Θεωρώ, πως κάθε οπαδός που ασχολείται με οποιοδήποτε μουσικό είδος της rock/hard rock/heavy metal μουσικής, έχει στη συνείδησή του κάποια συγκροτήματα που είναι «μεγάλα», χωρίς να έχουν κάνει απαραίτητα τεράστια εμπορική επιτυχία. Οι GRIM REAPER, σίγουρα θα είναι για πάντα ένα από αυτά τα σχήματα, που έχει καθιερωθεί σαν ένα από τα καλύτερα που γνώρισε το heavy metal την δεκαετία του 1980. Τα τρία άλμπουμ που κυκλοφόρησε τότε, “See you in Hell” (1983), “Fear no evil” (1985) και “Rock you to Hell” (1987), θα αποτελούν μέχρι να σβήσει ο ήλιος, διαμάντια του χώρου, αφού όλα είναι αψεγάδιαστα και αποτελούν πολύ καλό δείγμα γραφής του δεύτερου χρονολογικά μέρους του New Wave Of British Heavy Metal κινήματος.
Το 2006, ο τραγουδιστής του σχήματος, Steve Grimmett, αποφασίζει να επαναδραστηριοποιήσει το σχήμα, συνεργαζόμενος με μουσικούς που είχε στην προσωπική του μπάντα και δέκα χρόνια μετά, κυκλοφορεί το “Walking in the shadows”, βάζοντας το ονοματεπώνυμο του πριν από αυτό του group, προφανώς για νομικούς λόγους. Ένα άλμπουμ που σαφώς σε έκανε να αγωνιάς αν θα αμαύρωνε την ιστορία των GRIM REAPER, κάτι που τελικά δεν έγινε, αφού όλη η δουλειά ήταν πολύ καλή και αντιπροσώπευε στο έπακρο ό,τι παρελθοντικό.
To 2017, o Grimmett είχε ένα σοβαρό περιστατικό, όταν εξαιτίας μίας μόλυνσης στο δεξί του πόδι, αναγκάστηκε να χάσει ένα μέρος του! Σκεπτόμενος αυτό και μαθαίνοντας για τη νέα φετινή δουλειά του, πάλι με το όνομα Steve Grimmett’s GRIM REAPER, ήμουν πολύ περίεργος αν τελικά θα κατάφερνε να επαναλάβει την πολύ καλή ηχητική προσπάθεια που μας χάρισε 3 χρόνια πριν. Ακούγοντας το “At the gates”, νομίζω τελικά πως βροντοφωνάζει «παρών» και μάλιστα πολύ δυνατά!
Όλα τα τραγούδια που εμπεριέχονται στον δίσκο είναι δομημένα στον πιο πρόσφατο, «μοντέρνο», New Wave Of British Heavy Metal ήχο, σχημάτων όπως οι SAXON ή οι DEMON, με «γεμάτες» συνθέσεις, που θα σε ξεσηκώσουν άμεσα, φτιάχνοντάς σου τη διάθεση. Το άλμπουμ ξεκινάει κάπως άνευρα, με το ομώνυμο mid tempo τραγούδι που, σε σύγκριση με όλα τα προηγούμενα, είναι μάλλον το πιο αδύναμο που έχει γραφτεί, κάτι το οποίο είναι πρωτόγνωρο για το σχήμα, αφού μας είχε συνηθίσει αλλιώς. Από το επόμενο όμως, το “Venom” και μετά, όλη η ακρόαση αλλάζει. Ενώ θα περίμενες ένα ίδιο, κάπως βαρετό, tempo, οι ταχύτητες ξαφνικά «ανεβαίνουν», γίνονται γρήγορες και έτσι το πλείστον των μετέπειτα συνθέσεων αποτελείται από κοφτά, «ανεβαστικά» κιθαριστικά riffs, που όχι μόνο δεν θα σε αφήσουν ατάραχο, αλλά αν κάνεις κάτι άλλο παράλληλα με την ακρόαση, θα το σταματήσεις για να εντρυφήσεις σε αυτήν. Οι συνθέσεις είναι «ποτισμένες» με πολύ όμορφες μελωδίες, έχουν τέτοιο vibe, που δε γίνεται να μη σε καθηλώσουν, αφού όλες σφύζουν από ενέργεια, ηχητική δύναμη και ζωντάνια, πάντα «πατώντας» σε όλα τα όποια κλισέ του Βρετανικού New Wave Of British Heavy Metal ήχου και σύνθεσης, στην πιο πρόσφατη έκφανσή του όμως. Το πολύ σημαντικό στοιχείο όλων των τραγουδιών, είναι ότι δεν «βαράμε» έτσι απλά για να «βαράμε», μιας και υπάρχει ένα βασικό riff και όλη η σύνθεση «χτίζεται» πάνω σε αυτό. Κάθε κομμάτι φαίνεται ότι είναι άκρως καλοδουλεμένο, αφού δεν έχει περιττά σημεία, όπως απότομες αλλαγές ρυθμών ή κάτι αντίστοιχο, που να μετριάζει την διάθεση ακρόασης..
Εκτός αυτών, ο mainman του σχήματος, είναι σε μεγάλη φόρμα. Αν δεν είχες διαβάσει κάπου το θέμα υγείας που αντιμετώπισε και απλά τον έβλεπες σε φωτογραφία μετά την ακρόαση, δε θα καταλάβαινες επουδενί τι έχει περάσει, αφού ο Βρετανός frontman, αν εξαιρέσεις την όποια φυσιολογική ηλικιακή φθορά της φωνής του, έχει ακόμα αυτό το χαρακτηριστικό γρέζι στην ερμηνεία του, που τόσο αγαπήσαμε.
Το “At the gates” θα ικανοποιήσει στο έπακρο τους οπαδούς του σχήματος, αλλά και αυτούς που θέλουν να ακούσουν ωραία τραγούδια από τον Grimmett και την τωρινή παρέα του. Με τη νέα τους δουλειά, οι Steve Grimmett’s GRIM REAPER, δεν έχουν τάση ηχητικής αλλαγής ή μουσικής παρέκκλισης, συγκριτικά με το παρελθόν τους, αλλά αν είστε «κολλημένοι» στα πρώτα 3 άλμπουμ και θέλετε κάτι αντίστοιχο, ίσως και να απογοητευτείτε. Αν ακούσετε όμως το άλμπουμ μη έχοντας παρωπίδες, θα βρείτε τραγούδια που τιμούν το όνομα που είχε δημιουργήσει το σχήμα παλαιοτέρα, αφού υπάρχει η ηχητική θύμηση. Νομίζω ότι η μπάντα έκανε ό,τι το δυνατόν καλύτερο που μπορούσε, αφού το συνθετικό επίπεδο είναι τέτοιο, που δε χρήζει αρνητικής προσέγγισης.
8/10
Θοδωρής Μηνιάτης