Απ’ την αρχή πρέπει να σας πω πως γενικά δεν είμαι οπαδός της ύστερης περιόδου των STRATOVARIUS, μπάντα που για μένα αποτελούσε κάποτε τον ορισμό του Ευρωπαϊκού power metal. Το δίδυμο των δύο Timo ήταν σημείο αναφοράς για το power metal και το 90’s heavy metal εν γένει. Ό,τι κυκλοφόρησε η μπάντα στα 90’s μέχρι και το ομώνυμο άλμπουμ της μπάντας το 2005 ήταν αν όχι αριστουργήματα του μελωδικού Euro power metal, σίγουρα αξιόλογα άλμπουμ. Προφανώς μετά το “Visions” του 1997 ξεκίνησε μια κατρακύλα με το “Destiny” αλλά η αποχώρηση του Tolkki μετά το “Stratovarius” ήταν που σήμανε την αρχή του τέλους με τη μπάντα πλέον να είναι μια σκιά αυτού που ήταν, για να μη πούμε για τον τεράστιο κιθαρίστα και συνθέτη που τον έφαγε η κατάθλιψη. Πλέον, κάθε κυκλοφορία της μπάντας, όπου επιζούν μόνο οι Jens Johansson και Kotipelto από το προηγούμενο ένδοξο line up, έχει 3 με 4 κομμάτια που να μου τραβάνε το ενδιαφέρον μιας και η μπάντα έχει γενικά μεταλλάξει το Euro power που ήταν συνώνυμο με το τίτλο STRATOVARIUS σ ένα πολύ φτηνό και απλοϊκό προϊόν χωρίς ιδιαίτερη χρησιμότητα και που καταναλώνεται γρήγορα. Οι STRATOVARIUS της μετά-2010 περιόδου γενικά ακούγονται πιο σκοτεινοί, με πιο mid-tempo κομμάτια και υπέρ-χιτάρες που λειτουργούν σαν ηχώ των σκοτεινών mid-tempo κομματιών από την Tolkki περίοδο όπως “Kiss of Judas”, “Eternity”, “Distant skies”, “Paradise”. Τα χιτάκια της μπάντας σήμερα είναι κομμένα και ραμμένα ακόμα περισσότερο για ένα νεαρό κοινό που έχει μάθει στη λογική και ποιότητα του Eurovision διαγωνισμού.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, δεν είμαι σίγουρος τι μπορεί να μας προσφέρει η δεύτερη “Intermission” συλλογή πέρα από τα συνηθισμένα διάσπαρτα κομμάτια που θα μπουν σε μια spotify playlist. Το “Enigma: intermission II” λοιπόν είναι μια πληρέστατη συλλογή που απευθύνεται στους μυημένους οπαδούς της ύστερης περιόδου και όχι τόσο σε νοσταλγούς του παρελθόντος. Εδώ έχουμε τρία καινούργια κομμάτια γραμμένα το 2018 μαζί με τέσσερις ορχηστρικές εκτελέσεις παλαιότερων κομματιών, συγκεκριμένα τα “Fantasy”, “Shine in the dark”, “Unbreakable” και “Winter skies”. Τα καινούργια τραγούδια ομολογώ πως δεν πάνε κατευθείαν στο κάδο όπως θα περίμενα, αλλά ούτε θα μείνουν για πολύ παραπάνω στα ηχεία μου. Θεωρώ πως οι STRATOVARIUS έχουν πλέον βρει τον τρόπο να γράφουν πάντοτε «μια απ τα ίδια» χωρίς όμως να ακούγεται σαν να αντιγράφουν τους εαυτούς τους (λάθος που έκανε αρκετές φορές ο Timo Tolkki). Έτσι λοιπόν το “Oblivion” είναι ένα όμορφο δυνατό κομμάτι με γερές «τραγανές» κιθάρες αλλά τελικά όλο το ενδιαφέρον μένει στο εύπεπτο ρεφραίν που επαναλαμβάνεται εις άπειρον, χωρίς επίσης κάποιο μουσικό σκέλος σαν αυτά στα οποία μας συνήθιζαν παλιότερα και όπου διακρινόταν η ικανότητα κάθε μουσικού να παίζει σε υπερηχητικές ταχύτητες. Η απουσία του Tolkki συνεχίζει να είναι αισθητή ειδικά στο συνθετικό τομέα (άσχετα ότι ο αντικαταστάτης παίζει καλύτερα και από τον προκάτοχο του). Είναι επίσης φανερό πως η μπάντα έχει κορεστεί στο κομμάτι του songwriting και γενικά επαναλαμβάνει τις ίδιες φόρμες. Το πιο τραγικό είναι ότι ο Kotipelto, άλλος ένας τιτάνας που κατέστρεψε τη φωνή του με τις περιοδείες, τραγουδάει εντελώς επίπεδα χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, μάλλον διεκπαιρεωτικά.
Το επίσης καινούργιο “Enigma” που ανοίγει το δίσκο πέρα από μια πολύ ωραία, μελωδική και heavy εισαγωγή, κουράζει με τις πολλές επαναλήψεις του ρεφραίν που δεν έχει τη μεγαλοπρέπεια και το επικό συναίσθημα που έχω γενικά συνδέσει με τη μπάντα. Είναι μάλλον περισσότερο γλυκανάλατα και χωρίς αυτό που έκανε τους STRATS power και metal. Όσον αφορά τις ορχηστρικές εκτελέσεις, ειλικρινά δεν αντέχω να τις ακούσω πάνω απ’ όσο προστάζουν οι ανάγκες μιας παρουσίασης δίσκου.
Τα 50 λεπτά του δίσκου που απομένουν πέρα από τις πρόσφατες ηχογραφήσεις, συμπληρώνονται από σπάνια και ακυκλοφόρητα bonus tracks και κομμάτια που δεν βγήκαν πρωτύτερα στην Ευρωπαϊκή αγορά. Εδώ διακρίνω κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις όπως το Malmsteen-ικό “Kill it with fire” και το πιο old school “Castaway” που είναι επιτέλους διαθέσιμα στην Ευρώπη και τα σπάνια bonus tracks “Giants” και “Hunter” που «τη λένε» άνετα στα καινούργια κομμάτια. Τα τρία ακυκλοφόρητα σπάνια bonus tracks που είναι διαθέσιμα για πρώτη φορά σε CD, “Hallowed”, “Old man and the sea” και “Last shore” είναι περισσότερο ενδεικτικά του mid-tempo άνευ δυναμισμού μουσικού παρόντος με το “Old man and the sea” να λειτουργεί σαν τη τυπική STRATOVARIUS ακουστική μπαλάντα-νανούρισμα. Και εδώ απορώ, γιατί τα άλλα bonus tracks δεν συμπεριλήφθησαν στις επίσημες κυκλοφορίες; Ίσως γιατί δε κολλάνε με τη συνταγή που έχει γίνει πλέον modus operandi μετά το “Nemesis” του 2013;
6,5 / 10
Φίλιππος Φίλης