ROLLIN’ DICE interview (Antonis, Giannis)

0
241












“Too strong to die”

Οι συμπατριώτες μας ROLLIN’ DICE, κυκλοφορούν το δεύτερο άλμπουμ τους, με τίτλο “Reroll”. Ένα άλμπουμ, μπολιασμένο με μπόλικες επιρροές από τη δεκαετία του ’70, καλοπαιγμένο, γκρουβάτο, αλλά και πάρα πολύ δύσκολο να φτιαχτεί, καθώς σοβαρά προβλήματα υγείας κράτησαν το γκρουπ μακριά από την μουσική. Δεν το έβαλαν κάτω. Με την πρώτη ευκαιρία, μαζεύτηκαν κι έγραψαν τον δίσκο που αποτελεί μία από τις καλύτερες heavy rock προτάσεις της φετινής χρονιάς. Ο Σάκης Φράγκος επικοινώνησε με το γκρουπ και με μεγάλη προθυμία και ταχύτητα, μας απάντησαν ο Αντώνης (κιθαρίστας/τραγουδιστής) και ο Γιάννης (μπασίστας).

Είχαμε να ακούσουμε ένα-δύο χρόνια νέα σας, ώσπου πληροφορηθήκαμε για κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας κάποιου μέλους σας, που σας ανάγκασε να σταματήσετε όλες τις δραστηριότητες του σχήματος. Σεβόμενοι πάντα την ιδιωτικότητα της κατάστασης, πως το αντιμετωπίσατε αυτό και πόσο επηρέασε τη σύνθεση του νέου δίσκου;
Αντώνης: Όλα συνέβησαν κάπως απότομα είναι η αλήθεια και η μετάβαση σε αυτή τη νέα πραγματικότητα ήταν σκληρή. Τη μια στιγμή έπαιζες με την παρέα σου σε ένα από τα καλύτερα Rockwave Festival που έχουμε ζήσει και την επόμενη δεν υπήρχε ούτε η δυνατότητα πρόβας μαζί τους. Μεγαλώσαμε απότομα μέσα σε λίγες μέρες.  Όλα μας τα σχέδια κι οι προγραμματισμένες μας εμφανίσεις ακυρώθηκαν επί τόπου, καθώς επίσης κι οποιοδήποτε σχέδιο είχαμε για ηχογραφήσεις. Καταφέραμε να συναντηθούμε κι οι τρεις μαζί για να προβάρουμε μετά από ένα εξάμηνο περίπου. Η ανάγκη μας να προσπεράσουμε τη δυσκολία αυτή, συνέβαλλε πολύ στο να γράψουμε το επόμενο άλμπουμ γρήγορα και χωρίς δεύτερες σκέψεις, κάτι που προσέδωσε στο “Reroll” τη ζωντάνια της live αισθητικής.

Ο τίτλος “Reroll”, έχει να κάνει με την έξοδο από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε τα τελευταία χρόνια και θέλετε να δείξετε ότι είστε σε θέση να «ρίξετε τα ζάρια» για μία ακόμη φορά;
Γιάννης: Ακριβώς, Σάκη. Έτσι το σκεφτήκαμε κι εμείς. Ρίξαμε τη ζαριά που θα μας κρατήσει στο “παιχνίδι”. Επίσης παίζουμε πωρωμένα D’n’D, οπότε ναι είχε διπλή σημασία για εμάς ο τίτλος αυτός.

Ηχογραφήσατε τον δίσκο μέσα στο 2019, αλλά τελικά τον κυκλοφορείτε σε λίγες μέρες. Τι σας έκανε να θέλετε να βγάλετε το “Reroll” ακόμα και μέσα σε περίοδο πανδημίας που όσο να ‘ναι, οι καταστάσεις είναι πιο δύσκολες;
Γιάννης: Ο δίσκος ηχογραφήθηκε τον Αύγουστο του 2019 και είχαμε σχεδιάσει να τον κυκλοφορήσουμε το Μάιο του 2020. Προφανώς τα σχέδιά μας άλλαξαν όταν παρουσιάστηκε ο ιός. Σκεφτήκαμε να περιμένουμε. Ωστόσο είδαμε πως η κατάσταση αντί να αλλάζει προς το καλύτερο, δημιουργούσε όλο και περισσότερα εμπόδια, μεγαλώνοντας το χρονικό διάστημα που θα έπρεπε να περιμένουμε ώστε να θεωρηθούν κατάλληλες οι συνθήκες για την κυκλοφορία του. Έτσι αποφασίσαμε να το μοιραστούμε με τον κόσμο τον Σεπτέμβρη, καθώς πιστεύουμε πως είναι σημαντικότερο το να προσπαθείς να βρίσκεις το δρόμο προς τη ζωή, παρόλες τις αντιξοότητες, παρά να αναβάλεις διαρκώς τα σχέδια σου και να ανακόπτεις την οποιαδήποτε πιθανότητα εξέλιξης. Μία κυκλοφορία σε πάει ένα βήμα παρακάτω κι έχοντας ήδη σχέδια για την επόμενη δουλειά μας δισκογραφικά, η κυκλοφορία του “Reroll” ήταν κάτι που δεν έπαιρνε παραπάνω αναβολές.

Η COVID-era που ζούμε, εκτός των άλλων, μόλις οδήγησε σε αναβολή την επίσημη παρουσίαση του δίσκου σας. Τι σκοπεύετε να κάνετε με το release party σας και γενικότερα με την προώθηση του δίσκου;
Αντώνης: Δυστυχώς αυτό ήταν κάτι που περιμέναμε, οπότε ήμασταν προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο. Θα επιχειρήσουμε το Release Party να γίνει κάποια στιγμή στο προσεχές μέλλον, σε ημερομηνία που θα ανακοινώσουμε σύντομα κι από κει κι έπειτα πράττουμε αναλόγως. Θα το επιχειρήσουμε όχι μόνο γιατί το οφείλουμε απέναντι στη δουλειά που έχουμε ρίξει γι’ αυτό το άλμπουμ, αλλά κι επειδή όπως είπαμε παραπάνω, εμμένουμε στο να βρούμε τον τρόπο μας να αναπνέουμε παρόλες τις αντιξοότητες. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι θα κάνουμε οποιαδήποτε κίνηση απερίσκεπτα και χωρίς να λάβουμε υπ’ όψη μας τους υγειονομικούς κανόνες που οφείλουμε όλοι να ακολουθούμε για το καλό όλων μας.

Το 2017, κυκλοφορήσατε το ντεμπούτο σας κι επιλέξατε να το κυκλοφορήσετε μέσα από περιοδικό κι όχι με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή να το τοποθετήσετε στα ράφια των δισκοπωλείων. Κοιτάζοντάς το αυτό, 3 χρόνια μετά, βλέπετε ότι ήταν σωστή απόφαση; Που σας βοήθησε και που ήταν ανασχετικός παράγοντας;
Αντώνης: Κοιτάζοντας πίσω στο «μακρινό» 2017 και όλα αυτά που κάναμε με το “Way to the sun”, νομίζω πως δε θα αλλάζαμε τίποτα στον τρόπο με τον οποίο κυκλοφόρησε. Η επιλογή μας αυτή δικαιώθηκε από την ισχύ που έχει το να μπαίνει στα σπίτια χιλιάδων ατόμων η δουλειά σου. Το να αγκαλιάζει τη μουσική σου ένας τόσο μεγάλος αριθμός ανθρώπων, τη στιγμή που δεν σε ήξεραν παρά μόνο ελάχιστοι, είναι πολύ σημαντικό. Επίσης βοήθησε πάρα πολύ στο να θέλει ο κόσμος να μας στηρίξει έμπρακτα, αγοράζοντας το merch μας στα live που ακολούθησαν. Μας έδωσε ένα πάτημα που πιστεύω πως σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δε θα βρίσκαμε.

Την επόμενη χρονιά, παίξατε στο Rockwave την ημέρα των IRON MAIDEN και VOLBEAT. Πως σας φάνηκε αυτή η εμπειρία; Σκεφτήκατε ποτέ ότι έχοντας μόλις ένα άλμπουμ στις αποσκευές σας, αυτή η εμφάνιση ίσως να ήρθε νωρίτερα απ’ ότι περιμένατε; Τι θα μπορούσε ίσως να την ξεπεράσει στο μέλλον;
Αντώνης: Νομίζω πως σίγουρα μπορούμε να μιλήσουμε για την καλύτερη εμπειρία που έχουμε βιώσει ως μπάντα μέχρι στιγμής. Ήταν μία απίστευτη μέρα με το vibe του live να είναι από τα καλύτερα αισθήματα που έχουμε ζήσει επί σκηνής. Μας έδωσε μεγάλη χαρά, εμπειρία για τα open-air festival και τη δίψα να επαναληφθεί το συντομότερο δυνατό. Σίγουρα σταθήκαμε τυχεροί όσον αφορά το timing της συμμετοχής μας, αλλά νομίζω πως μια τέτοια  συμμετοχή δεν κατοχυρώνεται μόνο από τη δισκογραφική σου πορεία. Ο τρόπος με τον οποίο καλείσαι να ανταποκριθείς επί σκηνής σε ένα τέτοιο live είναι πολύ σημαντικός κι εμείς είχαμε ήδη αποδείξει από προηγούμενα μεγάλα event ότι αυτό θα ήταν κάτι που μπορούμε να χειριστούμε. Όσο για το μέλλον, νομίζω πως πλέον θα θέλαμε να στοχεύσουμε σε αντίστοιχα μεγάλα festival του εξωτερικού κάποια στιγμή.


Γυρίζοντας στο δίσκο, υπάρχει ένα διάχυτο 70s feeling για μία ακόμη φορά. Τι προσπαθήσατε να κάνετε διαφορετικά από το ντεμπούτο σας;

Γιάννης: Από το πρώτο μας άλμπουμ είχαν περάσει δύο χρόνια περίπου όταν ηχογραφήσαμε το “Reroll”. Στη σύνθεση δεν προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικά. Βάλαμε κάτω τις ιδέες, τις τζαμάραμε και βγήκαν αυτά τα οχτώ κομμάτια του άλμπουμ. Όσον αφορά την ηχογράφηση, ήδη από το πρώτο άλμπουμ θέλαμε να είναι live, αλλά δεν τα καταφέραμε, οπότε εφόσον στο “Reroll” είχαμε το χρόνο να προετοιμαστούμε και να οργανωθούμε κάπως καλύτερα, αποφασίσαμε να το ηχογραφήσουμε live. Γενικά είμαστε μια μπάντα που τζαμάρουμε αρκετά στο στούντιο, αλλά και στη σκηνή, οπότε αυτός ο τρόπος μας ταίριαξε καλύτερα.

Ο δίσκος κλείνει με το “Into the fire” που διαρκεί οριακά λιγότερο από 10 λεπτά. Πως προέκυψε κάτι τέτοιο; Δείχνει ίσως την πορεία που μπορεί να ακολουθήσετε στο μέλλον;
Γιάννης: Το “Into the fire” είναι ένα κομμάτι που από τις πρώτες μέρες που το παίζαμε ήταν ένα μεγάλο τζαμάρισμα. Σταδιακά δομήθηκε σε στάνταρ σημεία κι έπειτα όταν ήρθε η ώρα για την ηχογράφηση, αποφασίσαμε πως θέλαμε να προσθέσουμε μια «πινελιά» από τα live μας στο άλμπουμ. Το τζαμάραμε πολλές φορές και κρατήσαμε το take που μας άρεσε και νιώθαμε πως παρουσίαζε καλύτερα αυτό που θέλαμε να «πούμε». Τώρα για το αν θα συνεχίσουμε σε αυτό το μοτίβο, δεν το ξέρω στα σίγουρα. Μας αρέσουν τα μεγάλα κομμάτια, έχουν μια ιστορία να πουν. Μας αρέσει αυτό που κάνουν οι KADAVAR και που έκαναν κάποτε οι RUSH. Και σίγουρα μας αρέσει να πειραματιζόμαστε σε κάθε άλμπουμ.

Το εξώφυλλο πως ταιριάζει με τον δίσκο; Πόσο σημαντικό βρίσκετε να είναι το artwork την σημερινή εποχή που τα περισσότερα πράγματα είναι ψηφιακά;
Αντώνης: Το εξώφυλλο αποφασίσαμε πως θέλαμε να το συνδέσουμε με το “Into the Fire”, το οποίο στιχουργικά μιλάει για την προσκόλληση του σύγχρονου ατόμου στα social media και την αδιαφορία του για την περιβαλλοντική καταστροφή που υφίσταται καθημερινά ο πλανήτης μας. Δεν θέλαμε να αποδώσουμε όμως την καταστροφική διάσταση αυτής της κατάστασης, αλλά αυτή του πόσο ιδιαίτερη φαντάζει για εμάς η φύση. Ο Γιάννης Τούσας που το σχεδίασε, απέδωσε τέλεια αυτό που είχαμε στο νου μας και τον ευχαριστούμε πολύ γι’ αυτό, καθώς το artwork ενός άλμπουμ δεν είναι απλή υπόθεση. Λόγω της επιστροφής του βινυλίου στην αγορά, το αισθητικό σύνολο παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και ενίοτε καθοριστικό για το αν κάποιος θα επιλέξει να τοποθετήσει σπίτι του ένα άλμπουμ.

Θα κυκλοφορήσετε το άλμπουμ σας σε βινύλιο κάποια στιγμή, ένα format που σίγουρα ταιριάζει στο ύφος σας;
Γιάννης: Λατρεύουμε το βινύλιο, οπότε ναι, στο μέλλον θα προσπαθήσουμε να κυκλοφορήσουμε το άλμπουμ και σε αυτό το format.

Θεωρείτε τους ROLLIN’ DICE μέρος της ελληνικής heavy rock σκηνής ή τοποθετείτε τους εαυτούς σας αλλού; Πως βλέπετε αυτήν τη σκηνή ως ακροατές και ως ενεργοί μουσικοί;
Αντώνης: Σαφέστατα ναι και χαιρόμαστε πολύ γι’ αυτό, καθώς μιλάμε για μία από τις πιο ενεργές σκηνές παγκοσμίως και με παρά πολύ υψηλό επίπεδο όσον αφορά τις κυκλοφορίες της. Πιστεύουμε πως έχουμε να «εξάγουμε» μερικά πάρα πολύ αξιόλογα σχήματα και πως μόνο θετικό μπορεί να φαντάζει κάτι τέτοιο, τόσο από την πλευρά του ακροατή, όσο και από του μουσικού.

Ευχαριστώ πολύ. Μπορείτε να κλείσετε τη συνέντευξη όπως θέλετε.
Αντώνης: Ευχαριστούμε πολύ για τη δυνατότητα που μας δίνετε να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας και ευχόμαστε καλή συνέχεια στο έργο σας. Για τον κόσμο που μας διαβάζει τώρα, ευχόμαστε καλή δύναμη σε όσα μας φυλάσσουν οι καιροί μπροστά μας και πως ελπίζουμε να τα πούμε από κοντά μαζί τους σε κάποιο live το συντομότερο δυνατό.

Σάκης Φράγκος