Release Athens Festival – PARKWAY DRIVE / SOULFLY / TRIPTYKON / SKYBINDER (Πλατεία Νερού, 27/6/2023)

0
1025












Αυτή η μέρα του Release festival είχε στο line up του διαφορετικές γενιές μουσικών που έδειξαν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του σκληρού ήχου. Όλες οι μπάντες κατάφεραν να μεταδώσουν την ταυτότητα τους σε ένα ετερόκλητο κοινό, το οποίο ξεκινούσε από τα 80s με τους TRIPTYKON να παίζουν κομμάτια των θρυλικών CELTIC FROST. Οι SOULFLY ακολούθησαν με το groove τους από τα late 90s συνεχίζοντας την κατεύθυνση που είχαν πάρει οι SEPULTURA μετά το “Roots” και οι headliners PARKWAY DRIVE που μεσουρανούν στην εποχή μας παίζοντας στις υψηλότερες θέσεις των μεγάλων festival του εξωτερικού.

Οι SKYBINDER είχαν το δύσκολο έργο να ζεστάνουν το λιγοστό κοινό που ήρθε από νωρίς στην πλατεία Νερού για να τους δει, αψηφώντας την αφόρητη ζέστη. Κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να είναι πειστικοί, έχοντας καλό ήχο αν και ήταν αρκετά μπουκωμένος ειδικά στο rhythm section. Το metalcore τους, χρωστάει πολλά στους PARKWAY DRIVE των οποίων τα albums θεωρούν ευαγγέλιο όπως παραδέχτηκε ο τραγουδιστής τους, o οποίος κατάφερε μέχρι και ένα μικρό moshpit να ξεκινήσει στις πρώτες σειρές, αφού πρώτα έκανε πλάκα σε έναν από το κοινό που είχε ντυθεί μπανάνα. Το 40λεπτο set τους βασίστηκε στο ντεμπούτο τους “Trauma and trial” με το οποίο μας συστήθηκαν πριν 4 χρόνια. Μένει να δούμε την εξέλιξή τους στο επερχόμενο δεύτερο album τους.

Ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται για τους TRIPTYKON που θα μας χάριζαν ένα 75λεπτο ταξίδι στον μαγικό κόσμο των CELTIC FROST. Τον τελευταίο καιρό ο Thomas Gabriel “Warrior” Fischer παίζει σε festival ξεχωριστά σετ με υλικό από την πρώτη του  HELLHAMMER, ξεχωριστό για τους CELTIC FROST και άλλο ένα με υλικό των TRIPTYKON, της μπάντας που δημιούργησε μετά τη φυγή του από τους CELTIC FROST το 2008. Σε κάποια festival μάλιστα παίζει και τα 3 ξεχωριστά set σε 3 διαδοχικές μέρες, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι ο Warrior κάνει μια αναδρομή στην μακρόχρονη πορεία του, αφήνοντας μόνο έξω τους APOLLYON SUN, project που δημιούργησε στα late 90s/early 00s μετά την πρώτη διάλυση των CELTIC FROST το 1992.

Το σετ των CELTIC FROST όπως το παρουσιάζουν οι TRIPTYKON βασίζεται στα “Morbid tales” (1984) και “Emperor’s return” (1985) EPs (τα οποία παίζουν ολόκληρα!) μαζί με 5 κομμάτια από το πρώτο τους θρυλικό full length album “To Megatherion”(1985), του οποίου το εξώφυλλο – φιλοτεχνημένο από τον Giger – κοσμούσε τη σκηνή. Είχαμε την τύχη να το παρουσιάσουν ολόκληρο και για 75 λεπτά επικράτησε κυριολεκτικά σοκ και δέος, έχοντας σύμμαχο τον φοβερά ογκώδη ήχο!

Η μεγάλη διαφορά από τις προηγούμενες φορές που είχαμε την τύχη να δούμε στη χώρα μας τους CELTIC FROST στο Rockwave το 2006 και ένα χρόνο μετά μαζί με τους KREATOR είναι η προσέγγιση στην απόδοση των κομματιών που έπαιξαν και τότε. Τότε οι ταχύτητες ήταν μειωμένες και κοντά στο doomy ύφος του “Monotheist” που είχαν μόλις κυκλοφορήσει. Αυτή τη φορά οι ταχύτητες ήταν ακριβώς όπως είναι στους δίσκους τους, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στο εναρκτήριο “Into the crypts of rays”. Ο ήχος από τον, συμπατριώτη μας, ηχολήπτη τους, συνεχώς βελτιωνόταν φτάνοντας μας στα όρια του παροξυσμού στο τρίτο κατά σειρά “Dethroned emperor”. Ήταν πλέον γεγονός ότι γινόμασταν μάρτυρες μιας μυθικής εμφάνισης που μοναδικό ψεγάδι ήταν ο καταραμένος ήλιος που έπεσε όταν είχαν πλέον ολοκληρώσει τα κομμάτια των EPs και μας ταξίδεψαν στο “To Megatherion” με απαρχή την καταιγιστική εκτέλεση του “The usurper” και του “Jewel throne”. Εκεί φάνηκε ξεκάθαρα η ατμόσφαιρα του “Dawn of Megiddo” πριν προλογίσει ο Warrior το “(Beyond the) North winds” ως το πιο «χάλια» τραγούδι του δίσκου.

To κοινό φαινόταν σαστισμένο στο μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισης τους, ανοίγοντας moshpit στα γρήγορα κομμάτια όπως το “Nocturnal fear”. Οι νεαρότεροι παρακολουθούσαν χωρίς να συμμετέχουν ιδιαίτερα παρά μόνο ανάμεσα στα κομμάτια φωνάζοντας «Σέλτικ φροστ» – η αιώνια διαμάχη του αν κανονικά λέγονται «Κέλτικ φροστ». Η παρουσία του καπνογόνου με ντάλα ήλιο πάντως μόνο αχρείαστη ήταν.

Η μεγαλειώδης εμφάνισή τους έκλεισε με το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι εκείνης της περιόδου τους, το “Necromantical screams”. H μπασίστρια τους, Vanja Šlajh, δεν έκανε τα γυναικεία φωνητικά σε αυτό το κομμάτι όπως αντίστοιχα έκανε ταιριαστά στο “Return to the eve”. Και πραγματικά ποιος άκουσε τον Warrior να γρυλίζει στο ρεφραίν το screams και να μην ανατρίχιασε! Ο κιθαρίστας V Santura – συνοδοιπόρος του Warrior στους TRIPTYKON από την αρχή τους – ήταν το λιγότερο άψογος ειδικά όταν έπαιρνε πάνω του τα lead μέρη και τα solos όπως στο “Visions of mortality”. Αντίθετα ο Warrior παραήταν αφαιρετικός στα δικά του solos με αποκορύφωμα το “Circle of the tyrants”, το οποίο είναι το πιο γνωστό τους κομμάτι. Και σε αυτό το κομμάτι φάνηκε πόσο διαφορετικά ακούγονται live στις στουντιακές ταχύτητες, μιας και μόνο στα πιο αργά μέρη του κομματιού ήταν η προσέγγιση τους πιο doomy όπως το 2006/2007. Αξιοθαύμαστος πίσω από τα τύμπανα ο Hannes Grossmann που κλήθηκε να αποδώσει τα μέρη του θρύλου Reed st. Mark. Η συμμετοχή του σε πάρα πολλές μπάντες είναι απλά η επιβεβαίωση του πόσο καλός drummer είναι, απογειώνοντας την ένταση τους στα υπεργρήγορα μέρη του “Visual aggression”.

Ο Κώστας Αλατάς ήταν απόλυτα ενθουσιασμένος λέγοντάς μου απερίφραστα ότι ήταν η καλύτερη συναυλία που έχει δει τον Warrior στη σκηνή. Σε αυτό συνηγορεί και το κέφι που είχε πειράζοντας κι εκείνος τον οπαδό με την μπανάνα,  μιλώντας για «banana conspiracy». Τα φωνητικά του παραμένουν το ίδιο πειστικά και ο τρόπος που παίζει την κιθάρα του στο “Morbid tales” και στο “Procreation of the wicked”. Μας είπε και από μικροφώνου ένα μεγάλο ευχαριστώ που θυμόμαστε τους CELTIC FROST και τους είχαμε ξανά κοντά μας. Μόνο που το ευχαριστώ είναι από την πλευρά μας που οι TRIPTYKON μεταδίδουν σήμερα το πνεύμα των CELTIC FROST με τα live τους. Μακάρι να ζούσε ο διόσκουρος Martin Eric Ain και να τους καμαρώσει, αν όχι να είναι μαζί τους επί σκηνής.

Λευτέρης Τσουρέας

Και μετά το μουσικό «σκοτάδι» των TRIPTYKON / CELTIC FROST, το σκοτάδι του ουρανού ήταν απολύτως καλοδεχούμενο, αφού είχαμε λιώσει από τη ζέστη και οποιαδήποτε νότα ελαχιστοποίησης αυτής ή δροσιάς, ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτη ως και ιαματική.

Η προσέλευση του κόσμου είχε αυξηθεί μεν, όχι κάτι τρομακτικό δε, δείγμα του ότι τελικά η συγκεκριμένη μέρα του φετινού Release δεν θα ήταν και από τις πιο πετυχημένες εμπορικά, αλλά τι να κάνουμε, αυτός ο κόσμος ενδιαφέρθηκε για αυτό το live (κατ’ εμέ άξιζε αρκετά περισσότερο, αλλά η κάθε χώρα με τα μουσικά της γούστα), αυτός πήγε.

O Max Cavalera, είναι μία ΤΙΤΑΝΙΑ μορφή της μουσικής μας, ειδικά του thrash metal. Είτε με SEPULTURA, είτε με SOULFLY (στις αρχές τους κυρίως), είτε με CAVALERA CONSPIRACY (αυτό το “Inflikted” τι έπος), είτε με NAILBOMB, είτε με KILLER BE KILLED, έχει δώσει διαχρονικά άσματα, άλλοτε «ξυλοφορτωτές» και άλλοτε «χοροπηδηχτά», ενώ ταυτόχρονα έχει επηρεάσει ΠΟΛΥ κόσμο, με όλες μάλιστα τις μουσικές του αναζητήσεις. Επομένως, το λιγότερο που θα πρέπει να έχει κάποιος για αυτόν τον άνθρωπο, είναι σεβασμός και όποτε παίζει, ασχέτως της κατάστασης, αν είσαι εκεί, ακούς. Άλλωστε όταν είσαι συνυπεύθυνος για (προσωπικό αυτό και πολύ συζητήσιμο για κάποιους, αλλά…) 2 τουλάχιστον από τους 10 κορυφαίους thrash metal δίσκους όλων των εποχών (εκτός αν θεωρούμε “Beneath the remains” και “Arise” κάτι λιγότερο από αυτό), αλλά και τόσα και τόσα άσματα και εξαιρετικές άλλες δουλειές, με τα πάνω και τα κάτω όπως όλοι άλλωστε, ε, κάτι έχεις κάνει πολύ καλά. Άλλωστε ξεχνάμε τα “S” που τα έβλεπες παντού στα 90s και early 00s; Είτε των SEPS είτε των SOULFLY. Αλλά πάμε στα της βραδιάς.

Τα tribal τύμπανα και ρυθμοί του “Back to the primitive” ήταν το σωστό «καλώς ήλθατε» για το show των SOULFLY. Και για το υπόλοιπο της εμφάνισής τους, αν κάτι παρέμεινε σταθερό, ήταν πρώτα η επιβλητική αυτή φιγούρα και φωνή του Max, αλλά και η συμμετοχή του κόσμου στο κέντρο βασικά της σκηνής, που ναι μεν δεν θύμιζε εποχές παλαιότερες, αλλά η ενέργεια ήταν εκεί! Βοήθησε φυσικά και το setlist, το οποίο είχε σαν βάση παλαιότερο υλικό του Max, από το ντεμπούτο των SOULFLY κυρίως, αλλά και σωστές και ωραίες πινελιές από τη δισκογραφία της μπάντας, συν 2 «τυράκια» bonus, έτσι, για να γίνει το χοροπηδητό πιο έντονο.

Φυσικά και είχαμε “Prophecy”, φυσικά και είχαμε “Tribe”, φυσικά και είχαμε “Jumpdafuckup” και “Eye for an eye” (με τα οποία και έκλεισε όπως έπρεπε το σετ), είχαμε όμως και “Refuse/Resist” από SEPS, με τον Max να καλεί στη σκηνή τον frontman των MELECHESH, Ashmedi και να μοιράζονται τα φωνητικά, είχαμε όμως και το ακόμα πιο ωραίο γλυκάκι, το “Wasting away” των NAILBOMB. Για να γουστάρουμε οι μεγαλύτεροι ισάξια με τους νεότερους. Πριν από το “Wasting away” μάλιστα και ενώ είχε τελειώσει το “Tribe”, ο Max έβαλε την Πλατεία Νερού να τραγουδάει μαζί του Bob Marley, το “Get up, stand up”, κάνοντας μία προθέρμανση για τη συνέχεια. Ρε τι δισκάρα ήταν το “Point blank”.

Θα πω εδώ την αμαρτία μου. Έχουμε δει Max πολλάκις. Έχουμε δει και SOULFLY επίσης. Θεωρώ, πως αν βγάλεις από την εξίσωση τα γούστα που σου δημιουργούν κάποια από τα κομμάτια που έπαιζαν, τις αναμνήσεις που σου φέρνουν και όλα τα σχετικά πανέμορφα πράγματα του να βλέπεις μία μπάντα live, ήταν η πιο «αδύναμη» εμφάνιση της μπάντας επί ελληνικού εδάφους. Δεν μιλάμε για κακή εμφάνιση. Αλλά συγκριτικά με τις υπόλοιπες, υποδεέστερη. Και αυτό έχει να κάνει με το lineup και τη συνοχή του σχήματος. Πέραν του μέτριου προς συμπαθητικού ήχου, είναι άλλο να έχεις τον (τίμιο και ωραίο που τα έδινε όλα) Zyon (το γιο του) στα τύμπανα, άλλο να έχεις τον Roy Mayorga (δολοφόνος) πχ. Άλλο να έχεις τον Mike DeLeon (σοβαρότατος παίκτης), άλλο τον Marc Rizzo. Και δεν είναι αν απέδιδαν τα τραγούδια. Τα απέδωσαν μια χαρά. Είναι το σύνολο. Το πόσο σφιχτή, δεμένη και μπετό έβγαινε η μπάντα. Γεροπαραξενιές; Μπορεί. Απλά πολλές φορές στα live η πώρωση και αγάπη για κάποια τραγούδια μας κάνει να ακούμε λιγότερο το τι γίνεται και νομίζουμε ότι είναι πολύ-πολύ καλύτερο από την πραγματικότητα. Όπως και να έχει όμως, Max Cavalera και κάποιοι διαχρονικοί ύμνοι της μουσικής μας, είναι για απόλυτο σεβασμό και ευγνωμοσύνη που ακόμα μπορούμε να τους απολαμβάνουμε ζωντανά.

Μετά λοιπόν την ιστορία και το σεβασμό/θαυμασμό για την πορεία και τη διαχρονικότητα (μαζί με το ευχαριστώ για τις τόσες επιρροές), είχε έρθει η ώρα για το παρόν, επίσης τον θαυμασμό και σεβασμό και την ελπίδα για διαχρονικότητα (άλλες εποχές μεν, άδικα συγκρίσιμες, αλλά ποτέ δεν ξέρεις). Θα το πω από την αρχή, να είμαι ξεκάθαρος και εκεί θα καταλήξουμε και στο τέλος: Οι PARKWAY DRIVE είναι μία μπάντα που παίζει headliner σε Wacken και Hellfest. Στα μεγαλύτερα δηλαδή Ευρωπαϊκά metal festivals. Και δείτε απλά όσοι ακόμα θεωρείτε ότι μιλάμε για «έλα μωρέ τώρα», τι γίνεται από κάτω. Για να καταλαβαίνουμε το πραγματικό μέγεθος ενός σχήματος. Το τι κάνουν εδώ πχ, είναι σε δεύτερη μοίρα. Άλλο τα γούστα, άλλο ο ρεαλισμός και η αντικειμενικότητα. Και αυτό λοιπόν που είναι οι PARKWAY DRIVE μετά το 2018 και το “Reverence” (όπου έγινε η εκτόξευση), όχι απλά το απέδειξαν στο Release, αλλά το επικύρωσαν με (πολύ) φωτιά!

Επιβλητική σκηνή, χωρίς όμως υπερβολικά πολλά props, αλλά απολύτως ουσιώδη και από το πρώτο «σκάσιμο» του “Glitch”, ήσουν σίγουρος ότι ανέβηκε μία τεράστια μπάντα στη σκηνή, όσο τεράστιος ήταν και ο ήχος της. Και η εκτόξευση του κόσμου ξεκίνησε με τη μία και σταμάτησε στο τέλος του σετ. Τόσο απλά.

Κάθε τεράστια μπάντα, πρέπει να έχει έναν τεράστιο performer και τέτοιος είναι ο Winston McCall (ο τρελός Αυστραλός, όπως του ανακοινώναμε συχνά πυκνά με το κλασικό γηπεδικό μας σύνθημα). Ναι ΟΚ, στα καθαρά φωνητικά έχουμε τα θέματά μας, το ξέραμε, το ξέρει, προχωράμε. Αλλά είναι τέτοια η ενέργειά του, τέτοια η αύρα του, τέτοια η περσόνα του επί σκηνής, που απλά κάνει το κοινό αυτό που εκείνος θέλει. Και αυτή η χημεία κοινού και μπάντας είναι το Α και το Ω σε ένα live για να είναι αξέχαστο, όπως κατέληξε να είναι και αυτό των Αυστραλών metalcorers.

Το “Prey” πρέπει να προκάλεσε μία μικρή δόνηση από τα χοροπηδηκτά του κόσμου στην Πλατεία Νερού, για να έρθουν τα “Carrion” και “The void”, όχι μόνο να σε έχουν βάλει για τα καλά μέσα στη συναυλία, αλλά να αρχίζουν ήδη στα πηγαδάκια τα «τι βλέπουμε ρε φίλε», «πόσο έπος είναι» και λοιπά σχετικά, που τα περισσότερα φυσικά δεν γράφονται εδώ. Ηχητικά ειδικά, μιλάμε για τον απόλυτο ήχο (μέχρι εκείνη την ημέρα τουλάχιστον) που ακούσαμε στις metal μέρες του Release. Και αυτό δεν είναι απλά προσωπικά άποψη, αλλά και αποτέλεσμα «δημοσκόπησης» (της σωστής, του μπίρι μπίρι και socializing συναυλιών). Σε έπαιρνε και σε σήκωνε! Όγκος, όλα τα όργανα πεντακάθαρα, η φωνή καμπάνα, ακόμα και όταν εμφανίστηκαν οι τρείς κυρίες με τα έγχορδα, ο ήχος ήταν πάλι ΤΟΥΜΠΑΝΟ! Sorry, αλλά μιλάμε για ηχάρα. Όπου και να καθόσουν. Να τα λέμε και αυτά. Ένα ακόμη δείγμα της τεράστιας μπάντας, όταν όλα είναι προσεγμένα στην εντέλεια.

Όπως προσεγμένα και μετρημένα ήταν τα πάντα και παικτικά. Μηχανές αλάνθαστες. Είτε groove-αραν, είτε «κάφρευαν», η μπάντα έβγαινε μπετόν-αρμέ και δεν μπορούσες παρά να παρασυρθείς από το σύνολο αυτού που έβλεπες. Κάτι στο οποίο βέβαια έπαιξε ρόλο και το setlist που ήταν «αυτό που έπρεπε» που λέμε. Από όλα είχαμε, όλα τα ακούσαμε (στο βαθμό του σετ προφανώς). Να βάλουμε και τις φωτιές… τις πολλές φωτιές (λυπάμαι τα παιδιά στις πρώτες-πρώτες σειρές που θα έχουν χάσει κάποιο φρύδι, κάποια τούφα από τη ζέστη που έβγαινε). Να βάλουμε και τα φανταστικά φώτα. Όλα μελετημένα, μετρημένα, προσεγμένα, παραγωγάρα κυριολεκτικά.

Η ώρα που ο McCall κατέβηκε από τη σκηνή και ξαφνικά εμφανίστηκε στη δεξιά μεριά του κοινού για να τραγουδήσει από εκεί ολόκληρο το “Idols and anchors”, περιτριγυριζόμενος από mosh-pit και χέρια που προσπαθούσαν να τους δώσει το δικό του, ήταν σίγουρα από τα highlights. Αλλά μιλάμε για ένα live ολόκληρο highlight. Μπορεί να με λέτε υπερβολικό, αλλά όταν και άνθρωποι που δεν είναι της φάσης των PARKWAY, καταλήγουν στο τέλος να λένε «live-άρα», «απίθανοι» κλπ, πιστέψτε με, δεν είμαι.

Μπορεί να ήμασταν λίγοι (4 ή 5 χιλιάδες; Λέω πολλά; Δεν ξέρω), αλλά ήταν όλοι καλοί και όπως έπρεπε. Και αυτό εκτιμήθηκε από τη μπάντα, αφού μπορεί να μην ήμασταν Hellfest ή Wacken σε πλήθος, αλλά η απόδοσή τους ήταν σαν να έπαιζαν εκεί. Είναι και το έξυπνο που έχουν οι PARKWAY να έχουν τραγούδια με εύκολες και πιασάρικες (πάντα καλώς εννοούμενα) μελωδίες στην κιθάρα, ιδανικές για sing-a-long, που έκανε τον κόσμο μία ας πούμε «χορωδία» σε πολλά σημεία. Εντάξει, σε κάποια όχι τόσο πετυχημένη, αλλά ήταν ελάχιστα. Δεν μιλάμε για χοροπηδητό, για mosh, για ότι χρειαζότανε το κάθε κομμάτι και έβγαινε αβίαστα, γιατί αυτό σου προκαλούσαν αυτοί οι τύποι από τη χώρα των καγκουρό με την απόδοσή τους! Μέχρι φυσικά να έρθει η απόλυτη αποθέωση και να αφήσουμε ότι είχε απομείνει στο “Wild eyes” που έκλεισε φυσικά το live. Τι να λέμε. Party, πανικός και πλήρης και δίκαιη αποθέωση για τη μπάντα με το τέλος της εμφάνισής της.

Δεν έχω λόγια. Πραγματικά. Μία ΤΕΡΑΣΤΙΑ μπάντα της εποχής μας, στο peak της καριέρας της (ως τώρα τουλάχιστον), σε μία βραδιά παράδειγμα επαγγελματισμού και αρτιότητας, αλλά και με πολλά πολλά χαμόγελα γύρω σου στο κοινό. Άλλωστε το να περνάμε super δεν είναι και αυτό σκοπός των live shows; Τόσο κακό είναι να υπάρχουν μπάντες που να δημιουργούν αυτό το συναίσθημα και τόσο αβίαστα μάλιστα; ΘΕΛΩ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΟ ΣΟΥ BEN!!!

Φραγκίσκος Σαμοΐλης
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here