RUNNING WILD underrated gems

0
313

Επιστροφή για τα «Κρυμμένα Διαμάντια» και οι RUNNING WILD είναι αυτοί που περνούν από το μικροσκόπιο αυτή τη φορά. Από τις πρώτες ως τις σύγχρονες μέρες τους, όσο γινόταν, επιλέχθηκαν 15+1 υποτιμημένες συνθέσεις, που κοσμούν τη δισκογραφία της μπάντας και που βρίσκονται στο…παρασκήνιο. Πάμε να τις δούμε.

Adrian (S.O.S) (“Gates to Purgatory” – 1984)
Για όλο το μεταλλόκοσμο, οι RUNNING WILD είναι αυτοί που πρωτόπαιξαν αυτό που κακώς ονομάζεται “pirate metal” (πόσο ηλίθιος όρος). Για κάποιους άλλους όμως, ήταν και είναι πρωτίστως η μπάντα που μαζί με τους HELLOWEEN (εποχής EP και “Walls…”), τους ACCEPT και γιατί όχι τους RAGE (από τις AVENGER μέρες), όρισαν το γερμανικό metal. Και το όρισαν με το φοβερό “Branded and Exiled” που θα δούμε πιο κάτω και με τούτο το κλασσικό ντεμπούτο. Οι Πύλες προς το Καθαρτήριο είναι ανοικτές, και από μέσα ακούγονται κολασμένοι speed metal ήχοι. «Αγυάλιστοι», «ατάιστοι», «τραμπούκοι» και απίστευτα μοχθηροί, τραγουδούν εδώ για τον Υιό του Εξαποδό, ο οποίος φυσικά δεν είναι ο Αντίχριστος, αλλά ο Adrian, η μασκότ του γκρουπ. Τρομερή εκτέλεση στο “Ready for Boarding” live, αλλά γενικά παρατημένο κομμάτι. Θα μπορούσε στη θέση του να είναι το “Diabolic Force”, αλλά τούτο κερδίζει λόγω ονόματος.

Fight the Oppression (“Branded and Exiled” – 1985)
Κάθε οπαδός ενός συγκροτήματος, έχει τα αγαπημένα του κομμάτια. Έχει επίσης κάποια με τα οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένος. Έχει όμως και το ένα (1) κομμάτι, αυτό που άκουσε πρώτο, που τον έβαλε στον μαγικό κόσμο της αγαπημένης του μπάντας, και που έκτοτε όποτε το ακούει η νοσταλγία και η ρομαντική διάθεση υπερισχύουν. Στη δική μου περίπτωση, αυτό είναι το “Fight…”. Κασέτα RAKS, 90άρα, με διάφορες επιλογές, στη πρώτη πλευρά μεταξύ άλλων αυτό και το “Chains and Leather”. Κεραυνός εν αιθρία. Το απόλυτο speed metal, μια μεταλλική καταιγίδα που δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμά της, ένας ήχος από μια άλλη διάσταση που όμοιό του δεν είχα ακούσει ως τότε, πίσω από το μικρόφωνο μια από τις πιο πωρωτικές χροιές στο σύμπαν και ένα solo για να το διασώσεις σε χρονοκάψουλα, απλό, απέριττο και υμνικό. Μιλάμε για τρομερό κομμάτι. Ακούστε και ΝΙΩΣΤΕ!

Gods of Iron (“Branded and Exiled” – 1985)
Και που λέτε, το “Branded and Exiled” είναι χαλαρά στη προσωπική μου πεντάδα αγαπημένων RW δίσκων. Κάποιες στιγμές καταφέρνει να μπει και τριάδα. Ένας λόγος που το κάνει αυτό, είναι η μοναδικότητά του. Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει ξανά τέτοιον ήχο, αλλού. “Shrill screaming sirens are calling, the branded victims to death, a sacrifice to the gods of iron, everybody is joining the mass” τραγουδά ο Rolf στους πρώτους στίχους, και αμέσως σε πιάνει από το λαιμό. Όπως και στο “Fight…”, το solo είναι εξαιρετικά εύστοχο, με τον Preacher να παραδίδει μαθήματα πωρωτικής ημικουλίτιδας (πλάκα κάνω, καλός ήταν, απλά όχι σαν τους επόμενους). Χαρακτηριστικό δείγμα γερμανικού πρωτόγονου μετάλλου, μόνο νοσηρά τερατουργήματα τύπου “In the Sign of Evil” το κοιτούν κατάματα.

War in the Gutter (“Under Jolly Roger” – 1987)
Αλλαγή στον ήχο (όχι ολοκληρωτική ακόμη), αλλαγή στους στίχους, αλλαγή και στο image. Το speed metal και η διαβολική τους ταυτότητα γίνονται κλασσικό τευτονικό μέταλλο (μην ακούσω κανέναν και χαρακτηρίσει τους RUNNING WILD “power metal”, ήμαρτον) και το «πειρατικό» concept κάνει την εμφάνισή του. Το “War…” είναι ένα γρήγορο, στακάτο κομμάτι, με τρο-με-ρό pre-chorus και gang vocals από πίσω να τονίζουν την ωμότητά του. Σαν ένα ακόμη πιο γρήγορο “Raise your Fist” ένα πράγμα!

Merciless Game (“Under Jolly Roger” – 1987)
Ακριβώς πιο πάνω, έγραψα πως η μετάβαση από τον παλαιό στο νέο ήχο και στη νέα στιχουργική δεν έγινε αμέσως. Το “Merciless Game” είναι η πλέον τρανταχτή απόδειξη. Εύκολα θα χωρούσε, ή σωστότερα θα πρωταγωνιστούσε στο “Branded and Exiled”. Δεν γνωρίζω να σας πω την αλήθεια, μήπως προέρχεται και από εκείνες τις μέρες της μπάντας. Ξεκάθαρο speed metal με πολύ ωραίες κιθάρες και soli από τον νεοφερμένο Majk Moti που «κεντάει», μια συνταγή που το γκρουπ τη γνωρίζει καλά. Ή σωστότερα, τη γνώριζε καλά εκείνο τον καιρό. Οι στίχοι μιλούν για τα εγκλήματα των πολιτικών, στο βωμό της δύναμης και της εξουσίας, ένα θέμα με το οποίο καταπιάστηκε αρκετά ο Rolf.

Mutiny (“Port Royal” – 1988)
Δεν πληρώνονται τα παιδιά, τι να κάνουν; Ως πότε θα υπομένουν τις κακουχίες της θάλασσας; Ως πότε θα τρώνε μουχλιασμένα τρόφιμα και θα κοιμούνται σε βρεγμένα αμπάρια χωρίς «μπαγιόκο»; Ανταρσία λοιπόν! Κομμάτι του Rolf και του θεού των τυμπάνων Stefan Schwarzmann που περιγράφει ένα σύνηθες φαινόμενο της τότε εποχής. Σύνθεση επιβλητική, υμνική, με χαρακτηριστικό refrain τσίτα στα «ω-ωω-ωω» και εξίσου χαρακτηριστικό drumming από κάποιον που κάθησε πίσω από το drum kit των HELLOWEEN, UDO, ACCEPT, KROKUS μεταξύ άλλων. Έτσι, για την ιστορία.

Calico Jack (“Port Royal” – 1988)
Ακουστική, σύντομη εισαγωγή, που γίνεται ηλεκτροδοτούμενη στη συνέχεια και ένα κλασσικό riffing να απογειώνει μια μεγάλη σύνθεση. Ο Calico Jack Rackham και τα πεπραγμένα του, μέσα από μια «στο περίπου» αναφορά από το τρίο Kasparek, Moti, Schwarzmann το οποίο ομολογουμένως έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Ένα 8λεπτο mini έπος που κακώς δεν είχε ποτέ τη προσοχή που του άξιζε από τους δημιουργούς του. Μεταξύ των οπαδών όμως, διατηρεί υψηλή θέση. Από τις καλύτερες συνθέσεις του δίσκου, και αυτό είναι παράσημο, όταν εντός υπάρχει ένα ομότιτλο, ένα “Conquistadores” ή ένα “Uaschitschun”.

Marooned (“Death or Glory” – 1990)
Ο ήχος γίνεται πιο «ραφιναρισμένος», πιο «γραμμωμένος» και πλέον η μπάντα έχει υιοθετήσει για τα καλά το πειρατικό της στυλ. Ο ξανθούλης Ian Finlay στα τύμπανα ήρθε, έσπειρε, θέρισε, υπέγραψε μεγάλο μέρος των στίχων, βοήθησε στη μουσική, αλλά έφυγε μετά τη περιοδεία για τη προώθηση του δίσκου. Το κάνει και γι’ αυτό το κομμάτι. Γρήγορο και εμβατηριακό το “Marooned”, θυμίζει σχετικά το γρήγορο μέρος του “Calico…”, με εξαιρετικό επίσης μπάσο από τον Jens Becker (αφανής ήρωας γενικά στη καριέρα του), ενώ έχει και ένα από τα καλύτερα τελειώματα σε τραγούδι των Γερμανών ever, με έναν επικότατο τόνο. Από τα αγαπημένα μου του δίσκου.

White Masque (“Blazon Stone” – 1991)
Ναι. Το “Blazon Stone” δεν έχει εκτιμηθεί όπως (ίσως) του αρμόζει. Μοιάζει παραγκωνισμένο, όχι από τους φανατικούς οπαδούς που το λατρεύουν έτσι κι αλλιώς, αλλά από τον πιο «διαλλακτικό» φίλο του group. Όμως έχει μέσα 2-3 στιγμές, που σε πιάνουν από το λαιμό ρε γαμώτο. Μια από αυτές, είναι η «Λευκή Μάσκα». Άνετα παίρνει τη θέση της σε οποιοδήποτε best of του συγκροτήματος σέβεται τον εαυτό του. Και μιας και τα λέμε όλα, εμένα δεν μου το βγάζει κανείς από το μυαλό πως είναι leftover του “Death or Glory”. Και αν είναι, φανταστείτε για τι έμπνευση μιλάμε. Αυτή η κιθάρα σου Morgan, λέει πολλά. Μα πάρα πολλά… και χαίρομαι να την ακούω.

Pile of Skulls (“Pile of Skulls” – 1992)
Επιστροφή του Schwarzmann, έλευση του Thomas Smuszynski στο μπάσο, το βάρος της σύνθεσης στον καπετάνιο Kasparek, ο Axel Morgan σε μεγάλα κέφια και ένας μέγας δίσκος δημιουργείται. Μέσα στο προσωπικό μου top – 5 (ίσως και top – 3) της μπάντας, πραγματικά εξαιρετική δουλειά και το ομότιτλο κομμάτι σπέρνει. Ταχύτατο, με ένα κουπλέ πραγματικά να είναι ear candy (θεϊκή χροιά ο Rolf που στο στίχο “Hey Mr Pope, mr Military Man σε γδέρνει και σου πετά και αλατάκι στις πληγές) και κοινωνικοπολιτικό στίχο, που δυστυχώς σπανιότατα (πέντε φορές) έχει αποδοθεί ζωντανά. Κρίμα…

Black Wings Of Death (“Pile of Skulls” – 1992)
Κιθάρες του 10/10. Rhythm section του 100/10. Φωνητικά του 1000/10. Σε έναν δίσκο γεμάτο κορυφές, τούτη δω είναι από αυτές που φαίνονται λιγότερο υψηλές, αλλά φαίνονται εξίσου καθαρά. Η εισαγωγή είναι τόσο επική, που μάλλον αποτελεί το καλύτερο σημείο του κομματιού. Όταν δε, μπαίνει και η ρυθμική κιθάρα από πίσω, αντί ζωή. Το τραγούδι (θα μπορούσε να) μιλά για τη πανούκλα, τον «Μαύρο Θάνατο», όπως ήταν γνωστή η επιδημία αυτή κατά τον Μεσαίωνα. Το συντομότατο solo στην ουσία αποτελεί προπομπό της εισαγωγικής μελωδίας που επειδή είναι τόσο ΤΕΛΕΙΑ τη βάζουμε και στη μέση και στο τέλος, γιατί είμαστε οι RUNNING WILD και μπορούμε. Και τι refrain, έτσι;

Fight The Fire Of Hate (“Black Hand Inn” – 1994)
Αντιπολεμικός ύμνος μεγατόνων, ρυθμός στακάτος, συναυλιακή δομή και υφή. Mid tempo αριστούργημα, από αυτά που θα πληρώναμε τριπλό εισιτήριο για να απολαύσουμε ζωντανά. Το solo του είναι παλαιοροκάδικο στο πρώτο σκέλος, κλασσικομεταλλάδικο στο δεύτερο, με ωραία δισολία να ακολουθεί και να κλείνει το τρίτο. Το μπάσο που οδηγεί το κομμάτι είναι σκέτη ζάχαρη, το νιώθεις στο στομάχι. Αλλά οκ, τι να λέμε τώρα, ένας από τους καλύτερους (μη σας πω Ο καλύτερος) δίσκος των Πειρατών, δεν θα μπορούσε παρά να περιέχει μόνο έπη. Και το “Fight The Fire Of Hate”, είναι ένα από αυτά.

Dragonmen (“Black Hand Inn” – 1994)
Ινδιάνικη εισαγωγή (γνωστή η πετριά του αρχηγού με τους ιθαγενείς της Αμερικής) για να ακολουθήσει το refrain υπό μορφή μελωδίας στη κιθάρα του Thilo Hermann. Κομμάτι που καλπάζει αγέρωχο, με το pre-chorus να είναι σαφώς καλύτερο του ίδιου του chorus. Στιχουργικό περιεχόμενο που αναφέρεται σε εξωγήινους, τις επισκέψεις τους στο πλανήτη μας και το πώς τους έβλεπαν οι ιθαγενείς (Μάγιας, Ίνκας κλπ), ενώ αυτοί στην ουσία διατηρούν την ισορροπία του Καλού προς το Κακό και επεμβαίνουν με τη τεχνολογία τους όπου χρειάζεται.

Masquerade (“Masquerade” – 1995)
Ένα από τα γρηγορότερα τραγούδια του συγκροτήματος, με τον Jorg να ξεσαλώνει και τους υπόλοιπους να τρέχουν να τον προλάβουν (ακούστε ειδικά το σημείο πριν και κατά τη διάρκεια του solo). Ο Rolf είναι απίστευτος, η φωνή του ακούγεται επιβλητική και μοχθηρή ταυτόχρονα και οι στίχοι είναι μαστίγωμα κανονικό, καυτηριάζοντας την υποκρισία της Καθολικής Εκκλησίας. Το πρώτο δίστιχο δε, θα σε κάνει να γυρίζεις το κομμάτι μπρος και πίσω πολλές φορές, για να πετύχεις τραγουδώντας ΑΥΤΗ τη χροιά. Ύμνος.

Underworld (“Masquerade” – 1995)
Αυτό θα έπρεπε να υπάρχει σε κάθε best of. Δεν το συζητώ. Μιλάμε για ένα από τα καλύτερα riff στην ιστορία της μπάντας, και για pre-chorus για πολλά βραβεία. Γρήγορο στην αρχή, με ωραίο, σύντομο κόψιμο στη μέση και solo από αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «αριστουργηματικά απλά». Thilo Hermann είσαι πολύ μεγάλος φίλε μου. Πέντε λεπτά που ακούγονται σαν πέντε δευτερόλεπτα, γιατί μη ξεχνάμε πως το τελευταίο λεπτό δεν έχει μουσική, αλλά εφέ και ομιλίες. Τεράστια στιγμή, εγκληματικά υποτιμημένη.

War & Peace (“The Rivalry” – 1998)
Τεράστιο έπος. Μεγαλειώδης σύνθεση, ίσως η τελευταία στη καριέρα τους που θα άξιζε αυτό το τίτλο. Υποβλητική και επιβλητική εισαγωγή, τρομερές κιθάρες, στεντόρεια φωνή, αρχοντικό παίξιμο στα τύμπανα. Κομμάτι τσαρικών διαστάσεων, για να παίξουμε και λίγο με το θέμα που πραγματεύεται, καθώς αντλεί έμπνευση από το αριστούργημα «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λέοντος Τολστόι. Αν σας φέρει στο μυαλό το “Mother Russia” των IRON MAIDEN, δεν θα έχετε καθόλου άδικο. Οι μελωδίες στο outro τόσο του ενός κομματιού όσο και του άλλου, βγήκαν από την ίδια πηγή, η οποία δεν είναι άλλη από τη μουσική παράδοση της Ρωσίας και τον ήχο της μπαλαλάικα.

Αυτά για τώρα. Δεν ξέρω ποιο θα είναι το επόμενο “Underrated Gems” αφιέρωμα, αλλά όποιο και να είναι, ως την επόμενη φορά που θα τα πούμε εσείς να ακούτε πολλή μουσική και να προσέχετε!

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here