στα 75 λεπτά που ήταν στη σκηνή η μπάντα που πλαισίωσε τον Dani έκανε ό,τι μπορούσε για να πάρει με το μέρος του το κοινό, που περίμενε εναγωνίως να δει τους JUDAS PRIEST. Ο ήχος δεν τους βοήθησε όσο θα έπρεπε, αλλά κατάφεραν να έχουν κλιμάκωση στην απόδοσή τους φτάνοντας στο τέλος να ανάψουν ακόμα και καπνογόνα στο μοναδικό hit από το setlist τους (“Her ghost in the fog”). Είχαν προηγηθεί το «παλιό» “Lustmord and wargasm (The lick of carnivorous winds)” και το «νέο» “Necromantic fantasies”, το οποίο στάθηκε επάξια ανάμεσα στις παλιές τους συνθέσεις. Και ίσως εκεί είναι το μεγάλο πρόβλημα τους σήμερα: Οι συνθέσεις τους μετά το “Midian” του 2000, πασχίζουν να σταθούν επάξια στα κομμάτια που τους έκαναν τεράστιους στα 90s. 

Θα πρέπει, όμως, να τους αναγνωριστεί ότι δεν επέλεξαν από το παλιό τους υλικό τον «κράχτη» του “From the cradle to enslave”, αλλά το “Nocturnal supremacy” στην αρχή του set τους. Ακόμα κι εκεί λίγοι αντέδρασαν, ενώ αντίθετα στο “Nymphetamine (fix)” φάνηκε ο κόσμος να αντιδρά – αν και η μπάντα το απέδωσε μέτρια – και να ακολουθεί τη νεοφερμένη Zoe Marie Federoff, η οποία ανέλαβε τα πλήκτρα, αλλά και τα φωνητικά. Και δυστυχώς δεν τα κατάφερε στα απαιτητικά φωνητικά της εμβληματικής Sarah Jezebel Deva. Ούτε o Ashok αντικατέστησε επάξια τον, επί χρόνια, κιθαρίστα τους, Paul Allender πριν 8 χρόνια, αλλά και ο νεοφερμένος Donny Burbage θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι απλά επαρκής. Το rhythm section με τον Daniel Firth στο μπάσο και τον Marthus στα τύμπανα κράτησε καλά τον ρυθμό, γεγονός που δικαιολογείται από τα χρόνια που είναι μαζί στην μπάντα. 

Σαν σύνολο μουσικών που πλαισιώνουν τον Dani, θαρρώ πως χρειάζονται ακόμα χρόνο, ειδικά τα δύο νέα μέλη που φάνηκε να χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν τα μέγιστα. Όπως και να έχει ο Dani είχε κέφι, χαρίζοντας μας τα ιδιότυπα φωνητικά του στο έπακρο και την αλγεινή εικόνα του λιωσίματος του βαψίματος του λόγω της ζέστης. Αναμφίβολα είναι χαρισματικός και αιτία για να πει κάποιος ότι αξίζει να τους δεις έστω και εκείνη τη βραδιά για να καταλάβει γιατί ήταν η νούμερο 1 μπάντα του black metal στα late 90s. Όμως από τότε έχουν αλλάξει τα πάντα και κυρίως η ικανότητά τους να ξεσηκώνουν τον κόσμο που θα τους δει. Και δε θα μπορούσε να γίνει όταν είχαν να αναμετρηθούν κομμάτια όπως το εναρκτήριο “Existential terror” από το περσινό τους “Existence is futile” με το “A gothic romance (Red roses for the devil’s whore)” από τον δίσκο που σημάδεψε την καριέρα τους, το “Dusk and her embrace” του 1996. 

Το ευτυχές είναι ότι δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μπουκάλια και γιουχαΐσματα που έφαγαν πριν 21 χρόνια όταν και πάλι μοιράστηκαν τη σκηνή με τους JUDAS PRIEST στο Rockwave festival. Πολλά έχουν αλλάξει, αλλά ο Dani παραμένει ευφυής και απολαυστικός στα λογύδρια του ανάμεσα στα κομμάτια κάνοντας λογοπαίγνια και με τη ζέστη και τον ήλιο που είχαν απέναντι τους στην αρχή και αφιερώνοντας το “Scorched earth erotica” στην αρχή μόνο στις γυναίκες και μετά σε όποιον βρήκε στη σκέψη του. Καταληκτικά ήταν από τις καλές παρουσίες τους στη χώρα μα, οι οποίες όσο περνούσαν τα χρόνια απείχαν ολοένα και περισσότερο από το θρυλικό διήμερο στο Ρόδον το 2000. Μένει να δούμε πως θα συνεχίσουν και αν θα ακολουθήσουν και στο μέλλον τη συνταγή της αποστροφής των πιο γνωστών τους κομματιών από το ένδοξο παρελθόν τους όπως έκαναν τώρα.

Λευτέρης Τσουρέας

 

Άντε μετά να βάλεις σε σειρά τις σκέψεις σου σε μια σειρά μετά από αυτό το ΕΠΟΣ που έζησε ένα δεκαχίλιαρο κόσμος στην Πλατεία Νερού. Με φωνή κλεισμένη και με μπόλικες μελανιές, θα προσπαθήσω να μαζέψω τα κομμάτια μου και να σας περιγράψω τι χάσατε όσοι κάνατε το λάθος και δεν ήρθατε. 

Η ώρα έχει πάει 22:30 και με το “War pigs” των BLACK SABBATH να παίζει στα ηχεία και έναν τεράστιο PRIEST cross να ανασηκώνεται, οι Metal Gods ορμάνε με το “Battle hymns/One shot at glory” και τα πρώτα καπνογόνα κάνουν την εμφάνισή τους. Ο ήχος έστρωσε πάρα πολύ γρήγορα και έτσι απολαύσαμε τον Rob Halford να δίνει ΠΟΝΟ, καθώς η φωνή του ήταν σε άψογη κατάσταση. Χωρίς ανάσα το “Lightning strike” από το αριστουργηματικό “Firepower” άρχισε να μας ανεβάζει στροφές, όπως και τα καρακλασικά “You’ve got another thing coming” και “Freewheel burning”.

Το ντουέτο Sneap/Faulkner πλέον έχει δέσει για τα καλά, μετά από τόσα χρόνια, αλλά πάντα θα μας λείπει ο ταλαιπωρημένος Glenn Tipton, ο οποίος έκανε και μια συγκινητική εμφάνιση, έστω και στο video wall, κατά τη διάρκεια του “Blood red skies”. Τα μετόπισθεν των Hill/Travis ήταν ογκόλιθος, ενώ για τον Halford τι να λέμε τώρα; Ο άνθρωπος ζούσε κάθε στιγμή και δεν πρόδιδε σε καμία περίπτωση την προχωρημένη ηλικία του.

Το party ξεκίνησε με το “Turbo lover”, όπου έβλεπα πολύ κόσμο να χοροπηδάει και ο έλεγχος χάθηκε εντελώς με ένα από τα καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών. Με το “The Sentinel” δηλαδή σε μια αδιανόητη εκτέλεση. Από εκεί και πέρα, έχασα κι εγώ την αυτοσυγκράτησή μου και άφησα τη ροή των τραγουδιών να με παρασύρει. 

Ανατριχίλες με “Victim of changes” και “A touch of evil”, pure fun με τις διασκευές των “The Green Manalishi” και “Diamonds and rust” και τον Travis να λέει ότι έμεινε μόνο ένα ακόμη τραγούδι (κανείς δεν τον πίστεψε). “Painkiller” λοιπόν σε μια άψογη μουσικά εκτέλεση, αλλά και με τη φωνή του Metal God να τον εγκαταλείπει, αφού προηγουμένως για μία ώρα και κάτι είχε φτύσει τα λαρύγγια του. Το encore ήρθε σχεδόν αμέσως…

“The Hellion/Electric eye” με την τρίχα κάγκελο στους πάντες και η γνώριμη Harley στο “Hell bent for leather” έδωσαν το σύνθημα για ένα λιτό, αλλά πολύ ουσιαστικό επίλογο. Η θριαμβευτική εμφάνιση των JUDAS PRIEST έκλεισε με μια γνώριμη δυάδα από το “British steel”: “Breaking the law” με μπόλικα καπνογόνα και τις φωνές του κοινού να υπερκαλύπτουν αυτό που απέμεινε στον Halford και καληνύχτα λίγο μετά τα μεσάνυχτα, με έναν τεράστιο ταύρο και εντελώς συμβολικά “Living after midnight”.

Η αποθέωση ήταν αναμενόμενη για τους JUDAS PRIEST και ο Metal God κάθισε τουλάχιστον ένα πεντάλεπτο μόνος του στη σκηνή, να υποκλίνεται σε ένα ζεστό και διψασμένο για συναυλίες κοινό. Σε ένα καλοκαίρι γεμάτο συναυλίες, κατανοώ πλήρως ότι ο καθένας πρέπει να κάνει τις επιλογές του, καθώς μιλάμε για μεγάλο χρηματικό ποσό. Παρ’ όλα αυτά, οι JUDAS PRIEST αξίζουν κάθε σεβασμό και θεωρώ ότι ακόμη και αυτός ο κόσμος είναι λίγος για την βαρύτητα του ονόματός τους. Μιλάμε για την πεμπτουσία του heavy metal, να πάρει!

Sworn to avenge, condemn to Hell… 

Γιώργος Κόης

Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here